Την περασμένη Κυριακή στα BAFTA, η Ελεν Μίρεν βραβεύθηκε για το σύνολο της προσφοράς της στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Την παραμονή της τελετής απονομής των βραβείων BAFTA, όπου η Ελεν Μίρεν τιμήθηκε με την ύψιστη διάκριση της βρετανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας (BAFTA fellowship) για το σύνολο της προσφοράς της στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, η ηθοποιός μίλησε στον Observer εκφράζοντας τη χαρά της για τη βράβευση, αλλά και την ανησυχία της για τη βία που έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη.
Επισήμανε ιδιαίτερα τη μεγάλη αύξηση των δολοφονιών γυναικών στις τηλεοπτικές ταινίες. Οπως είπε, συμφωνεί με τον θεατρικό συγγραφέα Ντέιβιντ Χέαρ, ο οποίος πρόσφατα διαμαρτυρήθηκε για την αιμοδιψή φύση των περισσότερων δραματικών σειρών που προβάλλονται στη βρετανική τηλεόραση. Και πρόσθεσε ότι υπάρχει μια σαφής «σεξιστική» διαφορά όσον αφορά τα πτώματα: «Τα περισσότερα θύματα είναι νεαρές γυναίκες», είπε.
Στην ομιλία της μεταξύ άλλων ευχαριστεί τους δασκάλους της…
Η «Nebraska» είναι μια αντί-Οδύσσεια του εικοστού πρώτου αιώνα που αναδεικνύει τον καταπιεσμένο ηρωισμό του ανθρώπου που μοιάζει εσαεί εγκλωβισμένος στη στατική, αντί-ηρωική ζωή κάθε επαρχίας. Και είναι μια αντί-Οδύσσεια διότι στο πρώτο μισάωρο δεν υπάρχει τίποτα που να προμηνύει την έλευση του ηρωικού στοιχείου. Ο «Οδυσσέας» της «Nebraska», ο Γούντι Γκραντ (έξοχος στον ρόλο του ο καρατερίστας Μπρους Ντερν), είναι ένας απότομος, ανισόρροπος, απλησίαστος και πεισμωμένα μοιρολάτρης αλκοολικός σε προχωρημένη ηλικία. Αυτός ο φαινομενικά πεπειραμένος σκιέρ των αναποδιών της ζωής είναι, εντούτοις, αρκετά αφελής να πιστεύει ότι έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο δολάρια στο λαχείο, αψηφώντας τον ανυπόμονα οργισμένο ψόγο των αγαπημένων του προσώπων που φυσικά γνωρίζουν ότι πρόκειται για τυπική διαφημιστική απάτη.
Η ξεροκεφαλιά του Γούντι παρασύρει τον Ντέιβιντ, τον έναν από τους δυο γιους του, σε ένα ταξίδι 1.450 χιλιομέτρων, με αφετηρία το Μπίλινγκς της Μοντάνα και προορισμό το Λίνκολν της Νεμπράσκα. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί δεν είναι τα «μαγικά νησιά» για τα οποία μιλούσε ο Γέιτς, αλλά οι απαράλλαχτα μονότονες πόλεις της αμερικανικής ενδοχώρας. Προτού φτάσουν στο Λίνκολν, οι δυο συνοδοιπόροι καταλύουν για το Σαββατοκύριακο στη γενέτειρα του Γούντι, το Χόθορν της Νεμπράσκα, μια πόλη που υπάρχει μονάχα στη φαντασία του σεναριογράφου της ταινίας, Μπομπ Νέλσον. Η μυθική Ιθάκη του Γούντι Γκραντ. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, ο υποψιασμένος θεατής καθίσταται δέσμιος των συνειρμών του. Ο Γούντι, μόνος, μαζί με τον Ντέιβιντ ή με τη συνοδεία της οικογένειάς του (έχουν καταφτάσει στην πόλη η σύζυγος και ο έτερος γιος του), επισκέπτεται τους νεκρούς συγγενείς και φίλους του στο νεκροταφείο έξω από την πόλη, αλλά και στα μπαρ και στο συνεργείο που διατηρούσε κάποτε. Ο Ντέιβιντ πληροφορείται έκπληκτος από μια παλιά αγαπημένη του πατέρα του ότι ο Γούντι είχε πολεμήσει στην Κορέα, τη δική του Τροία, γεγονός που είχε καταφέρει να κρατήσει κρυφό από τους γιους του. Και στη σεκάνς του φινάλε, όπου ο Γούντι επιστρέφει στο Χόθορν μετά το κάζο του Λίνκολν, οδηγώντας το φορτηγό που μόλις αγόρασε –φυσικά όχι με τα χρήματα του ανύπαρκτου λαχείου–, ο «Οδυσσέας» παίρνει την εκδίκησή του από τους παλιούς συνεργάτες, τους συμπολίτες και τους συγγενείς του που τον χλεύασαν για την αποκοτιά του να διεκδικήσει την τελευταία του πιθανότητα να κερδίσει τα χρήματα που λαχταρούσε να αφήσει κληρονομιά στην οικογένειά του.
Στην «Ποιητική» ο Αριστοτέλης γράφει ότι ο Ομηρος παρουσιάζει ανθρώπους καλύτερους από εμάς. Ο Γούντι σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος άνθρωπος στη «Νεμπράσκα». Ομως η εκδίκησή του είναι η εκδίκηση ενός καλού, περήφανου και βαθιά τρυφερού ανθρώπου.
Ποιος δεν θα δάκρυζε με την ιστορία μιας μητέρας που της αποσπούν βίαια το τρίχρονο αγόρι της για να το δώσουν σε μια παρένθετη οικογένεια, ενώ εκείνη, νεαρή κοπέλα, σπαράζει πάνω στην κλειστή σιδερένια πύλη του μοναστηριού στο οποίο φιλοξενείται, ως «έκπτωτη γυναίκα»;
Η σκηνή είναι μία από τις αιχμές του δράματος που χειρίζεται ο Βρετανός Στίβεν Φρίαρς στην τελευταία του ταινία «Φιλομένα» (θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη). Είχα παρακολουθήσει την ταινία σε μια κατάμεστη αίθουσα, χωρητικότητας περίπου 1.000 ατόμων, τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Τορόντο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ της πόλης. Ηταν μια ανοιχτή πρωινή προβολή για κοινό, το οποίο στη συντριπτική πλειονότητά του ήταν Καναδοί συνταξιούχοι, άντρες και γυναίκες. Παρατηρούσα τα πρόσωπα. Συγκινημένα αλλά όχι δακρυσμένα.
Ο Φρίαρς, αξιοποιώντας το υποκριτικό μέγεθος της Τζούντι Ντεντς, γυρίζει μια ταινία πάνω στη συγχώρηση (βασισμένη στο βιβλίο του Μάρτιν Σίξσμιθ «The lost child of Philomena Lee – A mother, her son and a 50 year search», το οποίο με τη σειρά του στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός). Η ηρωίδα, Φιλομένα Λι, έφηβη ακόμη, τη δεκαετία του ’50, έμεινε έγκυος, και η οικογένειά της την έστειλε σε καθολικό μοναστήρι για να την προσέχουν. Μετά την αγοραπωλησία του παιδιού της από τις μοναχές, εξαναγκάζεται να υπογράψει ότι «ποτέ δεν θα ψάξει να μάθει» τι έκανε η εκκλησία με τον γιο της. Υστερα από 50 χρόνια άκαρπων ερευνών, ηλικιωμένη πια, ξεκινάει ένα ταξίδι στην Ουάσιγκτον, όπου ενδεχομένως να βρίσκεται ο γιος της, μαζί με ένα δημοσιογράφο που ενδιαφέρεται να γράψει την ιστορία της.
Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.
Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή