Η «Nebraska» είναι μια αντί-Οδύσσεια του εικοστού πρώτου αιώνα που αναδεικνύει τον καταπιεσμένο ηρωισμό του ανθρώπου που μοιάζει εσαεί εγκλωβισμένος στη στατική, αντί-ηρωική ζωή κάθε επαρχίας. Και είναι μια αντί-Οδύσσεια διότι στο πρώτο μισάωρο δεν υπάρχει τίποτα που να προμηνύει την έλευση του ηρωικού στοιχείου. Ο «Οδυσσέας» της «Nebraska», ο Γούντι Γκραντ (έξοχος στον ρόλο του ο καρατερίστας Μπρους Ντερν), είναι ένας απότομος, ανισόρροπος, απλησίαστος και πεισμωμένα μοιρολάτρης αλκοολικός σε προχωρημένη ηλικία. Αυτός ο φαινομενικά πεπειραμένος σκιέρ των αναποδιών της ζωής είναι, εντούτοις, αρκετά αφελής να πιστεύει ότι έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο δολάρια στο λαχείο, αψηφώντας τον ανυπόμονα οργισμένο ψόγο των αγαπημένων του προσώπων που φυσικά γνωρίζουν ότι πρόκειται για τυπική διαφημιστική απάτη.
Η ξεροκεφαλιά του Γούντι παρασύρει τον Ντέιβιντ, τον έναν από τους δυο γιους του, σε ένα ταξίδι 1.450 χιλιομέτρων, με αφετηρία το Μπίλινγκς της Μοντάνα και προορισμό το Λίνκολν της Νεμπράσκα. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί δεν είναι τα «μαγικά νησιά» για τα οποία μιλούσε ο Γέιτς, αλλά οι απαράλλαχτα μονότονες πόλεις της αμερικανικής ενδοχώρας. Προτού φτάσουν στο Λίνκολν, οι δυο συνοδοιπόροι καταλύουν για το Σαββατοκύριακο στη γενέτειρα του Γούντι, το Χόθορν της Νεμπράσκα, μια πόλη που υπάρχει μονάχα στη φαντασία του σεναριογράφου της ταινίας, Μπομπ Νέλσον. Η μυθική Ιθάκη του Γούντι Γκραντ. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, ο υποψιασμένος θεατής καθίσταται δέσμιος των συνειρμών του. Ο Γούντι, μόνος, μαζί με τον Ντέιβιντ ή με τη συνοδεία της οικογένειάς του (έχουν καταφτάσει στην πόλη η σύζυγος και ο έτερος γιος του), επισκέπτεται τους νεκρούς συγγενείς και φίλους του στο νεκροταφείο έξω από την πόλη, αλλά και στα μπαρ και στο συνεργείο που διατηρούσε κάποτε. Ο Ντέιβιντ πληροφορείται έκπληκτος από μια παλιά αγαπημένη του πατέρα του ότι ο Γούντι είχε πολεμήσει στην Κορέα, τη δική του Τροία, γεγονός που είχε καταφέρει να κρατήσει κρυφό από τους γιους του. Και στη σεκάνς του φινάλε, όπου ο Γούντι επιστρέφει στο Χόθορν μετά το κάζο του Λίνκολν, οδηγώντας το φορτηγό που μόλις αγόρασε –φυσικά όχι με τα χρήματα του ανύπαρκτου λαχείου–, ο «Οδυσσέας» παίρνει την εκδίκησή του από τους παλιούς συνεργάτες, τους συμπολίτες και τους συγγενείς του που τον χλεύασαν για την αποκοτιά του να διεκδικήσει την τελευταία του πιθανότητα να κερδίσει τα χρήματα που λαχταρούσε να αφήσει κληρονομιά στην οικογένειά του.