Τα χρόνια που προηγούνται του ξεσπάσματος του Α Δ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μια περίοδος που μπορεί να ερευνηθεί με προσοχή και μέσα από «τόνους βιβλίων» τα οποία ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του μελέτησαν εξονυχιστικά. Μεγάλη σημασία εδώ έχει η «μαύρη περίοδος εκπαίδευσης», όπως αποκαλείται στη Γερμανία. «Μαύρη εκπαίδευση» είναι μια έκφραση που άρχισε να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα και επικράτησε πολλά χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το 1968: Δάσκαλοι και παιδαγωγοί ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο, συντηρητικό, αυστηρό σύστημα εκπαίδευσης του οποίου η ιδεολογία μπόλιασε τα παιδιά με τις ρίζες του τρόμου που αργότερα θα γινόταν μανιφέστο. Επίσης ο ρόλος της θρησκείας υπήρξε καίριος διότι τα παιδιά που έμελλε να γίνουν οι σημαιοφόροι της ναζιστικής Γερμανίας είχαν γαλουχηθεί σε ένα αυστηρό προτεσταντικό πλαίσιο.
Ωστόσο η «Λευκή κορδέλα» δεν εξηγεί το πώς ακριβώς υιοθετήθηκε η φιλοσοφία του ναζισμού διότι ο Μίχαελ Χάνεκε δεν δίνει ποτέ απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. «Είναι μια από τις πηγές της θεμελιώδους σκέψης» είπε. «Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί να ονομάσω την ταινία “Το δεξί χέρι του Θεού” που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά θεωρούν τους εαυτούς τους δεξί χέρι του Θεού επειδή γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό και πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν τους άλλους. Αυτό ανέκαθεν ήταν η αρχή της τρομοκρατίας».
Mπορεί η γνώμη των κριτικών να κατέταξε ήδη στις κατηγορίες «αριστούργημα» ή «πολύ καλή» την ταινία «Η λευκή κορδέλα», αλλά η εισφορά της ίσως και να υπερβαίνει το καλλιτεχνικό γεγονός. Για όλους όσοι προβληματίζονται για το πώς επικοινωνεί η μια γενιά με την άλλη ή για το πώς η εξουσία –η κάθε εξουσία– αντιλαμβάνεται τις αντιδράσεις των νέων, τις αποκλίνουσες συμπεριφορές και τις ακρότητες, αυτή η ταινία μιλάει στην ψυχή. Σε εκείνους που δεν βολεύονται με τις εύκολες απαντήσεις για τα αίτια της βίας των «καλομαθημένων» νέων του περασμένου Δεκέμβρη και δεν πείθονται με τις απλοϊκές ερμηνείες για το πώς ενεφανίσθη η «νέα γενιά» τρομοκρατών, η ταινία του Μίκαελ Χάνεκε μπορεί να μη δίδει απαντήσεις –άλλωστε δεν είναι αυτός ο ρόλος της Τέχνης– αλλά θέτει τις κατάλληλες ερωτήσεις.
Και το να βρεις τις σωστές ερωτήσεις, αυτό είναι η πιο σημαντική στιγμή στο πρόβλημα.
Oσοι συνεχίζουν, λοιπόν, να έχουν ερωτήματα για το τι γεννά τη βίαιη συμπεριφορά σε ένα, έστω μικρό, ποσοστό νέων, και δεν φοβούνται τις αγωνίες τους, ας δουν αυτήν την ταινία. Και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που δεν αρκούνται να εκδίδουν ρετσέτες και αναγνωρίζουν την υποχρέωση να αφουγκράζονται τα υπόγεια ρεύματα στην κοινωνία και να τα αναλύουν, δεν βλάπτει να διαθέσουν ένα Σαββατόβραδο σε μια σκοτεινή αίθουσα.
Αφηγητής σε ένα γερμανικό χωριό ο Χάνεκε. Παρακολουθεί οικογενειακές και άλλες στιγμές της ζωής την περίοδο 1913 – 1914. Λόγια, εικόνες και οι συμπεριφορές γονέων βιάζουν και σφραγίζουν τα τέκνα που αργότερα θα εξελιχθούν στη γενιά του ναζισμού. Θέτουν, όμως κι ένα πιο διαχρονικό και μεγαλύτερης έκτασης ζήτημα, για την καταλυτική επίδραση των πάγιων και διαχρονικών μηχανισμών ενσωμάτωσης, όπως είναι η οικογένεια, η θρησκεία, οι σχέσεις με τους γονείς, οι σχέσεις των γονιών, η ηθική, οι κοινωνικές και οι οικονομικές σχέσεις. Tα παιδιά–ήρωες του έργου που ζουν μέσα στον φόβο και την ενοχή, μεγαλώνοντας θα ενταχθούν στους χαλυβδόκρανους των συντηρητικών εθνικιστών ή στην πολιτοφυλακή των SA που επέβαλαν την ηγεμονία του Χίτλερ στους δρόμους. Κάποιος από αυτούς ίσως να βρεθεί και στην πολιτοφυλακή των Γερμανών κομμουνιστών. «Μα όλα αυτά», θα πουν κάποιοι, «δεν ανήκουν εδώ». Πράγματι ούτε η ορθοδοξία ούτε και ο καθολικισμός έχουν στον ίδιο βαθμό την αυστηρότητα και την παράδοση της χρησιμοθηρίας του προτεσταντισμού, όπως εμφανίζεται στη Γερμανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Ναι, δεν εξηγείται πάντα μέσα από τις θρησκευτικές καταβολές ο αυταρχισμός που επιστρέφεται ως τιμωρία από την επόμενη γενιά.
Αλλά, μήπως η ταινία είναι η ευκαιρία να σκεφτούμε το πώς εξελίχθηκε η δική μας αυταρχική αγωγή; Πώς από μία κατάσταση φυσικής επιβολής στην τάξη ή στην οικογένεια πήρε μορφή ενός κυρίαρχου μοτίβου στο οποίο πρέπει να ανταποκρίνονται τα τέκνα μας κυνηγώντας την επιτυχία, την απόδοση και, εν τέλει, τη χρησιμοθηρία της ίδιας της ζωής;
Η λευκή κορδέλα μπαίνει και βγαίνει τελετουργικά από το μπράτσο των παιδιών, εκθέτοντας δημόσια τη συνθήκη της ιδιωτικής ζωής τους. Οπως ανακοινώνει και ο πάστορας πατέρας, στο μάθημα του κατηχητικού, υποχρεώνοντας την τιμωρημένη κόρη του να στέκεται όρθια, με το πρόσωπο στον τοίχο, «η λευκή κορδέλα συμβολίζει την αθωότητα», ούτως ώστε όποιος τη φοράει «να αποφεύγει το ψέμα, την οκνηρία, την απρέπεια». Το κορίτσι καταρρέει από το βάρος μιας ενοχής που δεν μπορεί να σηκώσει, από την παραφορά ενός θυμού που δεν μπορεί να εκφράσει.
Ολα είναι δυσοίωνα στην μικρή κοινωνία του γερμανικού χωριού, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κυοφορείται, όμως εκείνο που κυρίως εκκολάπτεται είναι το αυγό του φιδιού. Μήτρα του ναζισμού είναι η οικογένεια, μοιάζει να λέει ο Μίκαελ Χάνεκε σε μια ταινία που αφήνει το αποτύπωμά της στην κινηματογραφική ιστορία. Η «Λευκή κορδέλα», που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη, αυστηρό, αποκαλυπτικό, ιδιοφυές στη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ακτινογραφεί την προτεσταντική Γερμανία ως θερμοκήπιο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Τα πολλά παιδιά της ταινίας έχουν όλα ονόματα, αντίθετα από τους ενήλικες που αναφέρονται με τις ιδιότητές τους: ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο πάστορας, ο βαρώνος, ο αγρότης, κ.ο.κ. Η κοινωνική δομή στο μικρό χωριό είναι απολύτως ιεραρχική και ο καθένας γνωρίζει τον ρόλο και τη θέση του. Οταν τα «παράξενα γεγονότα» πυκνώνουν –ανεξήγητα ατυχήματα, βασανισμοί παιδιών, ανερμήνευτες συμπεριφορές και εξαφανίσεις προσώπων– κανείς δεν αναρωτιέται περαιτέρω ή δεν εξεγείρεται, καθώς «η ζωή στο χωριό ήταν θέλημα Θεού».
Ανάμεσα στην ενοχή, στην τιμωρία (σωματική και ψυχολογική), η αυστηρή πατριαρχική αντίληψη ταπεινώνει τις γυναίκες και κακοποιεί τα παιδιά. Κι αυτά, με τη σειρά τους, όντας «ανεπιθύμητα», αντιδρούν επώδυνα, αθόρυβα, εκφράζοντας το μίσος τους εναντίον των γονέων και της κοινότητας. Κι όμως. Οταν ο νεαρός δάσκαλος αντιλαμβάνεται την συνωμοσία των ανηλίκων και επιχειρεί να τη φέρει στο φως, η κοινωνία αναδιπλώνεται, αποσιωπά τα εγκλήματα, απειλεί τον «παρείσακτο» με καταδίκη.
Τα παιδιά αλλάζουν βαθμιαία. Βιώνουν τον πόνο, τον φόβο, τη φυλακή, παραμένοντας καλά κρυμμένα σε έναν εαυτό που δεν εκδηλώνεται, δεν αναπτύσσεται. Μόνο τιμωρεί, επαναλαμβάνοντας την οικογενειακή εμπειρία. Φθόνος, ζήλια, οργή, αποστροφή, απελπισία, πένθος. Πώς τα διαχειρίζονται τα παιδιά, το μέλλον της Γερμανίας; Πώς αντιδρούν στην καταπίεση, στην διαρκή ματαίωση κάθε επιθυμίας, είτε προέρχεται από την αφύπνιση του σώματος είτε από την ανάγκη τους για αγάπη;
Αγάπη· να μια συνθήκη που παραμένει σχεδόν ανέκφραστη, περιθωριοποιημένη, ίσως και απαγορευμένη. Η ερωμένη, μαμή και νταντά, δέχεται βουβά τον εξευτελισμό του εραστή–γιατρού. Τη σιχαίνεται, απλώς την ανεχόταν και της το λέει απροκάλυπτα, σε μια σκηνή που σπάει κόκκαλα. Εκείνη, αντιδρά βουβά στην αρχή, με δάκρυα να κυλούν στο στερημένο από τρυφερότητα, στεγνό πρόσωπό της. Οι ερωτήσεις, με τις οποίες «αντεπιτίθεται» ήσυχα, καταρρακωμένη, αλλά όχι ηττημένη, πυκνώνουν την ασθένεια των σχέσεων, της μικρής κοινωνίας; «Γιατί με περιφρονείς; Επειδή σου θυμίζω την αποτυχία σου; Επειδή σε αγαπάω ενώ δεν αντέχεις την αγάπη;»
Ο Αυστριακός σκηνοθέτης ανατέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε συνθήκες σκληρότητας, περιφρόνησης, θρησκευτικών νευρώσεων, προτεσταντικής ηθικής, διαρκών απαγορεύσεων. Κάθε ζωντανή, υγιής ρίζα κόβεται για να αντικατασταθεί από έναν παρά φύση αυταρχισμό. Και όταν η ασθένεια εκδηλώνεται, ο μηχανισμός συγκάλυψης λειτουργεί με απόλυτη συνείδηση.
Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονείται στο Σαράγεβο, γεγονός που σημαίνει την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το μικρό γερμανικό χωριό μαζεύεται ανήσυχο στην εκκλησία. Τα παιδιά της χορωδίας είναι έτοιμα από καιρό, «εκπαιδευμένα» να σηκώσουν το λάβαρο της ναζιστικής Γερμανίας.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή