Είτε διότι, όπως στην περίπτωση του Λε Κλεζιό και του Γκάο Ξινγιάν, η φήμη των συγγραφέων που λαμβάνουν το πολυτίμητο βραβείο σπανίως ξεπερνάει τα γεωγραφικά όρια της πατρίδας ή του τόπου διαμονής τους, είτε διότι τα κριτήρια επιλογής μοιάζουν να είναι πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, εξωλογοτεχνικά.
Το ερώτημα που τίθεται με μεγαλύτερη ένταση κάθε χρόνο, αφορά στο μέγεθος της κοινωνικής απήχησης του μεγαλύτερου λογοτεχνικού βραβείου στον κόσμο σε εποχές ισχνών αγελάδων όσον αφορά στους αναγνώστες «καλής» ή «υψηλής» λογοτεχνίας ανά την υφήλιο. Το καινοφανές φαινόμενο συγγραφέων που παραμένουν αδιάβαστοι και ξαναβυθίζονται στη σχετική ανωνυμία μετά τη βράβευσή τους, επιτείνει την αγωνία του ερωτήματος.
Διότι, αν και διανύουμε εποχές απ’ όπου εκλείπουν τα δυσθεώρητα αναστήματα όπως του Τόμας Μαν, του Γέιτς ή του Πάστερνακ, τα οποία επέβαλαν και δεν επιβάλλονταν από το βραβείο, η πιθανή υποτίμηση της καθαρής αξίας του Νομπέλ ενδεχομένως αντικατοπτρίζει μια συνολική υποτίμηση της αξίας της λογοτεχνίας.
Το ερώτημα που προκύπτει σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι κατά πόσο το μειωμένο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για πολλούς από τους νομπελίστες της τελευταίας δεκαετίας οφείλεται στην ανάδειξη της Σουηδικής Ακαδημίας της πολιτικής, κοινωνικής δράσης ή αντίδρασης των βραβευθέντων, εις βάρος ενίοτε της αμιγούς λογοτεχνικής τους αξίας. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η ανάδειξη στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα συγγραφέων όπως ο Ιμρε Κέρτεζ ή ο Τζον Κούτσι συνιστά ικανοποιητικό αντίλογο στους αμφισβητίες των προθέσεων των Σουηδών. Ζητήσαμε από δύο σύγχρονους, εξόχως αξιόλογους συγγραφείς, τον Νίκο Δαββέτα και τον Κώστα Χατζηαντωνίου, να καταθέσουν τη γνώμη τους σχετικά με τα κριτήρια και τις πρόσφατες επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας.