Άρθρα με ετικέτα “θέμα πανελλαδικών”

Αντίθετα όμως με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις των αναλυτικών προγραμμάτων, το θέμα τής έκθεσης, που δίνεται κάθε φορά στους μαθητές επιβεβαιώνει πανηγυρικά, ότι αυτό που ζητείται από τους μαθητές δεν είναι ούτε η καλλιέργεια τής εκφραστικής τους ικανότητας, ούτε η δόμηση μιας στοιχειωδώς στέρεης συλλογιστικής και επιχειρηματολογίας. Αυτό που ζητείται από τους μαθητές είναι απλώς η καταγραφή στο χαρτί απόψεων, που προϊδεάζονται ύπουλα από το εκάστοτε δοθέν θέμα. «Απόψεων», που υποτίθεται, ότι οι μαθητές πρέπει να δομήσουν και να εκφράσουν ελεύθερα, αφού θα πρόκειται για τις «δικές» τους. Ωστόσο, αυτό δεν διαφέρει από την κατά παραγγελία αρθρογραφία των δημοσιογραφίσκων τού ημερήσιου τύπου, οι οποίοι πληρώνονται για να γράφουν ό,τι θέλει ο εκδότης και η «γραμμή» της εφημερίδας.

Αλλά ας δούμε καλύτερα το θέμα που δόθηκε:

«Σε άρθρο, που θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα τού σχολείου σας να αναφερθείτε στη σημασία τής αυτομόρφωσης και να προτείνετε τρόπους πραγμάτωσής της σε όλη τη διάρκεια τής ζωής τού ανθρώπου.»

Ως εδώ τα πράγματα δείχνουν πολύ αθώα και δημοκρατικά. Όμως, εκτός από το εκάστοτε θέμα, είθισται να δίνονται και κάμποσες «επεξηγήσεις» εν είδει κομματικής γραμμής. Κι εδώ είναι που ασκείται η ωμότερη χειραγώγηση. Συγκεκριμένα ως «επεξήγηση» στο φετεινό θέμα δόθηκε ένα παλαιότερο (2002) κείμενο τής (πανεπιστημιακής, όπως μάθαμε) Αλεξάνδρας Κορωναίου, με τίτλο «Εκπαιδεύοντας εκτός σχολείου».

Στο «επεξηγητικό» αυτό κείμενο πληροφορούμαστε, ότι:

«Με τον όρο αυτομόρφωση περιγράφουμε μία σύνθετη εκπαιδευτική διαδικασία, τής οποίας θεμελιώδης κινητήρια δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος, έχοντας επίγνωση των αναγκών και των επιθυμιών του, καλείται να συμβάλει αποφασιστικά στην πορεία τής εκπαιδευτικής και επαγγελματικής του κατάρτισης.».

Πληροφορούμαστε δηλαδή, ότι η αυτομόρφωση έχει αποκλειστικά εκπαιδευτική διάσταση και έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την επαγγελματική κατάρτιση τού ατόμου. Πληροφορούμαστε επίσης, ότι η επίγνωση των επιθυμιών και των αναγκών μας για μόρφωση –πρέπει να- αφορά κυρίως στην επαγγελματική μας κατάρτιση. Απ΄ ό,τι φαίνεται, έξω από αυτό το αυστηρά εκπαιδευτικοεπαγγελματικό πλαίσιο δεν θα αποκτήσουμε ποτέ γνήσια επίγνωση των γνωστικών αναγκών και επιθυμιών μας.

Διαβάζοντας αυτό το ακαδημαϊκό μαργαριτάρι καταλάβαμε -με συντριβή ψυχής- ότι τόσα χρόνια, που ξοδέψαμε από τη ζωή μας (τόσο ο γράφων, όσο και τόσοι άλλοι εργαζόμενοι άνθρωποι) διαβάζοντας (στον ελεύθερο χρόνο μας φυσικά) κάποια επιστημονική (πολιτική, ιστορική κ.λπ.) εργασία, ή ερχόμενοι σε επαφή με κάποιο καλλιτεχνικό έργο, ή μαθαίνοντας ίσως κάποιο μουσικό όργανο, ή πηγαίνοντας ένα ταξίδι σε κάποιον τόπο, που μάς εξήπτε το ενδιαφέρον, δεν αυτομορφωνόμασταν. Τόσα χαμένα από τη ζωή μας χρόνια, τα σπαταλήσαμε ως λιμοκοντόροι και καιροσκόποι χομπίστες.

Παρακάτω πληροφορούμαστε, ότι:

«Σε αυτή την ατομική, και πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολη, πορεία κατάκτησης νέων γνώσεων, δεν ενεργεί μόνος του, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με βάση το πρώτο συνθετικό τής λέξης αυτο-μόρφωση. Ο άνθρωπος δεν δραστηριοποιείται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό, αλλά μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή επικοινωνία με τους άλλους, σε επαφή και ανταλλαγή με τους επίσημους ή ανεπίσημους εκπαιδευτικούς θεσμούς, με ποικίλους οργανισμούς και κέντρα κατάρτισης, ακόμη και όταν οι νέες τεχνολογίες τού επιτρέπουν να μαθαίνει και να εργάζεται σε φυσική απόσταση από τους άλλους.»

Εδώ πληροφορούμαστε, ότι η αυτομόρφωση, αν και είναι μια «ατομική πορεία», ωστόσο δεν είναι καθόλου ατομική ως διαδικασία. Εδώ μπερδευτήκαμε λίγο (φανταστείτε πόσο θα μπερδεύτηκαν οι εξεταζόμενοι μαθητές). Γιατί, όπως ορίζει την αυτομόρφωση η κυρία πανεπιστημιακός (και όπως θέλουν να την περάσουν -την «αυτομόρφωση»- στους ταλαίπωρους μαθητές), η αυτομόρφωση δεν είναι το να κατακτάς με προσωπικό κόπο και κόστος αυτά που δεν σου έμαθαν, ή που δεν ήθελαν να σου μάθουν. Αντιθέτως, η αυτομόρφωση, στενά νοούμενη ως δεκανίκι της επαγγελματικής κατάρτισης, αφορά σε όλα αυτά, που δεν πρόλαβαν να σού μάθουν, για την εκμάθηση των οποίων θα πρέπει να τρέξεις από μόνος σου και να απευθυνθείς στους «επίσημους ή ανεπίσημους εκπαιδευτικούς θεσμούς, με ποικίλους οργανισμούς και κέντρα κατάρτισης». Έτσι, ώστε να γίνεις ένα καταρτισμένο έμψυχο εργαλείο των εκάστοτε εργοδοτών σου. Προφανώς η κυρία πανεπιστημιακός θεωρεί «αυτομόρφωση» και το κοινωνικοοικονομικό καρκίνωμα της παραπαιδείας.

Αξίζει να προσεχθεί, ότι η «αυτομόρφωση» δεν περιγράφεται ούτε κατά διάνοια ως ελεύθερη και αυτόβουλη επιλογή και αναζήτηση, ή ως κατασταλαγμένη στάση ζωής. Η «αυτομόρφωση» είναι απλώς μια περίπου αναγκαστική «επιλογή». Το γιατί το μαθαίνουμε λίγο παρακάτω:

«Όμως, οι πρωταρχικοί παράγοντες, που καθιστούν την αυτομόρφωση αναγκαία για τα άτομα των σύγχρονων κοινωνιών είναι οι νέες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και οι συνεπακόλουθες μεταμορφώσεις τής αγοράς εργασίας. Μία από τις συνέπειες αυτών των αλλαγών είναι, ότι πολλά επαγγέλματα χάνουν γρήγορα την αξία και τη χρησιμότητά τους, ενώ οι γνώσεις και οι δεξιότητες, που τα άτομα κατέκτησαν στα πρώτα στάδια της ζωής τους καθίστανται ανεπαρκείς για το παρόν και το μέλλον. Η συνολική τεχνολογική αναδιάρθρωση τής εργασιακής δραστηριότητας στερεί όλο και περισσότερο στα άτομα τη δυνατότητα να διατηρούν μία και μοναδική επαγγελματική ταυτότητα σε όλη τη διάρκεια τής ενεργού ζωής τους. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής τής κατάστασης για τα άτομα, οι νέοι άνθρωποι των τεχνολογικών κοινωνιών καλούνται να αλλάξουν δύο ή τρία επαγγέλματα στην επαγγελματική πορεία τους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στα άτομα να κατακτούν διαρκώς γνώσεις, να ανανεώνουν τις δεξιότητές τους, να αποκτούν γρήγορα νέες ειδικεύσεις, δηλαδή, να εκπαιδεύονται συνεχώς.»

Πληροφορούμαστε λοιπόν, ότι η «αυτομόρφωση» είναι απλώς μια διαδικασία προσαρμογής σε έναν δοσμένον, πέρα από κάθε αμφισβήτηση κόσμο, όπου τα διάφορα επαγγέλματα και οι ανθρώπινες δεξιότητες (και φυσικά οι άνθρωποι-φορείς τους) απαξιώνονται κάθε τόσο. Ο κυριότερος λόγος αυτής τής απαξίωσης τής εργασίας και τής μεταβολής των εργαζομένων ανθρώπων σε πολυεργαλεία, που θα αλλάζουν πολλές δουλειές στη ζωή τους, δηλαδή η συνεχής κερδοσκοπική «κινητικότητα» των «αγορών», αποφεύγεται να κατονομαστεί. Προφανώς, το να προβληματιστεί κάποιος γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι δεν αφορά σε καμμία αυτομορφωτική διαδικασία. Οι «ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής τής κατάστασης για τα άτομα» (δηλαδή το ότι ζουν μέσα σε μια αδιάκοπη «εκπαιδευτική» ποντικοτρεχάλα και επαγγελματική ανασφάλεια) είναι «ανεξάρτητες» από την αυτομόρφωση, πράγμα λογικοφανές, αφού η «αυτομόρφωση» δεν έχει φυσικά σαν στόχο την ψυχοπνευματική (αυτο)πραγμάτωσή μας αλλά, το πώς θα αρέσουμε στους εργοδότες μας, με οποιοδήποτε ψυχικό κόστος (για εμάς).

Η «αυτομόρφωση» δεν είναι, όπως ίσως νομίζατε, διαδικασία ανάπτυξης τής κριτικής ικανότητας, αλλά διαδικασία μοιρολατρικής «ευελιξίας» και «προσαρμογής» σε, πέραν κάθε αμφισβήτησης, δοσμένες κοινωνικές καταστάσεις.

Εν κατακλείδει, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες «επεξηγήσεις» που δόθηκαν στους εξεταζόμενους μαθητές, η αυτομόρφωση ταυτίζεται με την περίπου αναγκαστική προσφυγή των ατόμων μιας σύγχρονης κοινωνίας σε «επίσημους ή ανεπίσημους εκπαιδευτικούς θεσμούς, με ποικίλους οργανισμούς και κέντρα κατάρτισης», οι οποίοι έχουν σαν αποκλειστικό λόγο ύπαρξης την επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση.

Με άλλα λόγια ο μαθητής, που θα ορίσει την αυτομόρφωση σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως μια μή υποχρεωτική ή επιβαλλόμενη από τις κοινωνικές συνθήκες γνωστική διαδικασία, ως μια αυτόβουλη και προσωπική διαδικασία αναζήτησης, η οποία θα συμβάλλει στην ψυχοπνευματική του εξέλιξη και ωριμότητα, ως μια δραστηριότητα προπαντός ευχάριστη και χρήσιμη κατ΄ εξοχήν στον ασκούντα αυτήν (και όχι ντε και καλά στους εκάστοτε εργοδότες) έχει τεθεί προκαταβολικά εκτός θέματος (δηλαδή εκτός των διανοητικών οριοθετήσεων τής χειραγώγησης) και εκτός «γραμμής».

Επιπλέον ο μαθητής, που θα ορίσει την αυτομόρφωση ως μια ψυχική ασπίδα και ως νοητικό όπλο, το οποίο θα θέσει υπό αίρεση τον δοσμένο κόσμο τού συνεχούς εργασιακού νομαδισμού, απαξίωσης και δουλείας, καθώς και τις «ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής της κατάστασης για τα άτομα», κινδυνεύει γενικότερα στη ζωή του να τεθεί, όχι απλώς «εκτός θέματος», αλλά και εκτός κοινωνικού κοπαδιού. Βέβαια, στην πραγματικότητα, αυτός που κινδυνεύει περισσότερο από όλους (και το γνωρίζει), είναι το δοσμένο κοινωνικό καθεστώς στην περίπτωση, που οι μαθητές αφεθούν ανεξέλεγκτοι να οδηγήσουν το μυαλό τους σε τέτοιες απαγορευμένες περιοχές…

Υπ΄ αυτή την έννοια, στο μάθημα της έκθεσης επιτρέπεται μόνο η διατύπωση απόψεων, οι οποίες ελάχιστα θα διαφέρουν από δήλωση κοινωνικών φρονημάτων.

Βέβαια, στις διαδικαστικές επεξηγήσεις τού θέματος αναφέρεται υποκριτικά, ότι «κάθε απάντηση τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή». Όμως, αυτή η φαινομενικώς δημοκρατική ρήτρα προορίζεται μόνο για τους αφελείς, αφού κάθε διαφορετική άποψη, όσο τεκμηριωμένα και αν διατυπωθεί, έχει τεθεί προκαταβολικά («επεξηγηματικά») εκτός θέματος. Δεν μπορείς να ζητάς (όπως συνήθως συμβαίνει στο μάθημα της έκθεσης) από εφήβους να προτείνουν «οπτικές» και «τρόπους» για κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα (για τα οποία μάλιστα δεν φέρουν την παραμικρή ευθύνη και ως προς τα οποία επίτηδες δεν τους έχει παρασχεθεί η παραμικρή πνευματική, ή ψυχική προετοιμασία). Και μάλιστα να το κάνεις υπό την μορφή μιας άνανδρης και υποβολιμαίας πρακτικής του τύπου «διατυπώστε την άποψή σας για το τάδε ζήτημα» κ.λπ. τη στιγμή, που ήδη από την πρώτη λέξη τού δοθέντος θέματος έχεις ήδη δρομολογήσει τί πρέπει να γραφεί, για να μην βγούν οι εξεταζόμενοι «εκτός θέματος» (και εκτός «γραμμής», εκτός κοινωνικώς επιβαλλόμενης αντίληψης, εκτός μαντριού κ.λπ).

Θα μπορούσαμε να αποφανθούμε ότι τα θέματα της έκθεσης αντανακλούν απλώς την πνευματική ανεπάρκεια και την επιδερμική αντίληψη των βυζαντινά σχολαστικών νεοελλήνων φιλολόγων τής Ρωμιοσύνης για την κοινωνία και για τα προβλήματα, που θέτει η ζωή.

Η έκφραση και η συλλογιστική ικανότητα των εφήβων θα καλλιεργείτο πραγματικά αν τους επέτρεπε το εκπαιδευτικό σύστημα να γράψουν γι΄ αυτά που ξέρουν και που ζούν. Γιατί το «μάθημα» τής έκθεσης (δηλαδή τής γραπτής έκφρασης) είναι πάνω από όλα μια μορφή ψυχοθεραπείας για τον μαθητή. Ας ζητηθεί έστω μία δοκιμαστική φορά να εκφραστούν τα παιδιά για κάτι που γνωρίζουν βιωματικά και για κάτι που ζουν καθημερινά. Ας τους ζητηθεί να μιλήσουν για τις αγωνίες τους και για την ψυχοφθόρα τρεχάλα στα «φροντιστήρια» (βλ. «επίσημους ή ανεπίσημους εκπαιδευτικούς θεσμούς, με ποικίλους οργανισμούς και κέντρα κατάρτισης») και (σε κραυγαλέα αντίθεση με την ξενοιασιά των υπολοίπων Ευρωπαίων συμμαθητών τους, οι οποίοι μετά το πέρας τού σχολικού ωραρίου χαίρονται την εφηβεία τους), για την αβεβαιότητα, που τα έχουν βυθίσει και για το ζοφερό μέλλον τους, όπως το προαισθάνονται. Ας τους ζητήσουν να μιλήσουν για το τί νιώθουν, ότι τους λείπει, για το πώς βλέπουν τον κόσμο, για τον έρωτα (ένα θέμα που σταθερά απουσιάζει από την βυζαντινότροπα σχολαστική νεοελληνική εκπαίδευση), για τα όνειρά τους, για το τί θεωρούν ως περιορισμό στην ανάπτυξή τους και για το τί θα έκαναν αν δεν είχαν τέτοιους περιορισμούς. Τέλος, θα μπορούσαν να τους ρωτήσουν για ποιόν πραγματικά λόγο βγήκαν στους δρόμους τον Δεκέμβρη τού 2008 (ορίστε ένα θέμα αυτοθεραπείας)

Μόνο έτσι τα παιδιά θα «σκάψουν» μέσα τους και μόνο έτσι θα αναπτύξουν γνήσια, πηγαία και πρωτότυπη έκφραση και συνεπή με το εαυτό της συλλογιστική. Όχι με στημένη θεματολογία και υποβολιμαία επιχειρηματολογία, η οποία θα διαιωνίζει τα εκάστοτε θεωρούμενα ως θέσφατα και ως κοινωνικώς «δοσμένα».

Ή μήπως οι υποκριτές ταγοί των χρηστών ηθών και της σχολικής εκπαίδευσης φοβούνται μήπως ακουστούν τίποτε πικρές αλήθειες από τα παιδιά; Και μήπως εκτός από τα βιβλία, που καίγονται λυτρωτικά κάθε τέλος σχολικής χρονιάς, καεί και η γούνα τους;

Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος

www.freeinquiry.gr

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων