Η πρώτη συνέπεια της απώλειας της εργασίας είναι προφανώς η στέρηση μιας σταθερής πηγής εισοδημάτων απαραίτητων για την επιβίωση. Ομως, η παρατεταμένη κατάσταση ανεργίας έχει και άλλες δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ατομική ζωή των ανέργων· επιπτώσεις που, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πολύ πιο επώδυνες και καταστροφικές από την έλλειψη χρημάτων.
Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την απόρριψη και τη συστηματική άρνηση της νέας κατάστασης: το άτομο αρνείται να αποδεχτεί ότι έχασε την εργασία του και ελπίζει ότι με κάποιο τρόπο θα επαναπροσληφθεί ή θα βρει άλλη καλύτερη εργασία. Ακολουθεί το στάδιο της απαισιοδοξίας και της ανησυχίας: ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης εργασίας αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δεινή κατάστασή του. Τότε, συνήθως έπειτα από εννιά μήνες ανεργίας, εισέρχεται στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης: δεν βλέπει καμία διέξοδο ή προοπτική λύσης στο πρόβλημά του.
Εξάλλου, μετέπειτα έρευνες κοινωνικών ψυχολόγων έδειξαν ότι κάθε άνθρωπος τείνει να δημιουργεί μια εικόνα του εαυτού του ανάλογα με τους κοινωνικούς ρόλους που έχει αποδεχτεί και στη βάση αυτών των ρόλων διαμορφώνει τη σιγουριά που απαιτείται για τη «σωστή» κοινωνική ένταξή του. Επομένως, η απώλεια εργασίας επηρεάζει αρνητικά και τις δύο αυτές συμπληρωματικές διαστάσεις της ζωής μας: τόσο τον «πραγματικό» κοινωνικό μας ρόλο όσο και την «υποκειμενική» αυτοεκτίμησή μας.
Και ίσως γι’ αυτό οι περισσότεροι ειδικοί επιμένουν ότι το πιο ουσιαστικό σύμπτωμα της απώλειας εργασίας δεν είναι τόσο η έλλειψη χρημάτων όσο η απώλεια της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού. Αυτή η διαβρωτική αίσθηση μιας «άχρηστης» και «επισφαλούς» ζωής στο περιθώριο της κοινωνίας οδηγεί τους ανέργους σε φαινομενικά απονενοημένες πράξεις, όπως το να περιφέρονται καθημερινά στον χώρο όπου εργάζονταν μέχρι πρόσφατα ή να συνεχίζουν να υπογράφουν στο βιβλίο παρουσιών της κλειστής εταιρείας (αυτό κάνουν καθημερινά οι άνεργοι των κλειστών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά).
Διαβάστε όλο το άρθρο στην Ελευθεροτυπία