Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα) [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Κάθε φορά που το ημερολόγιο βαδίζει προς μια κορύφωση θρησκευτικής γιορτής μέσα στο χρόνο, συνηθίζω να επιστρέφω σε μια παπαδιαμαντική ανάγνωση. Είναι κάτι σαν εσωτερικός εκκλησιασμός, σαν προσκύνημα σε ένα μυστικό ξωκκλήσι. Η γραφή του μεγάλου μας κοσμοκαλόγερου έχει κάτι από αυτό το ιδανικά λιτό, το χαμηλόφωνα ταπεινό που έχουν τα ξωκκλήσια: oύτε δυσθεώρητα, αλαζονικά ύψη καθεδρικών, ούτε χρυσόλαμπρους πολυελαίους και μαρμαρένιους θρόνους μεγαλόπρεπων ναών· τίποτε το κραυγαλέο και το εκκωφαντικό.

Η γραφή του ανοίγει ένα ερημοκκλήσι, όπου τη σκοτεινάδα του τρυπούν οι αχτίνες μέσα από τα μικρά θυρώματα και τους σιδερένιους σταυρούς των οφθαλμών στους ασβεστωμένους τοίχους του, και όπου οι αγιογραφίες των παλιών μαυρισμένων εικονισμάτων του σε κοιτούν με εκείνη την οικεία, προγονική σοφία τους μέσα από το παλιό δρύινο εικονοστάσι.Συνεχίστε την ανάγνωση

Εποχές και Συγγραφείς – Οδυσσέας Ελύτης (Αρχείο ΕΡΤ)

Οι ενότητες:

Το ντοκιμαντέρ ξεκινά με κάποιες γενικές κρίσεις για το έργο του από τον Δ. Δημηρούλη, τον Στ. Ροζάνη και τον Δ. Καλοκύρη.
7′ 30” Ο Ελύτης μιλά για το νόμπελ.
11′ Βιογραφικά στοιχεία.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του.
23′ 30” Επιστράτευση και ασθένεια.
Σημαντικές ποιητικές συλλογές. 
28′ 50” Περίοδοι του έργου του. 
34′ Ο Ελύτης και το Αιγαίο.
39′ Το έργο του πριν και μετά το Άξιον Εστί.
43′ Τελευταίες ποιητικές συλλογές.

 

Ένα σχόλιο για τη συλλογή “Οι ρεμπέτες του ντουνιά”

1  05΄ 52΄΄ – 1  12΄ 25΄΄

Σ. Α.: Διάβασα σε μία συνέντευξή σας όπου χαρακτηρίζατε ρεμπέτες τον Παπαδιάμαντη, τον Κάφκα και τον Μεγαλέξανδρο. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν να δώσετε αυτόν τον ορισμό του ρεμπέτη, έτσι όπως εσείς τον αντιλαμβάνεστε.Συνεχίστε την ανάγνωση

 

Ο κ. Τιμόθεος, γόνος βυζαντινής οικογένειας που ανά­γονταν στους τελευταίους Κομνηνούς, συμμαθητής και μάλιστα συγκάτοικος με τον πατριάρχη Αθηναγόρα όταν σπούδαζαν στη Χάλκη, δε ντρέπονταν να γυρνάει στους δρόμους με ξηλωμένο παλτό. Ο πατέρας μου, απλοϊκός άνθρωπος, σκανδαλίζονταν κάθε φορά που τον έβλεπε, και δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς ένας τόσο σπου­δαίος γυμνασιάρχης γυρνούσε σα σελέμης. Και καλά αυτός —αμ οι κόρες του; δεν μπορούσαν να του ράψουν ένα κου­μπί; Η μάνα μου όμως, που τον ήξερε καλά από την Πόλη, έλεγε πως τέτοιος ήταν ανέκαθεν. Δεκαεφτά χρονώ, λέει, είχε γίνει καλόγερος και πήγαινε για δε­σπότης, αλλά αρρώστησε βαριά και μπήκε στο νοσοκο­μείο. Εκεί ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα, που του έχυνε το τσουκάλι. Πετάει, που λες, ο καλός σου, τα ράσα και μια και δυο την παντρεύεται με φουσκωμένη κοιλιά. Τέσσε­ρα χρόνια έζησαν στεφανωμένοι, πέντε παιδιά πρόλαβαν κι έκαναν. Κι απάνω στον πέμπτο, η νοσοκόμα του άφη­σε χρόνους. Ύστερα απ’ αυτά ο Τιμόθεος παραμέλησε εντελώς τον εαυτό του. Ούτε για φαΐ νοιάζονταν ούτε για ντύσιμο, ένας θεός ξέρει πώς μεγάλωσαν αυτά τα παι­διά.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Διονύσης Σαββόπουλος (περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ, 1971). Πηγή: LiFO

 

Υπήρχαν δύο μεγάλα στέκια στην Αθήνα: το ένα ήταν το Κολωνάκι και το άλλο ήταν η Φωκίωνος Νέγρη. Στο Κολωνάκι πήγαινε ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Λυκουρέζος, ο Γκάτσος, ο Βασιλικός και άλλοι. Μία διανόηση γύρω από την ελληνικότητα. Ήταν η κεντρική παρέα και γύρω απ’ αυτή δημιουργούνταν άλλες παρέες μικρότερες, που είχαν ανάλογο πνεύμα. Νεότεροι ζωγράφοι, νεότεροι μουσικοί. Πηγαίναμε και εμείς στην κεντρική παρέα, της προσκολλήσεως βέβαια.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 − 1951). Πηγή: Βικιπαίδεια

 

Για την Κυβέλη1 τον ίδιο χρόνο2 έγραψα τη «Ραχήλ». Είναι ένα τρίπρακτο δράμα, γραμμένο απευθείας -όχι δηλαδή από μυθιστόρημα σαν τα δύο προηγούμενα- κι εμπνευσμένο από τα «εβραϊκά» της Ζακύνθου, τις αντισημιτικές ταραχές του 1891, που της εξιστόρησα αργότερα και στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Περιπέτεια», δημοσιευμένο στ’ «Αθηναϊκά Νέα» το 1937.

Η Κυβέλη είχε αφήσει πια το «Πανελλήνιο» κι έπαιζε στο θέατρο της, το ιστορικό, στην οδό Πεσμαζόγλου. Στο θίασό της, εκτός από τον Παπαγεωργίου, είχαν προσληφθεί ο Εδμόνδος Φυρστ, ο Λεπενιώτης, ο Χρυσομάλλης κι άλλοι καλοί ηθοποιοί. Και θυμούμαι ακόμα τον ενθουσιασμό τους, όταν τους διάβασα το νέο μου έργο· με σήκωσαν στα χέρια! Κι ο ίδιος ο Λεπενιώτης, ο εχθρός των «ελληνικών», είχε ενθουσιαστεί. Κι η Κυβέλη, που βαρέως έφερε την επιτυχία της Μαρίκας3 στη «Στέλλα Βιολάντη», είδε με χαρά πως η «Ραχήλ» θα την έβαζε κάτω. «Κι έτσι πρέπει, μου έλεγε· κάθε νέο σας έργο, να είναι ανώτερο από τα προηγούμενα».Συνεχίστε την ανάγνωση

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951). Πηγή: Βιβλιονέτ

 

Από τους πρώτους που ο Μιχαηλίδης1 ζήτησε συνεργασία ήμουν κι εγώ. Και του υποσχέθηκα ένα μεγάλο διήγημα για το πρώτο τεύχος. Ήταν ο «Έρως Εσταυρωμένος», το δράμα της Στέλλας Βιολάντη. Εκείνο τον καιρό, είχε συμβεί κάτι τέτοιο σ’ ένα αστικό αθηναίικο σπίτι: ψιθυριζόταν πως έν’ από τα κορίτσια αυτού του σπιτιού δεν πέθανε από αρρώστια, όπως είπαν, παρ’ από την κακομεταχείριση που της έκαναν οι γονείς της και τ’ αδέρφια της, επειδή επέμενε να πάρει κάποιον που αγαπούσε. Ήξερα πως στην Πάτρα, λίγο παλιότερα, έν’ άλλο δυστυχισμένο κορίτσι πέθανε φυλακισμένο, για την ίδια αιτία, στη σοφίτα του πατρικού σπιτιού. Τέτοια, τον παλιό καιρό, ήταν συνηθισμένα και στη Ζάκυνθο. Υπήρχαν αστικά, κι αριστοκρατικά ακόμα σπίτια, που όταν ένα ερωτευμένο κορίτσι, με κάποια θέληση, τολμούσε ν’ αντισταθεί στους γονείς που εννοούσαν να το παντρέψουν με άλλον, υπόφερε μαρτύρια. Απ’ όλ’ αυτά, που μου τα θύμισε το περιστατικό που είπα, μου ήρθε η ιδέα να πλάσω μια ανάλογη ζακυνθινή ιστορία. Για το σκληρό πατέρα, τον Παναγή Βιολάντη, είχα μοντέλο κάποιον Ζακυνθινό που ήξερα. Και για τη μητέρα, την υποταγμένη τέλεια στη θέληση του αντρός της, και για την καλή θεία Νιόνια, και για τον κακό αδερφό, και για το δειλό και άπιστο Χρηστάκη Ζαμάνο, βρήκα μοντέλα στις ζακυνθινές μου αναμνήσεις. Μόνο για το κορίτσι δεν είχα. Πώς έπρεπε να είναι η ηρωίδα μου; ποιον τύπο ταίριαζε να της δώσω;Συνεχίστε την ανάγνωση

Μάρκες1 περιοδικό Λατινική Αμερική τ.11

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (πηγή: περιοδικό Λατινική Αμερική, Νοέμβρης ’86, τεύχος 11)

 

Στη ραδιοφωνική συνέντευξη που ακολουθεί ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες απαντώντας σε ερωτήσεις ακροατών σχολιάζει τα μεγάλα έργα του και μιλά -ανάμεσα στα άλλα- για τον ρόλο των διανοουμένων και για τις πηγές της έμπνευσής του. Η ελληνική μετάφραση, από την Αγγελική Στουπάκη, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Λατινική Αμερική, Νοέμβρης ’86, τεύχος 11, σελ.28-32. Η εικονογράφηση είναι του περιοδικού. Τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της δημοσίευσης πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Ο νυχτερινός ουρανός, όπως φαίνεται από την Λευκή Έρημο της Αιγύπτου (πηγή: Ναυτεμπορική)

 

Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, Η Αγία Έρημος

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Νύχτα φωτιάς)

 

Αν και επίπεδη, η έρημος μας ανύψωνε στους ουρανούς. Τα άστρα έλαμπαν τόσο χαμηλά που θα μπορούσα να τα μαζέψω. Κρέμονταν σαν μεγάλα λα­μπερά μήλα έτοιμα να τα πιάσεις σε εκείνον τον οπωρώνα ονόματι Χογκάρ [1].

Τη νύχτα η Σαχάρα παίρνει μορφή γιορτής. Ενώ με τον ήλιο επιβάλλει τον ασκητισμό, με το σκοτάδι γίνεται πλούσια, γενναιόδωρη, ανατολίτικη, σπάταλη, αφειδώλευτη, μέσα σε ένα όργιο κοσμημάτων κατασκευασμένων από τον πιο τρελό κοσμηματοπώλη: κολιέ, καρφίτσες, διαδήματα με διαμά­ντια, χρυσές αλυσίδες και βραχιόλια από σπίθες. Χιλιάδες άστρα κοσμούν το σκρίνιο από μπλε σκούρο βελούδο, ενώ η ασημένια σελήνη κυριαρχεί, όπως η βασίλισσα του χορού, διαχέοντας γύρω την αυτοκρατορική της λαμπρότητα.Συνεχίστε την ανάγνωση

Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης

 

Αιθέρια αερικά «εποχής», με καλοτυλιγμένα κι ευκίνητα κορμιά σε μουσελίνες, με μπουκετάκι «μιγκέ» στο ντεκολτέ τους, εκεί ακριβώς που αρχινάει η σκιερή χαράδρα των τροφαντών μαστών, περιφέρονται -ίδιες «Ατθίδες αύρες»*- μέσα στη νοσταλγικά διατηρημένη «ανατολίτικη» ατμόσφαιρα του σαλονιού πετώντας πού και πού, εμβόλιμα, κάποιο χαριτωμένο, γαργα­λιστικό γαλλικό. Προσφέρουνε, υπό τους ήχους του ταγκό, «μαρασκινό», μέσα σε κείνα τα λιλιπούτεια -επάργυρα- κολονάτα ποτηράκια, στους νέους της συντροφιάς, με το νωχελικό και ατημέλητό τους κάθι­σμα και τα καλοζυγισμένα -αεράτα- τους κοστούμια σε χρώμα σαμπανί από «σαντακρούτα»*.

Συνεχίστε την ανάγνωση