Ο κ. Τιμόθεος, γόνος βυζαντινής οικογένειας που ανάγονταν στους τελευταίους Κομνηνούς, συμμαθητής και μάλιστα συγκάτοικος με τον πατριάρχη Αθηναγόρα όταν σπούδαζαν στη Χάλκη, δε ντρέπονταν να γυρνάει στους δρόμους με ξηλωμένο παλτό. Ο πατέρας μου, απλοϊκός άνθρωπος, σκανδαλίζονταν κάθε φορά που τον έβλεπε, και δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς ένας τόσο σπουδαίος γυμνασιάρχης γυρνούσε σα σελέμης. Και καλά αυτός —αμ οι κόρες του; δεν μπορούσαν να του ράψουν ένα κουμπί; Η μάνα μου όμως, που τον ήξερε καλά από την Πόλη, έλεγε πως τέτοιος ήταν ανέκαθεν. Δεκαεφτά χρονώ, λέει, είχε γίνει καλόγερος και πήγαινε για δεσπότης, αλλά αρρώστησε βαριά και μπήκε στο νοσοκομείο. Εκεί ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα, που του έχυνε το τσουκάλι. Πετάει, που λες, ο καλός σου, τα ράσα και μια και δυο την παντρεύεται με φουσκωμένη κοιλιά. Τέσσερα χρόνια έζησαν στεφανωμένοι, πέντε παιδιά πρόλαβαν κι έκαναν. Κι απάνω στον πέμπτο, η νοσοκόμα του άφησε χρόνους. Ύστερα απ’ αυτά ο Τιμόθεος παραμέλησε εντελώς τον εαυτό του. Ούτε για φαΐ νοιάζονταν ούτε για ντύσιμο, ένας θεός ξέρει πώς μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά.
Συνεχίστε την ανάγνωση