Μένης Κουμανταρέας (πηγή: Lifo)

 

Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μένη Κουμανταρέα
γραμμένο ειδικά για τα «Βιβλία» του «Βήματος της Κυριακής», 25/12/2004

 

Στους γονείς και στον αδελφό μου, εκεί που βρίσκονται

 

Ο κουρέας της γειτονιάς μας ανέμισε δυσοίωνα τα ψαλίδια του πάνω από τα μαλλιά του πατέρα μου που είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν ανεπαίσθητα και να γκριζάρουν.

«Οι φαβορίτες σας θέλουν μια ιδέα κόντυμα, κύριε Αντώνη, και το μουστάκι σας λίγο ψαλίδισμα. Πρέπει όμως να βιαστείτε». Να βιαστεί για ποιο λόγο; Ο πατέρας μου κοίταξε τον κουρέα του με απορία.

«Τα Χριστούγεννα», κι έσκυψε στο αυτί του πατέρα μου, «δεν πρέπει να σας βρουν εδώ στη γειτονιά».

Σε δυο βδομάδες είχαμε Χριστούγεννα – τα πρώτα ελεύθερα μετά από τέσσερα χρόνια γερμανικής κατοχής – μα η ατμόσφαιρα στην πόλη ανάστατη. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του Δεκέμβρη υπήρχαν συγκεντρώσεις και αψιμαχίες. Οι διακοπές στο σχολείο φέτος άρχισαν πολύ νωρίτερα κι εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν γι’ αυτήν την παρατεταμένη αργία.

Από την άλλη, όμως, δεν υπήρχαν χριστουγεννιάτικα ψώνια και δώρα, βόλτες στα μαγαζιά και το καθιερωμένο δέντρο – που τότε ήταν πολυτέλεια των καλών οικογενειών – παρέμενε στο πατάρι να σκονίζεται μαζί με τα εορταστικά στολίδια του, κουκουνάρια, καμπανίτσες και χρυσοφτέρουγα αγγελάκια.

«Σας το λέω εμπιστευτικά», και κάνοντας πλούσιο αφρό ο κουρέας άρχισε να ξυρίζει κόντρα τον πατέρα μου. «Όσο γρηγορότερα φύγετε τόσο το καλύτερο».

Αυτοί όλοι οι κουρείς, σκεφτόμουν, με τη δικαιολογία ότι κρατούν ξυράφι, μπορούν με μια κίνηση να σου πάρουν το κεφάλι. Απορούσα, μάλιστα, πώς ο κουρέας της γειτονιάς δεν ήταν κι αυτός εαμίτης ή ελασίτης, που τόσα λέγονταν για την αγριότητά τους. ‘H μήπως η προειδοποίησή του τον ενοχοποιούσε κι αυτόν; Όσο για μένα, δεν είχα λόγους ν’ ανησυχώ ακόμα, τα δικά μου γένια ήταν μόλις ένα μελαχρινό χνούδι.

Συνεχίστε την ανάγνωση