
πηγή: mylos-fx.gr
Αθλητισμός
Ορισμός (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής)
το σύνολο των αθλημάτων καθώς και των προβλημάτων ή των ενεργειών που σχετίζονται μ΄ αυτά: Aνδρικός / γυναικείος ~. Ερασιτεχνικός / επαγγελματικός ~. Kλασικός ~. Ο ~ αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα. Yφυπουργείο αθλητισμού. || το άθλημα: Kάνω αθλητισμό, αθλούμαι. [λόγ. < γαλλ. athlétisme < athlèt(e) = αθλητ(ής) -isme = -ισμός]
Ορισμός (Χρηστικό Λεξικό Ακαδημίας)
το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/ λαϊκός/μαζικός/σχολικός/ χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός.
κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]