Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ λυκείου (6) – Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, Η Αγία Έρημος (παράλληλο για τον “Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”)

Ο νυχτερινός ουρανός, όπως φαίνεται από την Λευκή Έρημο της Αιγύπτου (πηγή: Ναυτεμπορική)

 

Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, Η Αγία Έρημος

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Νύχτα φωτιάς)

 

Αν και επίπεδη, η έρημος μας ανύψωνε στους ουρανούς. Τα άστρα έλαμπαν τόσο χαμηλά που θα μπορούσα να τα μαζέψω. Κρέμονταν σαν μεγάλα λα­μπερά μήλα έτοιμα να τα πιάσεις σε εκείνον τον οπωρώνα ονόματι Χογκάρ [1].

Τη νύχτα η Σαχάρα παίρνει μορφή γιορτής. Ενώ με τον ήλιο επιβάλλει τον ασκητισμό, με το σκοτάδι γίνεται πλούσια, γενναιόδωρη, ανατολίτικη, σπάταλη, αφειδώλευτη, μέσα σε ένα όργιο κοσμημάτων κατασκευασμένων από τον πιο τρελό κοσμηματοπώλη: κολιέ, καρφίτσες, διαδήματα με διαμά­ντια, χρυσές αλυσίδες και βραχιόλια από σπίθες. Χιλιάδες άστρα κοσμούν το σκρίνιο από μπλε σκούρο βελούδο, ενώ η ασημένια σελήνη κυριαρχεί, όπως η βασίλισσα του χορού, διαχέοντας γύρω την αυτοκρατορική της λαμπρότητα.

Είχαμε απομακρυνθεί από τη φωτιά για να συνηθίσουν τα μάτια τη φωτεινότητα των άστρων. Στην ανεπανάληπτη μολυβένια χοάνη της σκοτεινής γης αθροίζονταν πεδιάδες, αμμόλοφοι και βράχοι.

Ανάμεσα σε προσκυνητές τυλιγμένους με κουβέρτες, ο Ζαν Πιέρ, όρθιος, μας έκανε μάθημα αστρονομίας. Τον ερευνητή αυτόν στο αστεροσκοπείο της Τουλούζης, και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, τον έκανε να τρέμει από συγκίνηση η διδασκαλία στην εξαιρετική αίθουσα. Για πρώτη φορά στη ζωή του μπορούσε να δείξει ένα ορισμένο άστρο με την άκρη του ματιού ή να σχηματίσει με το δάχτυλο στον μαυροπίνακα του ουρανού τις γραμμές που σχημάτιζαν έναν αστερισμό. Ποτέ ξανά ο Ωρίων, η Μεγάλη Άρκτος, η Μικρή Άρκτος δεν είχαν τόσο βάρος και αυτήν την εγγύτητα.

Χωρίς το μολυσμένο φως του πολιτισμού, το σύμπαν πρόσφερε τη λα­μπρότητά του. Εμένα μου αρκούσε να παρατηρώ…

Είχαν άραγε ανάγκη τα άστρα για να τα θαυμάσουμε; Ή να τα μετρήσουμε; Όμως σε υπερδιέγερση, ο καθηγητής αγωνιούσε να μοιράσει τις γνώσεις του.

Σε αντίθεση με την ημέρα όπου ο ουρανός περιορίζεται στο γαλάζιο, τη νύχτα δεν έχει όρια. Μας αποκαλύπτει κρυμμένες αλήθειες σε απόσταση εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Μας αποκαλύπτει, επίσης, χαμένες πραγματι­κότητες: τα νεκρά άστρα που το φως τους φτάνει ακόμα σε μας.

Περιγράφοντας το σύμπαν ο Ζαν Πιέρ, μας έβαζε αντιμέτωπους με δύο άπειρα μεγέθη, του χρόνου και του χώρου.

Πάντοτε έβρισκα ανέφικτη τη σύλληψη του απείρου, που μπορώ να το σκεφτώ αλλά όχι να το οραματιστώ. Από φιλοσοφική άποψη ο ορισμός του είναι ξεκάθαρος; «Κάτι χωρίς όρια». Όπως επίσης και από μαθηματική άπο­ψη: «Αυτό του οποίου ο αριθμός στοιχείων είναι μεγαλύτερος από οποιονδήποτε επιλεγμένο αριθμό». Αντίθετα, η φαντασία τραυλίζει. Όλα όσα έχω στο μυαλό μου είναι συγκεκριμένα, βλέπω το ένα όριο μετά το άλλο, όχι το άπειρο. Τέλος πάντων, ενώ η λογική μπορεί κάλλιστα να κάνει αφαιρέσεις, οι αισθήσεις σηκώνουν τα χέρια ψηλά μπροστά στο εμπόδιο.

Κάτω απ’ τον ουρανό προσπαθούσα να δημιουργήσω άστρα πίσω από άλλα άστρα, άλλους γαλαξίες πέρα απ’ τον δικό μας, αλλά δεν τα κατάφερνα.

Η αντίληψή μου γεννούσε μόνο ένα μαύρο φόντο, διάστικτο από μαργα­ριτάρια τα οποία διέσχιζε η φαντασία μου.

Σε καλή διάθεση ο Ζαν Πιέρ, όπως επίσης και ο γεωλόγος Τομάς, ανασή­κωνε το πέπλο των πραγμάτων και μας αφηγούνταν το μυστικό παρελθόν του ουράνιου πανοράματος.

«Επιστρέφουμε στη βρεφική ηλικία του σύμπαντος».

Ανέπνευσε με ευχαρίστηση.

«Δεκατέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια πριν, το σύμπαν βρισκόταν σε κα­τάσταση μεγίστης πυκνότητας. Εκατομμύρια και εκατομμύρια τόνοι σε μια σταγόνα. Όταν συνέβη το “bigbang” -έκφραση η οποία δίνει το όνομά της στη θεωρία- η ύλη σκόρπισε και το σύμπαν επεκτάθηκε. Από τότε συνεχίζει να επεκτείνεται. Η παρατήρηση αποκαλύπτει ότι οι γαλαξίες απομακρύνο­νται από μας με ταχύτητα ανάλογη με την απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτούς. Μια επέκταση που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ατελείωτη… Κατά το παρελθόν, το σύμπαν ήταν μικρό, θερμότερο και πυκνότερο. Αρχικά η ενέργεια προερχόταν απ’ την ακτινοβολία, στη συνέχεια η πυκνότητα της ακτινοβολίας μειώθηκε μέχρι να γίνει κατώτερη της ύλης. Τότε κυριάρχησε στο σύμπαν η ύλη και οι ελκτικές δυνάμεις υπερίσχυσαν των ηλεκτρομαγνητικών. Οι γαλαξίες γεννήθηκαν δισεκατομμύρια χρόνια μετά απ’ αυτές τις εξελίξεις. Εμείς οι ίδιοι ενσαρκώνουμε μία από τις συνέπειες αυτών των αλλαγών. Είμαστε σκόνη αστεριών και μόνο».

Οι συνταξιδιώτες μου αποχαυνωμένοι, με μάτια ορθάνοιxτα, επικροτούσαν. Καθένας με τη σειρά του σηκωνόταν για να κοιτάξει με το τηλεσκόπιο.

Άρχισα γρήγορα να φαντασιώνομαι… Τα άστρα, σιωπηλό, πάντα έκαναν τον άνθρωπο φλύαρο, θα ήθελα να εμπνευσθώ όχι από την ιστορία των άστρων, αλλά από την ιστορία των ιστοριών τους. Μεγάλη διαφορά! Βέβαια δεν ήθελα να γυρίσω πίσω δεκατέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, μου αρκούσε να περνώ από τον έναν αιώνα στον άλλον. Ο Ζαν Πιέρ μάς μιλούσε για το σύμπαν σύμφωνα με τη θεωρία του Χαμπλ [2], αλλά ο επιστήμονας έναν αιώνα πριν θα το περιέγραφε σύμφωνα με τον Νεύτωνα, τρεις αιώνες πριν σύμφωνα με τον Γαλιλαίο, ενώ την αρχαία εποχή και τον Μεσαίωνα σύμ­φωνα με τον Πτολεμαίο. Ακόμα πιο παλιά, την αφήγηση θα αναλάμβανε ο ποιητής, ο μάγος ή ο ιερέας. Από τότε που οι άνθρωποι συγκεντρώνονται τη μυστηριώδη νύχτα, οι συζητήσεις πολλαπλασιάζονται. Γιατί οι άνθρωποι δεν ανέχονται την άγνοια και δημιουργούν τη γνώση. Επινοούν μύθους, θεούς ή ένα θεό, τις επιστήμες. Οι θεοί αλλάζουν, εναλλάσσονται, πεθαίνουν, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα κοσμολογικά φαινόμενα. Μόνο μια φιλοδοξία μένει ανέγγιχτη: της ερμηνείας.

Ήμουν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις μου που είχα χάσει τη σειρά μου στο τηλεσκόπιο. Ο καθηγητής είχε αντιληφθεί την επιφύλαξή μου.

«Δεν συμφωνείτε μαζί μου, κύριε φιλόσοφε;»

«Ναι. αυτή για το “ bigbang” είναι ωραία θεωρία, όμως παραμένει υπό­θεση… η οποία θα εγκαταλειφθεί… όπως όσες προηγήθηκαν… Κάθε αιώνας έχει το θρύλο του».

«Τι εννοείτε; Εγώ εκφράζω επιστημονικές αλήθειες».

«Κάθε εποχή, γύρω απ’ τη φωτιά, ο αφηγητής της ερήμου νομίζει ότι κατέχει την αλήθεια. Και οι άλλοι γύρω του τον αποδέχονται».

 «Αμφισβητείτε τη θεωρία μου;»

«Θα απαντήσει ο χρόνος. Η θεωρία σας είναι η τελευταία λέξη της επι­στήμης, αλλά γνωρίζετε όπως κι εγώ ότι κι αυτή θα ξεπεραστεί. Η αλήθεια παραμένει απροσπέλαστη, υπάρχουν μόνον προσωρινές αλήθειες, απόπει­ρες να εκφραστούν. Κατά βάθος η θεωρία σας εκθέτει τον μοντέρνο τρόπο να αντιμετωπίζεται η άγνοια».

«Άγνοια;», επανέλαβε εκείνος και παρά λίγο να πνιγεί.

«Συγκινητικό, δεν είναι;», είπα σιγά.

Μια αμήχανη σιωπή υποδέχτηκε τη συνομιλία μας. Η παρέμβασή μου ενο­χλούσε! Το μοναδικό πράγμα που έμεινε στην ομάδα από το σχόλιό μου ήταν μια στάση αλαζονικής πρόκλησης. Είχα θελήσει να είμαι ταπεινός […] όμως αντίθετα έδειχνα υπεροπτικός.

«Περιφρονείτε την επιστήμη;», συνέχισε εκείνος επιθετικό.

«Καθόλου! Την αντιμετωπίζω με προσοχή και σεβασμό, έτσι όπως αντιμε­τωπίζω με προσοχή και σεβασμό τους μύθους και τις θρησκείες».

Όσο περισσότερο συζητούσα τόσο επιδείνωνα τη θέση μου. Το να τοπο­θετήσω την επιστήμη στο ίδιο επίπεδο με άλλου είδους σκέψεις, σε αυτήν την περίπτωση παράλογες, σκανδάλιζε τους παρόντες. Βλέποντας την αυξα­νόμενη εχθρότητα, αποφάσισα να αλλάξω κουβέντα και τον ρώτησα:

«Ζαν Πιέρ, μπορείτε να μου εξηγήσετε καλύτερα τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες; Δεν την καταλαβαίνω καλά».

Ο αστρονόμος ανοιγόκλεισε τα μάτια ευχαριστημένος, διότι επέστρεφα στη θέση του μαθητή και του επέστρεφα το θώκο του ειδικού. Αυτοσχεδίασε επιτόπου μια λαμπρή ομιλία.

Η μουσική των επιστημονικών εννοιών είχε επανέλθει στον χαλαρωτικό ρυθμό της. Όλοι χαμογελούσαν. Η σκανδαλιστική μου στάση είχε ξεχαστεί.

Χωρίς να υπολογίσω τη βία της ιεροσυλίας είχα διακόψει μια ιερή τελε­τουργία, την τελετουργία της ερμηνείας. Οι άνθρωποι, όταν αντιμετωπίζουν περίεργα φαινόμενα -όπως ο ουρανός, η σελήνη, η γέννηση και ο θάνατος-, έχουν ανάγκη να διακρίνουν μιαν αρχιτεκτονική αόρατη κάτω απ’ τον ορατό κόσμο. Ο νους, ο οποίος φοβάται το άγνωστο όσο το σώμα φοβάται το κενό, επινοεί συνεχώς για να αποτρέψει το αίσθημα απομόνωσης και αδυναμίας. Το να προτείνεις είναι καλύτερο από το να αγνοείς. Ακόμα κι αν είναι αναξι­όπιστη, μια εξήγηση υπερτερεί του τίποτα.

Η ανάγκη για κατανόηση δεν περιορίζεται στην επιθυμία για λογική, αλλά σε ανάγκη επιβεβαίωσης τακτοποιώντας το σκοτάδι και το χάος. Κατά βάθος όλες οι ερμηνείες έχουν την ίδια προέλευση: το φόβο να μην υπάρχουν.

«Γιατί;»

Η ερώτηση προερχόταν από μια γυναικεία φωνή, που επανέλαβε:

«Γιατί;»

Η Σεγκολέν επέμενε, παρότι η έκπληξη στα βλέμματα τόνιζε το πόσο άκαιρη ήταν η παρέμβασή της.

«Εξηγείτε το πώς, αλλά όχι το γιατί. Γιατί υπάρχει το σύμπαν; Γιατί η ενέρ­γεια έβαλε μπροστά μια κίνηση που το έφερε στη ζωή; Από μια απλή έκρηξη δημιουργήθηκε ένα ηλιακό σύστημα και περίπλοκα όντα: τα ζώα που είμαστε. Γιατί;»

«Το γιατί δεν αφορά την επιστήμη».

«Θέλετε να πείτε ότι ο επιστήμονας δεν αναρωτιέται ποτέ γιατί;»

«Θέλω να πω ότι ο επιστήμονας συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να δώσει επιστημονική απάντηση στο γιατί. Περιορίζεται στο πώς».

«Η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι: γιατί;»

«Είσαστε σίγουρη; Βρίσκετε όντως ενδιαφέρουσα μια ερώτηση που δεν θα απαντηθεί ποτέ; Επιτρέψτε μου να σκεφτώ το αντίθετο, Σεγκολέν. Τι λέει ο φιλόσοφος;»

Είχε προφέρει το «φιλόσοφος» στον ίδιο τόνο που θα χρησιμοποιούσε για να πει μάγος, αστρολόγος ή τσαρλατάνος, με την υπεροψία του ορθολογιστή.

«Εμένα μου αρέσουν μόνον οι ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση», είπα.

«Αλήθεια;»

«Ναι. Αυξάνουν την περιέργεια και τη μετριοφροσύνη μου. Δεν νομίζετε;»

Κατάλαβε ότι αν πρόσθετε έστω και μια λέξη ακόμα θα γινόμουν επιθετι­κός. Ο διάλογος τελείωσε εκεί.

Η Σεγκολέν με εξέταζε. Ήμασταν και οι δύο γεμάτοι όρεξη για λογοτεχνία και είχαμε ήδη κάνει ευχάριστες συζητήσεις.

«Μπορείς να κοιτάς τη Φύση δίχως να αναρωτιέσαι για την κατεύθυνσή της; Για το νόημα; Το σύμπαν και η ζωή μαρτυρούν την ύπαρξη ενός ανώ­τερου νου. Εγώ, απέναντι σε τέτοια θαύματα, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι πίσω υπάρχει μία πρόθεση, ένα έξυπνο σχέδιο».

«Ο Θεός;»

«Ο Θεός. Εσύ δεν το πιστεύεις;»

Κατέβασα το βλέμμα. Μισούσα τις απόλυτες απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτή­σεις και δεν είχα διάθεση να εκφράσω δημόσια τις πιο απόκρυφες σκέψεις μου.

Η Σεγκολέν δεν υποχωρούσε:

«Εσύ δεν το πιστεύεις;»

«Ο θεός είναι παρών μέσα μου μόνο σαν ερωτηματικό».

 

Το Δέντρο, τ.210-211, σ.141.

Απόδοση: Φανή Μουρίκη

 


[1] Η οροσειρά Χογκάρ βρίσκεται στη Νότια Σαχάρα.

[2] Ο Έντγουιν Χαμπλ (1889-1953) ήταν αμερικανός αστρονόμος, μεγάλος ερευνητής των μακρινών γαλαξιών.

 

 

Ο Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ (1960) είναι αλσατικής καταγωγής μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγ­γραφέας και σκηνοθέτης. Το συνολικό έργο του χαρακτηρίζεται από ποικιλία θεμάτων και υφολογικών σκοπεύσεων. Η ύπαρξη, η διαφορετικότητα, η κοινωνική ανισότητα, η βία, ο έρωτας, η παιδική ηλικία κ.ά. είναι οι βασικοί άξονες της προβληματικής του, ενώ το χιούμορ και το συναίσθημα κυριαρχούν στη διαχείριση των μυθοπλασιών του εις βάρος του διανοη­τικού βλέμματος, που δεν απουσιάζει ωστόσο από τις αφηγήσεις του.