Ο κ. Τιμόθεος, γόνος βυζαντινής οικογένειας που ανάγονταν στους τελευταίους Κομνηνούς, συμμαθητής και μάλιστα συγκάτοικος με τον πατριάρχη Αθηναγόρα όταν σπούδαζαν στη Χάλκη, δε ντρέπονταν να γυρνάει στους δρόμους με ξηλωμένο παλτό. Ο πατέρας μου, απλοϊκός άνθρωπος, σκανδαλίζονταν κάθε φορά που τον έβλεπε, και δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς ένας τόσο σπουδαίος γυμνασιάρχης γυρνούσε σα σελέμης. Και καλά αυτός —αμ οι κόρες του; δεν μπορούσαν να του ράψουν ένα κουμπί; Η μάνα μου όμως, που τον ήξερε καλά από την Πόλη, έλεγε πως τέτοιος ήταν ανέκαθεν. Δεκαεφτά χρονώ, λέει, είχε γίνει καλόγερος και πήγαινε για δεσπότης, αλλά αρρώστησε βαριά και μπήκε στο νοσοκομείο. Εκεί ερωτεύτηκε μια νοσοκόμα, που του έχυνε το τσουκάλι. Πετάει, που λες, ο καλός σου, τα ράσα και μια και δυο την παντρεύεται με φουσκωμένη κοιλιά. Τέσσερα χρόνια έζησαν στεφανωμένοι, πέντε παιδιά πρόλαβαν κι έκαναν. Κι απάνω στον πέμπτο, η νοσοκόμα του άφησε χρόνους. Ύστερα απ’ αυτά ο Τιμόθεος παραμέλησε εντελώς τον εαυτό του. Ούτε για φαΐ νοιάζονταν ούτε για ντύσιμο, ένας θεός ξέρει πώς μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά.
Ύστερα βρέθηκε πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη, καθηγητής θρησκευτικών, ιεροψάλτης, δημοσιογράφος και διορθωτής. Όταν έγινε η Εθνική Άμυνα, φανατικός βενιζελικός, ξεσήκωσε όλους τους μαθητές του να καταταχτούν στο στρατό του Δαγκλή. Ο ίδιος τριγύριζε με τη στρατιωτική στολή και έτσι δίδασκε. Με τον μητροπολίτη Γεννάδιο δεν τα πήγαινε καλά -δεν του συγχωρούσε την απόσπαση των μητροπόλεων Μακεδονίας-Θράκης από το Πατριαρχείο και την ένταξη τους στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Φυσικά τα μαλώματα αυτά του στοίχισαν αρκετές δυσμενείς μεταθέσεις καθώς και πολλές άλλες περιπέτειες.
Ως καθηγητής θρησκευτικών δεν έκρυβε το αντικληρικό του πνεύμα. Είχε μετατρέψει το μάθημα του σε χριστιανική κοινωνιολογία, και με τις προοδευτικές του αντιλήψεις δεν δίσταζε να κατακρίνει τους Τρεις Ιεράρχες πού θέσπισαν τους τύπους και τα δόγματα τής Εκκλησίας και μας απομάκρυναν έτσι από το ζωντανό κήρυγμα του Χριστού.
Προπολεμικά, δοκίμασε τις ικανότητες του και στη λογοτεχνία. Έγραψε ένα μικρό βιβλίο για το «θείον πάθος», δηλαδή για την τελευταία εβδομάδα της ζωής τού Χριστού. Επρόκειτο για ημισέλιδες πρόζες, πολύ συμπαθείς, για να μην πω πρωτότυπες, που φανέρωναν μια φλέβα και στα λογοτεχνικά. Όταν τις διάβασα, μετά από χρόνια, μού άρεσαν πολύ.
Μεταπολεμικά, λίγα χρόνια πριν βγει στη σύνταξη, τον πρόλαβα κι εγώ. Τον είχαμε στη δευτέρα γυμνασίου. Σωστή στέκα, μαυριδερός και ξερακιανός, με μουστάκια τσιγκέλια και ματάκια σταφίδες, στέκονταν πάντα μπροστά στην έδρα, με τα χέρια ενωμένα επάνω στην ανύπαρκτη κοιλιά του. Η μανία του ήταν να βρίσκει λάθη στα διδακτικά βιβλία των θρησκευτικών και να μας βάζει να τα διορθώνουμε στο περιθώριο. Θυμάμαι ολόκληρη διαλεκτική του περί του αν ο Ιησούς πήγε για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα όταν έγινε δωδεκαετής, ή, ναι μεν πήγαινε κάθε χρόνο με τους γονείς του αλλά το επεισόδιο συνέβη όταν ήταν δώδεκα χρονώ. Και χώρια που κάγχαζε όταν κανείς αφελής νόμιζε πώς οι Μάγοι προσκύνησαν το Χριστό μες στη φάτνη: «Ενάμιση χρόνο, βρε κουφιοκεφαλάκη, το μωρό βρίσκονταν μέσα στο αχούρι;» Με τον ίδιο τρόπο προσπαθούσε να μας ανοίξει τα μάτια και μας κριτικάριζε ένα σωρό πρόσωπα, ιστορικά και σύγχρονα. Κυρίως τα είχε με τα κατηχητικά, πού εφάρμοζαν μεθόδους των διαμαρτυρομένων.
Ταχτικός σε εσπερινούς και ευχέλαια, ανταποκριτής της εφημερίδος των Πατριαρχείων «Ο Απόστολος Ανδρέας», είχε βγει πια στη σύνταξη, και μάλιστα για λίγο διακινδύνεψε την ορθοδοξία του ως γυμνασιάρχης στο Καλαμαρί των καθολικών. Τα καλοκαίρια συνήθως παραθέριζε στο Άγιον Όρος, όπου οι καλόγεροι τον ήξεραν και τον εκτιμούσαν για τη γνήσια βυζαντινή του ψαλτική. Ο κ. Τιμόθεος, ακολουθώντας το τυπικό, απέφευγε να μένει παραπάνω από τρεις μέρες σε κάθε μοναστήρι, κι έτσι τη βόλευε ακριβώς δύο μήνες, μελετώντας αιωνίως ανέκδοτους κώδικες και ετοιμάζοντας για έκδοση ένα κείμενο του Ωριγένη με κριτικό υπόμνημα. Ένα καλοκαίρι, τον βρήκαν στο Άγιον Όρος μια συντροφιά φοιτητές τής παλαιογραφίας. Ο κ. Τιμόθεος, που τους πήρε για απλούς τουρίστες, άρχισε να τους κάνει το ξεφτέρι περί τους κώδικες· με το πες-πες όμως τον μυρίστηκαν και του άρχισαν το γαζί· το ίδιο βράδυ ο κ. γυμνασιάρχης έγινε άφαντος. Και φυσικά ο Ωριγένης δεν αξιώθηκε ακόμη να βγει σε κριτική έκδοση.
Τους χειμώνες έμενε στις παντρεμένες κόρες του ή στους γιους του, μα τους δημιουργούσε πολλά ζητήματα, γιατί ήταν πολύ τρυφερός με τις υπηρέτριες. Όταν μετακόμισε στον μικρότερο γιό του, το τρίτο βράδυ κιόλας, ρίχτηκε στην υπηρέτρια, μια Μαρία απ’ τα Καϊλάρια, δεκαπέντε χρονώ. Στην αρχή η Μαρία τον αποπήρε: «Καλέ, εσείς, ένας θεοσεβούμενος άνθρωπος!» Ποιος ξέρει όμως τι της υποσχέθηκε ο γέρος, και σε λίγο καιρό η Μαρία άρχισε να πετάει κάτι κουβέντες, πως, να, καλέ, αγαπιόντουσαν και θα παντρεύονταν, και μάλιστα (αυτό κυρίως) θα της τα έγραφε όλα επάνω της.
Τα πράγματα μέρα με τη μέρα πήγαιναν στο χειρότερο. Ο γιος του, όλο νεύρα, τον απειλούσε να τον πετάξει με τις κλοτσιές, η νύφη περίμενε παιδί κι απέφευγε τις συγχύσεις, η συμπεθέρα ζητούσε την κεφαλήν του επί πίνακι. Κι απάνω στους μεγάλους καβγάδες, πέφτει στο γέρο το λαχείο: 150 χιλιάδες! Στο άψε-σβήσε ετοίμασαν τα βαλιτσάκια τους, κι ενώ το ζεύγος κοιμούνταν στην κρεβατοκάμαρα, έφυγαν πατώντας στα νύχια σαν τους κλέφτες. Θα πήγαιναν στην Αθήνα ν’ αγοράσουν διαμερισματάκι και να ζήσουν μαζί, μακριά απ’ την κακία των γιών του, και, φυσικά, με στεφάνι.
Το πρωί ο γιος σηκώθηκε ανύποπτος και δε βρήκε ούτε Μαρία ούτε γέρο. Μονάχα στη φρουτιέρα ένα χαρτάκι, πού έγραφε με μεγάλα γράμματα: ΝΑ ΣΑΣ ΧΕΣΩ!
Η κάτω βόλτα, διηγήματα, Ιανός, 2012
✽