Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον “Νυχτερινό Επισκέπτη” του Άρη Σκιαδόπουλου

 

Ένα σχόλιο για τη συλλογή “Οι ρεμπέτες του ντουνιά”

1  05΄ 52΄΄ – 1  12΄ 25΄΄

Σ. Α.: Διάβασα σε μία συνέντευξή σας όπου χαρακτηρίζατε ρεμπέτες τον Παπαδιάμαντη, τον Κάφκα και τον Μεγαλέξανδρο. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν να δώσετε αυτόν τον ορισμό του ρεμπέτη, έτσι όπως εσείς τον αντιλαμβάνεστε.

Χ.Ν.: Αυτά που διαβάσατε στη συνέντευξη είναι επεξηγηματικά ενός βιβλίου μου με μικρά πεζά, που λέγεται Οι ρεμπέτες του ντουνιά. Αυτά είναι διηγήματα. Έχω γράψει μερικά μικροσκοπικά διηγήματα, όπου στο καθένα εμφανίζω και το πορτρέτο κάποιου επωνύμου από την Ιστορία και από τη Λογοτεχνία, που ενώ όλοι τον ξέρουν για έναν σπουδαίο άνθρωπο, εγώ τον χαρακτηρίζω ρεμπέτη. Σκανδαλίστηκαν, λοιπόν, και λένε: “Μα γιατί τον χαρακτήρισες ρεμπέτη;”. Τον χαρακτήρισα ρεμπέτη προσπαθώντας να δώσω συγκεκριμένα παραδείγματα και να υλοποιήσω την άποψή μου ότι ο ρεμπέτης δεν είναι αυτός με τα παχιά μουστάκια, ας πούμε, αυτός που ξενυχτάει τις νύχτες και δε δέχεται μύγα στο σπαθί του. Ο ρεμπέτης είναι ένας άνθρωπος που ξεκόβει από τον κομφορμισμό της κοινωνίας, ο καημός του είναι να κρατήσει την ελευτεριά του, για να την κρατήσει πολλές φορές μεταχειρίζεται άγαρμπους τρόπους και εμείς τον ταυτίζουμε πάντοτε με έναν μάγκα της γειτονιάς, ενώ η έννοια του ρεμπέτη, καθώς περιέχει μέσα της φιλοτιμίες, αγώνες για ανεξαρτησίες, είναι κάτι διαφορετικό. Ο Παπαδιαμάντης, πλην του ότι ήταν λαϊκός άνθρωπος και δεν καταδέχονταν τίποτα, [ξέρετε] ότι κλότσησε τον εορτασμό της φιλολογικής εικοσιπενταετηρίδος του και για να το αποφύγει αυτό το πράμα, έφυγε από το σπίτι του -γιατί θα τον ανακάλυψαν στο σπίτι του-, έφυγε από το σπίτι ενός φίλου του ψάλτη, που όλοι ήξεραν ότι πήγαινε συχνά σε αυτόν, και τελικά εξαφανίστηκε και έγινε η εικοσιπενταετηρίδα χωρίς αυτόν· και πού ήταν κρυμμένος ο Παπαδιαμάντης; Στο σπίτι του αλλουνού ψάλτη, με τον οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση κι ούτε κανείς πήγαινε το μυαλό του ότι θα κρύβονταν σε αυτόν. Γιατί έκανε όλη αυτή τη σκηνοθεσία ο Παπαδιαμάντης; Μα, γιατί σιχαίνονταν τα μεγαλεία και τις δόξες. Ήταν τόσο απλός άνθρωπος κι είχε τόσο συνείδηση της ματαιότητας αυτών των πραγμάτων, ώστε το μόνο που δεν θα ήθελε -ούτε και συρόμενος- [ήταν] να πάει σε μία τέτοια γιορτή· και δεν πήγε. Και μάλωσε με όσους θέλαν να τον πάνε. Αυτό τι σημαίνει; Απλώς ταπεινοφροσύνη; Είναι ένα λαϊκό αίσθημα φιλοτιμίας και ανεξαρτησίας, αυτό που εγώ λέω ότι το έχουν οι ρεμπέτηδες. 

Ο Μεγαλέξανδρος· ο Μεγαλέξανδρος είναι ένα ενδιαφέρον πρόσωπο, που έχει πάρα πολλές φάσεις στη ζωή του: δηλαδή, άλλο πράγμα είναι ως διάδοχος και άλλο πράγμα είναι ως στρατηλάτης, ας πούμε. Ως διάδοχος θέλοντας να υποδεχθεί κάποτε μία πρεσβεία των Αθηναίων, για να υπογράψουν μία συνθήκη, σκέφτηκε προς τιμήν τους -είχε πάει ο Δημοσθένης με μία ακολουθία 30 προσώπων και επρόκειτο να υπογράψει η Αθήνα ταπεινωτική συνθήκη, γιατί την είχε απόλυτη ανάγκη· έπρεπε να ξεκαθαρίσει με τους Μακεδόνες, για να ιδεί μετά τα δικά της. Λοιπόν, πηγαίνει ο Δημοσθένης, φανατικός εχθρός των Μακεδόνων. Ο Μεγαλέξανδρος δεν λαμβάνει υπόψιν του ότι ο Δημοσθένης είναι εχθρός των Μακεδόνων, αλλά λέει ότι είναι επίσημος φιλοξενούμενος και αξίζει να κάνουν ό,τι μπορούν για να ευχαριστήσουν τους μεγάλους τους ξένους. Και είναι τόσο ζωντανός και είναι τόσο αντικομφορμιστής και δεν φοράει κουστούμι σαν και μας, ώστε για να τους ευχαριστήσει, αφού τους έπαιξε θέατρα και χορούς κλπ., παίρνει έναν φίλο του με κιθάρα, τον Κλείτο, αρχίζει παίζει ο Κλείτος κιθάρα κι ο Μεγαλέξανδρος χορεύει καρσιλαμά. Ο διάδοχος, ε; Ο διάδοχος σε μια μακεδονική αυλή φοβερά αυστηρή χορεύει καρσιλαμά. Χορός της κοιλίας. Κουνούσε την κοιλιά του, λέει ο Αισχίνης, και έκαμνε αντισπάσεις κοιλίας, δηλαδή κουνούσε την κοιλιά του πολύ. Βέβαια, ο καθωσπρέπει Δημοσθένης αυτά τα πράγματα τον ενόχλησαν φοβερά· δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του ότι ο διάδοχος κουνούσε την κοιλιά του και έκανε άσεμνες χειρονομίες με το φίλο του τον Κλείτο· μπροστά τους; Δεν μπόρεσε να καταλάβει στοιχειωδώς ο Δημοσθένης ότι αυτό ο Μεγαλέξανδρος το έκανε από ψυχικό πλούτο: αντί να κρατήσει το πρωτόκολλο και την εθιμοτυπία -τα έσκισε όλα αυτά- και θέλησε να ευχαριστήσει τους ξένους ως άνθρωπος όχι ως διπλωμάτης. Βεβαίως, όπως ξέρετε, ο Δημοσθένης πήρε την πρεσβεία και σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να υπογράψουν, οι Αθηναίοι τον πέρασαν από δικαστήριο πέντε χιλιάδων ατόμων και σώθηκε με διαφορά τεσσάρων ψήφων ως προδότης, γιατί είχαν καϊλέ να υπογράψουν τη συνθήκη. Αλλά η ουσία είναι μία: ότι ο Μέγας Αλέξανδρος 15 χρονώ απέδειξε ότι είναι τόσο ζωντανός και τόσο ζεστός και τόσο άνθρωπος, ώστε το θεωρεί πολύ φυσικό να τιμήσει τους επίσημους ξένους με έναν χορό ιδιωτικής φύσεως, που θα το χόρευε μόνο στη στενή του παρέα. Αυτός είναι ο ρεμπέτης.