Στο θέατρο «Περοκέ» ανέβασα την πρώτη με την επιθεώρηση. Την έλεγαν «Σβούρα» και την είχα γράψει σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη για το θίασο Σταύρου Ιατρίδη, Αριστείδη Χρυσοχόου, στον οποίο πρωταγωνιστούσε η Φωφώ Λουκά και η Σωτηρία Ιατρίδου. Τη μουσική έχει γράψει ο Κώστας Γιαννίδης και διηύθυνε και την ορχήστρα του θεάτρου «Περοκέ».
Η έναρξη της επιθεώρησης «Σβούρα» ήταν γραμμένη, όπως άλλωστε όλες οι επιθεωρησιακές «ενάρξεις», για να δικαιολογήσει τον τίτλο. Όταν άνοιγε λοιπόν η αυλαία, με μια πεταχτή και πολύ πετυχημένη -σου έδινε την εντύπωση ότι κάτι γυρίζει- μουσική του Γιαννίδη, τραγουδούσε ο Απόλλων Γαβριηλίδης και το μπαλέτο του:
Σαν τη σβούρα, σαν τη σβούρα
κι αλήτισσα η γη στριφογυρίζει.
Σαν τη σβούρα, σαν τη σβούρα
κι αν σταθεί για μία στιγμούλα βράσε ρύζι.
Γύρω-γύρω τα καλά μα και τα χείριστα
τα κεφάλια μας μονάχα είναι αγύριστα
κ.λπ. κ.λπ.
Σε άλλους καιρούς σε προεκλογική περίοδο, δηλαδή, οι θεατρικοί επιχειρηματίες των επιχειρησιακών θιάσων έτριβαν τα χέρια τους. Μην κοιτάτε τώρα, τα τελευταία χρόνια, που το είδος αυτό βρίσκεται σε μια κάποια κάμψη. Τότε η επιθεώρηση, που ήταν κυρίως θέατρο πολιτικής σάτιρας, έκοβε μονέδα, που λένε. Όταν μάλιστα πλησίαζαν εκλογές, τα ταμεία των επιθεωρησιακών θεάτρων γίνονταν χρυσωρυχεία. Για να καταλάβουν οι σημερινοί Αθηναίοι τι σημασία έδιναν τότε οι επιθεωρησιακοί θίασοι στην πολιτική σάτιρα, θα πρέπει να πληροφορηθούν ότι ορισμένοι ηθοποιοί του παλιού καλού καιρού έβρισκαν μεροκάματο μόνο και μόνο επειδή είχαν μια κάποια ομοιότητα με κάποιον πολιτικό αρχηγό. Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για παράδειγμα, δεν υπήρχε πρόβλημα. Όποιος ηθοποιός και αν φορούσε άσπρα μουστάκια, άσπρο μούσι, χρυσά γυαλάκια και ένα μαύρο δίκοχο, γινόταν αμέσως Βενιζέλος.
Τον Γεώργιο Παπανδρέου τον υποδυόταν, συνήθως, ψηλοί ηθοποιοί. Ο Μάνος Φιλιππίδης, για παράδειγμα, και αργότερα ο Αλέκος Λειβαδίτης ήταν ιδεώδεις. Έτσι ψηλοί και ευθυτενείς όπως ήταν, με μια πρόσθετη μεγάλη μύτη και με μια περούκα αλά Παπανδρέου, με μαλλιά που ανέμιζαν, γίνονταν φτυστοί ο Παπανδρέου. Υπήρχαν όμως και πολιτικοί που οι φάτσες τους δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο ώστε οι ηθοποιοί ν’ αποκτούν την ομοιότητα με λίγο μακιγιάζ. Τότε έψαχναν και έβρισκαν ηθοποιούς που να έχουν κάποια εξωτερική ομοιότητα στο «σουλούπι» με τον σατιριζόμενο.
Ένας δεύτερης τάξης ηθοποιός, για παράδειγμα, τ’ όνομά του, αν θυμάμαι καλά, ήταν Μαρινάκης, είχε ειδικευτεί στον ρόλο του Ιωάννη Μεταξά. Κοντούλης ήταν, χοντρούλης ήταν, έβαζε ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρό σκελετό, έβαζε και μια κοιλίτσα και γινόταν ίδιος ο Τεταρτοαυγουστιανός δικτάτορας, πριν ακόμα φυσικά γίνει δικτάτορας, γιατί από την ημέρα που έγινε, ο Μαρινάκης έχασε τη δουλειά του! Ο Μίμης Κοκκίνης, ο αξέχαστος κωμικός του μουσικού θεάτρου, με μια ωραία ψεύτικη φαλάκρα, έκανε μ’ επιτυχία τον Παναγή Τσαλδάρη, που τον σατίριζαν σαν υπναρά και του τραγουδούσαν:
Μίλα μας για ύπνο Μαριού
Πρόεδρε του μαξιλαριού
Ένας κοντόσωμος και βλοσυρός στο ύφος ηθοποιός, ο Μακριδάκης -που δεν ξέρω τι απόγινε-, μόλις έβαζε ένα μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι και ανακάτευε τα μαλλιά του, γινόταν ίδιος ο στρατηγός Κονδύλης. Και τα τελευταία χρόνια, ο γνωστός και δημοφιλής σήμερα πρωταγωνιστής της πρόζας, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ζωγραφίζοντας κάτι τεράστιες χειλάρες και με μία χωρίστρα λαδωμένη, γινόταν πιστό αντίγραφο του Μαρκεζίνη.
Θυμάμαι, ακόμα, πόσο είχε πάρει κατάκαρδα τον θάνατο του στρατηγού Κονδύλη ο Μακριδάκης. Έκλαιγε σαν να είχε χάσει στενό συγγενή. Οι συνάδελφοί του στο «Στέμμα» -το γνωστό καφενείο της Ομόνοιας- όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι ηθοποιοί τα παλιά χρόνια, μάταια προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν.
– Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι… Κουράγιο…
– Τι κουράγιο, ρε παιδιά… Καταλαβαίνετε τι έπαθα; Εγώ τώρα πρέπει να βγω στη σύνταξη.
– Μην είσαι υπερβολικός… Κάτι άλλο θα κάνεις στο θέατρο.
– Τι άλλο; Εμένα για τον Κονδύλη με ήθελαν.
Ο Μακριδάκης όμως δεν έφυγε από το θέατρο. Σ’ ένα-δύο χρόνια μάλιστα, μετά από τον θάνατο του Κονδύλη, ξανάκανε τον στρατηγό σε μια επιθεώρηση, που το «φινάλε» της ήταν στον άλλο κόσμο, όπου συναντιόντουσαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί που είχαν αποδημήσει, εντωμεταξύ, εις Κύριον.
* * *
Μια όμως και μιλήσαμε για τον Κονδύλη, αξίζει ο κόπος να σας θυμίσω τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν στο Θέατρο «Περοκέ» για το χατίρι του. Στο «Περοκέ», λοιπόν, στο παλιό θερινό θέατρο του Μεταξουργείου –που κάηκε τον Ιούνιο του 1976- παιζόταν μια σατιρική επιθεώρηση του Κ. Καπετανάκη με τον τίτλο η «Κατεργάρα». Ο μακαρίτης ο Καπετανάκης φημιζόταν για την οξύτητα που είχε πολιτική του σάτιρα. Είχε γράψει, λοιπόν, τότε -στα 1934 ή 1935-, ένα νούμερο που το έλεγαν «Κοσμογονία» και το εκτελούσε ο ανεπανάληπτος κωμικός του μουσικού μας θεάτρου, ο Βασίλης Αυλωνίτης. Στο νούμερο λοιπόν αυτό, που εξηγούσε πώς βγήκε το ένα από το άλλο, υπήρχε ένα δίστιχο, που έλεγε:
Από τ’ άχυρα βγήκαν οι ψύλλοι
κι η ομορφιά απ’ τον Κοντύλη…
Αυτό λοιπόν το άκακο στιχάκι είχε φαίνεται ενοχλήσει τρομερά τους φανατικούς φίλους του Κονδύλη. Έπιασαν, λοιπόν, μερικοί τον Καπετανάκη και του είπαν ότι έπρεπε να το βγάλει. Αγύριστο κεφάλι όμως ο Καπετανάκης δεν εννοούσε ποτέ να κάνει τέτοιου είδους συμβιβασμό. Ύστερα άρχισαν να τον απειλούν με ανώνυμα γράμματα και ανώνυμα τηλεφωνήματα.
– Θα σου χαλάσουμε το θέατρο…
– Ελάτε, αν σας βαστάει!…
Κι ένα βράδυ πήγαν. Ήταν μια παρέα «μπράβων», που πήραν εισιτήρια κανονικά και έπιασαν τα επίκαιρα σημεία της πλατείας του θεάτρου. Όταν βγήκε λοιπόν ο Αυλωνίτης, όπως κάθε βράδυ, για να κάνει την «Κοσμογονία» άρχισαν να φωνάζουν:
– Αίσχος!
– Αίσχος!
Ο φουκαράς ο Αυλωνίτης σταμάτησε και κοιτούσε κάτω να δει τι συμβαίνει. Τότε ένας από τους κουμπουροφόρους «μπράβους» -που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ- έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί στη σκηνή.
Έντρομος ο Αυλωνίτης έπεσε κάτω και βγήκε σούρνοντας από τη σκηνή, χωρίς να πάθει τίποτα. Μία όμως από τις σφαίρες που έπεσαν, τραυμάτισε θανάσιμα τον μηχανικό του θεάτρου, τον Μωραΐτη, που ήταν πίσω απ’ το ριντό.
Ο Μωραΐτης πέθανε εκεί, στα παρασκήνια του θεάτρου «Περοκέ». Ήταν ένα θύμα του ηλίθιου πολιτικού φανατισμού.
* * *
Λίγο πριν από την περίφημη 4η Αυγούστου, «κουμάντο» στην προδικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά έκανε ένας Σκυλακάκης, που τον είχαν παραλάβει για τα καλά στις επιθεωρήσεις. Στην επιθεώρηση που είχα γράψει εκείνο το καλοκαίρι του 1936, τη «Σβούρα», σατίριζα μια απόφαση που είχε πάρει ο Σκυλακάκης να μην πουλούν οι φούρνοι φρέσκο ψωμί, αλλά για λόγους οικονομίας να το πουλούν μπαγιάτικο. Οι στίχοι του νούμερου να γραφτεί απάνω στη μουσική ενός τραγουδιού τού Κώστα Γιαννίδη, του «Κι όλο μου λες πως πια δε μ’ αγαπάς, γιατί, γιατί, γιατί», που είχε μεγάλη επιτυχία τότε. Έλεγε, λοιπόν, το νουμεράκι:
Μας καταργείς το φρέσκο το ψωμί
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Όλους μάς στέλνει στα νησιά γραμμή.
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Με το ψωμί και νόμους χίλιους
Όλους μάς έκανες δυσκοίλιους…
κ.λπ.
Αυτό το «όλους μάς στέλνεις στα νησιά» ήταν γραμμένο, γιατί τότε, επί Σκυλακάκη, είχαν αρχίσει οι εξορίες και οι εκφοβισμοί των παντός είδους… αριστερών… Είχα μάλιστα γράψει ένα φινάλε, όπου ο Σκυλακάκης με τον Μεταξά στέλνουν εξορία έναν αριστερό ψάλτη, έναν ποδοσφαιριστή που έπαιζε έξω αριστερά, έναν άλλον που έγραφε με το αριστερό χέρι κ.λπ. Αυτά, βέβαια, παίζονταν στις 3 Αυγούστου. Γιατί στις 4 μάς φώναξαν εμένα και τον συνεργάτη μου, Μήτσο Βασιλειάδη, στο Τμήμα της Περιφέρειας και μας είπαν ότι όλα αυτά έπρεπε να κοπούν, αν θέλαμε να συνεχίσει το θέατρο τις παραστάσεις.
* * *
Στις 4 Αυγούστου τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο άγρια. Για πολιτική σάτιρα, βέβαια, ούτε κουβέντα. Η Λογοκρισία μάλιστα, που στεγαζόταν στο Υπουργείο Τύπου της οδού Φιλελλήνων, ψαχούλευε κάθε λεξούλα στα επιθεωρησιακά κείμενα, μη τυχόν κρυβόταν πίσω της κάτι ύποπτο. Τότε, στο θέατρο «Αθήναιον», η Άννα, η Μαρία Καλουτά κι η Ρένα Ντορ έκαναν μία τριφωνία για τα γυναικεία πόδια, που το καλοκαίρι δεν φοράνε κάλτσες. Οι στίχοι τους ήταν αυτοί:
Τέτοια γαμπίτσα μεταξωτή
τι το θέλει το μετάξι;
Αφού έχει χρώμα σοκολατί,
έτσι γυμνή
είναι σεμνή
κι εντάξει.
Μια μέρα, λοιπόν, μ’ άρπαξαν από τ’ αυτί και με πήγαν στην οδό Φιλελλήνων, στο γραφείο κάποιου βλοσυρού λογοκριτή.
– Εσείς τους γράψατε αυτούς τους στίχους;
– Μάλιστα!
– Και γιατί τους γράψατε;
Έπεσα από τα σύννεφα.
– Και γιατί να μην τους γράψω, δηλαδή;
– Και τι εννοείτε, όταν λέτε «τι το θέλει το μετάξι»;
– Αυτό που λέει… Τι άλλο να εννοώ;
– Δεν τ’ αφήνετε αυτά; Κι εμείς που καθόμαστε σε αυτό το γραφείο δεν πιπιλάμε το δάχτυλό μας…
– Δεν σας καταλαβαίνω, κύριε…
– Τι το θέλει το μετάξι, δηλαδή τι τον θέλουμε τον Μεταξά.
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό από κατάπληξη. Ένας μεγάλος πόνος μπορεί να σε βουβάνει. Και μια μεγάλη ηλιθιότητα, επίσης.
– Μα τι λέτε, κύριε;
– Αυτό που σας λέω… Να κοπεί…
… Και κόπηκε.
Επιτρέψτε μου, όμως, να σας παραθέσω ένα νούμερο πολιτικής σάτιρας, που το έγραψα και ανέβηκε στο θέατρο της οδού Πατησίων «Παπαϊωάννου» και που το έκανε και αυτό ο Βασίλης Αυλωνίτης. Λεγόταν ο «Σκέτος» κι ήταν, ας πούμε, ένας Έλληνας, που δεν ανήκει σε κανένα κόμμα και τον δέρνουν όλοι. Έλεγε λοιπόν ο Αυλωνίτης, που ήταν γεμάτος με επιδέσμους:
Ρε τι ξύλο έχω φάει μέσα σε 50 χρόνια!
Με βαρέσανε με τούβλα, με βαρέσαν με καδρόνια!
Με βαρέσαν εν πολέμω, με τσακίσαν εν ειρήνη!
Κι ούτε πόδι ούτε χέρι ούτε μέση μου ’χει μείνει.
Αυτά λέγονταν με μουσική. Ύστερα ερχόταν το «Παρλέ»:
Επί Κώτσου Βασιλέως, που ’μουνα φανατικός,
μου ’ριξε την πρώτη φάπα κάποιος Βενιζελικός.
Όταν είδα κι αποείδα, σκέφθηκα να ανανήψω.
Ζήτω, λέω, του Λευτέρη
πέντε μήνες εις το γύψο
το αριστερό μου χέρι.
Επί Μεταξά μια μέρα, που ’χα πάει στην Ε.Ο.Ν.
είπα πως ο αρχηγός της είναι λίγο απατεών
κι ότι ο κόσμος το γνωρίζει.
Φτάνουμε στο Μανιαδάκη κάποια μέρα τα μαντάτα
με φωνάζει και στον πάγο πέντε ώρες με καθίζει.
Να ο… τέτοιος μου Κασάτα!
Κι φτάνω στο ρεφρέν:
Σταθείτε, μωρέ Έλληνες,
που όλους μας μάς θέλετε εις την αυτήν αγέλην,
Σταθείτε, μωρέ Έλληνες,
κι αφήστε κάνα Έλληνα
να είναι μόνο Έλλην!
* * *
Αλλά για την πολιτική σάτιρα στις επιθεωρήσεις θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι.
Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 199-204.
❦