Στο παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) αναφέρεται στη σύνθεση και στην πρώτη εκτέλεση του Ολυμπιακού Ύμνου. Επίσης, σημειώνει κάποιες λεπτομέρειες για το παρασκήνιο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και για τη γνωριμία του με τον συνθέτη Σπύρο Σαμάρα (1861-1917). Τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτότυπου.
♦
Τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας τοῦ 1896, μὲ ὅλον τὸν κλασικὸν ἀρχαιοπρεπῆ χαρακτῆρα των, ἡ Ἑλληνικὴ ψυχὴ μετὰ ῥωμαντικῆς ὅλως εὐαισθησίας, φεῦ! ἐχαιρέτισε καὶ περιεπτύχθη, ὡς ἐγκαινίζοντας νέαν περίοδον ὄλβου καὶ μεγαλείου διά τὴν χώραν. Ὑπὸ τῆς μεγάλης Ἐπιτροπῆς τῆς ὀργανωτικῆς τῶν ἀγώνων τούτων ἐξελέχθησαν εἷς ποιητής καὶ εἷς μουσικὸς διά νὰ ἀποκρυσταλλώσουν εἰς ἕν ἆσμα, μὲ τὸν στίχον καὶ μὲ τὸν ἦχον, τὴν ἐθνικὴν ταύτην συγκίνησιν καὶ πανελλήνιον προσδοκίαν. Ὁ ποιητὴς εἶναι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἀτυχῶς, λησμονῶ τὸ ὄνομα πάντοτε, καὶ ὁ μουσικὸς εἶναι ὁ Σαμάρας. Ὁ ποιητὴς πρῶτος ἔγραψεν ἐλεύθερος τον ὕμνον του, καὶ ὁ μουσικός, δεύτερος, ἐμελοποίησεν ἐλευθέρως τοὺς στίχους, ἀλλ’ ὑποτακτικὸς πάντοτε εἰς τὸν ῥυθμὸν τοῦ ποιητοῦ. Ὁ ὕμνος ἐξετελέσθη μεγαλοπρεπῶς, ἀλλ’ ἄν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, ἅπαξ μόνον, ἀκέραιος εἰς ὅλην του τὴν ἐκφραστικήν φυσιογνωμίαν του, καὶ ὡς σύνθεσις καὶ ὡς ἆσμα. Κατὰ τὴν ἐπανάληψιν τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων ἠκούσθη, δίκην ἁπλοῦ ἐμβατηρίου στρατιωτικῆς μπάντας, διὰ νὰ παραμερισθῇ ἐν τέλει, ἥσυχος ἐφεξῆς καὶ ἀπείρακτος· διὰ νὰ λησμονηθῇ, ὑποθέτω. Τίποτε παράδοξον. Καὶ ἡ μουσικὴ τοῦ Σαμάρα εἰς τὸν ὕμνον δὲν ἧτο διὰ νὰ γίνῃ δημοτική, ἀνάλογος πρὸς τὸ περιβάλλον εἰς τὸ ὁποῖον ἀπευθύνετο ὁ ποιητὴς μὲ τὸν στίχον του ὁσονδήποτε καθαρόν καὶ ἀπέριττον ἧτο, ὑποθέτω, σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Καὶ πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Δῆμος Ἀθηναίων, κατἀ τὴν τέλεσιν τῶν πρώτων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, εἰς τὸ ἐπίσημον γεῦμα τὸ ὁποῖον παρέθηκε πρὸς τιμὴν τῶν ὁπωσδήποτε συντελεσάντων εἰς τὴν ἐπιτυχίαν καὶ τὴν ἔξαρσιν τῆς ἑορτῆς, εἴτε λειτουργῶν τῆς Πολιτείας εἴτε κοινωνικῶν καὶ διανοητικῶν προσωπικοτήτων, ἔφθασε, συγκαταβατικώτατα, μέχρι τοῦ μουσικοῦ· τὸν ποιητὴν δὲν ἔκρινε ἄξιον προσκλήσεως εἰς τὸ γεῦμα. Ὁ ποιητὴς ἐγέλασε, διότι δὲν εἶχε ὄρεξιν, καὶ ἀξίωσιν ἀκόμη, νὰ παρακάθηται εἰς συμπόσια. Ἄλλοι ἔκριναν τὸ διασκεδαστικὸν γεγονὸς ὡς προσβλητικὸν διὰ τὰ νεοελληνικὰ γράμματα· καὶ εἷς εὐγενὴς Ἀπολλωνίδης, ὁ Ἀριστομένης Προβελέγγιος διεμαρτυρήθη διὰ τὴν παράλειψιν εἰς ἐπιστολὴν δημοσιευθεῖσαν εἰς τὴν «Ἑστίαν».
Ἀσχέτως πρὸς ταῦτα, ποιητὴς καὶ μουσικός, εὐδοκοῦντος καὶ τοῦ ἀλησμονήτου παπᾶ Βούλγαρη, συνηντῶντο κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην ἐγκαρδίως καὶ συνέτρωγον καὶ ἀντήλλασσον σκέψεις καὶ ἐντυπώσεις. Ἀλλ’ ὁ ποιητὴς ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καθημερινόν του μαγγανοπήγαδον, εὐχαριστημένος ἐὰν εὕρισκε τόπον καὶ τρόπον κάποτε νὰ προσφέρετ’ ἐρωτικῶς εἰς τὴν Μοῦσαν· ἐνῶ ὁ μουσικὸς ἐπανεῦρε τὸν ἁρμόζοντα ἔξω ἑλληνικῶν ὁρίων, εἰς τὴν εὐφυΐαν του καὶ τὴν φιλοπονίαν του κόσμον, μὲ τὴν Σκάλαν τοῦ Μιλάνου καὶ μὲ τὸν ἐκδότην Σονόνιο. Ὅτε μετὰ πάροδον ἱκανοῦ χρόνου συνηντήθησαν πάλιν, ἡ συνάντησις στὸ πόδι, τυχαία, τυπική. Εἰς αὐτὸ τὸ μεταξύ ἄλλα πουλιὰ μὲ ἄλλα τραγούδια ἐγέμιζαν τὴν ἀτμοσφαῖραν μας. Νέοι θεοὶ τὴν εὐλογοῦσαν τὴν νέαν μας ποίησιν, καὶ μὲ νέα δαιμόνια εἶχε νὰ ἐξοφλήσῃ λογαριασμούς. Ὁ ποιητὴς ἔσυρε τὸν χορόν. Καὶ ὁ μουσικὸς ἔστεκεν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸν χορόν, ἀνύποπτος, καὶ μάλιστα ὑπόπτως προσβλέπων τὴν κίνησιν. Ὁ θάνατος τὸν μετέφερεν εἰς τὰς σκηνὰς τῶν μακαρίων, καὶ ἡ προτομὴ τοῦ δημοτικοῦ θεάτρου, ὡς ὅλα τὰ τερτίπια τῆς ὑστεροφημίας, θὰ ἐνθυμίζῃ κάποτε εἰς κανένα ὅτι ὑπῆρξε.
Κωστής Παλαμάς, Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου, Περασμένα Χρόνια, τόμ. 8, σελ. 552-554, εκδ. Αδελφοί Γ. Βλάσση.
❦