Μένης Κουμανταρέας, Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα

Μένης Κουμανταρέας [πηγή: LIFO]

 

Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μένη Κουμανταρέα
γραμμένο ειδικά για τα «Βιβλία» του «Βήματος της Κυριακής», 25/12/2004

 

Στους γονείς και στον αδελφό μου, εκεί που βρίσκονται

 

Ο κουρέας της γειτονιάς μας ανέμισε δυσοίωνα τα ψαλίδια του πάνω από τα μαλλιά του πατέρα μου που είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν ανεπαίσθητα και να γκριζάρουν.

«Οι φαβορίτες σας θέλουν μια ιδέα κόντυμα, κύριε Αντώνη, και το μουστάκι σας λίγο ψαλίδισμα. Πρέπει όμως να βιαστείτε». Να βιαστεί για ποιο λόγο; Ο πατέρας μου κοίταξε τον κουρέα του με απορία.

«Τα Χριστούγεννα», κι έσκυψε στο αυτί του πατέρα μου, «δεν πρέπει να σας βρουν εδώ στη γειτονιά».

Σε δυο βδομάδες είχαμε Χριστούγεννα – τα πρώτα ελεύθερα μετά από τέσσερα χρόνια γερμανικής κατοχής – μα η ατμόσφαιρα στην πόλη ανάστατη. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του Δεκέμβρη υπήρχαν συγκεντρώσεις και αψιμαχίες. Οι διακοπές στο σχολείο φέτος άρχισαν πολύ νωρίτερα κι εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν γι’ αυτήν την παρατεταμένη αργία.

Από την άλλη, όμως, δεν υπήρχαν χριστουγεννιάτικα ψώνια και δώρα, βόλτες στα μαγαζιά και το καθιερωμένο δέντρο – που τότε ήταν πολυτέλεια των καλών οικογενειών – παρέμενε στο πατάρι να σκονίζεται μαζί με τα εορταστικά στολίδια του, κουκουνάρια, καμπανίτσες και χρυσοφτέρουγα αγγελάκια.

«Σας το λέω εμπιστευτικά», και κάνοντας πλούσιο αφρό ο κουρέας άρχισε να ξυρίζει κόντρα τον πατέρα μου. «Όσο γρηγορότερα φύγετε τόσο το καλύτερο».

Αυτοί όλοι οι κουρείς, σκεφτόμουν, με τη δικαιολογία ότι κρατούν ξυράφι, μπορούν με μια κίνηση να σου πάρουν το κεφάλι. Απορούσα, μάλιστα, πώς ο κουρέας της γειτονιάς δεν ήταν κι αυτός εαμίτης ή ελασίτης, που τόσα λέγονταν για την αγριότητά τους. ‘H μήπως η προειδοποίησή του τον ενοχοποιούσε κι αυτόν; Όσο για μένα, δεν είχα λόγους ν’ ανησυχώ ακόμα, τα δικά μου γένια ήταν μόλις ένα μελαχρινό χνούδι.

 

* * *

 

Εκείνο το δεκεμβριάτικο απόγευμα ο πατέρας μου γύρισε από το κουρείο της γειτονιάς σκοτεινιασμένος. Κλείστηκαν με τη μάνα μου στο δωμάτιό τους και τους άκουγα να ψιθυρίζουν πίσω από την κλειστή πόρτα.

Βγαίνοντας ο πατέρας μου μας ανήγγειλε πως θα πήγαινε να περάσει μερικές μέρες στο Κολωνάκι στο σπίτι ενός πελάτη του. Είχε, μέσα στην Κατοχή, ανοίξει ένα πρακτορείο λαχείων, στο οποίο το κύριο κέρδος ήταν η συναλλαγή με χρυσές λίρες, που τότε με την ταλαιπωρημένη δραχμή ήταν το μόνο νόμισμα με κάποια αξία. Εκτός από εμπορευόμενους και ανθρώπους του χρήματος, είχε πελάτες και συγγραφείς. Τον Στρατή Μυριβήλη που είχε μόλις γράψει τον «Βασίλη τον Αρβανίτη» και τον Ηλία Βενέζη που έγραφε τη «Γαλήνη». Ο τελευταίος ήταν ανώτερο στέλεχος σε τράπεζα. H λέξη τράπεζα δεν είχε ακόμα την καθολική ισχύ που έχει στη ζωή μας σήμερα, αφού υπήρχαν μόνο δύο ή τρεις τράπεζες κι αυτές στο κέντρο της πόλης.

H αναχώρηση του πατέρα μου για το Κολωνάκι, που στα μάτια μου φάνταζε τότε μυθική συνοικία, συνοδεύτηκε παράλληλα με την αναχώρηση του αδελφού μου, ο οποίος σπούδαζε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο. Πού πήγαινε ο Άρης, σε ποια συνοικία; H απορία μου θα είχε μείνει απορία αν από τα μισόλογα των δικών μου δεν είχα καταλάβει ότι ήταν γραμμένος σε κάποια οργάνωση και πως τα Χριστούγεννα θα τα περνούσε με τους συντρόφους του στο Θησείο. Αυτή κι αν ήταν μυθική συνοικία!

Όπως και στην Κατοχή, στο σπίτι έλαβαν προληπτικά μέτρα. Εκτός από ταινίες κολλημένες σταυρωτά στα τζάμια για να μη σπάνε, η μάνα μου έκρυβε τα περίστροφα και τις χειροβομβίδες που ο αδελφός μου κουβαλούσε ασυλλόγιστα στο σπίτι μέσα στα τσουβάλια με τα όσπρια που είχε αποθηκέψει στο κελάρι.

«Αυτό το παιδί θα μας τρελάνει» την άκουγα να λέει στον πατέρα μου.

Κι εκείνος σιγοντάριζε:

«Παίζει τη ζωή του κορόνα γράμματα. Εμείς τον στείλαμε να σπουδάσει κι εκείνος κάνει κλεφτοπόλεμο».

Μόνη δικαιολογία στα μάτια τους ήταν το γεγονός ότι η οργάνωση στην οποία βρισκόταν γραμμένος ο Αρης ανήκε στη Δεξιά και στόχο είχε τα «κουμμούνια». Χωρίς ακόμα να ξέρουν ότι πολλές από τις οργανώσεις αυτές συνεργάζονταν κρυφά ή ανοιχτά με τους Γερμανούς σε κοινό αντικομμουνιστικό κυνήγι. Οπως και να ‘χε, εγώ ήμουν απασχολημένος με τα μαθήματά μου αλλά και τα εξωσχολικά που διάβαζα μετά μανίας και προς το παρόν έμενα αδιάφορος και αμέτοχος.

Τα εξωσχολικά αναγνώσματα φώλιαζαν στην καρδιά της μεγάλης δρύινης σκαλιστής βιβλιοθήκης στο χολ του σπιτιού. Χωρισμένη σε τρία φύλλα, το μεσαίο σκεπαστό έκρυβε επιμελώς χαρτιά του πατέρα μου, ενώ στα υπόλοιπα δύο τζαμωτά εκατέρωθεν βρισκόντουσαν τα βιβλία. Ακόμα βλέπω να γυαλίζουν προκλητικά η Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, η Μπριτάνικα, ο Βίος των Ζώων καθώς και άφθονα λογοτεχνικά. Μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο του τυπωμένου χαρτιού -που η μυρωδιά του με μεθούσε- την προσοχή μου τραβούσαν ονόματα όπως ο Καζαντζάκης, ο Κνουτ Χάμσουν, ο Μπαλζάκ, ο Νίτσε. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί που με τον καιρό χάθηκαν μέσα στη σκόνη του χρόνου.

Οι μέρες περνούσαν. Τα νέα για τη μεγάλη παλλαϊκή συγκέντρωση και διαμαρτυρία στην πλατεία του Συντάγματος που είχε αιματηρή κατάληξη είχαν μουδιάσει τον κόσμο. Την απατηλή ησυχία του σπιτιού διέκοπταν κάθε τόσο ο λεπτός συριστικός ήχος από τις σφαίρες, το κροτάλισμα των πολυβόλων καθώς και ο βαρύς κρότος που άφηναν πίσω τους οι όλμοι. Ήμουν ήδη εξοικειωμένος με τις βόμβες στη διάρκεια της Κατοχής, γι’ αυτό και στην αρχή οι ήχοι αυτοί δεν μου έκαναν και τόση εντύπωση.

Γρήγορα όμως βρεθήκαμε στο κέντρο της διαμάχης. Ελεύθεροι σκοπευτές είχαν πιάσει τις ταράτσες στη γειτονιά. Από τη μεριά της Χέυδεν που ήταν τα υπνοδωμάτια, είχαμε τους δεξιούς, ενώ από τη βορεινή πλευρά στην τραπεζαρία -εκεί που σήμερα στέκει το κτίριο του ΟΤΕ- τους πολιτοφύλακες, δηλαδή την ομάδα κρούσεως του ΕΛΑΣ, τη σκληρή, όπως αποδείχτηκε, ΟΠΛΑ. Γι’ αυτό κι εμείς είχαμε περιοριστεί στο τυφλό τμήμα του σπιτιού, στο χολ που έβλεπε στον φωταγωγό, ο οποίος συνόρευε με τη διπλανή πολυκατοικία. Κοιμόμασταν, τρώγαμε και περνούσαμε τις μέρες μας εκεί. Το τηλέφωνο κομμένο, η μόνη επικοινωνία κάποια μηνύματα που έφταναν στο σπίτι διά της πλαγίας, όπως έλεγαν, οδού. Ποια οδός ήταν αυτή, άγνωστο. Για τον πατέρα μου πάντως μαθαίναμε πως ήταν ασφαλής στο Κολωνάκι, στο σπίτι του κυρίου Γαγάνη -έτσι λεγόταν ο πελάτης του-, όσο για τον Άρη δεν είχαμε καθόλου νέα του.

«Ο Θεός να τον έχει καλά» ήταν η επωδός της μάνας μου.

Τη θυμάμαι σαν τώρα μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας της να βουρτσίζει τα υπέροχα μαύρα της μαλλιά τα οποία διέκοπτε μια ασημένια τούφα στο κέντρο του κεφαλιού και που την είχε από δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι. Αυτή ήταν και η γοητεία της. Όσο για μένα καθόλου δεν μου κακοφαινόταν που είχα μείνει μόνος μαζί της και με τα βιβλία. Εκείνες τις πονηρές μέρες του Δεκέμβρη, που η προνοητικότητα των δικών μου δεν μας άφησε να πεινάσουμε -όπως δεν είχαμε πεινάσει και την Κατοχή-, εγώ περνούσα τις ώρες μου με διάβασμα, μια τροφή που με άφηνε πάντα πεινασμένο. Με το ηλεκτρικό να κόβεται κάθε τρεις και λίγο, στο φως της λάμπας πετρελαίου διάβαζα το βιβλίο του Μάξιμ Γκόρκι «Στα ξένα χέρια», στους δύο ωραίους πανόδετους τόμους της σπουδαίας προπολεμικής σειράς του Ελευθερουδάκη με τον γενικό τίτλο «Γράμματα-Επιστήμαι-Τέχναι». Προϊόν κι αυτό της μεγάλης σκαλιστής βιβλιοθήκης του σπιτιού.

Και πόσα δεν μάθαινα από το βιβλίο αυτό. Όλους τους εξευτελισμούς που ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας και αγωνιστής πέρασε στην παιδική και εφηβική του ηλικία στη δούλεψη στυγνών αφεντικών που τότε αφθονούσαν στη Ρωσία των Τσάρων. Όλη η πλήξη, το αδιέξοδο, η αμάθεια του λαού σ’ αυτή τη μεγάλη χώρα καθρεφτιζόταν μέσα στις σελίδες του. Παράλληλα με τη θλίψη και την απογοήτευση, υπήρχε το χιούμορ, το γέλιο που ανάβλυζε αβίαστο και οι σπαρταριστοί τύποι των ανθρώπων. Μια πινακοθήκη της θλιμμένης και τρυφερής ρώσικης ψυχής. Κι ακόμα η ελπίδα για το μέλλον. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο συγγραφέας αυτός ζούσε μέχρι το 1936 όταν ήμουν πέντε χρονώ και ότι ο Έλληνας εκδότης το είχε κυκλοφορήσει ήδη από το 1930. Αυτό σημαίνει πραγματική διάδοση ενός σημαντικού έργου και όχι η εκ των ενόντων μετάφραση του παραμικρού έργου που έχει κάνει μια μικρή καριέρα στο εξωτερικό, όπως γίνεται στις μέρες μας.

Υποτίθεται ότι τα πράγματα στη Σοβιετική Ένωση είχαν αλλάξει από την εποχή των τσάρων και ότι ο Στάλιν ήταν ο μεγάλος ηγέτης που είχε απωθήσει τους Γερμανούς στο Στάλινγκραντ. Οι εαμίτες και οι ελασίτες εδώ στην πατρίδα μου τον είχαν στο εικονοστάσι αντί για την Παναγιά και τον Χριστό. Άραγε όμως γιατί πολλοί στην Ελλάδα -ανάμεσα σ’ αυτούς και οι δικοί μου- δεν ήθελαν να βλέπουν τους κόκκινους ούτε ζωγραφιστούς; Υπήρχαν φήμες ότι το άλλο μεγάλο αφεντικό των Συμμάχων, ο θρυλικός Τσώρτσιλ, ο «πατέρας της νίκης», όπως τον αποκαλούσαν, είχε έρθει με μυστική αποστολή στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσε, λέει, στην Αθήνα με τανκ για να επιβάλει την τάξη και να επαναφέρει τους Έλληνες ανυπότακτους στο στρατόπεδο της Δύσης. H μοιρασιά είχε γίνει στη Γιάλτα κι εμείς βρισκόμασταν στη δικαιοδοσία των Εγγλέζων, όπως αργότερα περάσαμε στους Αμερικάνους.

H σημαδιακή μέρα, 24 Δεκεμβρίου, ξημέρωσε συννεφιασμένη. Ήδη το κρύο μας έκανε να κουκουλωνόμαστε στα κρεβάτια μας και να καίμε σόμπες. Μα εκείνη η συννεφιά προμήνυε χιόνι. Και όχι μόνο. Το ημερολόγιο έδειχνε «Ευγενίας οσιομάρτυρος» και η μάνα μου είχε την ονομαστική της εορτή. Μα εκείνη τη χρονιά, το χίλια εννιακόσα σαράντα τέσσερα, δεν ήταν δυνατόν να της κάνουμε δώρα. Οι άλλοι έλειπαν κι εγώ ήμουν προφητικά βυθισμένος στα «Ξένα χέρια». Θα πρέπει να ήταν μεσημέρι, ο κούκος στο μεγάλο ξύλινο ρολόι του τοίχου ήταν έτοιμος να βγει από το πορτάκι του και να το διαλαλήσει δώδεκα φορές, όταν ένας παρατεταμένος ήχος στο κουδούνι της εξώπορτας μας πάγωσε. Ποιος μπορούσε να ‘ναι; Το κουδούνι έγινε τώρα χτυπήματα στο ξύλο της πόρτας. Βαρούσανε με κάτι βαρύ και σκληρό.

 

* * *

 

«Μην ανοίξεις» μου είπε η μάνα μου μ’ ένα κακό προαίσθημα στη φωνή.

Κι όπως τα χτυπήματα δυνάμωναν, πήγε η ίδια κι άνοιξε με προφύλαξη πρώτα το μικρό τζαμάκι της εξώπορτας κι ύστερα την ίδια την πόρτα.

«Είμαστε από την πολιτοφυλακή της γειτονιάς» είπε ένας νεαρός ένστολος με μουστάκι και μπότες οπλισμένος ως τα μπούνια. Πίσω του ακολουθούσε ένας άλλος νεαρός στο ίδιο στυλ κι αυτός.

«Ο άντρας σου πού βρίσκεται;» τη ρώτησε στον ενικό ο δεύτερος και κοντύτερος από τον πρώτο.

«Λείπει» είπε η μητέρα μου, «λείπει ταξίδι».

«Ετούτος είναι γιος σου;», μ’ έδειξε με το κεφάλι.

«Γιος μου» και πέρασε το χέρι της από τους ώμους μου, ίσως για να σταματήσει μια τρεμούλα που είχε αρχίσει να με πιάνει.

«Κι ο άλλος γιος σου ο μεγάλος;» ρώτησε ο ψηλός.

Φαινόντουσαν πληροφορημένοι στην εντέλεια.

«Λείπει».

«Ταξίδι κι αυτός;»

Με το ένα μάτι κοιτούσε εμάς και με το άλλο τη σκαλιστή βιβλιοθήκη. Λες να ‘θελε να διαβάσει κι αυτός Μάξιμ Γκόρκι; Αμφιβάλλω αν είχε ακουστά έστω και τ’ όνομά του.

«Πώς ανοίγει αυτό εδώ;» ρώτησε ο ψηλός κι έδειξε το μεσαίο κλειστό φύλλο.

«Δεν έχουμε τα κλειδιά», είπε η μάνα μου και μου έσφιξε συνθηματικά το χέρι. Ήξερα πως μέσα εκεί ο πατέρας μου μαζί με τα χαρτιά φύλαγε τα τιμαλφή και τις χρυσές λίρες. Τότε ο ψηλός πολιτοφύλακας κατάφερε με το κοντάκι από το τουφέκι του μια δυνατή σπρωξιά στο ξύλο. Χτύπησε κι άλλη μια ο κοντός για να μην υπολείπεται από τον σύντροφό του.

«Μην το σπάσετε» είπε η μάνα μου. «Αφήστε, θα ψάξω να σας το ανοίξω εγώ».

Μα η βαριά μεσαία πόρτα είχε ήδη υποχωρήσει.

Θυμάμαι ακόμα τον τρόπο με τον οποίο οι δυο τους επέπεσαν σαν τα γερμανικά στούκας της Κατοχής πάνω στο περιεχόμενο. Χαρτιά, φωτογραφίες και αλυσιδίτσες ουδόλως φάνηκαν να τους ενδιαφέρουν. Αντίθετα όλη τους η προσοχή στράφηκε στα μασούρια με τις λίρες όπως τις τύλιγαν στο γραφείο του πατέρα μου μέσα σε χαρτάκια από τα μπορντερό. Με το νύχι του μικρού του δάχτυλου, που ήταν μακρύ και μυτερό σαν κοπίδι, ο κοντός έσχισε το χαρτί αφήνοντας τις λίρες να λαμπυρίσουν μέσα στο σκοτεινό χολ που φώτιζε μόνο μια λάμπα πετρελαίου. Λαμπύριζαν και τα μάτια των εισβολέων στη θέα του χρυσού.

Έψαξαν λίγο και το υπόλοιπο σπίτι, μα δεν επέμεναν πολύ. Ο ψηλός είπε μόνο:

«Ετοιμαστείτε για μια μικρή ανάκριση στο αστυνομικό τμήμα».

«Το παιδί τι το θέλετε;» ρώτησε η μάνα μου.

«Να έρθει κι αυτό», είπε ο δεύτερος χωρίς να με κοιτά. Δεν ήξερα αν με λυπόταν ή αν ζήλευε που ζούσα σ’ ένα σπίτι με τόσα βιβλία, παιχνίδια και λίρες χρυσές.

«Πάρτε μαζί σας και καμιά κουβέρτα» είπε ο ψηλός.

Κουβέρτα γιατί, είδα την απορία στα μάτια της μάνας μου.

Υπακούσαμε και χωρίς άλλες διατυπώσεις κατεβήκαμε τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Εγώ με το παλτουδάκι, με το οποίο πήγαινα σχολείο, εκείνη μ’ ένα πανωφόρι, όχι πάντως το καλό της. Ακολουθήσαμε τους δύο ένστολους που δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτεροι από τον αδελφό μου, γύρω στα είκοσι, αλλά με γένια, άγριοι στην όψη και με ακούρευτα μαλλιά που τους σκίαζαν τα μάτια και μας εμπόδιζαν να δούμε τι καθρέφτιζαν. Αδιαφορία; Μίσος; Συμπόνια;

Το αστυνομικό τμήμα δεν ήταν μακριά. Προχωρούσαμε με κανονικό βήμα. Ήταν νωρίς τ’ απόγευμα μα το κρύο τσουχτερό.

Με έκπληξη στο τμήμα αντί για αστυφύλακες είδα και πάλι πολιτοφύλακες, νέα παιδιά τα περισσότερα με γένια και μουστάκια σα να είχαν συμφωνήσει να απέχουν από τον κουρέα που τους είχε προδώσει. Ώριμος άντρας υπήρχε ένας γύρω στα σαράντα.

Αφού περιμέναμε ξεπαγιασμένοι στους διαδρόμους, μας πήρε στο γραφείο του, που κάποτε θα πρέπει να ήταν γραφείο του αρχιαστυνόμου. Αυτός, ύστερα από δυο τρεις -τυπικές όπως μου φάνηκαν- ερωτήσεις, μας ανακοίνωσε ότι το ίδιο βράδυ θα μας μετέφεραν στο Περιστέρι στο αρμόδιο τμήμα εκεί.

Είναι ζήτημα αν είχα ξανακούσει αυτό το όνομα της συνοικίας κι η μητέρα μου φάνηκε το ίδιο ανίδεη όσο κι εγώ.

«Γιατί εκεί, κύριε;» ρώτησε.

«Δεν είμαι κύριος», είπε ο σαραντάρης. «Συντρόφους μάς φωνάζουν».

Προσπαθούσε να μην είναι απότομος χωρίς να το καταφέρνει, μελαγχολικός μου φάνηκε. Ίσως αυτός να είχε προλάβει να μάθει τρόπους στη ζωή του και τώρα οι άλλοι προσπαθούσαν να τον ξεμάθουν. Μιλούσε στη μητέρα μου στον πληθυντικό και της συνέστησε να πάρουμε μαζί μας κουβέρτες.

«Κουβέρτες έχουμε. Όμως γιατί;».

M’ αυτό το ερώτημα να πλανάται στην ατμόσφαιρα και με άλλα πολλά ακόμα αδιευκρίνιστα, κι αφού μας άφησαν να περιμένουμε ακόμα -είχε αρχίσει να βραδιάζει πια-, μας φόρτωσαν σαν υποψήφια σφάγια σ’ ένα μικρό φορτηγό.

Θα πρέπει να ήμασταν καμιά σαρανταριά όσους μας είχαν καλέσει «για μια μικρή ανάκριση» κι η μητέρα μου ψιθύριζε κάτι που δεν καταλάβαινα με άλλες κυρίες που φαινόντουσαν ν’ ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη μ’ εμάς. Παρ’ όλο που ήταν πρόχειρα ντυμένες και κουκουλωμένες με μαντήλες και κασκόλ, ήταν φανερό ότι δεν ανήκαν στα «συντρόφια». Άρα, σκέφτηκα, δεν ήμασταν οι μόνοι που η τσιμπίδα του Κόμματος μας είχε γραπώσει. Αυτό δεν ξέρω αν με καθησύχαζε ή αν μ’ έκανε ν’ ανησυχώ περισσότερο.

Μέσα στο μικρό φορτηγό ήμασταν πολλοί και ο αέρας λίγος. Από στιγμή σε στιγμή ένιωθα πως θα λιποθυμούσα από την κλεισούρα, τη ζέστη, τα ανθρώπινα χνώτα και το στρίμωγμα. Ήμουν το μόνο παιδί και διά της βίας έφτανα ως τη μέση των μεγάλων. Σαν να βρισκόμουν σ’ ένα πηγάδι. H ώρα περνούσε μα το φορτηγάκι δεν έλεγε να ξεκινήσει. Κάποιος προσπαθούσε να το βάλει μπροστά αλλά φαίνεται η μηχανή δεν υπάκουε ή δεν υπήρχε αρκετό καύσιμο να το τροφοδοτήσει. Σιγόκλαιγα και η μητέρα έσκυβε προς το μέρος μου για να μου δώσει κουράγιο. H ίδια φαινόταν να μην έχει πολύ.

Ύστερα από κάποια ώρα που μου φάνηκε αιώνας, μας βγάλανε από το φορτηγό και μας διέταξαν να στοιχηθούμε. Θα πηγαίναμε με τα πόδια στο Περιστέρι. Κι ας έκανε κρύο, εγώ ένιωθα τον αέρα να με δροσίζει και να με ζωογονεί.

 

* * *

 

Στον ουρανό είχε ανατείλει ένα φεγγάρι σαν καρβέλι που του είχαν δώσει μια δαγκωνιά και πήγαινε κι αυτό μαζί μας όπου πηγαίναμε κι εμείς. Στο άγνωστο. Προχωρούσαμε με βήμα κανονικό και δίπλα μας από αριστερά και δεξιά πήγαιναν τα παλληκάρια που μας επέβλεπαν. Πότε πότε όταν μιλούσαμε έμπηγαν μια γκαρίλα μα έπειτα λούφαζαν κι αυτοί.

Κάθε τόσο άναβαν κι ένα τσιγάρο, αμέτρητα τσιγάρα. Σκοτάδι κι έβλεπα τις καύτρες τους να φτιάχνουν ένα τείχος γύρω μας σαν φωτιές που θα μας προφύλαγαν από τα άγρια θηρία. Ποια να ήταν τάχα αυτά τα άγρια θηρία; Μήπως οι ίδιοι αυτοί, οι φύλακες άγγελοί μας;

Κάπου κάπου μακριά έσκαγε κάποιος όλμος και ο ορίζοντας στιγμιαία φωτιζόταν σαν αποτυχημένο πυροτέχνημα σε νύχτα ματαιωμένης γιορτής. Τυλιγμένοι στις κουβέρτες μας και με τη μάνα μου να ψάχνει κάθε τόσο μες στο σκοτάδι να βρει το χέρι μου, πορευτήκαμε μέσα στην παγωνιά της παραμονής των Χριστουγέννων, που άλλοτε σπίτι μας ήταν γεμάτη φως, καλά ρούχα και φαγητά.

Κάποτε φτάσαμε σ’ ένα ανοικτό περιφραγμένο χώρο, που όπως μάθαμε τα καλοκαίρια λειτουργούσε ως θερινό σινεμά. «Φοίβος» λεγόταν. Εκεί κατασκηνώσαμε πρόχειρα ο ένας όμηρος πάνω στον άλλον -γιατί όμηροι ήμασταν πια- για να ζεσταινόμαστε και να παίρνουμε θάρρος. H νύχτα πέρασε όπως όπως, κοιμήθηκα με προσκεφάλι τα γόνατα της μάνας μου που την ένιωθα μες στον ύπνο της να τινάζεται.

H αυγή μάς βρήκε ξαγρυπνισμένους με άσπρα πρόσωπα μέσα στο σινεμά. Αυτή τη φορά το έργο ήμασταν εμείς. Εκ περιτροπής τέσσερις άντρες εναλλάσσονταν στα τέσσερα άκρα, με τα τουφέκια τους, ζωσμένοι φυσεκλίκια. Πότε πότε έφταναν κάποιοι μυστήριοι με πολιτικά, μιλούσαν μαζί τους κι έφευγαν.

Δεν μπορεί, θα μας αφήσουν, επέμενε μια φιλάσθενη κυρία κάτωχρη με όλες τις πούντρες και τα κραγιόν της φευγάτα.

«Μπα, μην ελπίζετε», είπε ένας κύριος αξύριστος, με τις άσπρες τρίχες του σε πλήρη ανθοφορία -αυτός δεν θα είχε προλάβει τον κουρέα του πατέρα μου-, «κάπου αλλού μας πάνε».

Ακόμα δεν ξέραμε ότι κάποιους από τους ομήρους τους πήγαιναν μακριά στα βουνά, στα Κρώρα, κι εκεί τους εκτελούσαν. Μας έβαλαν πάλι στη σειρά για να μας μεταφέρουν. Πού μας πήγαιναν; Η αγωνία στα πρόσωπά μας. Ανήμερα των Χριστουγέννων και κανείς μας να μην έχει όρεξη να ευχηθεί τα χρόνια πολλά. Ο Χριστούλης αργούσε να γεννηθεί για μας.

Μας οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό υπόγειο κοντά στον κινηματογράφο που θα πρέπει να ήταν ταβέρνα ή χώρος αποθήκευσης. Το μόνο προσόν του ότι δεν ήμασταν εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο. Υπήρχαν μεγάλα αραχνιασμένα βαρέλια, καρέκλες σπασμένες και σωριασμένες η μια πάνω στην άλλη και κάποια εργαλεία μαστορικής, που στα μάτια μου φάνταζαν όργανα βασανισμού. Μπορεί να μην είχα ζήσει τέτοιες καταστάσεις, μα το μυαλό μου ήταν γεμάτο ιστορίες τύπου Μιχαήλ Στρογκώφ.

 

***

 

Θα ήταν μεσημέρι πια όταν άρχισε μια επίθεση που κράτησε κοντά δυο ώρες. Ακούγαμε οπλοπολυβόλα ν’ αλυχτάνε σαν άγρια σκυλιά καθώς και τον βαρύ κούφιο ήχο από τους όλμους που έπεφταν και μες στη σκοτεινιά φωταγωγούσαν τον τόπο σαν ιπτάμενα χριστουγεννιάτικα δέντρα.

Σαν έπαψε το κακό, οι πόρτες άνοιξαν κι άρχισε να καταφθάνει ένα λεφούσι. Έμπαιναν παραπατώντας και σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον. Όμηροι όπως κι εμείς. «Πού θα χωρέσουν όλοι αυτοί;» ακούστηκε μια πρώτη διαμαρτυρία. «Πάνω μας θα κοιμηθούνε;» βόγκηξε μια λεπταίσθητη κυρία, η μόνη με την οποία η μάνα μου αντάλλασσε κάποιες κουβέντες. «Σωπάτε», επενέβη ένας κακομούτσουνος μα πονόψυχος κύριος, «δεν βλέπετε σε τι κατάσταση είναι οι άνθρωποι;» Πράγματι, οι νεοφερμένοι βρισκόντουσαν σε κακό χάλι, άλλοι πληγωμένοι με πρόχειρους επιδέσμους, άλλοι με πρόσωπα γεμάτα εγκαύματα, μερικοί στέναζαν κι άλλοι έτρεμαν σύγκορμοι από τρομάρα. Γρήγορα μάθαμε τα νέα. Οι άνθρωποι αυτοί ερχόντουσαν από τον κινηματογράφο «Φοίβο», εκεί που είχαμε κατασκηνώσει την προηγούμενη μέρα. Στη διάρκεια της μέρας είχε γίνει επίθεση με όλμους που άλλους σκότωσαν επί τόπου, άλλους τραυμάτισαν ή έκαψαν.

«Φτηνά τη γλιτώσαμε», είπε ένας αδύνατος σαραντάρης, «μια μέρα να μας είχαν κρατήσει ακόμα εκεί, τώρα θα ήμασταν ή μακαρίτες ή στα χάλια ετούτων εδώ», κι έδειχνε τη φουρνιά που μας είχε έρθει.

«Ποιος ρίχνει τους όλμους;» ρώτησα τη μητέρα μου.

«Τους ρίχνουν οι Εγγλέζοι για να σκοτώσουν τους ελασίτες», εξήγησε με χαμηλή φωνή ένας κύριος με σακούλες στα μάτια τυλιγμένος σ’ ένα ξεφτισμένο παλτό με γύρω στο λαιμό περασμένο ένα πανάκριβο φουλάρι. «Μα φαίνεται το μόνο που κατορθώνουν είναι να χτυπάνε εμάς, τα αθώα θύματα».

Πόσο αθώα θύματα ήμασταν; Γιατί υπήρχε αυτή η λύσσα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις; Τι είχαν κάνει οι δεξιοί, οι εθνικόφρονες όπως λέγαμε τότε, για να εξοργίζουν αυτά τα παιδιά του λαού που είχαν αφήσει τις οικοδομές, το επάγγελμα του μαραγκού ή του υδραυλικού, για να ντυθούν με φυσεκλίκια και χειροβομβίδες τύπου μπερέτα, κληρονομιά των Ιταλών;

Θα πρέπει τ’ αφεντικά τους να τους είχανε φερθεί αυταρχικά και να ‘ταν κακοπληρωτές για ν’ αναγκάσουν αυτά τα παλικάρια να φύγουνε από τις δουλειές τους και να γίνουν μαχητές. Από τη θέση του υπηρέτη και του μουζίκου, να γίνουν μπολσεβίκοι. Το βιβλίο του Γκόρκι, που το διάβασμά του είχε διακόψει η είσοδος των ομοϊδεατών του Ρώσου συγγραφέα, ήταν ακόμα νωπό.

Μήπως εκεί δεν περιέγραφε την ταπείνωση των ανθρώπων από την αστική τάξη και την αριστοκρατία; Μα εμείς, σκεφτόμουν, δεν έχουμε αριστοκρατία κι η αστική μας τάξη μαϊμουδίζει φερσίματα φερμένα από την Εσπερία. Μα τότε τι έφταιγε; Είχα ακούσει ότι πολλές δεξιές οργανώσεις, που υποτίθεται αριθμούσαν μορφωμένους και νομιμόφρονες, είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Γιατί το είχαν κάνει αυτό; Είχα ρωτήσει κάποιον μεγάλο που ήξερε απ’ αυτά. Για να πολεμήσουν κι οι δυο μαζί τους κομμουνιστές, μου είχε απαντήσει. Μα μήπως κι ο Γκόρκι δεν ήταν κομμουνιστής! Μα ήταν πατριώτης! Άραγε τι είναι τα παλικάρια του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ; Άξεστοι; Δολοφόνοι; Αγωνιστές; Τι απ’ όλα;

Ήταν νύχτα των Χριστουγέννων στο υπόγειο χωρίς τη λατέρνα του Βάρναλη να στριγκλίζει, μα με άλλες στριγκλιές και γλέντια. Μόλις θα είχαμε κουρνιάσει για ύπνο, όταν άρχισε το μεγάλο γλέντι. Κάποιος από τους φρουρούς μας έπαιζε ένα όργανο που πρώτη φορά έβλεπα. Κάτι σαν μικρό μαντολίνο, μα που όμως έμαθα αργότερα ονομαζόταν μπουζούκι. Ένα όργανο αγνοημένο και περιφρονημένο από την καλή κοινωνία.

 

* * *

 

Με τους ήχους του μπουζουκιού λοιπόν και με μια φωνή βαριά ρεμπέτικη που έβγαινε από τα σπλάχνα ενός αμούστακου σχεδόν αγοριού, οι φρουροί μας γιόρταζαν τη γέννηση του Χριστούλη. Μουσική την οποία, θρεμμένος από τα μικράτα μου με Γιόχαν Στράους, Βάγκνερ και τη φωνή της Βέμπο και της Δανάης, δεν είχα ξανακούσει. Τα λόγια που μιλούσαν για φτώχεια, λευτεριά, νταλγκάδες και χασίσια, πλημμύριζαν το υπόγειο της ομηρίας μας.

Τα πρόσωπά τους φλογισμένα από την ένταση και το κρασί που πηγαινόρχονταν στα χέρια τους σε μια μεγάλη ψάθινη νταμιτζάνα, οι φωνές τους μερακλωμένες, το σώμα τους σε διαρκή ένταση, είτε έπαιζαν και τραγουδούσαν είτε σηκωνόντουσαν να χορέψουν. Στο γλέντι συμμετείχαν και γυναίκες. Κάτι κοπελάρες με τεράστια μάτια και πυκνά μαύρα μαλλιά σαν τζίβα, που κι εκείνες η μία μετά την άλλη έμπαιναν στο χορό.

Δεν ήταν, βέβαια, βαλς, ταγκό και άλλα ευρωπαϊκά αυτά που χόρευαν, μα ούτε και παραδοσιακά δημοτικά. Έσκυβαν το κεφάλι σα να παρατηρούσαν κάτι που τους είχε πέσει χάμω, τέντωναν τα χέρια σε έκταση, ζυγιάζονταν, έπειτα τίναζαν το κεφάλι πίσω αφήνοντας να τους ξεφύγουν πολεμικές ιαχές. Θα ‘πρεπε να είχαν πιει πολύ και καπνίσει κύριος οίδε πόσα και τι τσιγάρα. Οι άντρες στριφογύριζαν σαν μαινόμενοι δερβίσηδες κι οι γυναίκες έμοιαζαν βγαλμένες από το χορό των μαινάδων στις «Βάκχες». Παρ’ όλη την κούρασή μου παρακολουθούσα έκθαμβος. Τίποτε δεν θύμιζε τα πάρτι του αδελφού μου, ο οποίος με περνούσε εφτάμισι χρόνια. T’ αγόρια εκεί φορούσαν γραβάτες και τα μαλλιά τους που τα ίσιωναν με ειδικά φιλέ λαμποκοπούσαν από την μπριγιαντίνη. Χόρευαν τσικ του τσικ με τις κοπέλες, έπιναν βερμούτ κι ήταν μειλίχιοι και ευγενικοί.

Μα ούτε έμοιαζαν με τα οικογενειακά γλέντια στα οποία οι άνθρωποι χόρευαν συρτούς, καλαματιανούς κι έλεγαν τραγούδια των παππούδων τους. Ετούτους εδώ δεν μπορούσες να τους κατατάξεις. Ανεπιτήδευτοι, με μια άγρια ομορφιά και λάμψη, οι χοροί και τα τραγούδια τους είχαν κάτι πρωτόγονο και όταν δεν ήταν ξέφρενοι είχαν ένα βαθύ παράπονο, κάτι σαν πνιγμένη κραυγή λες κι ήθελαν να πετάξουν μακριά οικογένειες, αξίες, κοινωνίες και άλλα τέτοια.

Θα πρέπει να ‘ταν κάπου τρεις τα ξημερώματα όταν το γλέντι καταλάγιασε. H μητέρα μου λαγοκοιμόταν τυλιγμένη στην κουβέρτα της και οι άλλοι αποκαρωμένοι από τη χλαπαταγή είχανε πέσει σ’ έναν ανήσυχο λήθαργο γεμάτο εφιάλτες. Ξαγρυπνούσα μόνος, ανίκανος να πιστέψω στα όσα είχαν ξετυλιχτεί μπρος στα παιδικά μου μάτια.

«E συ μικρέ, εσένα λέω», με τίναξε πάνω η φωνή ενός από τους φρουρούς μας, «δεν κοιμάσαι;» Θα πρέπει να ήταν στην ηλικία του αδελφού μου, μόνο που είχε μουστάκι, γένια κι ήταν πολύ γεροδεμένος. Τα μάτια του κατακόκκινα γυάλιζαν από το ξενύχτι και το κρασί.

«Άντε», μου είπε και βρόντηξε χάμω το τουφέκι του, «σε λίγο ξημερώνει».

«Εσείς δεν θα κοιμηθείτε, σύντροφε;» είπα μουδιασμένος μα με θάρρος. Γέλασε.

«Εμείς είμαστε του καθήκοντος» και ξαναβρόντηξε το τουφέκι χάμω.

«Τρόμαξες πιτσιρίκο; Έλα!», κι άπλωσε το χέρι του να μου χαϊδέψει τα μαλλιά. Τι γύρευα δεκατριώ χρονώ παιδί σε τούτη εδώ τη σύναξη; Ποιος θα το πίστευε αν μου το έλεγαν λίγες μέρες πριν.

Την άλλη μέρα το πρωί, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, μας έφεραν φασόλια, ψωμί και τυρί. Έφαγα με τέτοια όρεξη που έκανε τη μάνα μου ν’ απορήσει. Ήξερε πόσο μίζερος ήμουν με το φαγητό. Η μέρα κύλησε μουντή με το πήγαινε έλα των φρουρών μας και κάτι τύπους με πολιτικά και χωστές ρεπούμπλικες, οι οποίοι μπαινόβγαιναν, συζητούσαν με τους ένστολους κι έφευγαν. Ποια μπορούσε να ήταν η μοίρα μας; Άκουγα τους μεγάλους γύρω μου να συζητούν με χαμηλή φωνή και να συνεννοούνται με τα μάτια. Ζούσαμε σ’ ένα μυθιστόρημα άγνωστου συγγραφέα και που δεν ξέραμε την κατάληξή του. Η νύχτα που ακολούθησε κύλησε ήσυχη. Θα πρέπει τα συντρόφια να είχαν γίνει πτώματα μετά το ξεφάντωμα της προηγούμενης νύχτας. Από έναν φεγγίτη ψηλά έμπαινε το φως του φεγγαριού και μας πάγωνε.

Την τρίτη μέρα ο ήλιος που είχε να φανεί μέρες, ζέστανε κάπως μαζί με τα κόκαλα και τις καρδιές μας. Μας μάζεψαν έξω από το υπόγειο σ’ ένα προαύλιο κι εκεί άρχισε η ανάκριση που μας είχαν υποσχεθεί. Αυτή που είτε θα μας αθώωνε είτε θα μας καταδίκαζε οριστικά.

Στη μάνα μου κάνανε μετρημένες ερωτήσεις για την οικογένεια και την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν. Αυτή κυρίως τους ενδιέφερε. Ρωτούσε ένας τριανταπεντάρης αξύριστος, μισά ντυμένος πολιτικά και μισά με στολή αντάρτη, καθισμένος πίσω από ένα κουτσό τραπέζι και δίπλα του καθόταν ένας σαραντάρης με γυαλιά, μαύρο παλτό και ύφος ινστρούχτορα που χωρίς να μιλά κάπνιζε μέχρι να του καούν τα δάχτυλα.

«Και δε μου λες μικρέ, τι εφημερίδες διαβάζετε εσείς στο σπίτι σας;» με ρώτησε ο αξύριστος. Χωρίς να τα χάσω, του είπα:

«Ριζοσπάστη και Ελεύθερη Ελλάδα».

Ήταν τα δύο κομμουνιστικά ημερήσια φύλλα. Φαντάσου να του έλεγα ότι παίρναμε «Καθημερινή», «Έθνος» και ιδίως «Εστία», που ο πατέρας μου αγόραζε απαρεγκλίτως κάθε μεσημέρι από το περίπτερο της πλατείας. Ήταν η «Εστία», και εξακολουθεί να είναι, ένα γεροντίστικο και αντιδραστικό φύλλο.

«A, ώστε έτσι! Ριζοσπάστη… Και τι γράφει ο Ριζοσπάστης» με ρώτησε επιθετικά, «ξέρεις;» Δεν ήξερα πολλά, μα του είπα πως συνεργάζονταν άνθρωποι σαν τον Ρίτσο και τον Βάρναλη.

Ο άνθρωπος που με ρωτούσε γύρισε να κοιτάξει ερωτηματικά αυτόν με το μαύρο παλτό και τα γυαλιά που καθόταν δίπλα του αμίλητος. Ποιοι είναι αυτοί; Ο ινστρούχτορας έσκυψε και κάτι του είπε χαμηλόφωνα, οπότε ο αξύριστος στράφηκε πάλι σ’ εμένα.

«Και θες να γυρίσεις σπίτι σου;»

«Εσείς δεν θα θέλατε στη θέση μου;»

Έβηξε και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα γένια του.

«Ο επόμενος», και στράφηκε σε μια λεπτοκαμωμένη κυρία, αυτήν με την οποία η μάνα μου είχε πιάσει φιλίες.

Το πρωινό κύλησε με την ανάκριση. Παρατηρούσα ότι άλλους τους έβαζαν δεξιά κι άλλους τους χώριζαν αριστερά. Δεν ξέρω αν αυτή η διάταξη ήταν συμβολική σύμφωνα με τα φρονήματά μας, πάντως κατά το μεσημέρι κάποιος ήρθε και μίλησε στη μάνα μου.

«Σε θέλουν μέσα κυρία».

 

* * *

 

Μέσα ήταν ένα υποτυπώδες καμαράκι στην άκρη της αυλής που χώραγε ίσα ένα γραφειάκι σαραβαλιασμένο κι αυτό, κι εκείνον τον σαραντάρη με το ύφος ινστρούχτορα που φαινόταν να ξέρει από Βάρναλη και Ρίτσο.

H μάνα μου καθυστέρησε κάνα τέταρτο μέσα εκεί. Καθώς την είδα να βγαίνει στο φως της μέρας έδειχνε κουρασμένη και τρομαγμένη. Τα χρόνια είχαν αρχίσει να βαραίνουν πάνω της. Μα ήταν χαμογελαστή. Με πήρε παράμερα και ψιθυριστά μου είπε ότι ο πατέρας μου φρόντισε για μας μέσω κάποιου προσώπου και ότι πληρώνοντας θα μας άφηναν ελεύθερους. Πρώτα εμένα κι έπειτα εκείνην.

«Μόνο που δεν πρέπει να μαθευτεί» μου είπε. Το γιατί δεν έπρεπε να μαθευτεί περίπου το μάντευα, δεν καταλάβαινα όμως γιατί θα άφηναν πρώτον εμένα. Με κοίταξε με τη συνηθισμένη στοργική ματιά της.

«Γιατί είσαι παιδί. Μπορείς να γυρίσεις σπίτι μόνος, φοβάσαι;» με ρώτησε.

«Όχι, δεν φοβάμαι» είπα. «Φοβάμαι που σ’ αφήνω πίσω».

Μια ρυτίδα χάραζε το μέτωπό της ανάμεσα στα μάτια που δεν την είχα ξαναδεί. Πολλά δεν είχα ξαναδεί τις μέρες εκείνες. Η νύχτα πέρασε ανήσυχη. Ακούγονταν πυροβολισμοί και οι όλμοι πέφτανε σαν κουφέτα σε γάμο.

Για να κάνουμε την ανάγκη μας παίρναμε ειδική άδεια και βγαίναμε στο προαύλιο. Θυμάμαι τη μάνα του καθισμένη ανακούρκουδα -κάτι που πάλι δεν είχα ξαναδεί- κάτω από το βλέμμα του φρουρού, που δυο βήματα παραπέρα βημάτιζε πάνω κάτω κάνοντας χρας χρουτς με τ’ άρβυλά του. Η νύχτα μαύρη και παγερή. Τα βουνά γύρω άσπρα. Θυμάμαι ακόμα το φεγγάρι. Είχε μεγαλώσει και στρογγυλέψει κι αντί να φωτίζει κάποια ειδυλλιακή σκηνή, έδειχνε τους πισινούς μας.

Θα πρέπει να ήταν η πέμπτη ή έκτη μέρα της ομηρείας μας. Μετά το πρωινό συσσίτιο με πληροφόρησαν ότι θα έφευγα σε λίγη ώρα. Το ίδιο βίαια όπως με είχαν συλλάβει, το ίδιο απότομα με άφηναν να φύγω. Μαζί μου θα ερχόταν και μια κυρία ξερακιανή που η ομηρεία την είχε κάνει ακόμα πιο πετσί και κόκαλο. Τη φανταζόμουν με βραδυνή τουαλέτα και μπιζού, κάπως σαν κόμισσα εκ Ρωσίας που οι Μπολσεβίκοι είχαν εξορίσει. Κυρία Καντόρου, θυμάμαι ακόμα τ’ όνομά της. Ο άντρας της είχε γραφείο στην οδό Πεσμαζόγλου δίπλα ακριβώς από το γραφείο του πατέρα μου. M’ αυτήν την κυρία που δεν είχα ξαναδεί και που έκτοτε ούτε την ξανάδα, κάναμε την ηρωική μας έξοδο.

H μάνα μου με φίλησε και κράτησε το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια της.

«Να προσέχεις!»

Το αίσθημα της ελευθερίας όταν το έχεις στερηθεί είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Ήταν σα να ‘χα πιει κι εγώ κρασί από εκείνο που έπιναν οι δεσμώτες μου το βράδυ των Χριστουγέννων. Προχωρούσα στο δρόμο χωρίς φρουρούς και δεν το πίστευα.

Παράξενο. Εμένα που δεν μου επέτρεπαν να διασχίζω την Πατησίων μόνος για να φτάσω σε απόσταση αναπνοής από τη Χέυδεν στη Μαυρομματαίων στο σχολείο μου, τώρα βάδιζα σ’ αυτούς τους άγνωστους δρόμους παρέα μόνο με μια άγνωστη κυρία που περισσότερο την πρόσεχα εγώ παρά εκείνη εμένα. Το Περιστέρι δεν ήταν η συνοικία που είναι σήμερα, ο δεύτερος μεγάλος δήμος. Μια μικρή εργατούπολη ήταν με χαμηλά σπίτια που τη μονοτονία τους έκοβαν κάτι ψωριάρικα δέντρα. Οι περισσότεροι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτόστρωση, άθλιοι χωματόδρομοι, που ο χειμώνας εμπόδιζε τη σκόνη να σηκωθεί και να μας κάνει άσπρους. Ποιος ξέρει όμως, ίσως χιόνιζε σήμερα και όπως στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη θα γινόμασταν άσπροι κι εμείς σαν τον μπαρμπα-Γιαννιό.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, μας συνόδευαν εκρήξεις και μακρινοί πολυβολισμοί. Δεν ένιωθα φόβο ή κούραση, ανυπομονησία μόνο. Σαν από θαύμα καμία σφαίρα δεν ερχόταν να ταράξει τη σιωπηλή πορεία δύο ανθρώπων που η μοίρα είχε ενώσει αταίριαστα μέσα στην παγωνιά. H πόλη και τα περίχωρά της ξετυλίγονταν γύρω μου σαν πολεμική ταινία. Σε καμιά ώρα περίπου είχαμε φτάσει στην πλατεία Βικτωρίας, όπου και χωρίσαμε με τη σκελετωμένη κυρία.

Αντί για το σπίτι μου στη Χέυδεν -όπως είχα λάβει οδηγίες- κατευθύνθηκα στο σπίτι του οικογενειακού φίλου Θεόδωρου Μουτσούλα στην οδό Φερών, ένα δρόμο παράλληλο με το δικό μας. Εκεί βρήκα τους ιδιοκτήτες να λείπουν. Μόνη είχε απομείνει μια μικρανεψιά τους που έκανε χρέη ψυχοκόρης και υπηρεσίας, η Ευσταθία, μια κοντόχοντρη μεγαλοκοπέλα με πλατύ πρόσωπο και εμφάνιση χωριατοπούλας.

«Δεν θα μείνουμε εδώ Μένη» μου είπε. «Θα πάμε στο Κολωνάκι», και με τράβηξε αποφασιστικά από το χέρι.

Ξανά στους δρόμους λοιπόν. Το σκηνικό γνώριμο πια, μα έβλεπα με φρίκη ανάμικτη με περιέργεια τις προσόψεις των σπιτιών γαζωμένες από σφαίρες. Ένα τοπίο που κράτησε για πολλά χρόνια μέχρις ότου οι εργολάβοι ανέλαβαν μαζί με το έργο της ανοικοδόμησης να σκεπάσουν και την Ιστορία. Κι ακόμα υπήρχαν σπίτια που κρέμονταν από τα δοκάρια τους σαν από κλωστή. Το χτίριο γωνία Μάρνη και 3ης Σεπτεμβρίου δεν υπήρχε πια. Στη θέση του ένας σωρός ερειπίων, ακριβώς όπως έβλεπα στα επίκαιρα που πρόβαλλαν οι κινηματογράφοι πριν από το κύριο έργο. Μπορεί και να ήμουν στον κινηματογράφο και να μην το ήξερα.

Προχωρούσα υπνωτισμένος. Αν η διαδρομή από το Περιστέρι ως την πλατεία Βικτωρίας υπήρξε σχετικά ακίνδυνη, τούτη εδώ στην Πατησίων και στα πέριξ ήταν σπαρμένη παγίδες. Οι εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη και πολλές φορές ήμασταν αναγκασμένοι, η Ευσταθία κι εγώ, να γίνουμε ένα με τους τοίχους στην προσπάθειά μας να φυλαχτούμε από τις σφαίρες. Περνούσαν ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας κελαηδώντας μ’ αυτόν τον γλυκό ήχο που αφήνουν τα όπλα στην προσπάθειά τους να ξορκίσουν τον τρομερό σκοπό τους.

 

* * *

 

Κάποτε φτάσαμε στη Σόλωνος. Από εκεί και πέρα το τοπίο γινόταν φιλικό. Μπαίναμε στην επικράτεια των Εγγλέζων, που είχαν στην κατοχή τους το κομμάτι αυτό της πόλης. Ο «πατέρας της Νίκης» είχε κάνει το θαύμα του γι’ άλλη μια φορά. Στο Κολωνάκι οι δρόμοι είχαν πια τη συνηθισμένη τους όψη, μόνο που ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε κι ο ήχος από τις εκρήξεις έφτανε ως εδώ σαν το σάουντρακ μιας άλλης ταινίας.

Στο σπίτι του κυρίου Γαγάνη, η οικογένειά του και ο πατέρας μου με υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Όλοι με περιτριγύρισαν κι ήθελαν να μάθουν τις συνθήκες διαβίωσης στην ομηρεία μας. Κι εγώ ένιωθα να έχω αποκτήσει ξαφνικά μια σπουδαιότητα. Σαν ένας εξερευνητής που είχε πατήσει κάποια απρόσιτη για τους πολλούς χώρα, την είχε ανακαλύψει, κυριέψει και είχε αφήσει μια σημαία καρφωμένη στην ερημιά.

H χώρα αυτή ήταν η παιδική μου ηλικία που άφηνα πίσω μου οριστικά.

«Ο Άρης πού είναι;» ρώτησα τον πατέρα μου.

«Λείπει» μου είπε, «μα έχουμε νέα του. Είναι ασφαλής».

Φαινομενικά μιλούσε με τη συνηθισμένη σιγουριά του πάτερ φαμίλια, μα κάποια σημάδια στην κουρασμένη του όψη έδειχναν πως είχε χάσει τη συνηθισμένη αυτοπεποίθησή του. Αδύνατον να καταλάβω με ποιο τρόπο, σ’ αυτή τη διχασμένη και αποκλεισμένη πόλη με κομμένα το τηλέφωνο και το ηλεκτρικό, οι άνθρωποι μάθαιναν νέα ο ένας του άλλου.

Πώς είχαν νέα του αδελφού μου; Και πώς ο πατέρας μου είχε βρει τις κατάλληλες διασυνδέσεις για να εντοπίσει τη μάνα μου κι εμένα και να εξασφαλίσει τη σωτηρία μας; Κι ακόμα πως αυτοί οι άνθρωποι, οι κομμουνιστές, που υποτίθεται πάλευαν με νύχια και δόντια για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς ταξικές διακρίσεις και χωρίς καπιταλιστές, πώς αυτοί οι ίδιοι είχαν καταδεχτεί να χρηματιστούν;

Όλα αυτά μου φαινόντουσαν θαύματα. Θαύμα που κι ο ίδιος είχα γλιτώσει από τα χέρια τους. Θαύμα ακόμα ότι για πρώτη φορά γνώρισα από κοντά παιδιά του λαού τόσο διαφορετικά από εμένα, τον αδελφό μου και τους φίλους μας. Τα μόνα λαϊκά παιδιά που ήξερα μέχρι τότε ήταν οι γιοι και οι κόρες από τις υπηρέτριες και τις μοδίστρες που είχε η μάνα μου. Έμελλε αργότερα να γνωρίσω και άλλα τέτοια παιδιά και να ξαναπεράσω μαζί τους μέρες ομηρείας.

Το 1945 μπήκε χωρίς πανηγυρισμούς, βασιλόπιτες, με πολλούς νεκρούς κι άλλους τόσους τραυματίες. H Αθήνα ξανά δική μας. Τραυματίας κι αυτή, προχωρούσε με δεκανίκια. Μα η μεγάλη μπόρα είχε περάσει.

Ένα από τα επόμενα βράδια είδα στον ύπνο μου το φρουρό μου στο Περιστέρι. Είχε τα ίδια μουστάκια και τα γένια που τον αγρίευαν και τα μάτια του λαμποκοπούσαν. «E, συ μικρέ, εσένα λέω, γιατί δεν κοιμάσαι; Τρόμαξες πιτσιρίκο;» και με το τραχύ χέρι του μου χάιδεψε τα μαλλιά. Μου φάνηκε μάλιστα πως έσκυψε στο μέρος μου σα να ήθελε να με φιλήσει ή να εξομολογηθεί κάτι σημαντικό. Κι ακόμα το ίδιο βράδυ ήρθε να με βρει το ίδιο γλεντοκόπι εκείνης της νύχτας που οι μαχητές γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο τα Χριστούγεννα. M’ αυτά τους τα παράξενα τραγούδια και τους χορούς, που αργότερα μάθαμε πως λεγόντουσαν ρεμπέτικα, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα.

Η μάνα μου ήρθε να μας βρει στο Κολωνάκι ύστερα από καμιά βδομάδα. Εγώ στο μεταξύ, παίζοντας με τα παιδιά της οικογένειας που μας φιλοξενούσε και χωρίς την έγνοια του σχολείου, είχα τελείως αποξεχαστεί. Ούτε καν ενδιαφέρθηκα να ρωτήσω γι’ αυτή τη λατρεμένη μάνα. Τι νέα είχαμε από αυτήν και πότε θα ερχόταν. Ούτε για τις ενέργειες του πατέρα μου ενδιαφέρθηκα, που πλήρωσε δεύτερη φορά για να την ελευθερώσουν. Πού οφειλόταν αυτό; Ακόμα αναρωτιέμαι. Παιδική αφέλεια; Αμεριμνησία; Σκληρότητα της ηλικίας; Δεν ξέρω να πω. Πάντως, όταν ύστερα από τόσες μέρες χωρισμού έπεσα ξανά στην αγκαλιά της, τρόμαξα. Αυτή η μάνα με την ωραία ασημένια τούφα στα μαλλιά, είχε πλέον ασπρίσει. Έμοιαζε γριά γυναίκα.

Πέρασαν χρόνια. Ο κουρέας της γειτονιάς άλλαξε. Άλλαξα γειτονιά κι εγώ. Πέρασα έκτοτε από τα χέρια πολλών κουρέων. Ένας κάποτε μου είπε: «Το σκέφτεστε τι θα είχε συμβεί αν οι κομμουνιστές είχαν επικρατήσει τότε; Θα ήμασταν σαν κι αυτούς τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, πρόσφυγες κι εμείς!» Πάντως, όποτε κάθομαι στην καρέκλα του κουρέα, νιώθω έναν κίνδυνο να με παραμονεύει. Όχι ότι περιμένω, όπως ο πατέρας μου, να μου συστήσουν να φυλαχτώ από κάτι. Πέρασαν πια αυτοί οι καιροί. Όμως βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη απέναντι. Πρόσεξε, μου λέει, τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα.

Αυτό το διήγημα του Μένη Κουμανταρέα περιέχεται μαζί με άλλα στο βιβλίο του «Η γυναίκα που πετάει», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.

Πηγή: https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/12/04/gcw-666/amp/