Το Σεντούκι της Ιστορίας: Ένας καταδικασμένος έρωτας και η πιο θεαματική αυτοκτονία στην χώρα μας.

PERIKLHs

 

Και οι δυο από αριστοκρατικές οικογένειες με ρίζες στο Βυζάντιο.
Αυτός, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο πατέρας του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού και εθνικισμού. Γράφει με πάθος και επιθετικότητα για τον ελληνικό τρόπο ζωής, το ελληνικό χρώμα και την ελληνική γραμμή και καταγγέλλει ως αιτία της κακοδαιμονίας μας την ξενομανία και τον «φραγκοραγιαδισμό». Θεωρήθηκε ρομαντικός, υβριστής, από άλλους «ωραίος τρελός». Είτε συμφωνούσες μαζί του είτε όχι, η προσέγγιση του για την ελληνικότητα χωρίς να γίνει ποτέ κύριο ρεύμα επηρέασε όλη την γενιά του 1930 και πυροδότησε ζωηρές συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων της, Σικελιανού, Σεφέρη, Ελύτη, Πικιώνη, Τσαρούχη, Κατσίμπαλη, Μυριβήλη, κ.ά.
Ο Παύλος Νιρβάνας θυμάται: ” Ο Γιαννόπουλος μπορούσε να μιλή ώρες ολόκληρες, χωρίς να ξέρεις στο τέλος τι σου είπε. Είχα όμως την αίσθηση πάντοτε μιας γοητείας, που δεν μπορούσες να καταλάβης αν ήτανε από τα λόγια που άκουσες, απ’ τη μελωδία της φωνής του ή από κάποια άλλη μυστική ενέργεια, που ακτινοβολούσε ο ίδιος.”
Ο Σπύρος Μελάς «ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, αλαβάστρινος, με θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος Έλληνας με περιβολή δανδή.
Χαρακτηρίστηκε «ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων. Εθνικός αλλά και Βυζαντινός μαζί. Ξανθός ιππότης. Ο μεγαλείτερος, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του ελληνικού ζην”.
Ο Ίων Δραγούμης έγινε αδελφικός του φίλος, «…μου φάνηκε σαν τον βοριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον κόσμο…”. Ο Ίων έγινε το δεύτερο εγώ του!
SOFIA
Αυτή, ήταν η Σοφία Λασκαρίδου, ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι και την μεγάλωσαν με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. Όμορφη και πλούσια, είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της, ο βασιλέας Γεώργιος έπαιζε σκάκι με τον πατέρα της στο σπίτι της. Το πάθος της η ζωγραφική, μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Ο Ξενόπουλος όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νου του την Σοφία.
Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. Ο Περικλής έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, δεξιά και αριστερά. «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία. «Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του». Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα, ο έρωτας κεραυνοβόλος
Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. Πήγε και βρήκε τον πατέρα της, για να την ζητήσει σε γάμο και εισέπραξε μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση.
Για τον Περικλή, ο γάμος του με τη Σοφία ήταν φλογερή ανάγκη, η Σοφία δεν βιαζόταν, πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο. Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο.
Η Σοφία, γίνεται η πρώτη γυναίκα που σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών σπάζοντας το άβατο της Σχολής όταν με προσωπική της παρέμβαση, ο Βασιλιάς Γεώργιος κατήργησε τον σχετικό νόμο. Σαν μην έφτανε αυτό, αφού πήρε το δίπλωμά της το 1907 εξασφάλισε και υποτροφία για τρία χρόνια για το Μόναχο με δασκάλους τους κορυφαίους, Βολανάκη, Λύτρα και Ιακωβίδη.
– Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα. – Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ’ την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη.. στο Μόναχο δεν έχει φως…
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας, το αμάξι τούς είχε οδηγήσει στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό. “Αν σε χάσω ποτέ, ψιθύρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος, με έτοιμα τα πορθμεία μου, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου μια δεκάρα,.” .
Για δύο χρόνια αντάλλασσαν φλογερά γράμματα αγάπης . Η Σοφία απολάμβανε μεγάλη αποδοχή ως καλλιτέχνης στο Μόναχο και το μέλλον της προμηνυόταν λαμπρό, όπως διαβεβαίωσε η μητέρα της σε μία τυχαία συνάντηση τον Περικλή τον Απρίλιο του 1910. Τα λόγια αυτά τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι η ημερομηνία επιστροφής της θα αργούσε πολύ. Μην αντέχοντας άλλο μακριά της και απογοητευμένος από τη μικρή απήχηση που είχαν οι ιδέες του, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή.
Σχεδιάζει προσεκτικά την τελευταία πράξη της ζωής του. Σαν άλλος ήρωας του Μπαλζάκ, έβαλε φωτιά κι έκαψε όλες τις φωτογραφίες του και πολλά αδημοσίευτα χειρόγραφα του, το opus magnum της ζωής του το «Περί αρχιτεκτονικής», ταχυδρόμησε στους φίλους του δελτάρια από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, που απεικόνιζαν έναν ακέφαλο ιππέα.
Ήταν σαν χτες, 11 Απριλίου του 1910, κατέβηκε στον Σκαραμαγκά με ένα νοικιασμένο κάρο, έλυσε το κατάλευκο άλογο και έφιππος ντυμένος στα λευκά, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, μπήκε στη θάλασσα, όπου αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι, “ενώ το άλογο, αγριεμένο και ρουθουνίζον, απανήλθεν εις την ακτήν”.
Η Σοφία ζωγράφιζε στην ύπαιθρο με ένα περίστροφο που της είχε δώσει ο πατέρας της. “Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, όταν απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι”, η Σοφία το έκρυψε στην τσάντα της. Ο Περικλής της πήρε το περίστροφο, θα την συντρόφευε πια αυτός όταν εκείνη ζωγράφιζε «Έτσι δεν θα το χρειάζεσαι», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». Με αυτό το όπλο έδωσε τέλος στη ζωή του.
Δέκα ημέρες μετά την αυτοκτονία του, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα. Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Πάνω του βρέθηκε και το δεκάλεπτον ” όστις ήτο αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων, το τίμημα των ελληνικών πορθμείων δια τον Χάρωνα, ο οποίος θα τον έφερε δια της Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου μετέβαινον κατά την ελληνική πίστιν αι ωραίαι και ευγενείς ελληνικαί ψυχαί”
Ο αστυνομικός Ελευσίνας, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε:
«…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των. Αι κυρίαι επληροφορήθησαν προφανώς τα της ανευρέσεως του πτώματος εκ των εφημερίδων και έσπευσαν αμέσως εις την Ελευσίνα”
50 χρόνια μετά τον θάνατο του, ενώ το όνομά του είχε ξεχαστεί και το μυστήριο του θανάτου του παρέμενε άλυτο, μάθαμε ποιες ήταν οι δυο μυροφόρες γυναίκες όταν η 83χρονη πια Σοφία δημοσίευσε σημειώσεις του ημερολογίου της: ήταν αυτή με τη φίλη της Ελένη Νεφ.
«Κλείστηκα πάλι στο δωμάτιό μου, ο νους μου είχε σαλέψει· όπου κι αν εγύριζα τα μάτια μου, έβλεπα τη χλωμή του μορφή». Από το ημερολόγιο μαθεύτηκε και η δική της απόπειρα:
«Στο σπίτι βρισκόταν ακόμη το ξυράφι του πατέρα μου, το παίρνω και κόβω άφοβα τη φλέβα που περνά από τον λαιμό στο κεφάλι – αλλά το ξυράφι ήταν σκουριασμένο και δεν έκοψε τη φλέβα ως πέρα, όπως περίμενα».
Το σπίτι, προτού το αναλάβει ο Δήμος Καλλιθέας και το αναπαλαιώσει, είχε μείνει κλειστό, μετά το θάνατο της Λασκαρίδου πέρασε περίοδο απόλυτης παρακμής ενώ κλάπηκαν και πολλά κειμήλια και έργα της. Σήμερα στεγάζει την Δημοτική Πινακοθήκη στην ομώνυμη οδό Λασκαρίδου.
Η τελευταία συνέντευξη που έδωσε η Σοφία Λασκαρίδου στον Φρέντυ Γερμανό, πραγματοποιήθηκε στο σπίτι αυτό, το 1961.
Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
“Εδώ συνήθιζε να κάθεται ο Περικλής, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου.
” Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε, η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ’ ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε;”
sp
Το πατρικό σπίτι της Σοφίας, το δεύτερο καταγεγραμμένο που ανεγέρθηκε στην Καλλιθέα, έργο Ερνέστου Τσίλερ. Ο αστικός μύθος θέλει το σπίτι της ανάμεσα στα στοιχειωμένα της Αθήνας. Το άδοξο τέλος της σχέσης τους, θέλει τη Σοφία να περιπλανιέται ακόμη στα δωμάτια του σπιτιού, αναζητώντας τον Περικλή της.
Δ.Τριάντος
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση