Το Σεντούκι της Ιστορίας : Χόρχε Μπουκάϊ, «Ιστορίες να σκεφτείς».

ιστοριες 1

 

Ο Χόρχε Μπουκάι (30 Οκτωβρίου 1949) είναι γιατρός, ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ και συγγραφέας γεννημένος στην Αργεντινή. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαεπτά γλώσσες.

Η παρακάτω ιστορία του από το βιβλίο του «Ιστορίες να σκεφτείς», αξίζει να διαβαστεί, ειδικά από τους γονείς…

Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρονών, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.

Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.

Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ.

Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της και άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου.

Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της.

Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει.

Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω από την πόρτα.

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.

Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.

Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και -ακόμα και αν τα κατάφερνε- θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.

Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:

– Πώς μπόρεσε αυτό το μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζαμί και μετά να σκίσει τη σήτα;

-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;

-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;

-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;

Ένας ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι τον σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:

«Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν ήταν ικανός να το κάνει».

 

 

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση