Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, αυτοπροσωπογραφία, Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου
Στην Παλαιά Διαθήκη, τον 4ο αιώνα π.Χ, ο Ασσύριος στρατηγός του Ναβουχοδονόσορα Ολοφέρνης, εχθρός των Ισραηλιτών, πολιορκούσε την Εβραϊκή πόλη της Βετιλούας για 34 μέρες με 170.000 στρατιώτες και 12.000 ιππείς.
Η όμορφη χήρα Ιουδήθ αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Αφού πλύθηκε με το λιγοστό νερό που υπήρχε ακόμα στην πόλη, άλειψε το κορμί της με ακριβό μύρο, χτένισε περίτεχνα τα μαλλιά της, φόρεσε τα ωραιότερα της ρούχα και κοσμήματα, πήγε μαζί με την υπηρέτρια της στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη παριστάνοντας την ιέρεια που θα του αποκάλυπτε την λύση για την κατάληψη της πόλης. Εκείνος εκστασιασμένος από την ομορφιά της την καλεί στην κάμαρά του. Το δεύτερο βράδυ, με την βοήθεια της υπηρέτριάς της, τον αποκεφαλίζει, το κεφάλι του κρεμάστηκε στα τείχη της Βετιλούας, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή και η πόλη της σώθηκε!
Στην πραγματικότητα, στον πίνακα της Αρτεμισίας “ Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη”, το θύμα είναι ο ζωγράφος Αγκοστίνο Τάσσι και η γυναίκα που τον δολοφονεί η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (Artemisia Gentileschi), θύτης και θύμα σε αντεστραμμένους τώρα ρόλους.
Η Αρτεμισία επιλέγει την κορύφωση του δράματος: οι δύο γυναίκες κρατούν τον άνδρα με τη βία στο κρεβάτι. Η μία του πιέζει με το ένα χέρι το κεφάλι ώστε να μην μπορεί να το σηκώσει από το στρώμα, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να κρατήσει τα χέρια και τον κορμό του ακινητοποιημένα. Η αθλητική και θαυμασία «τω κάλλει» χήρα, βοηθούμενη από την δούλη της αρπάζει τον τρομερό στρατηγό από τα μαλλιά και του βυθίζει το σπαθί στο λαιμό με ψυχρή αποφασιστικότητα. Κρουνοί αίματος πετάγονται σαν πίδακες και λερώνουν τα λευκά σεντόνια, νυχτερινός φωτισμός, σκιές, γκρο πλαν, ωμή βία, πρωτόγνωρος ρεαλισμός!
Κόρη του ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι, έχασε την μητέρα της σε ηλικία 12 ετών και έκανε τα πρώτα της βήματα στη ζωγραφική δίπλα στον πατέρα της. Μόλις 17 ετών ζωγράφισε το πρώτο διάσημο έργο της «Η Σωσσάνα και οι πρεσβύτεροι», όπου δύο ηλικιωμένοι ηδονοβλεψίες κατασκοπεύουν μία νεαρή γυναίκα που κάνει μπάνιο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1611, συνέβη κάτι που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή και το έργο της. Ο πατέρας της έχει ήδη αντιληφθεί το ταλέντο της και αποφασίζει να προσλάβει έναν δάσκαλο να της διδάξει προοπτική επιλέγοντας τον 30χρονο Αγκοστίνο Τάσσι.
Ο Τάσσι την βιάζει εν ώρα μαθήματος. Αμέσως της κάνει πρόταση γάμου και εκείνη δέχεται για να αποκαταστήσει την τιμή της. Ο πραγματικός λόγος όμως που της έκανε πρόταση ήταν για να διατηρήσει τις ερωτικές σχέσεις μαζί της χωρίς να έχει πρόθεση να την παντρευτεί. Η μέρα του γάμου δεν έρχεται ποτέ και ο πατέρας της αποφασίζει να κινηθεί δικαστικά εναντίον του.
Η μακρά και ταπεινωτική δίκη που ακολούθησε αποτέλεσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής στη Ρώμη ενώ ο βασανισμός της Αρτεμισίας κατά την διάρκεια της δίκης άφησαν ανεπούλωτα τραύματα στην ψυχή της. Οι δικαστές δεν δίστασαν αφού πρώτα την εξέτασαν γυναικολογικά να προτείνουν το «δικαστικό βασανιστήριο» δηλ. τον βασανισμό της με σκοπό να ελεγχθεί αν θα επιμείνει στην αλήθεια των όσων κατάθετε. Η Αρτεμίσια το δέχτηκε, για την περίπτωση της επιλέχθηκε το βασανιστήριο με σχοινιά, τα οποία περνούσαν ως θηλιές στα δάχτυλα της και τα τέντωναν . Αποφασισμένη να διεκδικήσει την ηθική αποκατάστασή της δέχτηκε ακόμα και το ρίσκο να προκληθεί μόνιμη βλάβη στα χέρια της και να μην μπορεί πλέον να ζωγραφίζει. Τη στιγμή που ασκήθηκε στα δάχτυλά της η ύψιστη πίεση συνέχισε μέσα στον πόνο να κραυγάζει ότι λέει την αλήθεια ενώ στρεφόμενη προς τον βιαστή της του φώναξε «αυτά τα σχοινιά είναι το δαχτυλίδι του γάμου μου» πείθοντας έτσι τους δικαστές! Σε 400 ετών έγγραφο που διασώζεται μέχρι σήμερα, έχουν αποτυπωθεί τα πρακτικά της δίκης με την Αρτεμισία να μιλά με τόλμη και θάρρος που και σήμερα θα μπορούσαν να συγκλονίσουν.
Ο Τάσι καταδικάστηκε αλλά σύμφωνα με κάποιες πηγές η ποινή που του επιβλήθηκε δεν εκτελέστηκε ποτέ λόγω υψηλών γνωριμιών, την εποχή εκείνη ήταν υπεύθυνος για τις τοιχογραφίες στο Παλάτσο Κιρινάλε, υπό την προστασία του Πάπα Ιννοκέντιου.
Η αιώνια εκδίκηση της ήρθε μέσω της τέχνης της, η Αρτεμισία δεν ήξερε γράμματα, έστειλε το μήνυμά της με τα πινέλα της, αποτυπώνει την ίδια να κατακρεουργεί τον βιαστή της, σπάνια στην ιστορία της τέχνης θα δούμε τέτοιο ωμό ρεαλισμό, ξεπέρασε ακόμη και τον δάσκαλο της τον Καραβάτζο που την επισκεπτόταν σπίτι αρκετά συχνά.
Η Αρτεμισία ελεύθερη και ανεξάρτητη, θα αναδειχθεί ο καλύτερος μάνατζερ του ταλέντου της, θα γνωρίσει ημέρες μεγάλης δόξας, θα κατακτήσει την υψηλότερη και πιο απαιτητική πελατεία της Ιταλίας και της Ευρώπης, θα γίνει ζωγράφος της Αυλής των Μεδίκων και η πρώτη γυναίκα μέλος της Ακαδημίας Τεχνών, η πρώτη και μόνη γυναίκα ζωγράφος-ακαδημαϊκός σε ηλικία μόλις 23 ετών με δικό της εργαστήριο και προσωπικούς βοηθούς. Έγινε γνωστή σε όλους με το μικρό της όνομα, όπως συνέβη με τους μεγάλους μετρ της Αναγέννησης, Λεονάρντο , Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαήλ αλλά και Αρτεμισία.
Η μόνη καλλιτέχνις της εποχής της που θα ξεφύγει από τα τετριμμένα, δεν ζωγραφίζει πορτρέτα ωραίων γυναικών, εταίρων, ευγενών, ερωτικές ή ηρωικές μυθολογικές σκηνές, νεκρές φύσεις με όμορφα λουλούδια αλλά όλα σχεδόν τα έργα της έχουν ως θέμα γυναίκες με ισχυρή προσωπικότητα: Βησθαβέε, Εσθήρ, Δαλιδά, Σαλώμη, Λουκρητία, Κλεοπάτρα.
Η ρωμαλέα ζωγράφος έγινε σύμβολο ενός φεμινισμού που δεν στηρίζεται σε συνθήματα, αλλά σε αποδείξεις της ικανότητας των γυναικών όχι απλά να δημιουργήσουν ασκώντας με επιτυχία ένα επάγγελμα ανδρικό, τη ζωγραφική, αλλά και να παράγουν ένα ύφος , που η δύναμη του και η ευρωστία του επέβαλλε την αναθεώρηση της μακραίωνης προκατάληψης για την γυναίκα ως «αδύναμου φύλου» ( Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα).
Ο πίνακας “ Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη”, 1614-1620, βρίσκεται στην γκαλερί Ουφίτσι, στην Φλωρεντία