Προκήρυξη 6ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης & Διηγήματος «Δημήτριος Βικέλας»

Ας ευλογήσουμε λίγο και τα γένια μας. Παραθέτω το Δελτίο Τύπου της ΚΕΠΑ Βέροιας για τον 6ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος. Στην φωτογραφία η κριτική επιτροπή του περσινού (5ου) Διαγωνισμού. Από αριστερά η αφεντιά μου, ο Γιάννης Ατζακάς, η Σοφία Νικολαΐδου, ο Αντώνης Φωστιέρης και ο Θανάσης Μαρκόπουλος. Τώρα βέβαια το “κριτικός λογοτεχνίας”  στην παρουσίασή μου (τίτλο που επέμειναν να μου χαρίζουν οι λογοτέχνες που κατά καιρούς παρουσίασα) μπορεί να ξενίζει κάποιους αλλά πες – πες εμένα άρχισε να μου αρέσει. Τι θα ήταν άλλωστε η ζωή μας χωρίς λίγη ματαιοδοξία; Χωρίς ένα, έστω και σε φαντασιακό επίπεδο, success story;

Η «Κοινοφελής Επιχείρηση Πολλαπλής Ανάπτυξης Βέροιας» και ο «Σύνδεσμος Φιλολόγων Ημαθίας» διοργανώνουν τον 6ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος.logotexnikos

  • Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι εντός κι εκτός Ελλάδας διαμένοντες, με την προϋπόθεση τα κείμενά τους να είναι στην ελληνική γλώσσα.
  • Κάθε διαγωνιζόμενος έχει δικαίωμα να λάβει μέρος με 1 έως 3 ποιήματα μέχρι 3 σελίδες συνολικά και με 1 διήγημα έως 6 σελίδες (σε γραμματοσειρά των 12 στιγμών).
  • Για το διήγημα τα κείμενα θα σταλούν σε τέσσερα (4) αντίτυπα και ένα (1) αντίτυπο σε ηλεκτρονική μορφή (CD) με απλή ταχυδρομική επιστολή.
  • Για την ποίηση θα σταλούν σε τρία (3) αντίτυπα και ένα (1) αντίτυπο σε ηλεκτρονική μορφή (CD) με απλή ταχυδρομική επιστολή.
  • Έξω από το φάκελο θα ορίζεται η κατηγορία «Ποίηση» ή «Διήγημα», ενώ στη θέση του αποστολέα θα αναγράφεται μόνο το ψευδώνυμο.
  • Τα πλήρη στοιχεία των διαγωνιζομένων (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, ταχ. κώδικας, τηλέφωνο, τίτλοι έργων, ψευδώνυμο και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) θα εσωκλείονται σε ένθετο σφραγισμένο φάκελο, στον οποίο θα αναγράφεται εξωτερικά μόνο το ψευδώνυμο.
  • Τα κείμενα πρέπει να μην έχουν εκδοθεί σε βιβλίο και να μην έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, εφημερίδες ή διαδίκτυο.

Την Κριτική Επιτροπή αποτελούν:

1.- Αντώνης Φωστιέρης, ποιητής
2.- Γιώργος Μαρκόπουλος ποιητής.
3.-Γιώργος Σκαμπαρδώνης συγγραφέας, δημοσιογράφος
4.- Παντελής Τσαλουχίδης, φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας
5.- Σοφία Νικολαΐδου, φιλόλογος, συγγραφέας

Τα βραβεία και οι έπαινοι θα απονεμηθούν το Σάββατο 8 Μαρτίου 2014 στη Βέροια στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Όλα τα διακριθέντα έργα θα δημοσιευτούν σε ειδική έκδοση της Κ.Ε.Π.Α. Δήμου Βέροιας και θα διατεθούν δωρεάν σε όσους πάρουν βραβείο και έπαινο.

Τελευταία ημερομηνία αποστολής, με σφραγίδα ταχυδρομείου, ορίζεται η 31η Ιανουαρίου 2014

Διεύθυνση αποστολής:
Κ.Ε.Π.Α. ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ
Παύλου Μελά & Μπιζανίου
(3όροφος)
59100 ΒΕΡΟΙΑ

Περισσότερες πληροφορίες :
κα Ξένια Πέτρου
2331078101 Ώρες επικοινωνίας (7:30- 15:00)
& 6976677575

κα Ευγενία Καβαλλάρη
6978163060
ώρες επικοινωνίας (19-21 μ.μ)

κα Βαρβάρα Σαράντη
6973504572
ώρες επικοινωνίας (19-21 μ.μ)

Μυστήρια Καβαφικά και περί μοντερνισμού συνέχεια.

Όπως υποσχέθηκα εδώ παρουσιάζω  μερικές φωτογραφίες από την εκδήλωση 150 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΒΑΦΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ (07/10/2013) του  Πολιτιστικού Συλλόγου «Φυσιολάτρης Νίκαιας». Παραθέτω επίσης τα τέσσερα συνολικά βίντεο που καλύπτουν όλη την εκδήλωση. Ευχαριστίες στον φίλο Παναγιώτη Ορνιθόπουλο, εκ των συντελεστών της εκδήλωσης και μύστη της λατρείας των καβαφικών ιστορικών (και άλλων) μυστηρίων – τι τραβάμε και εμείς οι μύστες!

 Στην ανάρτηση με τίτλο Rerum novarum cupidus είχα θίξει το θέμα της προχειρότητας με την οποία επιχειρείται να καλυφθεί το τεράστιο και (εσαεί κατά τα φαινόμενα) ανοιχτό ζήτημα του μοντερνισμού στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία. Έθιξα κυρίως το θέμα των χαρακτηριστικών που προτείνονται ως ειδοποιές διαφορές ανάμεσα σε παραδοσιακή και νεώτερη ποίηση, ίσως γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο στο σχετικό μάθημα project που καταχρηστικά ονομάζεται ακόμη Λογοτεχνία στο Λύκειο. Ο φίλος Δημήτρης Κόκορης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ που άκουσε τον σχετικό προβληματισμό μου είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του από τον Φιλόλογο, τεύχος 99, με τίτλο “Πρόταση για διδασκαλία ποιητικού μοντερνισμού” (προστέθηκε στη βιβλιογραφία της σχετικής ανάρτησης) το οποίο νομίζω ότι θα φανεί πολύ χρήσιμο στον κάθε διδάσκοντα. 136309Πολύ περισσότερο ωστόσο τον ευχαριστώ για το εξαιρετικό βιβλίο του Ποιητικός ρυθμός. Νεωτερική και παραδοσιακή έκφραση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Νησίδες 2006 που, όπως γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη μελέτη της σύγκρισης παραδοσιακής και νεώτερης ποίησης. Άδηλες όψεις της ελληνικής πρωτοπορίας (πχ τα πρόδρομα υπερρεαλιστικά στοιχεία στον Παπατσώνη), λανθάνοντες νεωτερισμοί στο σώμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (περίπτωση Λειβαδίτη των πρώτων συλλογών), σημειώσεις πάνω στην ποίηση του Γιώργου Ιωάννου (τόσο αγνοημένη σε σχέση με την πεζογραφία του), αρκετά και ενδιαφέροντα καβαφικά και σύγχρονοι ποιητές είναι μερικά από τα θέματα που ξεχώρισα, για αρχή τουλάχιστον. Στα συν του βιβλίου ο καίριος και λιτός φιλολογικός λόγος του Δημήτρη Κόκορη που εκτιμώ ότι άρχισε πλέον να σπανίζει ως είδος· περισσεύει η επίδειξη, ο βερμπαλισμός και η ιμπρεσιονιστική κριτική από τη μια και οι ανιαρές, χτισμένες πάνω σε νεφελώδεις λογοτεχνικές θεωρίες, προσεγγίσεις από την άλλη.

Γυάλινα Γιάννενα

Από το αφιέρωμα στον ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Θανάση Μαρκόπουλο που διοργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013 και ώρα 8 μ.μ. στον Πολιτιστικό Πολυχώρο Δημήτρης Χατζής (Παλαιά Σφαγεία). Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Μωυσή Ελισάφ, (στο μέσον της δεύτερης φωτογραφίας) πρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ιωαννιτών για τη θερμή υποδοχή και την εξαίρετη φιλοξενία. Στην πρώτη φωτογραφία (από αριστερά) ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ο Δημήτρης Κόκορης και η αφεντιά μου. Στην τρίτη οι ίδιοι κατά την παρουσίαση.

Τα Γιάννενα πανέμορφα, μακάρι να είχα χρόνο να μείνω παραπάνω. Ένα όνειρο η λίμνη και τα κάστρα, μας έκανε τη χάρη και ο καιρός να μοιάζει με ανοιξιάτικος. Χρωστώ εδώ μια ανάρτηση για τον Χατζή (έμαθα από τον κ.Ελισάφ πού ήταν τα ταμπάκικα), άντε να δούμε πότε θα μπορέσω να δουλέψω σοβαρά.P1090572P1090554P1090590

 

Φυσικά, όπως προλέγει ο τίτλος της ανάρτησης, ακολουθεί Γκανάς     

ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ [Ι]

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.

  ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ [ΙΙ]
στον Χρήστο Μπράβο

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.

(Μιχάλης Γκανάς, από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης, Αθήνα 1989)

150 χρόνια Καβάφης – Η εκδήλωση (δελτίο τύπου)

Αντιγράφω το δελτίο τύπου από το facebook και τον πλέον καβαφικό του τοίχοάντρο κατώγειον για τους μύστες των καβαφικών μυστηρίων.
Φωτογραφίες εδώ. Αν υπήρξε video, θα ανέβει εν καιρώ.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ –ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ 07/10/2013 «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ»
Η αίθουσα δεν άνοιγε σε κήπο επάνω, όπως στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος 400μΧ», με συνέπεια οι 350 προσκλήσεις να αποδειχθούν πολύ λίγες βάσει της ζήτησης και της ποιότητας αυτής της ξεχωριστής ποιητικής βραδιάς.
Ο φιλόλογος και σεναριογράφος Πάνος Αμαραντίδης , «σαν έτοιμος από καιρό», ήταν στη θέση του, ενώπιον του κόσμου, για να δώσει τις τελευταίες οδηγίες στους ηθοποιούς –αγαπημένες φίλες και αγαπημένους φίλους του – που για να τιμήσουν τον ποιητή και την πόλη της Νίκαιας, παρευρεθήκαν στο ξεχωριστό αφιέρωμα στο μεγάλο Αλεξανδρινό, που έλαβε χώρα στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου Νίκαιας-Ρέντη.
Και ήταν «πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά» και απογεύματα, που ο Πάνος Αμαραντίδης μαζί με την Ζωή Ρηγοποὐλου και τους δημιουργούς της σελίδας του Facebook «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ», Παναγιώτη Ορνιθόπουλο, Γιώργο Μπάκαλα, Θωμά Ψευτέα, συναντιόντουσαν για να κανονίσουν κάθε λεπτομέρεια της εντυπωσιακής βραδιάς.

KarmenΗ μοναδική Κάρμεν Ρουγγέρη (φωτογραφία), αφηγήτρια της εκδήλωσης, η «θαυμασία γυναίκα» και αξιαγάπητη ηθοποιός, ξεχώρισε με το μεστό, διδακτικό και ποιητικό της λόγο. Οι 21 ηθοποιοί που συμμετείχαν, καταξιωμένοι και φερέλπιδες, (Έφη Παπαθεοδώρου, Μαίρη Ραζή, Ζωή Ρηγοπούλου, Υρώ Λούπη, Χριστίνα Πομόνη, Δήμητρα Στογιάννη, Δήμητρα Βαμβακάρη, Βανέσσα Αραπάκη, Χάρις Συμεωνίδου, Κατερίνα Μπίμπη, Χαρίκλεια Αλβανίδου και Νίκος Ορφανός, Γιώργος Τσιδίμης, Γιώργος Μπανταδάκης, Δημήτρης Μαχαίρας, Σπύρος Περδίου, Γιάννης Νικολάου, Πάνος Παϊκόπουλος, Γιώργος Ανυφαντάκης , Νίκος Αξιώτης, Γιἀννης Ζέρβας) έδωσαν την ψυχή τους στην απαγγελία των ποιημάτων και παρουσίασαν εξαιρετικά την πορεία «δυνάμωσης» του πνεύματος του ποιητή, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στο κοινό που κατέκλυσε την αίθουσα, πως δε φτάνει ένα «ας φρόντιζαν» αλλά ο καθένας μπορεί να δυναμώσει και να ενεργοποιηθεί, να δημιουργήσει, να
ξεχωρίσει, όπως έπραξε με παρρησία και θάρρος ο ποιητής.

1375142_590474967683844_1782336698_nΗ παρουσία της 83χρονης ανιψιάς του Καβάφη, εγγονής του αδερφού του Αριστείδη, κ. Μαρίνας Βαλιέρι (φωτογραφία) φόρτισε συγκινησιακά την ατμόσφαιρα.

Ο ποιητής των «μελλουσών γενεών» τιμήθηκε επάξια και από τις μέλλουσες γενεές της πόλης της Νίκαιας, δηλαδή της παιδικής χορωδίας του δημοτικού ωδείου Νίκαιας-Ρέντη υπό τη διεύθυνση του Θανάση Μιχαλόπουλου και τη συνοδεία του Μενέλαου Τσικλίδη στο πιάνο.
Χωρίς «λύρες και αυλούς», όπως οι «Ποσειδωνιάται» στο έξοχο κρυμμένο ποίημα του Καβάφη, αλλά με κιθάρα και πιάνο εντυπωσίασαν ο Βασίλης Σαλταγιάννης και η Αλεξάνδρα Μπέμπου, στην ερμηνεία γνωστών μελοποιημένων καβαφικών ποιημάτων, όπως το «Επέστρεφε» του Θ.Μικρούτσικου και το «Δεκέμβρης του 1903» του Σωκράτη Μάλαμα.
Για «Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινό», αναφέρει ο εμπνευσμένος στίχος του Καβάφη, και όταν ήρθε η στιγμή που μίλησε διαδικτυακά από το σπίτι-μουσείο του Καβάφη, ένας σύγχρονος επιφανής κάτοικος της Αλεξάνδρειας, ο κ. Μανόλης Μαραγκούλης, διευθυντής του «Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Αλεξάνδρειας και του Μουσείου Καβάφη», για τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή, η συγκίνηση και η χαρά ήταν απερίγραπτη.
Ο Καβάφης κατά δήλωση του, εργαζόταν σαν τους Αρχαίους. Ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, που εργάζεται για τους Αρχαίους, ως εκδότης της σειράς «Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς», ήταν ο αρμοδιότερος για την αποφώνηση του μοναδικού αυτού αφιερώματος.
Τα αποσπάσματα της ταινίας «ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Ο ΦΕΡΝΑΤΟ ΠΕΣΣΟΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΒΑΦΗ», παραχωρημένα ευγενικά από το σκηνοθέτη της ταινίας Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, έκλεισαν μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης, τη βραδιά.
Ευχαριστίες θερμές στο σύλλογο «ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗ ΝΙΚΑΙΑΣ» και το Δήμο Νίκαιας-Ρέντη, που βοήθησαν οργανωτικά στην επιτυχία της εκδήλωσης.
Και τέλος, ένας καβαφικός στίχος από το «Πρώτο σκαλί», αφιερωμένος στον άνθρωπο-ψυχή της εκδήλωσης, κ. Πάνο Αμαραντίδη:
«Εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι,
Τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα»

150 χρόνια Καβάφης

Ένα από τα κέρδη του facebook  – που το θεωρώ πολύ αξιόλογο εργαλείο ενημέρωσης, ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων και εκπαίδευσης, όταν χρησιμοποιείται δομημένα και με έλεγχο – ήταν και το Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ. Δε θα πω πολλά, μπείτε και ψάξτε. Εγγυώμαι ότι δε θα χάσετε το χρόνο σας, το αντίθετο μάλιστα.

1240655_575375825860425_178277354_nΟι καβαφιστές είμαστε πια ένα είδος στοάς όπου οι μυημένοι επικοινωνούν με νεύματα αόρατα και μισόλογα, όπως ο επίσκοπος Πηγάσιος και ο Ιουλιανός (παραθέτω παρακάτω το ατελές καβαφικό ποίημα) αλλά πρέπει βέβαια να υπάρχει μέριμνα και για τους αμύητους (πάντα χρειάζονται νέα μέλη). Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργεί το αφιέρωμα του  Πολιτιστικού Συλλόγου «Φυσιολάτρη Νίκαιας» με τον τίτλο “150 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΒΑΦΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ”

Παραθέτω το κείμενο του προσκλητηρίου και όσοι πιστοί, μυημένοι και μη, σπεύσατε για τις (δωρεάν) προσκλήσεις, όσο υπάρχουν ακόμη. Ο γράφων εξασφάλισε ανταπόκριση. Θα υπάρξει και σχετικό βίντεο από την εκδήλωση οπότε θα επανέλθω με τον σχετικό σύνδεσμο.

150 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΒΑΦΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ

Ένα αφιέρωμα στον ποιητή Κ.Π.Καβάφη και στην οικουμενικότητα του έργου του. Μία ξεχωριστή εκδήλωση μέσα από την οποία ο Καβάφης αναδεικνύεται όπως αρμόζει στο έργο του και στις επόμενες γενιές.kav

Η δυνάμωση του πνεύματος του ποιητή μέσα από μία μακροχρόνια διαδικασία.
Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα των ποιημάτων του.
Ο Ποιητής των μελλουσών γενεών.

– Επιμέλεια: Πάνος Αμαραντίδης
– Αφήγηση: Κάρμεν Ρουγγέρη
– Απαγγελία ποιημάτων από καταξιωμένους και φερέλπιδες ηθοποιούς
– Μελοποιημένη ποίηση, από χορωδία, κιθάρα και πιάνο
– Ξενάγηση στο «εργαστήριο» του ποιητή μέσω ζωντανής διαδικτυακής σύνδεσης με τον Πρόεδρο της Κοινότητας Αλεξάνδρειας Μαραγκούλη Μανώλη από το σπίτι – μουσείο του Καβάφη.
– Χαιρετισμός / βράβευση των απογόνων Σεγκόπουλου (βασικός κληρονόμος του Καβάφη)/σπάνιο υλικό αρχείου
– Αποφώνηση : Οδυσσέας Χατζόπουλος (εκδόσεις Κάκτος)

Την εκδήλωση συντονίζουν ο Πάνος Αμαραντίδης και η Ζωή Ρηγοπούλου.

Συμμετέχουν:
– Η Χορωδία του Δήμου Νίκαιας-Ρέντη, υπό τη διεύθυνση του Θανάση Μιχαλόπουλου, συνοδεία του Μενέλαου Τσικλίδη
– Η Αλεξάνδρα Μπέμπου, στο πιάνο
– Ο Βασίλης Σαλταγιάννης, τραγουδοποιός
και άλλοι αξιόλογοι άνθρωποι της Τέχνης (Μέμος Μπεγνής, Γιώργος Τσιδίμης κ.α.)

Η εκδήλωση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Φυσιολάτρη Νίκαιας»

Και το ποίημα που υποσχέθηκα παραπάνω (ρίξτε και μια ματιά στον Σαραντάκο για κάποια περισσότερα στοιχεία):

Ο Επίσκοπος Πηγάσιος

[πιθανή τελική μορφή από την Renata Lavagnini στην έκδοσή της των Ατελών Ποιημάτων του Καβάφη, σελ.106-114].
Αρχική σύνθεση 1920. Επίμονες διορθώσεις και αλλαγές. Ο ποιητής επανέρχεται το 1930 αλλά και πάλι παραμένει σχεδίασμα

Εισήλθαν στον περικαλλή ναό της Αθηνάς
ο Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.
Έκύτταζαν με πόθον και στοργήν τ’ αγάλματα  
όμως συνομιλούσανε διστακτικώς,

με υπαινιγμούς, με λόγια διφορούμενα,
με φράσεις πλήρεις προφυλάξεως,
γιατί δεν ήσαν βέβαιοι ο ένας για τον άλλον
και συνεπώς φοβούνταν να μη εκτεθούν,
  ο ψεύτης Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
  ο ψεύτης Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός

Διάφορα V – Καβάφης, Αναγνωστάκης και άλλα ποιητικά.

Ο νεοσύστατος και πολλά υποσχόμενος Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη οργανώνει ημερίδα για τους τυχερούς κατοίκους του κλεινού άστεως με τίτλο “Κ.Π.Καβάφης – Μανόλης Αναγνωστάκης. Μια συνάντηση”. Λεπτομέρειες Hmerida στην πρόσκληση. Ελπίζω ο ανταποκριτής μου στην πρωτεύουσα να μου μεταφέρει αναλυτικά τα πεπραγμένα ώστε να παρηγορηθούμε κάπως όλοι οι εκτός λογοτεχνικού νυμφώνος. Και ένα ταιριαστό ποίημα του Θανάση Μαρκόπουλου για μικρή αποζημίωση.

Κάθοδος Βορείου

Κατεβαίνω στην Αθήνα μια στις τόσες
Ηotel Τitania 7 το βράδυ
Παρατηρώ διακριτικά μοιραία κυρία που καπνίζει τη μοναξιά της στο μπαρ
Αίφνης βγαίνουν απ’ το ασανσέρ και κατευθύνονται προς το μέρος μου ο πρόεδρος του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης ο γραμματέας ο εκπρόσωπος τύπου του κόμματος
Μου είναι τόσο οικείοι απ’ τις Ειδήσεις που προς στιγμήν χάνομαι και τους βλέπω όλους μέσα απ’ την οθόνη της τηλεόρασης

Σπανίως κατεβαίνω στην Αθήνα
Βορράς και Νότος στ’ αλήθειαΠάλι

Κατέρχομαι στο άστυ αριά και που

Ξενοδοχείο «Τιτάνια» φωτισμένο σκοτάδι
Αναμένω στη ρεσεψιόν φίλη καλή να με πετάξει στου Ζωγράφου
Αίφνης εξέρχονται απ’ το ασανσέρ εισέρχονται προς στιγμήν στην οθόνη της τηλεόρασης και διέρχονται δίπλα μου ο πρόεδρος του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης ο γραμματέας ο εκπρόσωπος τύπου του κόμματος ο αχώνευτος εκείνος

Σπανίως κατέρχομαι στο άστυ
Πάνω και κάτω κόσμος στ’ αλήθεια

Θανάσης Μαρκόπουλος, Μικρές ανάσες, Μελάνι, Αθήνα 2010.

—————————————————————————————————————————————————————————–
——————————————————————————————————————————————————————————

Πάντως και για μας τους γκρινιάρηδες του βορρά υπάρχουν κάποια αξιόλογα θεάματα. Για την ακρίβεια ακροάσεις μουσικής , ποίησης και πεζογραφίας στο λογοτεχνικό φεστιβάλ που ξεκίνησε πέρυσι με μεγάλη επιτυχία ο Δήμος Καλαμαριάς και συνεχίζει και φέτος ως “Λογοτεχνική Σκηνή 2013”.  Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ. Το πρόγραμμα:
Layout 1

 

Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ)

Μήνες τώρα ζω την εκδίκηση του ποιητή Φερνάζη. Τον είχα άσπλαχνα εγκαταλείψει πάνω από χρόνο στην τύχη του και τώρα για τρεις μήνες και περισσότερο δε μπόρεσα να γράψω τίποτα στο παρόν ιστολόγιο. Τρεις παρουσιάσεις βιβλίων, η ανακατωσούρα των εξετάσεων, η γελοιότητα της επιστράτευσης, η βαθιά αηδία από τα πρόσφατα γεγονότα με την ΕΡΤ – “έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου” μου ψιθυρίζει από καιρό, επίμονα, ο Αχαιός της Αλεξάνδρειας – δε με άφησαν καιρό και διάθεση για γράψιμο. Και πάλι όμως δεν πρέπει να έχω παράπονο από τον Φερνάζη καθώς πριν με παρατήσει φουρκισμένος άφησε το σημείωμά του:0-Darius Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, / επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται — / το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην· / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Παρέβλεψα το ειρωνικό υπαινιγμό που με ταύτιζε με τον Δαρείο και προτίμησα να μεταφέρω τους στίχους στο ποίημα “Στα 200 π.Χ ” του Καβάφη που είχα σκοπό από καιρό να σχολιάσω. Έτσι λοιπόν μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται: Τι να ένιωσαν οι Λακεδαιμόνιοι με εκείνο το πλην Λακεδαιμόνιων; Μήπως αδιαφόρησαν παντάπασι, όπως ισχυρίζεται ο ανώνυμος αφηγητής;  Υπεροψία λοιπόν – χωρίς μέθη αλλά πάντως υπεροψία; Ή μήπως αντίθετα, κάπως σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων το στοχάστηκαν, σιωπηλά πάντα, και αλλού πρέπει να ψάξουμε την υπεροψία και τη μέθη μαζί; Μαζί με τον Φερνάζη λοιπόν αναγκάστηκα και εγώ βαθέως να σκεφτώ το πράγμα.

Στα 200 π.Χ
(δημιουργία: 1916 ; / έκδοση: 1931)

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Στο αρχείο Καβάφη υπάρχει ένας αυτόγραφος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων, ο πρώτος που εκδόθηκε από τον Γ.Π. Σαββίδη [τώρα: Γ.Π.Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά τ.Β΄, “Ανέκδοτος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων” (1963), εκδ. Έρμής, Αθήνα 1987, σελ. 49-64 και ειδικότερα: σελ.59]. Εκεί βρίσκουμε την εγγραφή για ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” που έχει χρονολογία Ιούνιος 1916. Πιθανότατα πρόκειται για προσχέδιο του “Στα 200 π.Χ”, άγνωστο πόσο προχωρημένο αλλά κατά τα φαινόμενα αρκετά διαφορετικό από το δημοσιευμένο το 1931. Διότι ναι μεν το ποίημα στην τελική του μορφή, δεκαπέντε χρόνια μετά, γυρνά γύρω από την απουσία των Λακεδαιμονίων – πλην Λακεδαιμονίων – από τη θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία όμως με τον τωρινό τίτλο μοιάζει είναι ένα τελείως διαφορετικό ποίημα, όσες ομοιότητες και να υπήρχαν ανάμεσα σε προσχέδιο και τελικό ποίημα. Αλλού προσδιορίζεται το κέντρο βάρους σε ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” και αλλού με τον τίτλο “Στα 200 π.Χ”.

Ένα από τα πρώτα που προσέχει ο συστηματικός αναγνώστης της καβαφικής ποίησης είναι οι χρονικοί δείκτες, φανεροί και κρυφοί. Οι πρώτοι εντοπίζονται μέσα στο ποίημα είτε στον τίτλο (πχ Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X., Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.) ) είτε σε κομβικά σημεία του ποιήματος (πχ στο υστερόγραφο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας  πολεμήσαντες). Οι δεύτεροι προκύπτουν έμμεσα από το έτος που γράφεται ή και  διανέμεται από τον ποιητή (σε χειρόγραφο ή αυτόγραφη συλλογή για επιλεγμένο σύνολο αναγνωστών) ένα ποίημα προβάλλοντας έναν έμμεσο μεν, καίριο δε σχολιασμό του ποιητή για το περιεχόμενο του ποιήματος. Το ποίημα για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας που παρουσιάστηκε εδώ περιλαμβάνει τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς χρονικούς δείκτες χαράζοντας τρία επάλληλα χρονικά επίπεδα. Το “Στα 200 π.Χ” περιορίζεται σε εσωτερικούς και μόνο δείκτες, χωρίς ωστόσο και αυτό να αφήνει έξω από το ποίημα τον ποιητή ή τον αναγνώστη. Να δούμε ωστόσο από την αρχή τα ιστορικά δεδομένα και συμφραζόμενα του ποιήματος.

Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις / Βιβλίο Α΄, κεφ.1.1 & κεφ.16.7
Λέγεται δὴ Φίλιππος μὲν τελευτῆσαι ἐπὶ ἄρχοντος Πυθοδήλου Ἀθήνησι. παραλαβόντα δὲ τὴν βασιλείαν Ἀλέξανδρον, παῖδα ὄντα Φιλίππου, ἐς Πελοπόννησον παρελθεῖν. εἶναι δὲ τότε ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη Ἀλέξανδρον. ἐνταῦθα ξυναγαγόντα τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι ἐντὸς Πελοποννήσου ἦσαν, αἰτεῖν παρ’ αὐτῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς ἐπὶ τοὺς Πέρσας στρατιᾶς, ἥντινα Φιλίππῳ ἤδη ἔδοσαν. καὶ αἰτήσαντα λαβεῖν παρ’ ἑκάστων πλὴν Λακεδαιμονίων. Λακεδαιμονίους δὲ ἀποκρίνασθαι μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι. νεωτερίσαι δὲ ἄττα καὶ τῶν Ἀθηναίων τὴν πόλιν. ἀλλὰ Ἀθηναίους γε τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ Ἀλεξάνδρου ἐκπλαγέντας καὶ πλείονα ἔτι τῶν Φιλίππῳ δοθέντων Ἀλεξάνδρῳ εἰς τιμὴν συγχωρῆσαι. ἐπανελθόντα δὲ ἐς Μακεδονίαν ἐν παρασκευῇ εἶναι τοῦ ἐς τὴν Ἀσίαν στόλου.

Ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει· καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσε τόδε· Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων

Κατά πάσα πιθανότητα ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως πηγή τον Αρριανό. Στους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου, που ξέρουμε ότι γνώριζε σχεδόν απ έξω ο Καβάφης, δεν υπάρχει κάποια αναφορά για στάση των Λακεδαιμονίων στο σχετικό για τον Αλέξανδρο βιβλίο παρά μόνο το επίγραμμα για τις περσικές πανοπλίες και μάλιστα με μια πολύ μικρή διαφορά : Ἀλέξανδρος [ο] Φιλίππου (αν και σε κάποιες γραφές το άρθρο παραλείπεται). Αυτό που όμως κινεί το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποίημα ξεκινά με τους Λακεδαιμόνιους (ο εξοβελισμός τους από το σύνολο των Ελλήνων της εκστρατείας όπως προκύπτει από το επίγραμμα που προτάσσεται, η άρνησή τους και ο ειρωνικός σχολιασμός της ) και συνεχίζει χωρίς – φαινομενικά – άλλη αναφορά για αυτούς στο κυρίως μέρος του (παρά μόνο την επανάληψη της εξαίρεσής τους:Granikos Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·) για να κλείσει με το θριαμβευτικό και άκρως ειρωνικό: Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Και όμως, σε ολόκληρο το ποίημα οι Λακεδαιμόνιοι είναι παρόντες ως οι μεγάλοι απόντες. Ο ανώνυμος σχολιαστής, 136 χρόνια μετά τα γεγονότα του 336 πΧ στην Κόρινθο που μας μεταφέρει ο Αρριανός στο πρώτο παράθεμα, αυτήν την απουσία σχολιάζει και εν τέλει καταδικάζει περιφρονητικά. Οι ίδιοι ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι σιωπούν μέσα στο ποίημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άρνησή τους παρατίθεται από τον Αρριανό με μόλις δέκα λέξεις: μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι σε πλάγιο μάλιστα λόγο. Σε κάθε περίπτωση ο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) λακωνικός λόγος τους στο ποίημα φτάνει σε μας μέσα από διπλό φίλτρο: τον Αρριανό και τον ανώνυμο σχολιαστή που αναπαράγει τον Αρριανό με το δικό του τρόπο και με τις δικές του αρχές και σκοπιμότητες. Έτσι που, καθώς δυσκολευόμαστε να τον ανασυνθέσουμε στην αυθεντική του εκφορά, φτάνει σε μας σχεδόν ως σιωπή. Η σιωπή των Λακεδαιμονίων.

Βέβαια, ποια τύχη θα είχε η Σπάρτη μες στο μέγα πανελλήνιον και τους πανίσχυρους Σελευκίδες και Πτολεμαίους; Καταπονημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μπαίνει σε μια φάση παρακμής την οποία προσπάθησαν να ανακόψουν τρεις βασιλιάδες της: ο Άγις Δ΄ (244 – 241 π.Χ), ο Κλεομένης Γ΄ (227-222 π.Χ) και ο Νάβις (207 – 192 π.Χ).Κλεομένης Γ -vert Μάταια, καθώς η Αχαϊκή Συμπολιτεία και οι Μακεδόνες έθαψαν ουσιαστικά την προσπάθεια αναγέννησης στη Σελλασία (222 π.Χ) και η προσπάθεια του Νάβι αργότερα ελάχιστες πιθανότητες είχε να ευοδωθεί. Ο Καβάφης ωστόσο έλκεται από τη μορφή της Κρατησίκλεια, μητέρας του Κλεομένη, έχοντας προφανώς στο νου τα (εξαίρετα, όμοια με επιτάφιο επίγραμμα) λόγια του Πλουτάρχου στους Βίους του Άγι και Κλεομένη (παρ. 60.1) : Ἡ μὲν οὖν Λακεδαίμων ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ἐπέδειξε τὴν ἀρετὴν ὑβρισθῆναι μὴ δυναμένην ὑπὸ τῆς τύχης. Δυο ποιήματά του σχετίζονται με την Κρατησίκλεια, το Εν Σπάρτη (1928) και το Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (1929). Το “Στα 200 π.Χ” κλείνει τον κύκλο των ποιημάτων για την ύστερη Σπάρτη, την μετά την κυριαρχία των Μακεδόνων. Ιδωμένο όμως από την προοπτική των ποιημάτων για την Σπάρτη που προηγήθηκαν μας προβληματίζει ήδη εξ αρχής για το πόσο ο ποιητής μπορεί να ταυτίζεται με τον εκπρόσωπο του “ελληνικού, καινούργιου κόσμου, μεγάλου”. Και όπως πάντα στον Καβάφη οι απαντήσεις δε μπορεί να είναι μονοσήμαντες.

Η Σπάρτη στα 200 π.Χ πράγματι βαδίζει προς το τέλος της και την λήθη. Ο Νάβις παλεύει ενάντια σε Αχαιούς και Ρωμαίους και η συμμαχία του με τον βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Ε΄ τον κρατά ισχυρό μόλις ως το 197 π.Χ και τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές που οι Ρωμαίοι νικούν τον στρατό του ΦιλίππουNabis_of_Sparta. Πέντε χρόνια μετά ο Νάβις υποκύπτει, δολοφονείται και η Σπάρτη περνά στην αφάνεια. Η ήττα ωστόσο του Φιλίππου, πρώτη μεγάλη ήττα του ελληνισμού από τους Ρωμαίους, θα ακολουθηθεί από την ήττα του Αντίοχου Γ΄στη μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) για να έλθει ο επίλογος στην Πύδνα (148 π.Χ) και στη Λευκόπετρα (146 π.Χ). Μέσα σε δέκα χρόνια από τα 200 π.Χ οι Ρωμαίοι νικούν τους δυο πιο ισχυρούς ελληνικούς στρατούς και γίνονται απόλυτοι ρυθμιστές των εξελίξεων στον ελληνικό κόσμο: ο ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας χάνει την αίγλη του και βυθίζεται στην παρακμή, όπως ακριβώς η Σπάρτη νωρίτερα. Στην καβαφική κοσμοθεωρία οι θρίαμβοι έχουν ήδη μέσα τους τον σπόρο της φθοράς και του ξεπεσμού. Μόνο που τα πρόσωπα επί σκηνής αγνοούν ή δε θέλουν να ακούσουν τα βήματα των Ευμενίδων.

Προτελευταίο ποίημα από τα 154 του καβαφικού κανόνα, το “Στα 200 π.Χ” επαληθεύει πλήρως τη ρήση του Γ. Σεφέρη ότι ο θάνατος του εβδομηντάχρονου Καβάφη μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του (Δοκιμές, τόμ. Α´, σ. 324). Τόσο έχει ολοκληρωθεί η τεχνική του ποιητή ώστε τα προσωπεία που χρησιμοποιεί, ιδίως στα ιστορικοφανή (όπως το συγκεκριμένο) ή στα ιστοριογενή ποιήματά του έχουν απίστευτη ζωντάνια και θεατρικότητα: όντως η ηθοποιία είναι από τα δυνατότερα σημεία της καβαφικής ποίησης. Θεατρικότατος και παραστατικότατος ο ήρωας του ποιήματος. Έλληνας βέβαια αλλά όχι του παλιού ελληνικού κόσμου: Αλεξανδρείς, Αντιοχείς, Σελευκείς και άλλοι από Αίγυπτο, Συρία, Μηδία, Περσία. Έλληνες πάντα αλλά: Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· /είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό γράφει στο κρυμμένο (ανέκδοτο) ποίημά του Επάνοδος από την Ελλάδα (γραμμένο τον Ιούλιο του 1914) ο Καβάφης. Άλλωστε για στοχαστικές προσαρμογές μιλά και ο ίδιος ο ήρωας-σχολιαστής. Προφανώς λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι θα του μοιάζουν κάπως παράξενοι και ξεπερασμένοι, αριστοκράτες μιας άλλης εποχής που τέλειωσε οριστικά. Δύσκολο να τους καταλάβει ή να τους αποδεχτεί.

Θάλεια - Φλώρα Καραβία (1926)

Θάλεια – Φλώρα Καραβία (1926)

Ουσιαστικά πάντως αυτό επιχειρεί να κάνει – όχι βέβαια με ιδιαίτερη ευσυνειδησία και αμεροληψία – στην πρώτη από τις τρεις ενότητες του ποιήματος, στους στίχους 1-12. Για την ακρίβεια με δυσκολία κρύβει τη δυσφορία του· η ειρωνεία όμως περισσεύει σε ολόκληρη την προσπάθεια του σχολιαστή να προσεγγίσει  – υποτίθεται – τις αντιδράσεις των Λακεδαιμόνιων για τη (μικρόψυχη οπωσδήποτε) επιγραφή και να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους: παντάπασι (λέξη άπαξ στον Καβάφη), μα φυσικά, πολυτίμους υπηρέτας, πολλής περιωπής (επίσης λέξη άπαξ), Α βεβαιότατα. Αξιοσημείωτη η χρήση της καθαρεύουσας που προσδίδει έναν, υποτίθεται, σοβαρό τόνο στα λεγόμενα του σχολιαστή ενώ στην πραγματικότητα ενισχύει το ειρωνικό αποτέλεσμα. Και σε κάθε περίπτωση το πλην Λακεδαιμονίων να επανέρχεται μέσα σε εισαγωγικά (που το υπερτονίζουν) δυο φορές μέσα στην πρώτη ενότητα, χωρίς να λάβουμε υπ’όψη την ίδια την επιγραφή στον εισαγωγικό στίχο.  Η ειρωνεία του αφηγητή στους στίχους αυτούς ως προς την τυπολογίας της είναι ξεκάθαρα λεκτική ειρωνεία, απρόσωπη (με δεδομένο ότι έχουμε έναν ανώνυμο αφηγητή-προσωπείο του ποιητή) και ο τύπος της δηλώνει “υποκριτική συμφωνία με το θύμα” (pretended agreement with the victim) [Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής. Σάτιρα, Παρωδία, Χιούμορ, εκδ, Νεφέλη, Αθήνα 22005, σελ. 160-161]. Ο ανώνυμος επίσης  σχολιαστής μοιάζει να έχει διαβάσει Αρριανό καθώς  οι στίχοι 5-10 αναπτύσσουν, πάντα από την ειρωνική σκοπιά του αφηγητή, τη Λακωνική απάντηση των δέκα λέξεων . Στο τέλος καταλήγει σχεδόν συγκαταβατικά: Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται. Συγκατάβαση; παραίτηση; δήθεν μεγαλόψυχη παραχώρηση – και άρα κορύφωση της ειρωνείας; Καμιά απάντηση δε μοιάζει επαρκής με βάση τα δεδομένα των δώδεκα αυτών στίχων και μόνο. Εδώ πάντως ο σχολιαστής επιχειρεί να κλείσει την όποια απόπειρα να διεισδύσει στον σπαρτιατικό τρόπο σκέψης· ο δωδέκατος στίχος απομονώνεται από το σώμα των υπολοίπων σαν μια προσωρινή κατακλείδα. Συντελεί σε αυτό και ο κοφτός τόνος με την μονολεκτική πρόταση του Νοιώθεται. Αρκετά λοιπόν με τους Λακεδαιμόνιους.

Χωρίς τους Λακεδαιμόνιους – πλην Λακεδαιμονίων, χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά καθώς εδώ δεν είναι οι Λακεδαιμόνιοι του επιγράμματος αλλά οι απόντες  από την θρυλική εκστρατεία – ξεκινά η εκστρατεία στη δεύτερη ενότητα (στ. 12-22). Και η γλώσσα επίσης εξομαλύνεται προς τη δημοτική, καθώς η καθαρεύουσα της ειρωνείας έχει εκτελέσει το ρόλο της και δε χρειάζεται πια.  Στο πρώτο μέρος απαριθμούνται οι νίκες του Αλεξάνδρου: στον Γρανικό και στην Ισσό αρχικά (απλή αναφορά, λιτά αλλά και με άνω τελεία να τις ξεχωρίζει) και έπειτα στα Άρβηλα gaugamela(αποφεύγεται το Γαυγάμηλα, ως κακόηχο μάλλον). Εδώ ο τόνος ζωηρεύει, άλλωστε και οι δυο άνω τελείες είχαν ήδη δημιουργήσει προσδοκίες. Είναι η τελειωτική μάχη όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός /που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι. (στίχοι 14-15). Το ρήμα εσαρώθη (και εδώ μια μοναδική, άπαξ, λέξη) περιγράφει παραστατικά τόσο το μέγεθος της περσικής ήττας όσο και τη διάθεση θριαμβολογίας τους ήρωα. Διάθεση που κορυφώνεται στον 16ο στίχο ο οποίος, χωρισμένος από τον προηγούμενο με άνω κάτω τελεία, δείχνει σα να θέλει να εξηγήσει τα προηγούμενα ενώ πραγματικός σκοπός του είναι να διαλαλήσει τη συντριβή των Περσών επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των δυο προηγούμενων στίχων: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η επιλογή του χιαστού σχήματος: εσαρώθη – Άρβηλα / Άρβηλα – εσαρώθη ( οι  στίχοι 16 και 17 ξεκινούν με τα Άρβηλα, όπως και ο περσικός στρατός που εσαρώθη) αλλά και οι εσωτερικές αντιθέσεις στους στίχους 15: εσαρώθη /φοβερός στρατός και 17: ξεκίνησε για νίκην /εσαρώθη.

Αν τώρα στους προηγούμενους στίχους οι νίκες του Αλεξάνδρου και ιδίως η τελευταία παρουσιάζονται σχεδόν θριαμβευτικά, η εκστρατεία στο σύνολό της αποθεώνεται με ένα μοναδικό στην καβαφική ποίηση καταρράκτη επιθέτων. Σε κανένα άλλο ποίημα δεν παρατάσσονται διαδοχικά επτά επίθετα (δέκα συνολικά σε όλη τη στροφή) για ένα μόλις ουσιαστικό, την εκστρατεία. Ενώ ξεκινά με το σχετικά ήπιο θαυμάσια και το σχεδόν αντικειμενικό πανελλήνια (σχεδόν: πλην Λακεδαιμονίων) στη συνέχεια απογειώνεται σε έναν ξέφρενο πανηγυρικό λόγο, αντάξιο του ασιανού ύφους: πράγματι ο πληθωρισμός των επιθέτων, ο υψηλός και επηρμένος τόνος, οι παρηχήσεις (του λάμδα σε όλη τη στροφή – πόσα λάμδα όμως πλην Λακεδαιμονίων !) εκεί οδηγούν. Πολύ μακριά βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους και το λακωνίζειν – ακόμα πιο ηχηρή η σιωπή τους μπροστά στην ασυμμάζευτη ρητορεία του σχολιαστή. MacedonEmpireΝικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη (και επειδή το δοξασμένη είναι μάλλον φτωχό συμπληρώνει: ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά), απαράμιλλη. Γιατί όμως τόση υπερβολή; Η άνω και κάτω τελεία μετά το τελευταίο επίθετο (απαράμιλλη) προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχτεί ως κορύφωση το αποτέλεσμα της εκστρατείας: βγήκαμ’ εμείς· / ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Γι αυτό λοιπόν όλα τα επίθετα και η μεγαλοστομία: για το εμείς που το ισχυροποιεί η άνω τελεία και το προσδιορίζει, σχετικά σύντομα τούτη τη φορά, με μόλις τρία επίθετα, ο τελευταίος της ενότητας στίχος. Καινούργιος κόσμος, πράγματι, και μέγας χωρίς αμφιβολία – τονίζεται το μέγας με το κόμμα που προηγείται και την τελεία που ακολουθεί. Ελληνικός βέβαια, τι άλλο, όμως  – και ας μην το ομολογεί ο σχολιαστής – αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. Ίσως τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε και το αινιγματικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του πρώτου στίχου: εξ ονόματος του καινούργιου ελληνικού κόσμου μιλά ο σχολιαστής-ήρωας του ποιήματος, συλλογικά αισθήματα και θέσεις καταγράφει.

Προφανώς το εμείς και τα τρία επίθετα που περιγράφουν τον κόσμο στον οποίο εγγράφεται δεν αρκεί να τον περιγράψουν επαρκώς. Ούτε και μοιάζει να έχει κοπάσει η έξαρση του σχολιαστή. Στην τρίτη ενότητα (στίχοι 23-31) παρατίθενται, πιο οργανωμένα και με τη σειρά α) τα εθνικά επίθετα που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη καταγωγή των πολιτών του νέου ελληνικού κόσμου: πρώτα οι οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, / οι Σελευκείς, (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Σελεύκεια τα τρία μεγάλα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου) και έπειτα κ’ οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, / κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι β) τα χαρακτηριστικά τους: Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/ με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών και γ) το σημαντικότερο επίτευγμά τους : Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Εντύπωση δημιουργεί η μακροσκελής παράθεση των εθνικών επιθέτων που καλύπτει τέσσερις στίχους. Αλέξανδρος Φιλίππου και Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων2Προτάσσονται οι κορυφαίοι στην κρίση του σχολιαστή (και του ποιητή βέβαια) και ακολουθούν και πάλι με μια διακριτική αξιολογική σειρά οι υπόλοιποι. Προφανής στόχος εδώ, πέρα από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς, είναι να φανεί ο αριθμός τους: το πολυάριθμοι είναι καθοριστικό επίθετο. Ακολουθεί η έκταση που καλύπτουν οι νέες ελληνικές εστίες:  εκτεταμένες επικράτειες. Πράγματι τα σύνορα  του ελληνισμού έχουν απλωθεί πια πολύ πιο πέρα από το ανατολικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης και το ίδιο και οι ιδέες του, που όμως δεν μένουν αδιάφορες μπροστά στα νέα πολιτιστικά δεδομένα που συναντούν: με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών. Προσαρμόζονται παντού και πάντα δημιουργώντας εξαιρετικά ενδιαφέροντα κράματα στην θρησκεία (πχ Σαδδουκαίοι), στη ρητορική (ασιανισμός), στη ζωγραφική (πορτρέτα Φαγιούμ). Κανείς πολιτισμός δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την εξάπλωση της ελληνικής κουλτούρα και συναντά κανείς θέατρα ως τις πόλεις της Βακτριανής και ελληνικά ονόματα ως τους Ινδούς. Και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς και τον ποιητή πίσω από το προσωπείο: Το σύμπλεγμα Πρωτέας – ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόνταν μ’ αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του… γράφει ο Στρατής Τσίρκας (Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος 1980). Και τέλος, πάνω και πέρα απ όλα η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας: Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.. Η ελληνιστική κοινή, μια άλλη ακόμα (η υπέρτατη) προσαρμογή του ελληνισμού στα νέα δεδομένα των εκτεταμένων επικρατειών, έκανε τα ελληνικά την πρώτη lingua  franca του τότε γνωστού κόσμου. Περιττό να πούμε πόση σημασία απέδιδε ο Καβάφης στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας  ως τα πέρατα του κόσμου. Αρκεί και μόνο το κρυμμένο ποίημά του Νομίσματα ή το Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης από τα αναγνωρισμένα. Και αν θέλουμε να δούμε όλα μαζί τα παραπάνω, δηλαδή ανθρωπογεωγραφία, πολιτισμό και γλώσσα του νέου αυτού ελληνισμού δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το παρακάτω ποίημα

Εν πόλει της Οσροηνής.
(δημιουργία: 1916 / έκδοση: 1917)

Aπ’ της ταβέρνας τον καυγά μάς φέραν πληγωμένο
τον φίλον Pέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.
Aπ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,
τ’ ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Pέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.

Κάπου στην Οσροηνή, στην άκρη της καθ ημάς Ανατολής, μια ομάδα νέων, ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι Maps-Mesopotamia-06-googθυμάται στο πρόσωπο του τραυματισμένου Ρέμωνα την περιγραφή του πλατωνικού Χαρμίδη στον ομώνυμο διάλογο από τον Σωκράτη ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, οὐδὲν σταθμητόν: ἀτεχνῶς γὰρ λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς–σχεδὸν γάρ τί μοι πάντες οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ καλοὶ φαίνονται–ἀτὰρ οὖν δὴ καὶ  τότε ἐκεῖνος ἐμοὶ θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, οἱ δὲ δὴ ἄλλοι πάντες ἐρᾶν ἔμοιγε ἐδόκουν αὐτοῦ– οὕτως ἐκπεπληγμένοι τε καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν, ἡνίκ εἰσῄει–πολλοὶ δὲ δὴ ἄλλοι ἐρασταὶ καὶ ἐν τοῖς ὄπισθεν εἵποντο. καὶ τὸ μὲν ἡμέτερον τὸ τῶν ἀνδρῶν ἧττον θαυμαστὸν ἦν: ἀλλ’ ἐγὼ καὶ τοῖς παισὶ προσέσχον τὸν νοῦν, ὡς οὐδεὶς ἄλλοσ ἔβλεπεν αὐτῶν, οὐδ ὅστις σμικρότατος ἦν, ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν. καὶ ὁ Χαιρεφῶν καλέσας με, τί σοι φαίνεται ὁ νεανίσκος, ἔφη, ὦ Σώκρατες; οὐκ εὐπρόσωπος; ὑπερφυῶς, ἦν δ’ ἐγώ. οὗτος μέντοι, ἔφη, εἰ ἐθέλοι ἀποδῦναι, δόξει σοι ἀπρόσωπος εἶναι: οὕτως τὸ εἶδος πάγκαλός ἐστιν. (Πλάτωνος Χαρμίδης 154b-d). Το βάθος της διείσδυσης της ελληνικής κουλτούρας σε μια γωνιά της Ασίας: όχι επιφανειακές μιμήσεις και αποστήθιση γνώσεων αλλά συγκίνηση και συναίσθημα με όρους του ελληνισμού. Το κράμα εδώ έχει καθαρά τη σφραγίδα του ελληνικού πολιτισμού· αλλού βέβαια τα πράγματα γίνονται πιο αβέβαια: αν όχι στις γνώσεις, τουλάχιστον στα βαθύτερα αισθήματα και συγκινήσεις.

Όλα αυτά πάντως δεν λέγονται στο κενό. Όσο και να παρασύρεται σε ρητορικές εξάρσεις, ο ανώνυμος σχολιαστής δεν ξεχνά το κύριο αντικείμενο σχολιασμού: τους Λακεδαιμόνιους με την εγωιστική (κατά την κρίση του) στάση τους. Καταλήγει λοιπόν θριαμβεύοντας στο τέλος, έχοντας απαριθμήσει τόσο τις νίκες του Αλέξανδρου όσο και τις κοσμογονικές συνέπειές τους στην παγκόσμια ιστορία, στην – όπως και να διαβαστεί – περιφρονητική για τους δύστροπους εκείνους Έλληνες ρήση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Ασήμαντοι οι Λακεδαιμόνιοι μέσα στον τεράστιο και θαυμαστό κόσμο των ελληνιστικών βασιλείων; Ίσως. Αλλά όπως φάνηκε παραπάνω τα 200 π.Χ δεν είναι τυχαία χρονολογία. Οι ήττες του ελληνισμού από τους Ρωμαίους ξεκινούν τρία χρόνια μετά και δεν έχουν σταματημό. Ο Καβάφης επανειλημμένα περιέγραψε την κατάντια των ελληνιστικών βασιλείων αλλά η πιο καίρια περιγραφή βρίσκεται στο ποίημα Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ όταν πια οι Ρωμαίοι, όπως ο σχολιαστής στο συγκεκριμένο ποίημα για τους Λακεδαιμόνιους, φανερώνουν … μια κρυφή / ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες· / που ξέπεσαν, που / για τα σοβαρά έργα δεν είναι, / για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες. Δε χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αποδομηθεί πολιτικά το ελληνιστικό οικοδόμημα. Μάταιη εν πολλοίς η υπεροψία του σχολιαστή. Άδικη επίσης τουλάχιστον στο βαθμό που πέφτει στον ίδιο λάκκο που σκάβει για τους Λακεδαιμόνιους. Υπεροψίαν ίσως από τους Λακεδαιμόνιους· υπεροψίαν και μέθην όμως, αν συνυπολογίσουμε όλο το ρητορικό φόρτο που προηγήθηκε, θα ένιωθε και ο σχολιαστής.

Μίλησα παραπάνω για ρητορεία και για ασιανό ύφος. Η ποιητική ρητορική  ανιχνεύεται μέσα από ένα σύνολο δεικτών: σύνταξη, λεξιλόγιο, στίξη αλλά και ύφος του ποιητικού λόγου. Ο Δ.Ν.Μαρωνίτης καταγράφει έξι χαρακτηριστικούς τύπους ποιητικής ρητορικής [“Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)”, εφ. Το Βήμα, 21/02/1999] Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος. Ήδη έχουν οι εντοπιστεί  οι χαρακτήρες  β΄και στ΄(στον τελευταίο στίχο), ο δ΄(η τριπλή επανάληψη του Πλην Λακεδαιμονίων αλλά και η διπλή χρήση του Άρβηλα/εσαρώθη στους στίχους 13-16) και προφανώς ο ε΄(με τα δέκα επίθετα της τρίτης παραγράφου [στίχοι 17-22] έναντι των δύο μόλις ουσιαστικών, δύο ρημάτων και τριών αντωνυμιών). Όσο για τον ασιανισμό στον οποίο έγινε παραπάνω αναφορά, ο λεκτικός πληθωρισμός, η διάσπαση των περιόδων σε μικρά μέρη, η κυριαρχία των συναισθημάτων, οι αντιθέσεις είναι επίσης στοιχεία που εύκολα ανιχνεύονται, λιγότερο ή περισσότερο, στο ποίημα.

Το ποίημα λοιπόν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον ψόγο για τους Λακεδαιμόνιους για τη στάση τους και τον έπαινο του νέου ελληνικού κόσμου της ελληνιστικής εποχής. Έτσι η παρουσία των πρώτων (μέσω του σχολιασμού του ήρωα-σχολιαστή) είναι έντονη στην πρώτη ενότητα (στίχοι 1-11), γίνεται έπειτα επιδεικτική απουσία που διατρέχει και διαποτίζει ολόκληρη την πρώτη στροφή της δεύτερης ενότητας (στίχοι 12-16) και, σε πρώτη ματιά, εξαφάνιση στο δεύτερη στροφή της δεύτερης ενότητας και σε ολόκληρη την τρίτη ενότητα (στίχοι 17- 22 και 23-30) πλην του τελευταίου στίχου – όπου ανεβαίνουν μαζί στη σκηνή ήρωας, οι Έλληνες του νέου ελληνικού κόσμου (εμείς) και οι Λακεδαιμόνιοι. Η εξαφάνιση τους ωστόσο δεν είναι πλήρης· μπορεί να απουσιάζει κάθε αναφορά σε αυτούς αλλά δεν είναι απόντες.plin laked. mikro Στον Επιτάφιο του Περικλή που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης υπάρχει μόνο μια αναφορά στους μισητούς εχθρούς της Αθήνας αλλά κομμάτια ολόκληρα καταγράφουν τον  αθηναϊκό τρόπο σκέψης και ζωής σε έμμεση αντίστιξη με τον αντίστοιχο λακωνικό. Και εδώ μέσα από τις περιγραφές του νέου ελληνικού κόσμου που αναδύεται από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου (να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει καμία ονομαστική αναφορά στον Αλέξανδρο στο ποίημα, μόνο η εκστρατεία αναφέρεται· ίσως γιατί το βάρος πέφτει στο πανελλήνιαν από τη μια και στην εξαίρεση, τους Λακεδαιμόνιους, από την άλλη) προκύπτει, άρρητη αλλά φανερή, η σύγκριση. Ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας ο ελληνιστικός κόσμος # ελληνικός μεν αλλά φθαρμένος και απελπιστικά μικρός εκείνος των Λακεδαιμονίων και των υπολοίπων Ελλήνων της κλασσικής Ελλάδας. Πολυάριθμοι οι Έλληνες του νέου κόσμου# ευάριθμοι ανέκαθεν οι Λακεδαιμόνιοι. Εκτεταμένες επικράτειες οι μεν # περιορισμένοι στη Λακωνία και μόνο (στα 200 π.Χ) οι δε. Ποικίλη δράση στοχαστικών προσαρμογών για τον ελληνιστικό κόσμο # παροιμιώδης συντηρητισμός και ακαμψία σκέψης για τους Σπαρτιάτες. Η απουσία τους γίνεται λανθάνουσα παρουσία μέσω της σύγκρισης και έτσι δεν μοιάζει διόλου παράταιρη ή ανακόλουθη η τελική φράση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Το ακριβώς αντίθετο με τον λόγο τους που, περασμένος μέσα από διαδοχικά φίλτρα (Αρριανός, σχολιαστής), φτάνει σε μας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ουσιαστικά ως σιωπή.

Μένει προς διαπραγμάτευση το καίριο για τους σχολιαστές του ποιήματος ερώτημα: ποια η θέση του ποιητή; Ταυτίζεται με το προσωπείο ή κρατά ειρωνική απόσταση και συμπαρατάσσεται σιωπηρά με τους Λακεδαιμόνιους; Από τις προσεγγίσεις που επέλεξα και παραθέτω στο φάκελο του ποιήματος οι δυο μόνο είναι κάπως απόλυτες: του Δημήτρη Λιαντίνη που βλέπει τον ποιητή υπέρ των Λακεδαιμονίων και των Ρένου, Στάντη και Ήρκου Αποστολίδη που εκτιμούν ότι η προτίμηση του ποιητή στρέφεται προς τον ελληνιστικό κόσμο χωρίς, όπως πιστεύουν, να υποτιμά και τους Λακεδαιμόνιους. Ξεκινώ από αυτές.

Είναι αλήθεια ότι ο ποιητής δείχνει να εκτιμά την όψιμη Σπάρτη με τα ποιήματα για την Κρατησίκλεια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε και την κλασσική Σπάρτη τίμησε με τις Θερμοπύλες (όσο και αν οι Σπαρτιάτες εκεί μάλλον δεν είναι οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, όπως απέδειξε επαρκώς ο Τσίρκας). Είναι επίσης αλήθεια ότι  πολύ μικρή συμπάθεια δείχνει προς τις διεφθαρμένες και παρακμιακές ηγεσίες των ελληνιστικών βασιλείων. Πλήθος τα παραδείγματα: Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, Αλεξανδρινοί Βασιλείς,  Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ), Πρέσβεις απ’ την Aλεξάνδρεια, Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου, Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα και άλλα όπως τα ατελή “Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)” και “Η Δυναστεία” που σχολιάστηκαν εδώ. Παρόλα αυτά, ο ελληνιστικός κόσμος είναι ο κόσμος του. Τον μελετά με πάθος, γνωρίζει τις λεπτομέρειές του καλύτερα από ιστορικούς, ακόμη και για μικρά και θνησιγενή βασίλεια. Νιώθει κομμάτι του: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός δήλωνε ο ίδιος. Προφανώς απορρίπτει τόσο την καταγωγή (Έλλην) όσο και την – για όποιους ιδιοτελείς λόγους – υιοθέτηση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, τους ελληνίζοντες (που μπορούμε να δούμε στα Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης και Φιλέλλην). Ελληνικός είναι όποιος κατέχει και νιώθει την ελληνική παιδεία, όποιος αποδέχεται τον ελληνισμό ως πολιτιστική του ταυτότητα. Σημαίνει ουσιαστικά μέρος της φυλής, όπως αυτή εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου κρατώντας μόνο τον πολιτισμό ως βάση. Σημαίνει εν τέλει απόγονος του ελληνιστικού κόσμου. Είναι σημαντικό ότι η παραπάνω δήλωση γίνεται έναν χρόνο πριν την τελική γραφή και έκδοση του ποιήματος. Την εποχή αυτή προφανώς ο Καβάφης έχει ήδη καταλήξει σε έναν όρο – “Ελληνικός” – που να περιγράφει την φυλετική (όχι στενά εθνική) του ταυτότητα. Κάτι που όταν έγραφε το  Επάνοδος από την Ελλάδα προφανώς δεν είχε και πάλευε με περιφράσεις όπως είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα;… Παραπέμπω σχετικά και σε τρία άρθρα, δυο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (7 και 14/2/2010) και ένα του Γιώργου Βελουδή (που συμπληρώνει τα προηγούμενα) στην Ελευθεροτυπία (17/4/2010).

Από την άλλη θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ταύτιση ποιητή και προσωπείου, έστω και υπό όρους, αν δεν υπήρχε πρώτα απ’ όλα ο τίτλος του ποιήματος. Ούτε τα 200 π.Χ είναι τυχαία χρονολογία ούτε τυχαία άλλαξε ο εύστοχος αρχικός τίτλος “Πλην Λακεδαιμονίων”, το Leitmotiv του ποιήματος, με έναν χρονικό δείκτη. Με το δεύτερο χρονικό επίπεδο που διαγράφεται μέσω του τίτλου ο ποιητής καθορίζει και τα όρια της ερμηνείας που μπορεί να δώσει το προσωπείο του, ο σχολιαστής, στην πράξη των Λακεδαιμονίων. Μαέστρος της ειρωνείας ο Καβάφης αντιπαραθέτει στη λεκτική ειρωνεία του προσωπείου του για τους Σπαρτιάτες τη δραματική ειρωνεία των επερχόμενων γεγονότων που θα σαρώσουν τις βεβαιότητες και τα κεκτημένα του ανώνυμου σχολιαστή. Και βέβαια ο κάθε αναγνώστης καλό είναι να το έχει αυτό στο νου του πριν ταυτιστεί  με τη μια ή την άλλη πλευρά στο ποίημα:  “You! Hypocrite lecteur! – mon semblable, -mon frère!”

Και έπειτα, έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα στο οποίο η καβαφική τεχνική έχει πια ωριμάσει – το προτελευταίο του. Τι δουλειά έχει ένας σιδηρόδρομος μεγαλόστομων επιθέτων στη μέση ενός τέτοιου ποιήματος; Δεν είμαστε στην πρώιμη παρνασσική φάση του Καβάφη που θα μπορούσε, πάντα υπό όρους, να δικαιολογηθεί το φαινόμενο. assets_LARGE_t_420_97127Προφανέστατα δεν ανήκουν στον κόσμο του ποιητή αλλά του ήρωα-σχολιαστή, εκεί όπου ανήκουν και οι ειρωνικές εκφράσεις προς τους Σπαρτιάτες  στην πρώτη στροφή. Μια ηθοποιία λοιπόν είναι το ποίημα, όπως την περιγράφει ο Κ.Θ.Δημαράς : Στα ποιήματα αυτά, ούτε κοροϊδεύει ο ποιητής, ούτε εκφράζει αντιφατικές δικές του γνώμες· ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο αναλύει στο ποίημά του, καθώς ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο παριστάνει· μπαίνει στην θέση του ήρωα και εκφράζεται όπως θα εκφραζόταν εκείνος αν γινόταν ξαφνικά θεατής του δράματος που παίζει ο ίδιος. Με την γνώση και την σκέψη την δική του, ο ποιητής αφομοιώνει τα συναισθήματα και την πίστη των συχνά απλοϊκών ηρώων του, και εξάγει ένα συμπέρασμα συνεπόμενο. Δεν κοροϊδεύει ο ποιητής· συμπληρώνει με υπόκριση, με ηθοποιία, το πορτραίτο που κάνει. Παίρνοντας ξαφνικά την ψυχή των ηρώων του, τους δανείζει για μια στιγμή την φωνή του· ενώνει σε μιαν ιδεατή γραμμή την αφήγηση στο πρώτο και στο τρίτο πρόσωπο. Κι εδώ οι ήρωες μιλούν, και όχι ο Καβάφης· και τα ποιήματα αυτά, πορτραίτα είναι, δίχως κανένα γελοιογραφικό χαρακτήρα. Αυτή είναι η ηθοποιία του Καβάφη. (K.Θ. Δημαράς, «Η “ηθοποιία” του Kαβάφη» (1933). Μίμηση, ηθοποιία δηλαδή, είναι και το τελευταίο καβαφικό ποίημα που δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει ο ποιητής, το εκπληκτικό Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας με ήρωα πάλι έναν ανώνυμο αλλά εξίσου προκατειλημμένο σχολιαστή. Απομονώνω τον στίχο 30: Στάχτη το είδωλο˙ για σάρωμα, με τα σκουπίδια. Το ρήμα “σαρώνω” ως ουσιαστικό εδώ αλλά και πάλι σε ένα περιβάλλον θριαμβολογίας. Διαδρομές των λέξεων, τυχαίες ή και όχι.

Στο φάκελο του ποιήματος
https://www.box.com/s/mwbd5fo7mytz9bf1te35
περιλαμβάνονται τα παρακάτω αποσπάσματα από βιβλία και άρθρα

  1. C. M. Bowra – Ο Κωνσταντίνος Καβάφης και το ελληνικό παρελθόν (σελ. 69-71)
  2. Edmund Keeley – Η Καβαφική Αλεξάνδρεια ( Η οικουμενική προοπτική, σελ. 192-196)
  3. Ρένος & Στάντης & Ήρκος Αποστολίδης – Απαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, σελ 88-96
  4. Σ. Βογιαννου – Το επίθετο στον Καβάφη (Στα 200 π.Χ, σελ. 292-296)
  5. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα (σελ. 261-266)
  6. Στρατής Τσίρκας – «Ο Απατηλός Γέρος», Ο Καβάφης και η εποχή του, 1958 (1971, σελ. 440κε)
  7. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης (σελ. 392-394)
  8. Δημήτρης Λιαντίνης – “Ο Καβάφης στα 200 π.Χ”
  9. Δημήτρης Κόκορης – Η αναζήτηση της ειρωνείας στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Στα 200 π.Χ ” (Τα Εκπαιδευτικά, τεύχ. 29-30, 1993, σελ. 40-45)
  10. Κατερίνα Κωστίου – Ο Οροφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και ο αμφίθυμος αφηγητής (Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Π.Μουλλά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005, σελ.143-162)
  11. Μανώλης Μαραγκούδης – Ο Καβάφης και η πολιτική των “στοχαστικών προσαρμογών” (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ.75-88)
  12. Χ.Λ.Καράογλου – Ο πολιτικός Καβάφης (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ. 41-49)
  13. Μιχαήλ Χρυσανθόπουλος – «Λάφυρα ελληνικά», «βιβλία ελληνικά», «ελληνική φρασιολογία», «ελληνικός ρυθμός». H κατασκευή της έννοιας «ελληνικός, -ή, -ό» στην ποίηση του Καβάφη (Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Πρακτικά ΙΔ’ διεθνούς επιστημονικής συνάντησης 27–30 Μαρτίου 2014. Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη)
  14. Μιχάλης Πιερής – Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του “μέσα”-“έξω” στην ποίηση του Καβάφη, σελ. 408

Διάφορα IV – Συμπληρώματα και ευχαριστίες

Το ιστολόγιο αυτό ξεκίνησε αρχικά για να μοιράζω σημειώσεις για ένα σύνολο μαθημάτων και έφτασε, ένα χρόνο μετά, να το μονοπωλεί η ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων γύρω από τον “σχολικό” Καβάφη. Αθεράπευτος έρωτας η ποίηση, ζητά και παίρνει πάντα το μερίδιο του λέοντος από τις ασχολίες όσων έχουν υποκύψει στα θέλγητρά της. Σαν εκείνα τα παιγνίδια με το βαρίδιο στην σφαιρική βάση τους που, όπως και να τα πετάξεις, καταλήγουν πάντα όρθια.  Θεωρώ ιδιαίτερα την περίπτωση του Καβάφη, χωρίς καμιά διάθεση σύγκρισης με άλλους ποιητές, ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παγκόσμια και διαχρονικά ποιητικές φωνές και “έχοντας [πολλές] κουβέντες στοιβαγμένες μέσα μου” αποφάσισα να πληρώσω τα χρωστούμενα δεκαετιών μαζεμένα σε αυτό το ιστολόγιο. Όπου πάει και όσο πάει.

Κατά την προσφιλή μου τακτική θα γκρινιάξω λίγο. Τα τελευταία χρόνια (πάνω από δεκαετία πια) η επιμόρφωση πάνω στο γνωστικό αντικείμενο έχει υποβαθμιστεί και απαξιωθεί. Προβάλλονται περισσότερο τα μέσα, τα εργαλεία και οι τεχνικές για την διδασκαλία παρά το ίδιο το αντικείμενο της διδασκαλίας. Και μάλιστα σε μια εποχή που η ψηφιοποίηση βιβλιοθηκών ολόκληρων έχει προχωρήσει αρκετά, παρέχοντας έτσι τα μέσα στον διδάσκοντα να ενημερωθεί αλλά και να ενημερώσει τους μαθητές του. Παρακολουθώντας διάφορα σχέδια μαθημάτων διαπίστωσα πόσο πρόχειρα αντιμετωπίζεται η αναζήτηση υλικού από το διαδίκτυο: λίγοι μπαίνουν στον κόπο να βασανίσουν την έρευνά τους πέρα από τα πρώτα δέκα αποτελέσματα της Google και την επίσκεψη στα γνωστά σε όλους στέκια όπως λχ το ΚΕΓ ή το ΠΟΘΕΓ. Θα ήταν άδικο ωστόσο να προσάψει κανείς μομφή στους συναδέλφους φιλολόγους που σηκώνουν το μισό σχολείο πάνω τους έχοντας το λιγότερο μια πεντάδα γνωστικών αντικειμένων – που ενίοτε γίνεται και δεκάδα. Από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει τη μελέτη του και τις εργασίες που του φορτώνουν; Λογικά αυτό αποβαίνει σε βάρος της δουλειάς, ειδικά μάλιστα αν η “δουλειά” δεν είναι το ίδιο το μάθημα καθαυτό αλλά διάφορες φαεινές ιδέες της ομάδας που έχει πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου (τα έγραψα ήδη στο Rerum novarum cupidus).

Αλλά ας δεχτούμε ότι ο διδάσκων έχει το μεράκι να κάνει κάτι παραπάνω σε ένα ή περισσότερα μαθήματα και θα το παλέψει (εις βάρος του ελεύθερου χρόνου του, του ύπνου του, της οικογενειακής του γαλήνης συχνά). Γιατί παρά την άδικη και πολιτικά ύποπτη στοχοποίηση των δασκάλων ο κανόνας για τη συντριπτική πλειοψηφία ΕΙΝΑΙ η προσπάθεια για κάτι παραπάνω. Τι μέσα του δίνονται για να υλοποιήσει την προσπάθεια αυτή; Οικονομικά φυσικά τίποτα, ακόμα και την περίοδο των παχέων αγελάδων για τον τόπο αλλού μοιράζονταν αφειδώς το χρήμα. Μήπως κάποια δυνατότητα για πρόσβαση σε αρχεία, υλικό, βιβλιοθήκες; Αν είναι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κάτι μπορεί να γίνει. Αλλιώς είναι καταδικασμένος να κοσκινίζει τα αποτελέσματα της Google δοκιμάζοντας διαφορετικούς συνδυασμούς λέξεων-κλειδιών μήπως και πετύχει (σχεδόν τυχαία) κάτι καλό.  Μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς τι βασανιστήριο έχει γίνει κάθε ανάρτηση στο παρόν ιστολόγιο που σχετίζεται με ανάλυση – ή και παρουσίαση απλώς – ενός λογοτεχνικού έργου. Γι αυτό και παίρνει κοντά τρεις εβδομάδες κάθε σοβαρή προσπάθεια, γι αυτό και έρχομαι και επανέρχομαι συχνά να συμπληρώσω την ίδια ανάρτηση.

Το “Πάρθεν” είναι από τα δυσκολότερα κείμενα στη συγκέντρωση υλικού. Είχα την τύχη (μια και έχω πια στη βιβλιοθήκη μου σημαντικό μέρος της περί τον Καβάφη βιβλιογραφίας) να εντοπίσω σχετικά γρήγορα αρκετά άρθρα και αποσπάσματα βιβλίων χρησιμοποιώντας την Βιβλιογραφία του Κ.Π. Καβάφη 1886-2000 (για μετά το 2001 υπάρχει επίσης η βιβλιογραφία στον επίσημο δικτυακό τόπο του Καβάφη).  Υπήρξαν μόνο δύο προβλήματα: Η εξεύρεση των Μικρών Αναλυτικών του Ζήσιμου Λορεντζάτου (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, εκδ. Ίκαρος, 1977, σελ. 9-15.)  και του ενδιαφέροντος άρθρου της Μαρίας Ιατρού  «″Χαρτίν περιγραμμένον″. Το “Πάρθεν” του Καβάφη ως ποίημα ποιητικής» [περ. Εντευκτήριο τ.32, Φθιν.95, σελ 67-73]. Κανένα από τα δυο δεν θα είχα αποκτήσει χωρίς τη βοήθεια του φίλου μου Μιχάλη Μπακογιάννη, Λέκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ ο οποίος επανειλημμένα ανταποκρίθηκε αγγόγυστα στις διαρκείς οχλήσεις μου ήδη από την εποχή που συγκέντρωνα τη βιβλιογραφία για τον “Κρητικό”  του Σολωμού. Να ξεπληρώσω ένα μικρό μέρος της χάρης αυτής με τις ευχαριστίες μου και ταυτόχρονα να παραπέμψω στον Ιστότοπο σχολίων και ανακοινώσεων που διατηρεί, τόσο χρήσιμο για όλους εμάς που προσπαθούμε από την εξορία να διατηρήσουμε μια επαφή με τα φιλολογικά δρώμενα στο ΑΠΘ.

Άδικο το νιώθω πάντως να μην έχει πρόσβαση ο εκπαιδευτικός στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Το Πανεπιστήμιο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ΙΕΚ που πας, παίρνεις ένα χαρτί και μετά αντίο. Τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Η δυνατότητα να χρησιμοποιεί ο εκπαιδευτικός υλικό από πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, πέρα από τα αυτονόητα κέρδη που προκύπτουν για διδάσκοντες και διδασκόμενους σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διατηρεί ταυτόχρονα τη σχέση του εκπαιδευτικού με την έρευνα, κάτι που όλο και περισσότερο του ζητείται χωρίς ωστόσο να του παρέχεται ο εξοπλισμός να την καλλιεργήσει.

ΥΓ. Σε συνέχεια των παρατηρήσεών μου για τα διαδικτυακά εργαλεία να προσθέσω και το νεοσύστατο  Mega storage, εξέλιξη του megaupload στο χώρο του cloud storage. Me 50 Gb  χώρου και κρυπτογράφηση είναι μια πολύ δελεαστική πρόταση. Γρήγορο στα κατέβασμα, μέτριο (όπως όλα) στο ανέβασμα αξίζει μια ματιά. Ιδίως για την κρυπτογράφηση. Μη χάσετε το κλειδί πάντως…

 

Τα μυστήρια των cloud storage υπηρεσιών

Για έναν άγνωστο λόγο, όλοι οι φάκελοι που ανέβασα στο Box.com έχουν κλειδώσει για όλους πλην εμού. Προσπαθώ να βγάλω άκρη αλλά φοβάμαι ότι θα πάρει χρόνο. Ως τότε αν κάποιος/α χρειάζεται επειγόντως ένα ή περισσότερα αρχεία, ας το ζητήσει με e-mail (pantsal@hotmail.com). Ελπίζω να μη χρειαστεί να μετακομίσω σε άλλη υπηρεσία γιατί το box.net  είναι πολύ βολικό και επιπλέον έχουν ανέβει κοντά 700 mb υλικό.
[Ανανέωση] Τετάρτη, 13 Μαρτίου 2013: Διαπιστώνω ότι το πρόβλημα λύθηκε, υποθέτω με παρέμβαση της εταιρίας στην οποία απευθύνθηκα. Πάντως το e-mail ισχύει για ο,τιδήποτε χρειαστεί κανείς σε υλικό ή παρατηρήσεις.

Πάρθεν

Η προηγούμενη ανάρτηση ήταν ουσιαστικά εμβόλιμη και εκτός προγράμματος. Είχα ξεκινήσει να γράφω για το «Πάρθεν», το ποντιακό δημοτικό τραγούδι στο σχολικό βιβλίο των Νέων Ελληνικών Α΄Λυκείου και με αφορμή αυτό θα περνούσα στο «Πάρθεν» [σύνθεση: Μάρτιος 1921] του Καβάφη. Με προβλημάτισε ωστόσο πολύ το καβαφικό ποίημα: αν και ανέκδοτο (από τα “κρυμμένα”, όπως τελικά ονόμασε τα ανέκδοτα ο  Γ.Π.Σαββίδης), είναι από εκείνα που άνετα θα έμπαιναν στον κανόνα των 154 ποιημάτων. Η οργανική ενσωμάτωση σε αυτό αποσπασμάτων από δύο δημοτικά τραγούδια, δηλαδή γλωσσικού υλικού τελείως ασύμβατου (το ποντιακό τουλάχιστον) με την γλώσσα του ποιήματος-φορέα, ξενίζει κάπως: παράδοση και ανανεωμένη παράδοση συνδυασμένες  παράγουν εδώ ένα αποτέλεσμα τελείως πρωτότυπο. Θα το έλεγε κανείς σχεδόν μεταμοντέρνο, αν δεν προηγούνταν χρονικά του μοντερνισμού. Μήπως αυτή η πρωτοτυπία τελικά καταδίκασε το ποίημα σε αφάνεια; Δύσκολα θα απαντούσε κανείς σε αυτό το ερώτημα με ένα ναι ή όχι, ωστόσο πριν ξεκινήσω θεώρησα απαραίτητο να γράψω δυο λόγια για τα πειράματα στη ράχη της λογοτεχνίας. Το «Πάρθεν» του σχολικού βιβλίου δύσκολα θα επιλεγεί προς διδασκαλία με το υπάρχον σύστημα των θεματικών ενοτήτων και έτσι ο μαθητής δε θα δει ποτέ ως παράλληλο κείμενο αυτό του Καβάφη. Άδικο πολύ για ένα τόσο ενδιαφέρον ποίημα. Άδικο συνολικά για τα κείμενα που δεν θα χωρέσουν στην προκρούστεια κλίνη των τριών ανά έτος διδακτικών ενοτήτων.

Υπήρξε και ένα δεύτερο ζήτημα: το καβαφικό “Πάρθεν” ανήκει σε διαφορετική παραλλαγή από το αντίστοιχο σχολικό. Για το πρώτο γνωρίζουμε από τις στιχουργικές δοκιμές του ποιητή στο πίσω μέρος του χειρογράφου ότι κάπου στους στίχους 11 ή 12 υπήρχαν σε παρένθεση οι στίχοι: (στην ενδιαφέρουσα παραλλαγή που έχει ο Πασσόβ ) και (κομμάτι είναι η παραλλαγή φθαρμένη). Αναφέρεται προφανώς ο ποιητής στη συλλογή του Arnold Passow Τραγούδια Ρωμαίικα. Popularia Carmina Graeciae Recentioris (1860) και συγκεκριμένα στο άσμα CXCVIII, σελ 147-148. Το οποίο πράγματι έχει ένα κενό ανάμεσα στον 4ο και τον 5ο στίχο που σημειώνεται με συνεχόμενες τελείες στην έκδοση του κειμένου. Για το «Πάρθεν» όμως στο σχολικό εγχειρίδιο, δεν αναφέρεται η συλλογή από την οποία προέρχεται. Διότι η αναφορά (στα περιεχόμενα του εγχειριδίου!) στον τόμο 46 της Βασικής Βιβλιοθήκης δε λύνει κανένα πρόβλημα (αλήθεια, πού μπορεί να βρεθεί πια η Βασική Βιβλιοθήκη; εικοσιπέντε χρόνια πριν ήταν ήδη δυσεύρετη…). Μάταια έψαξα και στο βιβλίο του καθηγητή αλλά και στο διαδίκτυο. Τέλος κατέληξα στο εμπλουτισμένο βιβλίο του μαθητή από τον ιστοτόπο του Ψηφιακού Σχολείου του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Στην εισαγωγή για το δημοτικό τραγούδι υπάρχει η σχετική βιβλιογραφία με δεσμούς για τα αντίστοιχα ψηφιοποιημένα βιβλία. Μετά από πολύωρο ψάξιμο στα βιβλία αυτά βρέθηκε το ποίημα στη συλλογή του Απόστολου Μελαχρινού, Δημοτικά τραγούδια (1946) ο οποίος παραπέμπει στη συλλογή του Emile Legrand, Recueil de Chansons Populaires grecques (1874).

Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να συντάσσεται ένα σχολικό εγχειρίδιο (εξαίρεση στον κανόνα αυτό το βιβλίο της Νεοελληνική Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης) χωρίς να αναφέρεται σε αυτό επακριβώς και στην εισαγωγή του κειμένου η έκδοση από την οποία προέρχονται τα κείμενα – και ας αφήσουμε την έλλειψη βιβλιογραφίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν σημαντικές διαφορές από έκδοση σε έκδοση (για παράδειγμα στο έργο του Στρατή Δούκα, Ιστορία ενός αιχμαλώτου ή στον Στρατή Μυριβίλη, Η ζωή εν τάφω, ή στο Νούμερο 31.328 του Ηλία Βενέζη αλλά και στον Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας πολιτείας, για να μείνω μόνο στην πεζογραφία). Έπειτα υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα της κάθε έκδοσης: άλλες περιλαμβάνουν εκτενή εισαγωγή, σχολιασμό, γλωσσάρι και επιμέλεια από έγκριτο μελετητή και άλλες είναι απλώς απαράδεκτες. Και τέλος, με δεδομένο ότι για όλα τα κείμενα που περιέχονται σε σχολικά εγχειρίδια υπάρχουν αυτόνομες ανά συγγραφέα ή και ανά έργο ακόμη εκδόσεις και μάλιστα πολύ αξιόλογες, είναι κάπως πρόχειρο να παραπέμπεται ο μαθητής σε ανθολογίες που ελάχιστα μπορούν να τον βοηθήσουν, αν θέλει να ψάξει για περισσότερες πληροφορίες. Δε λέω, κάποιες ανθολογίες όπως αυτή του Σοκόλη καλύπτουν επαρκέστατα τις ανάγκες ενός μαθητή αλλά ρίξτε μια ματιά στις τιμές…και σε ποια δανειστική βιβλιοθήκη θα υπάρχει ο τόμος που αναζητείται; Τελικά τον μαθητή τον έχουμε ικανό να ψάχνει για μοντερνισμό και παράδοση αλλά ούτε βιβλιογραφία του δίνουμε ούτε από ποια έκδοση προέρχεται το κείμενο του λέμε πέρα από μισή αναφορά στα περιεχόμενα του βιβλίου.

Αρκετά ωστόσο με τη γκρίνια. Ξεκινώ με το πρώτο ποίημα, το σχολικό «Πάρθεν» (συλλογή Legrand).  Το κείμενο αυτό, σαφώς απλούστερο από την παραλλαγή Passow, παρουσιάζει ωστόσο μια σειρά από ενδιαφέροντα ευρήματα. Το πουλί που μεταφέρει το μήνυμα καταλήγει σου Ηλί’ τον κάστρον. Το κάστρο του Ήλιου, μυθικό κάστρο στην περιοχή του Πόντου, σχετίζεται με το ομώνυμο ποντιακό δημοτικό (Τ’ Ηλ’ το κάστρον), παραλλαγή του δημοτικού για το κάστρο της Ωριάς που καταλήφθηκε τελικά με προδοσία. Το πουλί έχει το ένα του φτερό σο αίμα βουτεμένον, αναφορά στη σφαγή που ακολούθησε την άλωση της πόλης και δε μιλά – ως είθισται στα δημοτικά τραγούδια – σε καμιά παραλλαγή του τραγουδιού. Το μήνυμα που μεταφέρει δεν μπορεί να το διαβάσει ούτε ο μητροπολίτης (ο πλέον εγγράμματος δηλαδή του τόπου). Το διαβάζει ωστόσο ένας ανώνυμος του λαού: έναν παιδίν καλόν παιδίν. Εδώ το παιδί σαφώς δηλώνει την αθωότητα και την καθαρότητα ψυχής με πρόθεση μάλλον να δείξει πως το μήνυμα της άλωσης  και των συνεπειών της αγγίζει τους πάντες αλλά περισσότερο τους απλούς ανθρώπους, που δεν έχουν συμμετοχή στα σφάλματα της εξουσίας και επιπλέον είναι αυτοί που πάντα πληρώνουν τις συνέπειες.
Ο θρήνος που ακολουθεί την ανάγνωση του μηνύματος (Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!) εξαπλώνεται σε ναούς, μοναστήρια και κορυφώνεται (νόμος των τριών στο δημοτικό τραγούδι) στο πρόσωπο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Δύο  είναι εδώ τα άξια σχολιασμού σημεία. Το πρώτο είναι η συσπείρωση του ελληνισμού γύρω από την εκκλησία, καθώς αυτή απομένει ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με την χαμένη πια Ρωμανία. Ταυτόχρονα εκκλησιές και μοναστήρια γίνονται  οι χώροι αναφοράς και διατήρησης της ρωμέικης ταυτότητας. Το δεύτερο είναι η αναφορά στο πρόσωπο του Ιωάννη Χρυσόστομου. Είναι γνωστό ότι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος  εξορίστηκε στην Καππαδοκία αρχικά και στον Πόντο αργότερα, όπου και πέθανε από τις κακουχίες  στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου. Εκεί παρέμεινε και το λείψανό του πριν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη το 438 μ.Χ.  Η μνήμη του παρέμεινε ισχυρή στον πολύ λαό και στην Πόλη και στον Πόντο εξαιτίας του αγώνα του ενάντια στη διαφθορά κλήρου και πολιτικής εξουσίας που οδήγησε και στον μαρτυρικό του θάνατο. Επιπλέον και η Θεία Λειτουργία της Κυριακής φέρει το όνομά του. Η επιλογή να παρουσιαστεί ως ο κορυφαίος του θρήνου για την άλωση δεν είναι συνεπώς τυχαία καθώς είναι ο πιο αναγνωρίσιμος και δημοφιλής πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο λαός τον αισθάνεται ως “δικό του” άγιο.
Στο θρήνο του Ιωάννη του Χρυσόστομου απαντά η ανώνυμη φωνή – η φωνή του λαού κυριολεκτικά – που ενεργεί πρώτα παραμυθικά προς τον άγιο (Μη κλαις, μη κλαις, Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι) και έπειτα με προσδοκία ανάστασης του Γένους στο μέλλον (Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο). Και βέβαια δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τόσο την ποιητικότατη μεταφορά του “ανθεί και φέρει κι άλλο” όσο και την ακατάβλητη ελπίδα του ποντιακού ελληνισμού ότι θα έλθει η ώρα της αναγέννησης του έθνους. Πού να ήξεραν τι τους επιφύλασσαν οι ηγέτες του του ψευτορωμέικου το 1922...

 

Περνώ στο «Πάρθεν» [Μάρτιος 1921] του Καβάφη το οποίο στηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στη συλλογή του Arnold Passow,  Τραγούδια Ρωμαίικα. Popularia Carmina Graeciae Recentioris (1860) και συγκεκριμένα το άσμα CXCVIII, σελ 147-148.  Ο Καβάφης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα δημοτικά τραγούδια αν κρίνουμε από τα προσεγμένα άρθρα του για τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Ν. Γ. Πολίτη, Eκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού (1914), τη συλλογή του M. Γ. Mιχαηλίδη, Καρπαθιακά Δημοτικά Άσματα (1917) και το ανέκδοτο σημείωμά του “Για μαθητική ανθολογία δημοτικών τραγουδιών” (1920-21). Πέρα από τα προηγούμενα, στην Ιδανική Βιβλιοθήκη που συντέθηκε με βάση το αρχείο Καβάφη, διακρίνεται καθαρά το πλήθος συλλογών και μελετών για το δημοτικό τραγούδι που διάβασε  ο ποιητής. Το τελευταίο πάντως ανέκδοτο σημείωμα, γραμμένο με αφορμή την ανθολογία που επιμελήθηκε σε μεγάλο ποσοστό ο ίδιος για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο Αλεξάνδρειας, καταδεικνύει ανάμεσα στα άλλα την εξοικείωση του ποιητή με τον κόσμο των δημοτικών τραγουδιών και των συλλογών που τα περιλαμβάνουν και το ισχυρό ενδιαφέρον του για τα τραγούδια αυτά και την γλωσσική μα και παιδαγωγική τους αξία. 55Φανερώνει τέλος, σύμφωνα με τον Γ.Π.Σαββίδη (Μικρά Καβαφικά, τ.Β΄ “Ο Καβάφης συντάκτης μαθητικής ανθολογίας δημοτικών τραγουδιών”, σελ. 208-246. Εδώ: σελ.221) ότι  σε αυτή τη ανθολογία οφείλει την αφορμή της  σύνθεσής του και το «Πάρθεν». Έχει ωστόσο σημασία να δούμε πώς ο ποιητής καταλήγει στο συγκεκριμένο ποίημα και τι επιλέγει  να προβάλει από αυτό.

Ο Καβάφης, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του «Πάρθεν», ξεκινά να διαβάζει τη συλλογή του Arnold Passow (που όντως αρχίζει από τα κλέφτικα τραγούδια και συνεχίζει με τους θρήνους για την άλωση) μεταφέροντας στο ποίημα (στίχος 5 ) τον πρώτο στίχο του CXCIV τραγουδιού. Στη συνέχεια παίρνει από το CXCV ολόκληρους τους στίχους 5, 7 και 8 (στίχοι 7,9 και 10 αντίστοιχα στο «Πάρθεν») ενώ και ο στίχος 6 του δημοτικού διακρίνεται από την λέξη “Φωνή” μέσα στον στίχο 6 του καβαφικού ποιήματος. Φτάνοντας όμως στο τραγούδι CXCVIII επικεντρώνει εκεί πια το ενδιαφέρον του αντιγράφοντας ολόκληρους ή μεγάλο μέρος από τους στίχους 5,7,8,9,12,13,14 στους στίχους  15,16,17,18, 20,22,23 αντίστοιχα του ποιήματός του. Το συγκεκριμένο δημοτικό τραγούδι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεγάλη έκτασή του (24 στίχοι έναντι των 14 της παραλλαγής Legrand), το ότι ξεκινά με τρεις στίχους σαν από παραμύθι για το κτίσιμο της Πόλης (που ωστόσο δεν συνεχίζονται και ακολουθεί χάσμα έως το μήνυμα της πτώσης) και ότι κλείνει με πέντε στίχους ερωτικού περιεχομένου! ParthenΕίναι ένα παράξενο ποίημα που μοιάζει να περιλαμβάνει θεματικό υλικό από δύο ή και τρία δημοτικά ποιήματα. Ο κορμός του ποιήματος πάντως, στίχοι 5-19, ταυτίζεται σε μεγάλο ποσοστό με την παραλλαγή Legrand, παρά το γεγονός ότι οι στίχοι 15-19 θεματικά ταιριάζουν με αντίστοιχους των τραγουδιών CXCIV, CXCV, και  CXCVI της συλλογής Passow. Αν επικεντρωθούμε στους στίχους 5-10, οι διαφορές με την παραλλαγή Legrand βρίσκονται στην απουσία του κάστρου του ήλιου (που εδώ αντικαθίσταται με του κυπαρέσσ την ρίζαν – υπαινιγμός για το θλιβερό μήνυμα καθώς τα κυπαρίσσια βρίσκονται κυρίως στα νεκροταφεία), στην υπερβολή Χίλιοι πατριάρχ’ και μύριοι δεσποτάδες και στο πρόσωπο που τελικά διαβάζει το γράμμα: εδώ είναι Χέρας υιός Γιαννίκας εν, ο γιός της χήρας (και εδώ θυμόμαστε το ακριτικό δημοτικό τραγούδι “Ο γιός της χήρας”). Η σημαντικότερη ωστόσο διαφορά είναι ότι απουσιάζει ο θρήνος που κορυφώνεται με τον οδυρμό του Ιωάννη Χρυσόστομου αλλά και καταλήγει στο παρήγορο Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.Εδώ το δράμα δε βρίσκει καμιά διέξοδο στην ελπίδα, το ποίημα συνεχίζει με απαρίθμηση των εκκλησιών και μοναστηριών που αλώθηκαν και κυρίως της Αγίας Σοφίας και καταλήγει όπως είπαμε με πέντε ερωτικούς στίχους. Ο βαρύς καθοριστικός στίχος  Ν’ αοιλλοί εμάς να βάι εμάς, η ’Ρωμανία πάρθεν δεν βρίσκει πουθενά παρακάτω κάποια ανακούφιση και διαπερνά όλο το ποίημα με τη μελαγχολία του.34Το «Πάρθεν» του Καβάφη είναι ένα “τυχερό” ποίημα. Παρά το γεγονός ότι παραμένει ανέκδοτο έως το τέλος του 1968 (πρώτη εμφάνισή  του στα Ανέκδοτα Ποιήματα του Καβάφη με την επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη στον Ίκαρο) δεν έμεινε διόλου  παραμερισμένο. Πέρα από διάσπαρτες βιβλιογραφικές αναφορές, υπάρχει η εξαιρετική και σφαιρικότατη προσέγγιση στο ποίημα του Ξ.Α.Κοκόλη στο βιβλίο του Θερμοπύλες και Πάρθεν. Ένα πλην και ένα συν στην ποίηση του Καβάφη (University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1985 – πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Διαβάζω, τευχ. 78 ,Οκτ. 1983,  σελ. 61-73) που αφήνει πλέον ελάχιστα περιθώρια πρωτότυπου σχολιασμού παρά τα χρόνια που πέρασαν. Είχαν προηγηθεί οι παρατηρήσεις  του Γιάννη Δάλλα (Καβάφης και Ιστορία, Αισθητικές λειτουργίες, 1974. σελ. 174, 181-182, 198-199) και το 1977 η διεισδυτική προσέγγιση στο ποίημα του Ζήσιμου Λορεντζάτου (Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, σελ. 9-15) καθώς και της Ζωής Καρέλλη (“Νύξεις”, περ. Η Λέξη, Μάρτης-Απρίλης 1983, σελ 319-322). Αναφέρω τις πιο αξιόλογες και εκτενέστερες αναφορές. Κάποιες επίσης καλές παρατηρήσεις μπορεί να βρει κανείς στην εισήγηση του Νίκου Γρηγοριάδη στο Γ΄Συμπόσιο Ποίησης

Από την άλλη βέβαια το «Πάρθεν» στάθηκε και άτυχο καθώς παρέμεινε ανέκδοτο. Στην αρχή τέθηκε ως υπόθεση για τον παραμερισμό του η συνύπαρξη ανόμοιου γλωσσικού υλικού μέσα στο ποίημα και η πιθανότητα η μείξη αυτή να μη λειτούργησε ποιητικά. Ο Γιάννης Δάλλας, θεωρεί ότι η εξήγηση αυτή είναι και η πιθανότερη. Όμως ίσως τα πράγματα να είναι πιο περίπλοκα. Στο καβαφικό έργο δεν είναι η πρώτη φορά που ανόμοιο γλωσσικά υλικό μπολιάζεται σε ένα ποίημα. Ο Κοκόλης καταγράφει συνολικά (αφαιρώντας τους ξενόγλωσσους τίτλους που σταματούν ως το 1899) συνολικά δεκαεπτά περιπτώσεις εισαγωγής στίχων ή φράσεων από αρχαιόγλωσσα κείμενα, αρχαία ή μεσαιωνικά μέσα στο ίδιο το ποίημα – και πάλι εδώ δεν υπολογίζεται υλικό που ανήκει σε motto ποιήματος. Κάποιες ενσωματώσεις περιορίζονται σε μια ή δυο λέξεις (πχ το Ούτος Εκείνος στο ομώνυμο ποίημα) ενώ άλλες καλύπτουν σημαντικό μέρος του ποιήματος (πχ στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων). Καμία όμως δεν περιλαμβάνει δημοτικό τραγούδι, πόσο μάλλον σε διάλεκτο. Και σε κανένα ποίημα δεν υπάρχει τόσο έντονη διαφοροποίηση γλωσσικού υλικού ανάμεσα στο ίδιο το ποίημα και τις πηγές του, οι οποίες όμως συμπλέκονται οργανικά με τον λόγο του ποιητή. Όντως λοιπόν το «Πάρθεν» γενετικά δεν ανήκει πουθενά κατά τον Λορεντζάτο. Ουσιαστικά αυτή η μοναδικότητά του είναι και το πρόβλημα: όχι στη σύνθεση ή στην εξισορρόπηση των γλωσσικών του ανομοιομορφιών, όπως πιστεύει ο Δάλλας αλλά επειδή, όπως σημειώνει ο ίδιος, το «Πάρθεν» ανοίγει έναν ορίζοντα χωρίς συνέχεια δηλαδή για έναν κόσμο ολόκληρο, αυτόν του τουρκοκρατούμενου γένους…[που] έμεινε τελικά ανέκφραστος. Και πιο αναλυτικά από τον Σεφέρη («Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’ «, περ. Η Λέξη, τεύχος. 23, σελ . 195): Έχω την εντύπωση, κι αυτό σκέπτομαι να το εξετάσω πιο προσεχτικά ακόμη, πως υπάρχει στο εικονοστάσι που μας δείχνουν τα ποιήματα τού Καβάφη, κάτι που αντιστοιχεί με τον καημό πού βλέπουμε στη δημοτική παράδοση για την καταστροφή της παλιάς δόξας (τον λέω έτσι για να είμαι σύντομος) και που εκφράζεται τόσο συχνά, σε θρύλους και σε τραγούδια, με τον γνώριμο εκείνο τόνο του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου («Σημαίνει ουρανός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια…» – και τόσα άλλα). Αλλά ο Καβάφης ανήκει στη λογία παράδοση – τα συμπλέγματα της δημοτικής δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει· τα αποκρούει η ιδιοσυγκρασία του – γι’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμβος Πόλη, Αδριανούπολη κ.τ.λ., αντικαθίσταται από τον ψυχολογικό κόμβο: Γρανικός — Μαγνησία — Πύδνα — Λευκόπετρα — λεία της Κορίνθου. Κοίταξε τις ημερομηνίες, συ πού τις ξέρεις τόσο καλύτερα από μένα, και θα παρατηρήσεις ότι ή έκφραση του αυτή αρχίζει από το 1915 περίπου, δηλαδή με τη μεγάλη εθνική κρίση, για να τελειώσει με το τέλος της ζωής του. Το θέμα αυτό το εκφράζει ο Καβάφης, όπως σχεδόν και όλα του τα άλλα, με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Εδώ βρίσκεται κυρίως η αιτία αποκλεισμού του «Πάρθεν» από τον καβαφικό κανόνα. Κινείται σε μια κατεύθυνση που ο ποιητής δε σκόπευε να αξιοποιήσει, αυτήν της δημοτικής παράδοσης. Ο τόνος του ποιήματος είναι εκείνος του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου, πέρα από την λόγια ποιητική του Καβάφη που το ίδιο θέμα, της απώλειας και καταστροφής της παλιάς δόξας, το εκφράζει με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Είναι λοιπόν καθαρά θέμα ποιητικής ο παραμερισμός του; Νομίζω πως ναι, καθώς παρακάτω θα φανεί, πιστεύω, η τεχνική αρτιότητα και η εκφραστική ευστοχία του ποιήματος.

Γίνεται φανερό από το χειρόγραφο του ποιήματος ότι η διαίρεσή του σε τέσσερις στροφικές ενότητες αποκαλύπτει και τη νοηματική κατά τον ποιητή διαίρεση. Ενδιαφέρουσα και η συμμετρία: με δεδομένη τη θεματική συγγένεια-συνέχεια των ενοτήτων ανά ζεύγη (α΄με β΄ και γ΄με δ΄) οι στίχοι κατανέμονται ως εξής: α΄=3 στίχοι με β΄= 2α+1=7 στίχοι  και γ΄=4 στίχοι με δ΄= 2γ+1=9 στίχοι. Παράλληλα ο Κοκόλης παρατηρεί πως όσο στενεύει και εξειδικεύεται το ενδιαφέρον του ποιητή για τα ποιήματα της συλλογής Passow, τόσο αυξάνεται η συναισθηματική «θερμοκρασία του ποιήματος». Οι δυο αυτές κλίμακες, κατιούσα η πρώτη και ανιούσα η δεύτερη, αξίζουν κάπως περισσότερη προσοχή. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη σειρά των κειμένων στο βιβλίο του Passow, συναντά πρώτα τα κλέφτικα τραγούδια για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, / πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά. Ως εδώ το ενδιαφέρον του ποιητή είναι μάλλον υποτονικό, αν και δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ανιούσα κλιμάκωση των επιθετικών χαρακτηρισμών στη λέξη «πράγματα». «Συμπαθητικά» ο πρώτος χαρακτηρισμός και καθοριστικός καθώς τον συνοδεύει η άνω τελεία. Μοιάζει κάπως ψυχρός και ουδέτερος αλλά υποψιάζομαι ότι δεν είναι και τόσο. Εν τάχει να σημειώσω την ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά του Καισαρίωνα, τον Κλείτο, ένα συμπαθητικό παιδί στο ποίημα Η αρρώστια του Kλείτου και το συμπαθητικό του πρόσωπο του ανώνυμου ήρωα στο Εν τη Oδώ αλλά και την ανάλογη χρήση του «συμπαθής» στα ποιήματα Μέρες του 1896 και στο Για νάρθουν —. Το επίθετο έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως σε ποιήματα που το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί ή έστω δεν μπορεί να αγνοηθεί και πάντοτε σε άμεση σχέση μ’αυτό· διατηρεί συνεπώς μια αναμφισβήτητη υποφώσκουσα θερμότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως  ο ποιητής σπεύδει να συμπληρώσει το αμφιλεγόμενο από άποψη συναισθηματικής θερμοκρασίας «συμπαθητικά» με τους θερμότερους – ή καλύτερα οικειότερους – χαρακτηρισμούς «δικά μας» και «Γραικικά». Ο τελευταίος όρος ουσιαστικά επεξηγεί το δικά μας και στην καβαφική ποίηση χρησιμοποιείται κυρίως για τον ελληνισμό των βυζαντινών χρόνων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο (πχ υπάρχει ο όρος «Γραικός» στο Εν Πόλει της Oσροηνής και στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου).
44Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής περνά στους θρήνους για την άλωση της Πόλης, την επόμενη ενότητα στην ανθολογία του Passow. Το ρήμα εξάρτησης σε ολόκληρη τη στροφή παραμένει το «διάβαζα» (στο Και για τη Φωνήν….εννοείται και πάλι ως ρήμα το διάβαζα, αναλογικά με το Διάβαζα και τα πένθιμα και τον χαμό της Πόλης ) αλλά εδώ, αντί να μείνει στον χαρακτηρισμό των ποιημάτων με το «πένθιμα»  όπως έκανε στην προηγούμενη στροφή, προχωρά στην ενσωμάτωση αυτούσιων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια που διαβάζει: όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για τον πρώτο στίχο του CXCIV τραγουδιού που αντιγράφεται ως στίχος 5 του «Πάρθεν» και ορίζει το θεματικό κέντρο της στροφής: «Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη». Προχωρώντας παρακάτω στο  CXCV ενσωματώνει τους στίχους 5, 7 και 8 (στίχοι 7,9 και 10 αντίστοιχα στο «Πάρθεν») ενώ και ο στίχος 6 του δημοτικού διακρίνεται μέσα στον στίχο 6 του καβαφικού ποιήματος στη Φωνή. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται στη φωνή που διατάζει να σταματήσει η λειτουργία γιατί επήλθε η καταστροφή. Αξιοσημείωτη εδώ η επανάληψη της προστακτικής του ρήματος «παύω» τη μια σε πλάγιο λόγο (στο λόγο του ποιητή) και την άλλη σε ευθύ (στο λόγο του εμβόλιμου στίχου του δημοτικού τραγουδιού). Αξιοπρόσεχτα επίσης σημεία η εναλλαγή στίχων χωρίς εισαγωγικά με στίχους σε εισαγωγικά  και η επανάληψη του πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη στον τελευταίο στίχο χωρίς όμως τα εισαγωγικά. Τρεις στίχοι ανήκουν στον ποιητή, τρεις στα δημοτικά τραγούδια  (ο λόγος του εναλλάσσεται στίχο με στίχο με τον λαϊκό λόγο) με τον έβδομο στίχο να ανήκει τυπικά στο δημοτικό τραγούδι αλλά ουσιαστικά στον ποιητή. Εδώ υιοθετείται σιωπηρά ο λαϊκός θρήνος με την οικειοποίηση του δημοτικού στίχου. Είναι προφανές ότι διακριτικά και με τη βοήθεια του ένθετου υλικού η συναισθηματική θερμοκρασία έχει ανέβει ένα σκαλί.

Στην τρίτη στροφή/ενότητα το οπτικό πεδίο του ποιητή περιορίζεται και επικεντρώνεται πάνω σε ένα ποίημα, το τραγούδι CXCVIII της συλλογής Passow.  Εδώ η συγκίνησή του διατυπώνεται ρητά: Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα/το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα. Ρητά δηλώνεται και η κλιμάκωση της έντασης στο συναίσθημα: πιο πολύ. Η γλωσσική ιδιομορφία του τραγουδιού είναι βέβαια τέτοια που οδήγησε τον ποιητή να σταθεί σε αυτό, όμως δεν παύει να είναι παρά μόνο η αφορμή γιατί η αιτία είναι η λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων / που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Οι μακρινοί Γραικοί και η λύπη τους δεν του είναι καθόλου άγνωστοι· αντίθετα του είναι πολύ συμπαθείς. Τέτοιοι ήταν και οι Ποσειδωνιάται που με θλίψη τελειώνουν την ετήσια γιορτή που τους θυμίζει ότι κάποτε ήταν Έλληνες. Τέτοιος και ο έμπορος από τη Σάμο που πεθαίνει δούλος στην Ινδία αλλά δε λυπάται γιατί, όπως γράφει το επιτύμβιό του, θα μπορέσει να βρει τους συμπολίτες του στον Άδη και να μιλά Ελληνικά. Ο μισοβάρβαρος Πάρθος ηγεμονίσκος του Φιλλέλην – στα Φράατα της Μηδίας, πέρα από τον Ζάγρο  – κόπτεται μήπως και φανεί ανελλήνιστος. Σε βιβλίο με βακτριανά νομίσματα, στην «καλή πλευρά» των νομισμάτων συγκινείται ο Γραικός ελληνικά διαβάζοντας, / Ερμαίος, Ευκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος. Και βέβαια δεν ξεχνάμε τη γνωστή και βαρύνουσα δήλωση του ίδιου του Καβάφη: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Ελλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός. Το δεύτερο στοιχείο που προσέχει ο αναγνώστης – ποιητής είναι η πίστη των ανθρώπων εκείνων που θα σωθούμε ακόμη. Για έναν ποιητή που το θέμα της τραγικής ειρωνείας είναι από τα συστατικά στοιχεία στην ποίησή του, η μάταιη αυτή ελπίδα τον συγκινεί ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον που η ελπίδα ξαφνικά δεν είναι «που θα σωθούνε ακόμη» αλλά «που θα σωθούμε ακόμη» – αυτοί, εμείς, πρόσωπα στο ποίημα, ποιητές και αναγνώστες, όλοι οι Ρωμιοί. Μάρτη του 1921 γράφεται το ποίημα και όπως είχα γράψει και στην ανάρτηση για το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» δε χρειαζόταν μαντικές ικανότητες για να δει κανείς που οδηγούνταν τα πράγματα.

Η συναισθηματική θερμοκρασία φτάνει στην ανώτερη βαθμίδα της στην τέταρτη ενότητα τόσο με το λόγο του ποιητή Μα αλίμονον μοιραίον πουλί όσο και από τον εισηγμένο λόγο του δημοτικού τραγουδιού που μοιράζονται τον πρώτο στίχο της ενότητας με ένα ημιστίχιο του 15ασύλλαβου ο καθένας. Είναι η τελική διάψευση των ελπίδων, μια εικόνα πολύ οικεία στους αναγνώστες της καβαφικής ποίησης και σχεδόν πάντα στο τέλος του ποιήματος. Ο ποιητής περιορίζει το λόγο του στα απολύτως απαραίτητα σχόλια αφήνοντας τους στίχους του δημοτικού να φανερώσουν την απώλεια. Μόλις δυο ολόκληροι στίχοι και δύο ημιστίχια σε σύνολο εννιά φανερώνουν τη δική του παρουσία με ουσιαστικότερο τον στίχο 19 και την παρένθεση – σχόλιο για τους αρχιερείς που δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν το γράμμα. Κορύφωση της συναισθηματικής έντασης στον τελικό στίχο με τον θρήνο μετά την ανάγνωση του γράμματος: Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν. Εδώ δεν υπάρχει διέξοδος ούτε ελπίδα ανάστασης, όπως στο «Πάρθεν» του σχολικού βιβλίου. Το τι ένιωσε ο ποιητής όταν χάθηκε οριστικά η Ρωμανία το 1922 το έχω ήδη αναφέρει εδώ στη μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού. Θυμίζω μόνο τα λόγια του: «Είναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι Θεοί.» Αυτός είναι και ο επίλογος του καβαφικού «Πάρθεν».

 

Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην κυρία Αμπερίδου Σοφία (http://paletasofias.blogspot.gr) για την άδεια να χρησιμοποιηθούν οι πέντε πίνακές της που κοσμούν – με όλη τη σημασία της λέξης –  την ανάρτηση.

Και ένα εξαιρετικό βίντεο από τη συμμετοχή του Διαπολιτισμικού Γυμνασίου Ευόσμου στο μαθητικό συνέδριο για τα 150 χρόνια χρόνια Κ. Καβάφη στο Ζωγράφειο Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως 11-14 Απριλίου 2013.

 
Στη μνήμη των παππούδων μου Παντελή και Γεωργίου και των γιαγιάδων μου Δέσποινας και Ιφιγένειας αντίστοιχα, απάντων Ποντίων, που έζησαν την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων/ που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
 
Τον φάκελο του ποιήματος θα τον βρείτε εδώ:
και περιλαμβάνει:
  • Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, εκδ. Ίκαρος, 1977, σελ. 9-15.
  • Ζωή Καρέλλη, «Νύξεις» (περ. Η Λέξη, τευχ. 23, σελ 321-22).
  • Πέτρος Κολακλίδης και Ειρήνη Warburton – Φιλιππάκη,  “Το “Πάρθεν” του Καβάφη” (περ. Η Λέξη, τευχ. 52, Φεβρ. 1986, σελ. 122-127)
  • Ν.Γρηγοριάδης, “Το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη [Πάρθεν]” (Γ΄ Συμπόσιο Ποίησης, Αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη, 1-3/7/1983, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984, σελ 175-181)
  • Ξ.Α.Κοκόλης, «Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση στο «Πάρθεν» του Καβάφη» (περ. Διαβάζω, τευχ. 78, Οκτ. 1983,  σελ. 61-73)
  • Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία. Αισθητικές λειτουργίες, εκδ. Ερμής, 1986, σελ. 181-182.
  • Μαρία Ιατρού – « “Χαρτίν περιγραμμένον”. Το “Πάρθεν” του Καβάφη ως ποίημα ποιητικής » (περ. Εντευκτήριο τ.32, Φθιν.95, σελ 67-73

καθώς και οι συλλογές δημοτικών τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με μια ανάγνωση του ποιήματος από τον Γ.Π.Σαββίδη.