Ελλάδα
Σπασμένες κληματόβεργες, πέτρες, ἀγκάθια, μιά στάμνα.
Τό χωραφάκι ρήμαξε. Σφαλιγμένο ἀπό χρόνια τό σπίτι.
Δε ματαγύρισε ἀπό τότες ὁ Βαγγέλης. Πίσω ἀπ’ τό στάβλο
φαίνεται ἕνα κομμάτι θάλασσα, σκοῦρο γαλάζιο. Τ’ ἄλογό του
το ’χε πουλήσει σέ δύσκολες μέρες – ἕνα ἄλογο κόκκινο
μέ μιά ἄσπρη βούλα στό ζερβί του μάτι. Ἕνα πούπουλο γλάρου
ἔπεσε στά ξερόκλαδα. Στήν πόρτα, ἀντικριστά, ἡ γερόντισσα:
«Μέ κάτι τέτοια, γιέ μου, ψευτοπράματα –εἶπε–
βολεύουμε τή ζήση μας». Ὁ ἄλλος δέ μίλησε. Κοιτοῦσε πέρα∙
ἔκανε τό σταυρό του καί προχώρησε σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ
τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο.
(Γ.Ρίτσος. Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα)
Το ποίημα (ημερομηνία πρώτης γραφής 15.V. 69) ανήκει στον τόμο με τις τρεις συλλογές Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1971 στη Γαλλία, 1972 στην Ελλάδα με προσθήκες ποιημάτων) και συγκεκριμένα στο Κιγκλίδωμα. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι όλα γραμμένα στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου βρίσκεται υπό περιορισμό. Ένα ποίημα μόνο γραμμένο στις 7/9/68 και όλα τα υπόλοιπα γράφονται το 1969 με καταληκτική ημερομηνία τις 3/6/69. Συχνά ολιγόστιχα, σχεδόν πάντα υπαινικτικά για την αθλιότητα της δικτατορίας, το αίσθημα ασφυξίας και πίεσης, τη διάλυση που διαπερνά τα πάντα, τα ποιήματα της συλλογής απομακρύνονται από εκείνα των Επαναλήψεων με τη μυθική τους μέθοδο και επιστρέφουν στη φιλοσοφία των ποιημάτων στις Πέτρες. Κυριαρχία των εικόνων – συχνά ρεαλιστικές, κάποτε υπερρεαλιστικές – συμβολικός χαρακτήρας, λιτότητα και αφαίρεση στον συχνότατα μικροπερίοδο λόγο, πύκνωση και δραματικότητα τα χαρακτηριστικά της συλλογής.
Έντεκα μόλις στίχοι με έντονη πεζολογία – διασκελισμοί συνεχείς που εξαναγκάζουν τον αναγνώστη να το διαβάσει σχεδόν σαν πεζό ποίημα, παντελής έλλειψη μέτρου και ομοιοκαταληξίας, μετρημένα επίθετα (έξι, τα τέσσερα χρώματα) και μετοχές. τα απολύτως απαραίτητα. Ο τίτλος «Ελλάδα», γενικός και αόριστος, ορίζει το πεδίο ανάγνωσης και ταυτόχρονα αναμένει την επιβεβαίωσή του στο τέλος της. Μια ενότητα με δυο δυσδιάκριτες υποενότητες: ως τον λόγο της γερόντισσας (μέσα του στίχου 7) η πρώτη, ως το τέλος η δεύτερη. Αν και θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει τελείως αυτόν τον μάλλον τυπικό διαχωρισμό.
Τα πρόσωπα: ο απών Βαγγέλης, ο ανώνυμος «άλλος» που παρατηρεί, η γερόντισσα. Και ο αφηγητής που καταγράφει μέσα από τα μάτια του ανώνυμου «άλλου». Ο χώρος άγνωστος. Ωστόσο βάσιμα μπορούμε να κρατάμε κατά νου τον τίτλο: Ελλάδα. Κάπου στην Ελλάδα ή ίσως η ίδια η Ελλάδα. Ή και τα δύο.
Ο αφηγητής στην πρώτη υποενότητα κοιτάζει και καταγράφει για λογαριασμό του «άλλου» διαδοχικές εικόνες που εκφέρονται είτε με ασύνδετο σχήμα (πρώτος στίχος) είτε με σύντομες περιόδους ή ημιπεριόδους (στίχος 9). Ολόκληρη η πρώτη υποενότητα καταγράφει εικόνες εγκατάλειψης: πρώτα του μικρού χωραφιού μπροστά στο σπίτι: Σπασμένες κληματόβεργες, πέτρες, αγκάθια, μια στάμνα. // Τό χωραφάκι ρήμαξε. Τέσσερις εικόνες σε έναν στίχο που δίνονται σχεδόν μόνο από το ουσιαστικό που τις εκπροσωπεί – η πρώτη περιλαμβάνει και τη μετοχή σπασμένες. Στον επόμενο στίχο η διαπίστωση, σαν αιτιολόγηση των εικόνων πριν Τό χωραφάκι ρήμαξε. Το πλάνο ανοίγει για να πιάσει πλέον και το σπίτι: Σφαλιγμένο ἀπό χρόνια τό σπίτι – η εγκατάλειψη κρατάει χρόνια και αφορά ολοένα και περισσότερα πράγματα πλέον. Και εδώ υπάρχει η αιτιολόγηση για το κλειστό σπίτι: Δε ματαγύρισε ἀπό τότες ὁ Βαγγέλης. Ποιος είναι ο Βαγγέλης; πότε ήταν το «τότε»; Πού πήγε; Γιατί δεν ξαναγύρισε; Ευεργετική για τη λιτότητα και συνοχή του ποιήματος η αοριστία αυτή αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο ερμηνειών. Θα μπορούσε να έχει μεταναστεύσει – ουδέποτε έλειψε η μετανάστευση από την ιστορία του τόπου – χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσε να έχει φύγει πολιτικός εξόριστος από τον εμφύλιο. Εκτιμώ ωστόσο με βάση το χρόνο γραφής του ποιήματος και την όλη ατμόσφαιρα της συλλογής ότι ο Βαγγέλης (διόλου τυχαίο το όνομα: Ευάγγελος, Ευαγγελισμός που παραπέμπει και στους αγώνες του τόπου, ελπίδα) είναι για χρόνια κρατούμενος ή εξόριστος όπως ο ποιητής. Ίσως, σε μια τολμηρή κάπως ερμηνεία, να εντάσσεται στο θέμα της πιθανής σύλληψής και εξορίας σε ξερονήσι η εικόνα της θάλασσας – μπορεί ωστόσο να συνδεθεί και με το θέμα της μετανάστευσης που σχεδόν πάντα γινόταν με πλοίο. Πίσω ἀπ’ τό στάβλο// φαίνεται ἕνα κομμάτι θάλασσα, σκοῦρο γαλάζιο. Φυσικά δε μπορεί να λείπει η θάλασσα από καμία περιγραφή του τόπου, ακόμα και ελλειπτική, Σε κάθε περίπτωση ο αφηγητής συνεχίζει να κοιτά μέσα από τα μάτια του ήρωα του «άλλου» που έχει πλησιάσει πολύ κοντά στο σπίτι, στο στάβλο. Για τρίτη φορά αιτιολογείται η ερήμωση και μαθαίνουμε την τύχη του αλόγου […] τ’ ἄλογό του // το ’χε πουλήσει σέ δύσκολες μέρες – ἕνα ἄλογο κόκκινο // μέ μιά ἄσπρη βούλα στό ζερβί του μάτι. Ποιες και πότε ήταν οι δύσκολες ημέρες; Και πάλι αοριστία – αν και εδώ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σε τι αποσκοπεί όμως η ένθετη (σε παύλες μέσα) περιγραφή του αλόγου σε ένα ποίημα με εξαιρετική εγκράτεια σε λέξεις και εικόνες; Ίσως για να δείξει την ομορφιά του ζώου που εξαναγκάζεται να πουλήσει λόγω ανέχειας ο Βαγγέλης και να καταδείξει ταυτόχρονα με τον τρόπο αυτό την φτώχεια που ταλαιπωρεί τον τόπο. Τέτοια που οδηγεί τους ανθρώπους να πουλήσουν και ζώα με τα οποία συνδέονται στον καθημερινό αγώνα για το μεροκάματο. Και εδώ μπορεί πάλι να δούμε ότι ταιριάζει το θέμα της μετανάστευση (λόγω της φτώχειας).
Πάντως το θέμα της ομορφιάς – αλλά και ελευθερίας – επανέρχεται υπαινικτικά: Ἕνα πούπουλο γλάρου // ἔπεσε στά ξερόκλαδα. Ένα σημάδι από τον ουρανό, ένα σημάδι ίσως αόριστης ελπίδας πάνω στα ξερόκλαδα.
Και στη συνέχεια η γερόντισσα – πάντα υπάρχει μια γερόντισσα να περιμένει στο κατώφλι, πάντα οι άνδρες λείπουν μετανάστες η σε πόλεμο ή εξόριστοι, η εικόνα αυτή έχει δεθεί με τον τόπο – με τον επίσης αόριστο και συμβολικό της λόγο: Στήν πόρτα, ἀντικριστά, ἡ γερόντισσα: // «Μέ κάτι τέτοια, γιέ μου, ψευτοπράματα –εἶπε– // βολεύουμε τή ζήση μας» Δεν ξεκαθαρίζεται απόλυτα ποια είναι τα ψευτοπράματα – πιθανότατα το μικρό χωράφι με το σπίτι και τον στάβλο, προφανώς όλα φτωχικά και εγκαταλειμμένα. Ωστόσο δε μπορεί να αγνοήσει κανείς την υποβλητικότητα της εικόνας και των λόγων που στοχεύουν και πάλι στο ίδια θέμα: φτώχεια, λιτότητα αλλά και η αξιοπρέπεια πλέον που προβάλλεται εδώ. Η γερόντισσα είναι η φωνή του τόπου, ιέρεια και κορυφαία ενός χορού που αποτελείται από έμψυχα και άψυχα: το ερημωμένο χωράφι, το κλειστό σπίτι, το στάβλο και το άλογο που πουλήθηκε, τον Βαγγέλη που λείπει, τη θάλασσα, το πούπουλο του γλάρου. Και μπροστά στη φωνή αυτή ο «άλλος», ο κεντρικός ήρωας μένει άφωνος όπως και εξ αρχής ανώνυμος. Ὁ ἄλλος δέ μίλησε. Κοιτοῦσε πέρα∙//ἔκανε τό σταυρό του και προχώρησε σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ // τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο.
Κοιτάζει πέρα, μακριά και κάνει μόνο τον σταυρό του όπως όταν βρίσκεται σε χώρο ιερό. Και πράγματι τα πράγματα γύρω, καθαγιασμένα από τον αγώνα της βιοπάλης και τις αγωνίες των ανθρώπων, γυμνά από κάθε εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, λιτά και απέριττα, υποβλητικά παρουσιασμένα από τον αφηγητή που ακολουθεί τη ματιά του ήρωα, μοιάζουν να έχουν αποκτήσει κάποιον σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα. Και έτσι ο ήρωας προχωρά … σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ // τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο. Είτε για να φιλήσει το χέρι της γερόντισσας (ένδειξη σεβασμού προς τη φωνή του τόπου, την ιέρεια των ασήμαντων πραγμάτων που συνθέτουν κάτι τόσο σημαντικό όπως η Ελλάδα) είτε για να φιλήσει το πούπουλο του γλάρου, το σύμβολο της ομορφιάς και της ελευθερίας, των ιδανικών του τόπου.
Βλέποντας ξανά τον τίτλο Ελλάδα μπορούμε τελικά να αποκρυπτογραφήσουμε τη διπλή του σημασία: εικόνα της Ελλάδας το ποίημα αλλά και η Ελλάδα η ίδια. Φτώχεια και απλότητα, μετανάστευση, αγώνας για επιβίωση, αγώνας για ελευθερία, αγώνας να κρατηθεί ζωντανή η ομορφιά. Και η γερόντισσα με το δωρικό της λόγο δίνει τη φωνή στα έμψυχα και άψυχα, σα να είναι η ίδια η γερόντισσα ολόκληρη η Ελλάδα και ο «άλλος», ο ήρωας, ο οποιοσδήποτε από εμάς (γι’αυτό και ανώνυμος} που το βλέπει και το νιώθει, σκύβει να την προσκυνήσει.