Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης (Aριστομένης, υιός του Μενελάου)

Και τούτο το ποίημα, όπως και τα περισσότερα άλλωστε καβαφικά του ιστολογίου, χρωστούμενο δεκαετιών. Ήταν 28 Δεκεμβρίου του 1979 – σημείωνα κάποτε τις ημερομηνίες αγοράς – όταν απέκτησα την κλασική δίτομη έκδοση του Σαββίδη στον Ίκαρο με τα 154 ποιήματα του καβαφικού κανόνα· ήταν και η πρώτη ποιητική συλλογή που αποκτούσα στην εμβρυακή τότε ατομική μου βιβλιοθήκη. Η φιλόλογός μου στο Γυμνάσιο έμαθε για την αγορά και μου ζήτησε να αναφέρω στην τάξη τίτλους από ποιήματα που μου άρεσαν και να μιλήσω για κάποια από αυτά. Στο επόμενο μάθημα εμφανίστηκα με τους δυο τόμους ανά χείρας και πάνω από εξήντα ποιήματα σημειωμένα με σταυρό (προτίμησης, εν είδει ψηφοδελτίου) στα περιεχόμενα. “Θα γίνεις φιλόλογος” μου είπε αποφασιστικά και δεν έχω ακόμα καταλήξει αν ήταν ευχή ή κατάρα, πάντως έπιασε. Νομίζω ότι ο “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης” δεν ανήκε σε εκείνα που επέλεξα για παρουσίαση, μου φαινόταν εύκολο. Μόνο φαινόταν φυσικά, πολύ αργότερα κατάλαβα ότι και εγώ ήμουν όπως οι ανίδεοι Aντιοχείς [που] διαβάζουν, Εμονίδην.

Τα (πολύ καλά πάντως) νέα στον χώρο των καβαφικών μελετών είναι η ψηφιοποίηση περισσοτέρων από 2000 αρχειακών τεκμηρίων από το Αρχείο Καβάφη που ανήκει, στο κομμάτι που κατείχε  ο Γ.Π.Σαββίδης και είναι το μεγαλύτερο, στο Ίδρυμα Ωνάση από το 2012. Η έρευνα μπορεί να γίνει με μια ισχυρή μηχανή αναζήτησης και υπάρχουν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για το κάθε τεκμήριο καθώς και πολύ χρήσιμοι υπερσύνδεσμοι. Είναι μια προσεγμένη και σοβαρή δουλειά που μας λύνει τα χέρια σε αρκετές περιπτώσεις και εισάγει νέους προβληματισμούς για το καβαφικό έργο μέσα από τις σημειώσεις του ποιητή και τις προσθαφαιρέσεις λέξεων ή και στίχων. Δεν θα πω περισσότερα, αξίζει σε κάθε περίπτωση η επίσκεψη στον ιστότοπο και είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι μόνο μία.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
[δημιουργία: ;/δημοσίευση: 1928]

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Ένα όψιμο (δημοσίευση 1928) ποίημα του καβαφικού κανόνα των 154 ποιημάτων. Ποίημα της ωριμότητας συνεπώς, κάτι που πρέπει να κάνει τον αναγνώστη ιδιαίτερα προσεκτικό στο να υιοθετήσει άκριτα μονοσήμαντες ή επιπόλαιες ερμηνείες. Χαρακτηρίζεται συνήθως ψευδοϊστορικό, ωστόσο με βάση την νεότερη διαίρεση των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη σε ψευδοϊστορικά (κατά τον Γ.Σεφέρη φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα), ιστοριογενή (κατά τον Μ.Πιερή τα καθαρόαιμα ιστορικά) και ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο) το ποίημα μοιάζει να ανήκει στα ιστορικοφανή ποιήματα καθώς το πλαίσιο είναι λίγο πολύ συγκεκριμένο ιστορικά (ελληνιστικοί χρόνοι) αλλά φανταστικά τα σχετικά με τον ήρωα και την υπόθεση και επιπλέον το όποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο δε δείχνει να είναι πρωτεύουσα στόχευση του ποιητή όπως λχ στο Μάρτιαι Ειδοί

Στο ποίημα τίθεται εξ αρχής ένα πρόβλημα γεωγραφικού προσδιορισμού του όρου “Δυτική Λιβύη”. Ολόκληρη η Βόρεια Αφρική πλην της Αιγύπτου ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες Λιβύη. Μια τέτοια ωστόσο ερμηνεία του όρου θα έστελνε τον ήρωα του ποιήματος ηγεμόνα κάπου στην Αλγερία ή την Τυνησία, οπωσδήποτε πολύ μακρυά από κάθε κάθε αξιόλογο κέντρο ελληνικού πολιτισμού. Αντίθετα, εάν ως Λιβύη εννοηθεί η σημερινή, τότε τα πράγματα γίνονται σαφώς ευκολότερα: η Δυτική Λιβύη δεν έχει σημαντικές ελληνικές αποικίες, υπάρχει όμως ανατολικά της η χερσόνησος της Κυρηναϊκής ή Πεντάπολις με τις πέντε αρχικά και έξι στη συνέχεια ακμάζουσες ελληνικές αποικίες, ιδίως τα χρόνια των Πτολεμαίων και έως την ύστερη αρχαιότητα. Ο ήρωας του ποιήματος λοιπόν προέρχεται από κάπου αόριστα δυτικά της Κυρηναϊκής: πιο μακριά από τα περιφερειακά κέντρα του ελληνισμού αλλά δεν είναι δα και «…πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα» όπως στο Φιλέλλην, το εξαιρετικό εκείνο καβαφικό ποίημα με τον επίσης απατεωνίσκο μεν, κυνικότατο όμως δε ηγεμόνα.

Το ποίημα οργανώνεται σε τρεις στροφικές ενότητες και καθώς η τρίτη ενότητα ανήκει οργανικά στη δεύτερη, την οποία ολοκληρώνει και εν μέρει ανασημασιοδοτεί, μπορούμε να μιλάμε για δύο σχεδόν ισοδύναμα σε στίχους μέρη: δώδεκα στίχοι στο πρώτο και δεκατρείς συνολικά στο δεύτερο. Όπως παρατηρεί ο Μ.Πιερής στην πρώτη ενότητα (στ. 1-12) αναπτύσσεται η θέση (το “φαίνεσθαι” του ήρωα), στη δεύτερη (στ. 13-21) η άρση της (η πραγματικότητα) και η τρίτη (στ. 22-25) κλείνει το ποίημα με μία coda, έναν επεξηγηματικό επίλογο. Σταθερή και στις τρεις ενότητες η τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός αφηγητή-σχολιαστή που, όπως συχνά συμβαίνει στον Καβάφη, δεν είναι και τόσο ουδέτερος απέναντι στο αφηγηματικό υλικό του.

Η πρώτη ενότητα αναλαμβάνει να συνοψίσει και να αξιολογήσει τη συνολική παρουσία του ήρωα στην Αλεξάνδρεια, κάνοντας και τις απαραίτητες συστάσεις: χώρος, χρονικό διάστημα της επίσκεψης, καταγωγή και ιδιότητα του ήρωα, εμφάνιση, ήθος, συμπεριφορά. Μα πρώτα και πάνω από όλα η τελική αξιολόγηση: Άρεσε γενικώς. Προτάσσεται και κυριαρχεί η θετική γενικώς εικόνα του ήρωα για το διάστημα των δέκα ημερών που έμεινε στην Αλεξάνδρεια. Ακολουθούν επιμερισμένα τα στοιχεία που συνθέτουν τη γενική θετική εικόνα όπως προαναφέρθηκαν: στίχος 3 η κοινωνική θέση (ηγεμών, έστω και εκ Δυτικής Λιβύης, ηγεμών πάντως), στίχος 4 το όνομα και το πατρώνυμο, αμφότερα ελληνικότατα και αριστοκρατικότατα, στίχος 5 η σεμνή και επίσης ελληνική αμφίεση, στίχοι 6 και 7 η ευγένεια και η μετριοφροσύνη του ήρωα, στίχοι 8 και 9 η φιλομάθεια (πάντα στα πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού) στίχοι 10-12 η λακωνικότητα του λόγου του ήρωα που παραπέμπει (κατά τους Αλεξανδρινούς) σε άτομο βαθυστόχαστο, έναν διανοούμενο που αποφεύγει τις φλυαρίες.

Διερευνώντας πάντα το αρχικό άρεσε γενικώς το πρώτο που προσέχει ο αναγνώστης μετά τον προσδιορισμό του τόπου (Αλεξάνδρεια) είναι χρόνος διαμονής του ήρωα: δέκα μέρες. Απαραίτητη η διευκρίνηση καθώς το χρονικό διάστημα δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό. Αρκετό για να σχηματιστεί μια πρώτη εντύπωση αλλά ανεπαρκές για μια βαθύτερη γνωριμία με ένα πρόσωπο. Εξ αρχής λοιπόν η εικόνα του ήρωα σχηματίζεται σε ένα στενό χρονικό όριο: δέκα μέρες, άρα πράγματι μιλάμε γενικώς για το άρεσε. Το όνομα και πατρώνυμο πάντως παραπέμπουν σε βασιλική καταγωγή: Αριστομένης, υιός του Μενελάου. Ο Αριστομένης βέβαια ήταν βασιλιάς των Μεσσηνίων στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο ενάντια στους Σπαρτιάτες και λογικά δεν πολυταιριάζει με τον Μενέλαο, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης αλλά αυτό είναι μάλλον κάτι ήσσονος σημασίας στους ελληνιστικούς χρόνους και μάλιστα για ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης. Και σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη η λεπτομέρεια του ελληνικού πατρωνύμου που δηλώνει τουλάχιστον μια γενιά πίσω ελληνικής (ή έστω εξελληνισμένης) πολιτιστικής ταυτότητας.
Διόλου ασήμαντη και η επόμενη λεπτομέρεια, η αμφίεση του ήρωα που είναι ανάλογη του ονόματος κοσμίως, ελληνική χωρίς υπερβολές και επίδειξη πλούτου που θα μαρτυρούσαν έναν βάρβαρο με επιφανειακό ελληνικό λούστρο. Και πάλι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε το Φιλέλλην και τη μέριμνα του άλλου ηγεμονίσκου πέρα από τον Ζάγρο για το πλάτος του διαδήματος: Το διάδημα καλύτερα μάλλον στενό·/εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.

Όνομα και εμφάνιση καλύπτουν, ικανοποιητικά όπως φάνηκε, τις πρώτες εντυπωσιάσεις του ηγεμόνα και ακολουθούν τα στοιχεία του χαρακτήρα. Τον ευχαριστούσαν οι τιμές (δεν ήταν λοιπόν άνθρωπος δύσκολος ή ακοινώνητος) αλλά – προσέχουμε εδώ τον διασκελισμό – δεν τες επιζητούσεν· και μετά, χωρισμένο με άνω τελεία το συμπέρασμα των Αλεξανδρινών για το ήθος του: ήταν μετριόφρων. Προσεκτική και μετρημένη η συμπεριφορά του ήρωα και εδώ όπως στο όνομα και στην αμφίεση. Κυριαρχεί η μεσότητα και μετριοπάθεια, αποφεύγονται οι ακρότητες.
Η φιλαναγνωσία επίσης του ήρωα αξιολογήθηκε θετικά από τους Αλεξανδρινούς ιδίως επειδή αφορά ελληνικά βιβλία (στοιχείο που ενισχύει την ελληνική καταγωγή του) και μάλιστα ιστορικά και φιλοσοφικά. Οι επιλογές του αυτές που δεν έχουν τόσο σχέση με το χώρο της Τέχνης (ποίηση, θέατρο) αλλά με την επιστήμη, οδηγούν σε έναν άνθρωπο που σκέφτεται πολύ και μιλά λίγο. Και αυτό ακριβώς το τελευταίο προσέχουν ιδιαίτερα όσοι τον συναναστρέφονται: Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος. Όλα τα προηγούμενα στοιχεία που συνθέτουν το ήθος συναθροισμένα, η μετριοφροσύνη, η φιλαναγνωσία και δη “σοβαρών” βιβλίων μαζί με τη η λακωνικότητα συνθέτουν έναν άνθρωπο που είναι βαθύς στες σκέψεις, ένας σοφός, ένας επιστήμονας, κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά. Βέβαια, το οι τέτοιοι εμπεριέχει ίσως μια ενόχληση, μια κάποια απαξίωση. Ίσως στην Αλεξάνδρεια να περίμεναν κάτι παραπάνω από τον ηγεμόνα, κάποιες πιο απτές επιδείξεις της σοφίας του με φιλοσοφικές ή ιστορικές συζητήσεις, αναλύσεις, προσεγγίσεις. Ίσως. Όμως και πάλι η συμπεριφορά του δεν κρίνεται παράξενη διότι δεν θεωρείται ασυνήθιστη: οι βαθυστόχαστοι δεν πολυμιλούν. Έτσι τουλάχιστον διεδίδετο στους κύκλους όσων τον γνώρισαν και αυτή ήταν η εξήγηση που δόθηκε και διαδόθηκε για την λακωνικότητά του, τόσο συνταιριασμένη άλλωστε ως ιδιότητα με όνομα και πατρώνυμο.

Δεν υπάρχει ίσως κανένα άλλο καβαφικό ποίημα που η ανατροπή μιας προσεχτικά χτισμένης εικόνας στην πρώτη να είναι στη δεύτερη τόσο ριζική και απόλυτη. Ίσως μόνο η τρίτη στροφή στον Αριστόβουλο, εκεί που μετά τον θρήνο για τον θάνατο του Αριστόβουλου περιγράφεται ζωντανά η ανίσχυρη οργή της μητέρας του Αλεξάνδρας που σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καημός της για τη δολοφονία του Αριστόβουλου καθώς δε μπορεί να βγει και να φωνάξει στους Εβραίους, / να πει, να πει πώς έγινε το φονικό. Και μπορεί το καβαφικό σύμπαν να στηρίζεται στη δραματική ειρωνεία, στις αντιθέσεις και ανατροπές αλλά σχεδόν ποτέ αυτές δεν είναι απόλυτες, ριζικές απροκάλυπτες όπως εδώ: Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Ρητά και ξεκάθαρα διαγράφονται από τον αφηγητή/σχολιαστή αρχικά η τελική αξιολόγηση του ήρωα από του Αλεξανδρινούς africa 2387(Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο) και αμέσως μετά το σύνολο της εικόνας του που με τόσο κόπο (και θυσίες) έχτισε όσο έμεινε στην  πόλη. Ακολουθεί η συστηματική αποδόμηση της εικόνας του ένα προς ένα, ακολουθώντας τη σειρά των στοιχείων που την συνέθεσαν στην πρώτη στροφή. Ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης γίνεται ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος με το τυχαίος λογικά να διαλύει κάθε υποψία μεγαλοπρέπειας λόγω του τίτλου και το αστείος κάθε σοβαρότητα του ήρωα. Αντίστοιχα το προσεγμένο όνομα και πατρώνυμο (Αριστομένης, υιός του Μενελάου) αποδεικνύονται απλή απάτη (πήρε όνομα ελληνικό) και η κοσμίως ελληνική περιβολή κοινός μιμητισμός (ντύθηκε σαν τους Έλληνας). Και πάλι σαν τους Έλληνας έμαθε να φέρεται – και μάλιστα άτσαλα και πρόχειρα: απάνω, κάτω – οπότε και η μετριοφροσύνη και η βιβλιοφιλία με τη σειρά τους αποκαλύπτονται ως προσποίηση και απάτη.

Ως εδώ η αποκαθήλωση της θετικής εικόνας του ήρωα που ξεκίνησε στη δεύτερη στροφή και όπως προαναφέρθηκε ακολουθεί τη σειρά παράθεσης των θετικών ιδιοτήτων της πρώτης στροφής γίνεται βίαια και σχεδόν εσπευσμένα. Τρεις μόλις στίχοι, τέσσερις με τον αρχικό 13, που όμως λειτουργεί ως  θεματική πρόταση της στροφής ολόκληρης, αποδομούν  τους αντίστοιχους αρχικούς εφτά: στίχος 3 vs στίχος 14, στίχοι 4 και 5 vs στίχο 15, στίχοι 6,7,8,9 vs στίχο 16. Σα να βιάζεται όλο και περισσότερο ο αφηγητής/σχολιαστής και προσπερνά με ολοένα και λιγότερα λόγια τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ήρωα για να φτάσει στο ουσιώδες: Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος που τεκμηρίωσε το βαθύς στες σκέψεις και την τελική θετική ετυμηγορία των Αλεξανδρινών για τον ήρωα. Διόλου τυχαία η άνω τελεία στο τέλος του στίχου 16 κλείνει την περιληπτική σχεδόν αποδόμηση του ήρωα ανοίγοντας μια εξευτελιστική σκιαγράφηση της ψυχολογίας του ήρωα πάνω στο κρίσιμο θετικό του χαρακτηριστικό: την λακωνικότητα. Η ένταση του λόγου ανεβαίνει ακόμα περισσότερο με το λεξιλόγιο να γίνεται όλο και πιο επιθετικό για τον ήρωα: έτρεμεν η ψυχή του, καλούτσικην εντύπωσι (που απέχει βέβαια από το άρεσε γενικώς του πρώτου στίχου), βαρβαρισμούς δεινούς, τον πάρουν στο ψιλό, ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι. Δε γίνεται να μην προσέξει ο αναγνώστης τη διολίσθηση από τον σχεδόν επίσημο, λόγιο λόγο στην πρώτη στροφή (ηγεμών. περιβολή, κοσμίως, μετριόφρων διεδίδετο) στο σχεδόν λαϊκό, χοντροκομμένο της δεύτερης στροφής με τις εκφράσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και κυρίως τα έτρεμεν η ψυχή του και τον πάρουν στο ψιλό. Όπως επίσης και την έκταση που καταλαμβάνει η σκιαγράφηση αυτή, πέντε από τους εννιά στίχους της στροφής (στίχοι 17-21).

Δημήτρης Μάσκες

Μυταράς Δημήτρης – Μάσκες

Το μεγάλο προτέρημα στην εικόνα ήρωα, η λακωνικότητά του είναι λοιπόν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα που προέρχεται από τον βαθύτερο φόβο του ήρωα, την ανεπαρκή γνώση της ελληνικής που θα τον έκανε να την μιλά με φοβερούς βαρβαρισμούς και θα επέσυρε τη χλεύη των απαίσιων Αλεξανδρινών. Δεν έφτανε που θα χαλούσε την εντύπωση που με τόσο κόπο έχτισε – καλούτσικη εν τέλει, έτσι ερμηνεύεται όπως είδαμε το “άρεσε γενικώς” – θα γελοιοποιούνταν κιόλας από τους Αλεξανδρινούς. Ουσιαστικά ο ήρωας προτιμά να χτίσει μια ολόκληρη στολή από όνομα, ρούχα, φερσίματα, χειρονομίες και μετρημένα λόγια (και εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον άλλο εκείνο Αλεξανδρινό με την πανοπλία του) για να αποφύγει τη γελοιοποίηση  – μια παράσταση που ωστόσο κρίνει γελοία ο αφηγητής/σχολιαστής και ως τέτοια την αποκαλύπτει. Αδιάφορο ωστόσο: ο ήρωας πέτυχε τον στόχο του, ξεγέλασε τους απαίσιους Αλεξανδρινούς κι ας έτρεμε δέκα μέρες η ψυχή του μήπως τον πα΄ρουν χαμπάρι. Η σκηνοθεσία του τελικά απέδωσε. Είναι λοιπόν έτσι;

Θα μπορούσε συνεπώς το ποίημα να ολοκληρωθεί εδώ; Θεωρητικά ναι.  Παραμένει ωστόσο η απορία του αναγνώστη για την τόσο σαρωτική αποδόμηση της εικόνας που χτίστηκε τόσο προσεκτικά στην πρώτη στροφή και την τόσο αγεφύρωτη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη ματιά των Αλεξανδρινών και τη ματιά του σχολιαστή/αφηγητή, ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα. Απατεωνίσκος ο ήρωας με τη φτηνή σκηνοθεσία του, ξιπασμένοι οι Αλεξανδρινοί που απαιτούν πιστοποιητικά ελληνικής ταυτότητας αλλά ταυτόχρονα ένας έπαινος για την ελληνισμό που ως κυρίαρχη κουλτούρα έχει επιβάλει ένα άτυπο savoir vivre (με θεματοφύλακές του εδώ τους Αλεξανδρινούς) σε οποιονδήποτε θέλει να γίνει αποδεκτός σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Μετά την τρίτη στροφή όμως ο ήρωας μοιάζει συμπαθέστερος, και οι Αλεξανδρινοί λιγότερο υπερόπτες. Πώς γίνεται αυτό; Μα με την αναφορά στη χρήση της γλώσσας από τον ήρωα. Η λακωνικότητα του ήρωα ξεκινά ως αρετή του στα μάτια των Αλεξανδρινών στην πρώτη στροφή (στίχοι 10-12), ξεσκεπάζεται βίαια ως φόβος της γελοιοποίησης στη δεύτερη (στίχοι 17-21) και επιστρέφει στην τρίτη ως σεβασμός του ήρωα προς τη γλώσσα: γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, / προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά (στίχοι 22-23) έστω και υπό την απειλή των απαίσιων Αλεξανδρινών.

Δημήτρης Καθρέπτης 1987

Μυταράς Δημήτρης-Καθρέπτης, 1987

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τελική αυτή θέση της λελογισμένης χρήσης του λόγου δεν είναι παρά η αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα: την έλλειψη της πλαστής λακωνικότητας και την υπερβολή μιας ενδεχόμενης βαρβαρίζουσας (και καταστροφικής για τον ήρωα) φλυαρίας. Ο όρος δέος σηματοδοτεί αυτή τη διαφοροποίηση διότι αποδίδει, σε αντιδιαστολή με το λαϊκό έτρεμεν η ψυχή του, όχι τρόμο αλλά ένα ευγενές μείγμα σεβασμού και φόβου. Και βέβαια κάθε μεσότητα δεν αποκτάται εύκολα και άκοπα όπως μας θυμίζει ο αφηγητής/σχολιαστής: κι έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας /κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του. Το αντίτιμο της καλούτσικης εικόνας είναι η πλήξη του ήρωα από τις στοιβαγμένες μέσα του κουβέντες – προσέχουμε τη μετοχή στοιβαγμένες που αποδίδει αυτήν ακριβώς την απελπισμένη συσσώρευση από κουβέντες (λέξη που παραπέμπει σε διαλόγους που όμως ποτέ δεν έγιναν) και που γενικά στο καβαφικό έργο σχετίζεται με πλούτη είτε πρόκειται για εκείνα που άπληστα συγκεντρώνει ο Οροφέρνης  είτε για εκείνα που με προσοχή τακτοποιεί ο Πρίαμος στο άρμα του, λύτρα τον φοβερό Αχιλλέα στην αριστοτεχνική αν και κρυμμένη Πριάμου Νυκτοπορία. Και εδώ, μέσα από την λοξή αυτή συνομιλία των ποιημάτων επιστρέφουμε στην αξία της ελληνικής γλώσσας μέσα στο καβαφικό έργο: συμπαθής εν τέλει ο ήρωας γιατί, σε αντίθεση με τον (πραγματικό) ηγεμόνα στο Φιλλέλην δείχνει να σέβεται ιδιαίτερα τη γλώσσα που παλεύει να μιλήσει σωστά ενώ ταυτόχρονα δικαιώνονται και οι Αλεξανδρινοί καθώς μπορεί μεν να ξεγελάστηκαν σε όλα όμως επέβαλαν με τη στάση τους στον ήρωα το πρέπον δέος στη χρήση της ελληνικής. Άλλωστε, ποτέ δεν θα άφηνε ο ποιητής αδικαίωτους τους αγαπημένους του Αλεξανδρινούς όταν παντού και πάντα μέσα στην ποίησή του κατέχουν εξέχουσα και κυρίαρχη θέση (παραπέμπω στο βιβλίο του Edmund Keeley Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου και πρόχειρα στα όσα είχα γράψει στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης γα το Απολείπεν ο θεός Αντώνιον

Η αγάπη του Καβάφη για την ελληνική γλώσσα και η αξία που της αποδίδει είναι φυσικά γνωστή σε κάθε αναγνώστη του έργου του και μια έρευνα στον καβαφικό συμφραστικό πίνακα στην Ανεμόσκαλα και στα λήμματα γλώσσα, λαλιά, φωνή μας δίνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ποιημάτων όπου η ελληνική γλώσσα έχει τιμητική θέση. Πρέπει να προσθέσουμε νομίζω και το συγκεκριμένο ποίημα και να το διαβάσουμε μαζί με το Στα 200 π.Χ όπου διόλου τυχαία ως τελικό μέγιστο κατόρθωμα του νέου ελληνισμού που βγαίνει από τις αλεξανδρινές κατακτήσεις είναι που και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Οπότε ούτε για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα αλλά ούτε μάλλον και για ηγεμόνες εκ Δυτικής Λιβύης.

 

Ο φάκελος με το υλικό της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://app.box.com/s/dsry9ndyab9sqx4u8jmia7porb0n6g8z
και καταγράφω τα βασικότερα:

1. Anthony Dracopoulos – On Cavafean Irony and the Elusive ‘Wholeness’
2. Martin McKinsey – Revisiting Cavafy’s Philhellene. Where are the greeks
3. Κατερίνα Κωστίου – Ακόμη λίγα για την ειρωνεία του Κ.Π.Καβάφη
4. Κατερίνα Κωστίου. Ανάμεσα στη μίμηση και την αυτοσυνειδησία. Η λειτουργία του προσωπείου στα ποιήματα «Φιλέλλην» και «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»
5. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – Ποίηση 2 – Καβάφης Καρυωτάκης Σεφέρης Ρίτσος (βιβλίο καθηγητή 1986) σελ. 60-62
6. Μιχάλης Πιερής – Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του «μέσα»-«έξω» στην ποίηση του Καβάφη σελ. 348-351 και 372
7. Ρένος-Στάντης-‘Ηρκος Αποστολίδης – Κ.Π.Καβάφη Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα σελ. 181-184

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *