Οι απόντες
Άλλοι αποφάσιζαν, άλλοι μιλούσαν για λογαριασμό τους. Εκείνοι,
θαρρείς απόντες, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου),
άκουγαν απ’ τούς τηλεβόες τα ονόματά τους, τίς κατηγορίες, την καταδίκη τους,
έβλεπαν σωριασμένες πλάκες, — πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγορεύσεις —
μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες. Μακριά, μακριά, ξενιτεμένοι,
ξένοι στη χώρα τους, ξένοι στον εαυτό τους, αδιάφοροι, — αυτοί
πού κάποτε πιστέψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη
αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύπιστοι. Και τώρα,
κανείς ναός τού Αμφιαράου· και στον μικρό πέτρινο λόφο, γεμάτον σπερδούκλια,
κανένα μαύρο κριάρι για μια κάποια θυσία, και μετά να ξαπλώσουν
στο ζεστό δέρμα τού σφαγμένου ζώου, να διανυχτερέψουν περιμένοντας,
έστω και μέσα σέ οπτασίες ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι
για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε),
κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα
σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης. Μ’ όλο που, από πάντα, όσο θυμόμαστε,
μονάχα χάλκινες δεκάρες βρίσκαν οι νεοκόροι στην πηγή τού Αμφιάραου.
Αυτό ’ταν φυσικό· — ξεχνούσαν οι άνθρωποι, και το χρυσάφι πάντοτε χρειαζόταν.
Λέρος, 19.III.68
Ποίημα από τις Επαναλήψεις του Ρίτσου με μυθικό περιεχόμενο. Βέβαια ο μύθος, όπως συχνά γίνεται στα ποιήματα της συλλογής, είναι περισσότερο πρόσχημα για να μιλήσει ο ποιητής για σύγχρονες καταστάσεις παρά κάποια περίπλοκη μυθική μέθοδος όπως αυτή σε Σεφέρη ή Έλιοτ. Ο μύθος χρησιμοποιείται ευθύγραμμα και λιγότερο υπαινικτικά στοχεύοντας στο να αναγνωρίσει άμεσα ο αναγνώστης την αναλογία μύθου – πραγματικότητας. Απομένει στην ικανότητα του ποιητή να δημιουργήσει την ποιητική ατμόσφαιρα που θα κάνει τον μύθο ενεργό δραματικό στοιχείο του ποιήματος και όχι απλό ή βαρετό περίβλημα. Και γενικά σε αυτό ο Ρίτσος τα πήγε – εκτιμώ – πολύ καλά.
Πληροφορίες για το μαντείο του Αμφιάραου στην Αττική εδώ.
Το ποίημα από τη δεύτερη σειρά των Επαναλήψεων (1968) που περιλαμβάνει έξι ποιήματα που χρησιμοποιούν μύθο σχετικό με τα αρχαία μαντεία τα 1ο, 2ο, 3ο 4ο 5ο και 7ο της συλλογής: Κάθοδος στο μαντείο τού Τροφώνιου, Το νέο μαντείο, Τα παρόντα, Από μαντείο σε μαντείο. Οι απόντες, Μεταστροφή. Και τα έξι ποιήματα είναι γραμμένα έναν μήνα μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ (5-15 Φεβρουαρίου 1968 στη Βουδαπέστη μέσα από την 12η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) και σαφώς αντανακλούν αυτό το κλίμα διάλυσης και διάσπασης. Διόλου τυχαία ακολούθησαν τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία με την Άνοιξη της Πράγας και την σοβιετική εισβολή τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και ο Μάης του 1968 στη Γαλλία.
Δεκαεφτά (17) στίχοι. Συχνοί διασκελισμοί, ανυπαρξία μέτρου και ομοιοκαταληξίας, σχεδόν ποιητική πρόζα. Τριτοπρόσωπος αφηγητής/σχολιαστής που σχολιάζει τις σκέψεις και τον προβληματισμό μιας ανώνυμης ομάδας ανθρώπων (Εκείνοι), τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των οποίων σταδιακά αποκαλύπτει ο αφηγητής μέσα από την ποιητική αφήγηση. Δυο ενότητες, η πρώτη που σχολιάζει την ταυτότητα και την ψυχική κατάσταση «Εκείνων» (στίχοι 1-8) και η δεύτερη για το μαντείο που δεν υπάρχει και τον χρησμό που δεν δόθηκε (9-17).
Παραμένει εξ αρχής μυστήριο ποιοι είναι «Εκείνοι». Ήδη από τον πρώτο στίχο μαθαίνουμε ότι Άλλοι αποφάσιζαν, άλλοι μιλούσαν για λογαριασμό τους. Ποιοι άλλοι; Η Χούντα; Ταιριάζει μια χαρά στο όλο κλίμα απαγόρευση λόγου και καταδικών (στίχ.3) αλλά κάπου το, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου), το πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγορεύσεις και το μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες μοιάζει περισσότερο να πηγαίνει αλλού, σε κομματική διαμάχη και πρακτικά συνεδρίου που κανείς δε θα διαβάσει πλην κάποιων ιστορικών στο μέλλον.
Ας αφήσουμε τις ερμηνείες για παρακάτω – αν υπάρξει κάτι τελικό. Από τη μια οι Άλλοι που μιλούν και αποφασίζουν για λογαριασμό Εκείνων και από την άλλη Εκείνοι – προσέχουμε τον διασκελισμό στον πρώτο στίχο που αντιπαραθέτει και οπτικά, αρχή και τέλος του στίχου, τους μεν και δε. Εκείνοι λοιπόν θαρρείς απόντες, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου) αποδέχονται μια κατάσταση σαν ξένοι, απόντες, παράνομοι – και φυσικά έτσι κι αλλιώς παράνομοι μέσα στη Χούντα – άκουγαν απ’ τούς τηλεβόες τα ονόματά τους, τις κατηγορίες, την καταδίκη τους, // έβλεπαν σωριασμένες πλάκες, — πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγορεύσεις — // μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες. Το διπλά επαναλαμβανόμενο θαρρείς υπονομεύει τη σταθερότητα του απόντες και εκτός νόμου, δεν την ανατρέπει ωστόσο: παραμένουν απόντες, παραμένουν παράνομοι. Διπλά παράνομοι: μέσα στο κόμμα τους και μέσα στην πατρίδα τους από τη Χούντα. Και ταυτόχρονα ακούν τα ονόματά τους και τις κατηγορίες: ενώ ο τηλεβόας παραπέμπει σε στρατόπεδο εξόριστων, ίσως και οι φλύαρες απειλές και απαγορεύσεις (ταιριαστά και τα δύο στο καθεστώς της Χούντας – προσέχουμε το φλύαρες) οι σωριασμένες πλάκες, μεταλλικές πλάκες αδιάβαστες που περιέχουν τις απειλές μας κάνουν να υποψιαστούμε ότι εδώ υπάρχει μια διπλή σημασιοδότηση. Όχι μόνο οι διαρκείς και συχνά ανούσιες και ανόητες απαγορεύσεις της Χούντας αλλά ίσως και οι σφοδρές ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις της 12ης Ολομέλειας με εκατέρωθεν κατηγορίες και καταγγελίες που οδήγησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ. Αδιάβαστες μεταλλικές πλάκες καθώς κανείς δε θα ασχοληθεί μαζί τους. Οι Άλλοι συνεπώς δεν είναι μόνο οι χουντικοί που ορίζουν την τύχη των εξόριστων αλλά ταυτόχρονα και οι κομματικοί εκπρόσωποι που μιλούσαν και αποφάσιζαν για λογαριασμό όλων των μελών του κόμματος – που δέχονται παθητικά και μοιρολατρικά τις αποφάσεις. Προσέχουμε (υπογραμμίζω) τις επαναλήψεις που ακολουθούν καταγράφοντας σε ασύνδετο σχήμα την κατάσταση Εκείνων. Μακριά, μακριά, ξενιτεμένοι, // ξένοι στη χώρα τους, ξένοι στον εαυτό τους, αδιάφοροι, — αυτοί // που κάποτε πιστέψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη // αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύπιστοι. Πρώτα η κατάσταση: μακρυά ξενιτεμένοι και έπειτα ξένοι στη χώρα (εξόριστοι) αλλά και ξένοι στον εαυτό τους. Βλέπουμε πόσο επιτείνουν το αίσθημα της απόστασης τόσο η επανάληψη του μακριά όσο και το ξενιτεμένοι-ξένοι-ξένοι. Δεν είναι μόνο η εξορία, είναι και η ψυχική φθορά, η αποξένωση από τον ίδιο τους τον εαυτό λόγω της κατάστασης που ζουν καθώς έχουν γίνει πλέον αδιάφοροι άνθρωποι πού κάποτε πίστεψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη, δηλαδή υπεύθυνοι και ενεργοί πολίτες και φυσικά δε φταίει μόνο η εξορία για την απογοήτευσή τους. Προσέχουμε εδώ πώς ο αφηγητή αντιπαραθέτει έντονα το παρελθόν στο αδιάφοροι αλλά και τις ιδιότητες που είχαν Εκείνοι πριν το τώρα: αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύπιστοι. Ενδιαφέροντα πολύ σημεία το μεγάλες γνώσεις που περιορίζεται αμέσως ειρωνικά με την παρένθεση (αποστηθισμένες κάποτε) καθώς εδώ υπάρχει το θέμα της ανεπαρκούς γνώσης της μαρξιστικής θεωρίας, μόνιμη κατηγορία σε περιπτώσεις διαφωνίας από την κομματική γραμμή. Μπορεί βέβαια η ειρωνεία να στρέφεται τύποις σε Εκείνους αλλά πίσω από τις λέξεις πιθανότατα στοχεύει και στους Άλλους (ή και μόνο στους Άλλους) που συνήθως εκφέρουν την κατηγορία. Και το Ωραίοι και εύπιστοι · ωραίοι για τον αλτρουισμό και την αγωνιστικότητα που είχαν δείξει και εύπιστοι που δέχτηκαν άκριτα και τυφλά τις κομματικές εντολές.
Η δεύτερη ενότητα αρχίζει με τη φράση Και τώρα, στο τέλος του όγδοου στίχου με άλλον έναν διασκελισμό που χρησιμοποιείται για να δείξει τη συνέχεια και ταυτόχρονα τη διαφορά ανάμεσα στο τότε και τώρα:
…Και τώρα,
κανείς ναός τού Αμφιαράου· και στον μικρό πέτρινο λόφο, γεμάτον σπερδούκλια,
κανένα μαύρο κριάρι για μια κάποια θυσία, και μετά να ξαπλώσουν
στο ζεστό δέρμα τού σφαγμένου ζώου, να διανυχτερέψουν περιμένοντας,
έστω και μέσα σέ οπτασίες ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι
για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε),
κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα
σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης
Προσέχουμε: Την ανυπαρξία κάποιου μαντείου, κάποιου κέντρου εξουσίας που θα καθοδηγήσει τους απογοητευμένους και αποξενωμένους Εκείνους. Την προσεχτική καταγραφή της τελετουργικής θυσίας και όλων των ενεργειών που απαιτούνται για να υλοποιηθεί η θεοφάνεια (εδώ πιθανόν να υπάρχει ένας συμβολισμός που μου διαφεύγει – ποιος και τι να θυσιαστεί για τον χρησμό;) η εναγώνια αναζήτηση έστω και μέσα σε οπτασίες (έστω και χωρίς καμιά σιγουριά, χωρίς καμιά βεβαιότητα) ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι (προσέχουμε πρώτα το ρήμα αναλάμψει διέξοδος στα αδιέξοδα της χώρας και τα κομματικά, βοτάνι ακόμα, κάτι μαγικό έστω) για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε) (όχι μόνο για τη χώρα αλλά και για τον κόσμο όλο, όπως έλεγαν τότε, δηλαδή πριν χάσουν την πίστη τους σε όλα ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό) κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα // σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης (δηλαδή να ανταποδώσουν στο θεό τη χάρη για τη θεραπεία τους, να ευχαριστήσουν με κάθε τρόπο όποιον και ότι έβρισκε λύση στα αδιέξοδα)
Αν και ακόμα και όταν υπήρχε το Μαντείο, ακόμα και όταν υπήρχαν οι χρησμοί, οι προτάσεις, οι λύσεις, οι άνθρωποι έδειχναν μάλλον αχάριστοι: Μ’ όλο που, από πάντα, όσο θυμόμαστε, // μονάχα χάλκινες δεκάρες βρίσκαν οι νεοκόροι στην πηγή τού Αμφιάραου. // Αυτό ’ταν φυσικό· — ξεχνούσαν οι άνθρωποι, και το χρυσάφι πάντοτε χρειαζόταν
Για πρώτη και τελευταία φορά στο κείμενο ένα πρώτο πληθυντικό που περισσότερο έχει γενικότερη χρήση (όλοι μας, όλοι οι άνθρωποι) παρά δηλώνει κάποια συμμετοχή του αφηγητή στην κοινότητα Εκείνων. Και φυσικά δε μας διαφεύγει η απαισιόδοξη κατάληξη του ποιήματος με την πικρή ειρωνεία: τόσο η αχαριστία των ανθρώπων που αντί για τα οφειλόμενα χρυσά νομίσματα ρίχνουν χάλκινες δεκάρες στην πηγή όσο και η φαταλιστική, ταιριαστή με το κλίμα διάλυσης που διαπερνά το ποίημα, εξήγηση του αφηγητή: οι άνθρωποι ξεχνούν την ευεργεσία και το χρυσάφι είναι πολύτιμο για να το σκορπά κανείς σε τάματα. Και λύση να βρισκόταν, η ανθρώπινη φύση δε θα άλλαζε, η αγνωμοσύνη και η υλιστική συμπεριφορά θα παρέμεναν ίδιες. Πιστεύω ότι το ποίημα καταγράφει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά μαζί με το «Η χαμένη Υπερβόρειος» δεκάξι μήνες μετά (και η χρονική αυτή διαφορά έπαιξε το ρόλο της να μετριάσει ο ποιητής έστω και ελάχιστα την απογοήτευσή του) το κλίμα διάλυσης και απογοήτευσης που περνά έντονα στους κομμουνιστές εξόριστους της Χούντας από τη διάσπαση του ΚΚΕ που τους αφήνει πλέον χωρίς το Μαντείο, χωρίς το κόμμα και την γραμμή του που καθόριζε και την κοσμοθεωρία τους ολόκληρη.