Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Το κλειστό τσίρκο”

Γιάννης Ρίτσος
Το κλειστό τσίρκο (Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα)

Τον πρώτο μήνα απαγορέψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα.
         Δε φάνη­κε βαπόρι.
Το κλειστό τσίρκο, βέβαια, δεινοπάθησε πιότερο απ’ όλους μας.
         Μια μέρα
βγήκαν οι δυο μικροί παλιάτσοι, με τα ρούχα τους ακόμη πιο φαρδιά, όλο ρόμβους,
πολύχρωμους ρόμβους, με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα·
δίναν καταμεσής του δρόμου παραστάσεις, μάζευαν στο ντέφι πενταροδε­κάρες·
όμως κανένας δε γελούσε. Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια,
ξεβάφαν τα ζωγραφιστά τους δάκρυα, μουντζουρώνονταν το πρόσωπό τους.
                            Ένα δείλι,
τούς πιάσανε, τους δέσανε τα χέρια, τους τραβήξαν στο μεγάλο κτίριο.
                    Την άλλη μέρα,
όταν ξυπνήσαμε, είχε σύννεφα· λείπαν απ’ την πλατεία οι τέντες, τα κλουβιά, τα κάρα.
Μονάχα ένα παιδί βρήκε κάτω απ’ τα δέντρα μια βρεγμένη ψεύτικη γε­νειάδα.
Τη φόρεσε δισταχτικά. «Θα την κρατήσω για τον Άι-Βασίλη», είπε.
                                                                                                                                  6. II. 69

Ένα ακόμα ποίημα από την τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα με ημερομηνία σύνθεσης 6-2-1969. Ανήκει στο Κιγκλίδωμα όπου κυριαρχούν ποιήματα ανάμεσα στο 1968-9 που, όπως και στις Πέτρες καταγράφουν υπαινικτικά τη ζοφερή ατμόσφαιρα της δικτατορίας και της εξορίας. Ολιγόστιχα τα περισσότερα, λιτά, λόγος συχνά κοφτός, αυστηρός, μετρημένα επίθετα (εδώ μόλις πέντε και τρεις επιθετικές μετοχές, όλα απολύτως λειτουργικά και απαραίτητα). Πολλά από αυτά είναι αφηγηματικά με μύθο υποτυπώδη ή (σπανιότερα, όπως εδώ) πιο ολοκληρωμένο, με ανώνυμα πάντα πρόσωπα και ένα διαρκές αίσθημα ασφυξίας που θα το έλεγε κανείς ώρες ώρες καφκικό. Σε πολλά ποιήματα η εικονοποιία δείχνει τις οφειλές της στον υπερρεαλισμό, συνολικά όμως πάντα υπάρχει ένας γενικότερες συμβολισμός, είτε άμεσα ορατός είτε όχι.

Τίτλος σύντομος και αφαιρετικός, όπως σε όλη τη συλλογή. Δεκαπέντε στίχοι (ακολουθώ την οργάνωση των στίχων όπως υπάρχει στην αυτοτελή έκδοση της συλλογής, στο συλλογικό τόμο οι στίχοι είναι 13 καθώς οι στίχοι 2 και 4 περνούν στον προηγούμενο στίχο). Ενδιαφέρουσα είναι εμφάνιση του πρώτου πληθυντικού ήδη από τον τρίτο στίχο: πιότερο απ’ όλους μας – ο αφηγητής/σχολιαστής αποκαλύπτεται εδώ ως συλλογικό ομοδιηγητικό προσωπείο και όχι ένας ουδέτερος τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής

Ο μύθος σύντομος αλλά ολοκληρωμένος: το κλείσιμο του τσίρκου από τις αρχές, οι μικροί παλιάτσοι και οι παραστάσεις τους, η σύλληψή τους, η εξαφάνιση του τσίρκου, το παιδί με την ψεύτικη γενειάδα. Τα πρόσωπα: σε τρίτο πρόσωπο οι άλλοι, εκείνοι, σε πρώτο εμείς, οι μικροί παλιάτσοι, το παιδί. Όπως πολλά ποιήματα της συλλογής και εδώ ο Ρίτσος προσεγγίζει αρκετά την ποιητική πρόζα. Μια στροφή ολόκληρο το ποίημα που μπορεί να διαιρεθεί, ακολουθώντας την εξέλιξη του μύθου σε τέσσερις ενότητες ανάλογα με τις διακριτές χρονικές βαθμίδες: Τον πρώτο μήνα, μια μέρα, ένα δείλι, την άλλη μέρα.

Στην εισαγωγική ενότητα (στίχοι 1-3) κυριαρχεί το θέμα της απαγόρευσης και των συνεπειών της. Φυσικά ποιοι, γιατί, πότε ακριβώς δεν καταγράφονται ούτε και χρειάζεται. Παντού και πάντα άλλωστε με τον ίδιο τρόπο επιβάλλεται μια αυταρχική, τυραννική εξουσία. Ο πρώτος χρονικός δείκτης τον πρώτο μήνα αναφέρεται προφανώς στον πρώτο μήνα επιβολής του καθεστώτος και τις απαγορεύσεις του: απαγορέψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα. Οι συνέπειες φαίνονται αμέσως. Δε φάνη­κε βαπόρι και ακόμα περισσότερο Το κλειστό τσίρκο, βέβαια, δεινοπάθησε πιότερο απ’ όλους μας. Οι συγκοινωνίες και τα θεάματα είναι από τα πρώτα που ελέγχει μια δικτατορία. Τις πρώτες για να μπορεί να συλλάβει άμεσα και εύκολα τους αντιφρονούντες και τα δεύτερα γιατί μπορεί να υπονομεύσουν μέσω της σάτιράς τους το lvkug to megalo mas tsirkoκαθεστώς που επιβάλλεται βίαια. Το τσίρκο εδώ μας θυμίζει ίσως το Μεγάλο μας Τσίρκο, παράσταση που όμως ως ιδέα ξεκινά το 1972 – το σημειώνουμε εδώ για να φανεί πόσο φοβάται κάθε καθεστώς όποια μορφή τέχνης δεν ελέγχει άμεσα και μάλιστα όσες σχετίζονται με το γέλιο (και την πιθανή γελοιοποίηση του καθεστώτος). Οπότε λογικά το τσίρκο υποφέρει περισσότερο από όλους καθώς οι καλλιτέχνες και οι υπόλοιποι εργαζόμενοί του μένουν άνεργοι και δεν μπορούν να φύγουν καθώς δεν υπάρχει καράβι (προφανώς βρίσκεται σε νησί).

Στο κυρίως επεισόδιο του ποιήματος οι δυο μικροί παλιάτσοι βγαίνουν να δώσουν παραστάσεις στο δρόμο .Ενδιαφέρον εδώ ότι αφιερώνονται δύο στίχοι για την περιγραφή τους: … με τα ρούχα τους ακόμη πιο φαρδιά, όλο ρόμβους, // πολύχρωμους ρόμβους, με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα· Προσέχουμε την προσπάθειά που καταβάλλουν οι μικροί παλιάτσοι (οι νεότεροι, ίσως γιατί λόγω της μικρής του ηλικίας υπήρχε η ελπίδα ότι δεν θα συλληφθούν) να φανούν αστείοι: ακόμα πιο φαρδιά ρούχα, πολύχρωμα και κωμικά (γεμάτα ρόμβους) και με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα· Μπορούμε να δούμε εδώ ότι το δάκρυ των κλόουν, μέρος μιας κωμικής παράστασης, προκαλεί συνήθως γέλιο στους θεατές της παράστασης καθώς το όλο ντύσιμο (ρούχα, μύτες) και η παντομίμα τους έρχεται σε αντίθεση με οτιδήποτε δραματικό ή λυπηρό. 12f2323Εδώ τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται όπως συνήθως. Οι παλιάτσοι δίναν καταμεσής του δρόμου παραστάσεις, μάζευαν στο ντέφι πενταροδε­κάρες· σημειώνουμε τόσο εδώ όσο και στον προηγούμενο στίχο την άνω τελεία που κάνει τον λόγο κοφτό και σχεδόν υποβλητικό μέσα στη λιτότητά του και που στον στίχο αυτό έχει μια επιπλέον λειτουργία καθώς εισάγει την δραματική αντίθεση: όμως κανένας δε γελούσε. Οι άνθρωποι δίναν ένα μικρό φιλοδώρημα στους παλιάτσους αλλά δε γελούσαν. Το γέλιο είναι από τα πρώτα που χάνουν οι άνθρωποι μαζί με την ελευθερία τους και η κατάσταση ήταν τέτοια που οι άνθρωποι ούτε μπορούν (φοβούνται) αλλά ούτε και έχουν διάθεση να γελάσουν μόνο αφήνουν πενταροδεκάρες, περίπου ως ελεημοσύνη στους παλιάτσους. Αυτό το αντιλαμβάνονται οι παλιάτσοι και … Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια, // ξεβάφαν τα ζωγραφιστά τους δάκρυα, μουντζουρώνονταν το πρόσωπό τους. Τα ζωγραφιστά, ψεύτικα δάκρυα, σχεδιασμένα να φέρνουν γέλιο καλύπτονται και διαλύονται από τα αληθινά δάκρυα των παλιάτσων. Μαζί διαλύεται όλη η κωμική προσποίηση του δραματικού που επιβάλλει μια παράσταση μπροστά στην αληθινά δραματικά κατάσταση που ζουν όλοι· το κωμικά δραματικό, έχοντας χάσει τον τελικό του στόχο, το γέλιο, απομένει μόνο δραματικό. Διπλά, πιστεύω, δραματικό αν προστεθεί και η αίσθηση καλλιτεχνικής απαξίωσης που εισπράττουν οι κλόουν μαζί με την ελεημοσύνη των θεατών.
Πάντως το θέμα του τραγικού κλόουν είναι γνωστό ήδη από τη γενιά του 20 και τον Καρυωτάκη:
Ελεγεία και Σάτιρες
[Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου…]

Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε
οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε
να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

Ως φυσική συνέχεια ακολουθεί η σύλληψη: Ένα δείλι, // τούς πιάσανε, τους δέσανε τα χέρια, τους τραβήξαν στο μεγάλο κτίριο. Προσέχουμε τον χρονικό δείκτη που φανερώνει σύλληψή προς βραδινές ώρες και τη συντομία, λιτότητα και το ασύνδετο σχήμα στη σύνδεση των τριών ρημάτων πιάσανε, δέσανε, τράβηξαν. Τόσο το θέμα της αιφνίδιας βραδινής σύλληψης όσο και κείνο του κτήριού – δεσμωτηρίου εμφανίζεται επαναληπτικά στη συλλογή και αντανακλά προφανώς το κύμα συλλήψεων όσων κρίνονταν επικίνδυνοι για το καθεστώς της Απριλιανής χούντας του 67.

Στην τελευταία ενότητα ξεκινά όπως και στις προηγούμενες με χρονικό δείκτη Την άλλη μέρα και την παρατήρηση είχε σύννεφα που προφανώς αποδίδει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων μετά την σύλληψη της προηγούμενης ημέρας και συνοδεύεται από την εξαφάνιση του τσίρκου – και πάλι μετά από άνω τελεία και με το to megalo mas tsirkoσυνηθισμένο στο ποίημα ασύνδετο σχήμα: λείπαν απ’ την πλατεία οι τέντες, τα κλουβιά, τα κάρα. Δε μαθαίνουμε τίποτα άλλο για την τύχη του τσίρκου: πόσους συνέλαβαν, πού τους πήγαν, πού πήγαν τα αντικείμενα. Πέρα από τη λιτότητα που χαρακτηρίζει όλο το ποίημα, έτσι γίνεται πάντα στις δικτατορίες. Μέσα στη νύχτα εξαφανίζονται άνθρωποι και πράγματα και κανείς δε μαθαίνει τι απέγιναν. Το τσίρκο λοιπόν ολόκληρο κρίθηκε επικίνδυνο για το καθεστώς και εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο κάτω απ’ τα δέντρα μια βρεγμένη ψεύτικη γε­νειάδα. Ένα ταπεινό υλικό μεταμφίεσης φθαρμένο ήδη από την βραδινή βροχή ή την πρωινή υγρασία. Ό,τι έχει απομείνει από το τσίρκο, από τη διασκέδαση, την παράσταση, το αστείο, είναι αυτή η γενειάδα Έχει σημασία ότι την βρίσκει παιδί που δεν μπορεί να αντιληφθεί πλήρως, όπως ένας μεγάλος θα έκανε, ότι είναι ενδεχομένως κάτι που μπορεί να ενοχλήσει το καθεστώς και να του φέρει προβλήματα. Έστω και διστακτικά το παιδί τη φορά, σχολιάζοντας «Θα την κρατήσω για τον Άι-Βασίλη», δηλαδή να παραστήσει τον Αι Βασίλη την Πρωτοχρονιά με σκοπό βέβαια να χαρίσει το γέλιο σε άλλα παιδιά και να συνεχίσει έτσι με κάποιον τρόπο την παράσταση που ακυρώθηκε με τις απαγορεύσεις και τις συλλήψεις. Είναι ξεκάθαρος εδώ ο συμβολισμός της ελπίδας (παιδί) και της αντίστασης (παράσταση) στους παραλογισμούς του καθεστώτος από τους νέους ανθρώπους που ακριβώς εξαιτίας της νεότητάς τους (οι παλιάτσοι, το παιδί) έχουν το θάρρος να αψηφήσουν τις απαγορεύσεις. Και το κλειστό τσίρκο παίρνει έτσι με τη γενειάδα την συμβολική εκδίκησή του για την απαγόρευση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *