Ανέστης Ευαγγέλου – Ars Poetica
Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια στην άλλη –
όχι στην αλχημεία της γλώσσας
όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν
ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμποριό [1]
που βγήκαν λάβα φλογερή απ’ τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο να ‘ρθουν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους
όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στην Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια
όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια
όχι στον ανώδυνο λυρισμό
ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων
ναι στο ζεστό
παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ο παρατηρητής. Τεύχος 14, Νοέμβριος 1989 – Ιανουάριος 1990. Θεσσαλονίκη)
Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη ’66-’70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Τ
ο 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παρατηρητής” με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986. Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής.
Για τους ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς πολύ σύντομα:
Χαρακτηριστικά ποίησης:
– Αίσθηση ήττας χωρίς να έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα.
– Κύρια θέματα: έρωτας (βίωμα), θάνατος, ανθρώπινη κοινωνία.
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
(Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25).
Εκπρόσωποι: (ενδεικτικά):
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου,
Βύρων Λεοντάρης, Μάρκος Μέσκος, Ντ. Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου
Αρκετά αναλυτικά και μόνο για φιλόλογο εδώ:
https://docplayer.gr/36764451-Deyteri-metapolemiki-poiitiki.html
Είναι το δεύτερο ποίημα του Ευαγγέλου με τον τίτλο αυτό. Το πρώτο το παραθέτω παρακάτω γιατί δίνει το στίγμα του ποιήματος που εξετάζουμε ήδη είκοσι τρία χρόνια πριν, για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να είναι το ποίημα.
Ανέστης Ευαγγέλου, Ars poetica
To ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική∙ δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.
Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει –
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα∙ κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις – κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.
Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966)
Το ποίημα, ποίημα ποιητικής όπως άμεσα δηλώνεται στον τίτλο, εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ευαγγέλου. Λιτότητα λόγου (επίθετα τα απολύτως αναγκαία και μετρημένα), αμεσότητα, ευθεία προβολή των ιδεών που διαπραγματεύεται, περιορισμένα και εντελώς βασικά σχήματα λόγου. Ποίηση με ευθύτητα και χαρακτήρα που ρέπει στην εξομολόγηση.
Οχτώ άνισες στροφές που κυμαίνονται από έναν έως έντεκα στίχους. Πεζολογία χωρίς ίχνος μέτρου ή ομοιοκαταληξίας. Ποιητικό υποκείμενο που δεν προβάλλεται άμεσα ή ρητά αλλά παρουσιάζει τις αρχές που πρέπει, κατά την άποψή του, να διέπουν τον ορθό – καλύτερα: τον γνήσιο – ποιητικό λόγο
Τέσσερις ενότητες βασισμένες στα ναι και όχι που εναλλάσσονται στο ποίημα: στροφές 1-2, 3, 4-5-6, 7-8
Η επιλογή να εναλλάσσονται οι ψεύτικες, ηχηρές, στημένες μορφές ποιητικού λόγου με τις αυθεντικές είναι ενδιαφέρουσα και πολύ πιο επιτυχημένη επιλογή σε σχέση με την παράθεση θετικών-αρνητικών σε δύο μόνο ομάδες που θα ήταν πολύ πιο μονότονο.
Το ποιητικό υποκείμενο αρχικά απορρίπτει την ποίηση που βασίζεται στον εντυπωσιασμό και στην προσεκτική επιλογή θεαματικού και ηχηρού λεξιλογίου, τη μαγεία των λέξεων: λέξεις σαν πέτρες που …λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν // όταν χτυπά η μια στην άλλη – αυτό δεν είναι τελικά μαγεία είναι αλχημεία της γλώσσας είναι εξαπάτηση δηλαδή, καταλήγει το ποιητικό υποκείμενο. Προσέχουμε το διπλό «όχι» πρώτου και τέταρτου στίχου: όχι στη μαγεία – όχι στην αλχημεία. Η μαγεία γίνεται αλχημεία. Το αίτημα του ελέγχου πάνω στον ποιητικό λόγο ώστε αυτός να μη γίνει κούφιο τεχνούργημα φαίνεται και στον Άρη Αλεξάνδρου
Το μαχαίρι (Άρης Αλεξάνδρου)
Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιππαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
Άρης Αλεξάνδρου Ευθύτης οδών (1959)
Το δεύτερο «όχι» στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνεται στη δεύτερη στροφή και σχετίζεται με μια ποίηση εργαστηρίου, εγκεφαλική, που απαιτεί μελέτη από τον αναγνώστη για να την προσεγγίσει μέσα από τον λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών. Ποίηση αναιμική, χωρίς ζωή μέσα της που για δεκαπέντε στίχους απαιτεί τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν. Προφανώς εδώ αναφέρεται στην περίπτωση που πρόκειται για poeta doctus, λόγιος ποιητής, για ποιητή που απαιτεί εξειδικευμένο και μορφωμένο αναγνώστη. Ποιητές σαν τον Ezra Pound, τον T. S. Eliot ή και τον Γιώργο Σεφέρη σε αρκετά ποιήματα (ας θυμηθούμε την «Κίχλη») αλλά και άλλους σε μικρότερο βαθμό. Το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί μια τέτοια ποίηση στριφνή και απόμακρη, χωρίς ψυχή και πάθος, ποίηση για λίγους που οι περισσότεροι θα της γυρίσουν την πλάτη επειδή σε πολλά θα θυμίζει σύγγραμμα και όχι ποίημα.
Το πρώτο «ναι» της δεύτερης ενότητας δίνεται στις πανάρχαιες λέξεις του καθημερινού μας λεξιλογίου υπέροχες, στρογγυλές, πολυδύναμες τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό. Ο χρόνος τις έχει φορτίσει με ποικιλία νοημάτων και έχει αφαιρέσει από πάνω τους κάθε ψεύτικο στολίδι. Εξαιρετική η παρομοίωσή τους με τις ηφαιστιογενείς κροκάλες στο Εμποριό της Σύρου που από την ακατέργαστη πυρωμένη μορφή τους όταν πρωτοβγήκαν με τη λάβα του ηφαιστείου. λειάνθηκαν μέσα στο νερό για χιλιάδες χρόνια αναδεικνύοντας την εσωτερική ομορφιά τους για να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους. Όχι λοιπόν στις καινοφανείς και δυσνόητες λέξεις αλλά σε αυτές που ο χρόνος εξαφάνισε τις αιχμές τους και τις παρέδωσε πολυσήμαντες και λαμπερές μέσα στην απλότητά τους σε εμάς.
Ακολουθούν τρία «Όχι» στην Τρίτη ενότητα. «Όχι» στην μεγαλόστομη και «σοβαρή» μεταφυσική ποίηση (με γραβάτα…) που βλέπει αφ’ υψηλού το ανθρώπινο δράμα στοχεύοντας δήθεν σε μια ποίηση για την Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία δηλαδή το επίπλαστα Υψηλό, το υπέρογκο, το επίσημο. Συνθέσεις μεγαλόπνοες και πολύστιχες που όμως γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια, δηλαδή είναι προϊόντα μιας άνετης κατάστασης και μέσα σε χαλαρότητα και ξεκούραση, όχι την φθορά και την ποίηση μιας καθημερινότητας και άρα μακρυά από την αυθεντική εμπειρία.
«Όχι» επίσης στη φτηνή και φθαρμένη κοινωνική (κυρίως) ποίηση που αναλώνεται σε κοινότυπες ιδέες, ρητορεύει εύκολα πάνω σε αυτές και βγάζει έναν ευτελή συναισθηματισμό μέσα από μια φθαρμένη μεγαλοστομία: όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως// στη ρητορεία της αδελφοσύνης // στα γλυκερά αισθήματα //στα φουσκωμένα λόγια. Και εδώ καταδικάζεται ένας τετριμμένος και εύκολος λόγος που γίνεται συρμός και ακίνδυνο γλυκερό τραγουδάκι αντί να γίνει δυναμική καταγγελία.
«Όχι» τέλος στον ανώδυνο λυρισμό στο λυρισμό που είναι κι αυτός γλυκερός και άψυχος ή πολύ εγκεφαλικός, δεν καίει, δεν υποφέρει, δεν βασανίζει ποιητή και αναγνώστη. Δε βγαίνει από την ψυχή αλλά είναι προϊόν και αυτός εργαστηρίου, δουλεμένος ίσως τεχνικά και αισθητικά αλλά άψυχος.
Η τελευταία ενότητα καταγράφει εν τέλει με σαφήνεια και ευκρινώς τα συστατικά που επιδοκιμάζει το ποιητικό υποκείμενο για μια ποίηση σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα:
σε μια ποίηση αιχμηρή, που να μην στρογγυλεύει τα λόγια και τις ιδέες της: ναι στα αιχμηρά πράγματα, σε μια ποίηση λιτή, γυμνή από βαριά στολίδια και μεγάλα λόγια, να λάμπει μέσα στον απέριττο λόγο της: στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
Μια ποίηση τέλος που να γεννιέται από ένα πάσχον ποιητικό υποκείμενο, από τον άνθρωπο που παθιάζεται, υποφέρει, κλαίει: στους αδάμαντες των δακρύων
Και πάνω από όλα η ζωντάνια, το ζέον βίωμα, το πάθος, το αίμα. Ζεστό, παντοδύναμο, κατακόκκινο : ναι στο ζεστό // παντοδύναμο // κατακόκκινο αίμα
[1] Εμποριό ή Εμποριός. Φυσικό λιμάνι στη νοτιοδυτική πλευρά της Χίου. Κατάμαυρες κροκάλες από ηφαιστειογενή πετρώματα δεσπόζουν στην περιοχή, κατηφορίζοντας από ψηλά ώς τ’ ακρογιάλι, με μια ομορφιά άγρια και περήφανη, που σοκάρει κάθε φορά τον επισκέπτη.
