Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος δεύτερο]

Συνεχίζοντας  την ανάγνωση της “Σατραπείας”  (εδώ το πρώτο μέρος) θα παρεκκλίνω ως ένα βαθμό από τις πιο συμβατικές προσεγγίσεις χρησιμοποιώντας , με κάποια διάθεση πειραματισμού ομολογουμένως, το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του. Κ.Π. Καβάφη. Χρησιμότατο έργο παρά την ηλικία του και παρά τους περιορισμούς του, καθώς καταγράφει το λεξιλόγιο των 154 δημοσιευμένων ποιημάτων του ποιητή. Να σημειώσω εδώ οτι υπάρχει ακόμη σε ψηφιακό δίσκο (cd)  μια εργασία του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού με τίτλο K. Π. Καβάφης, Ο άνθρωπος και η εποχή του. Περιλαμβάνει ηλεκτρονικό αρχείο λέξεων από τα δημοσιευμένα ποιήματα του Καβάφη. Ένας συμφραστικός πίνακας λέξεων (concordance) που θα εκτείνονταν επιπλέον στο σύνολο του ποιητικού έργου του Καβάφη, όπως αυτός για τον Σεφέρη από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο διαδικτυακό τόπο της  Πύλης για την ελληνική γλώσσα θα ήταν πολύτιμος  [Τώρα υπάρχει από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και είναι όντως πολύτιμος: η Ανεμόσκαλα με συμφραστικούς πίνακες λέξεων για αρκετούς ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Καβάφη]
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί έχω επιλέξει τις βασικότερες λέξεις – κλειδιά του ποιήματος. Με κόκκινο γράμματα και υπογράμμιση  παρουσιάζονται όσες εμφανίζονται και σε άλλα δημοσιευμένα ποιήματα, τους τίτλους των οποίων καταγράφω. Αν δίπλα σε κάποιο τίτλο υπάρχει αριθμός σε παρένθεση, αυτός δηλώνει πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη στο συγκεκριμένο ποίημα. Με πράσινα  τέλος γράμματα καταδεικνύονται οι λέξεις άπαξ του ποιήματος.

Είναι σπάνιο στον Καβάφη ένα ποίημα με τόσο έντονα ρητορικά στοιχεία να μην περιέχει ίχνος από την περίφημη καβαφική ειρωνεία – τον συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας που συχνά αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο και διχασμένο ως προς τον ερμηνευτικό δρόμο που θα διαλέξει.  Σχεδόν πάντα η ρητορεία στον Καβάφη προεξαγγέλλει την ειρωνεία. Διαβάζοντας το “Τι συμφορά” περιμένει κανείς έναν Φερνάζη – αντίθετα διαπιστώνει οτι έχει μπροστά του έναν Θεμιστοκλή ή Αλκιβιάδη.

Το ποίημα αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη (στίχοι 1-6) καταγράφει τις δυσκολίες του ήρωα που τον οδηγούν στο να ενδώσει. Η δεύτερη ενότητα καταγράφει σε δυο υποενότητες: α) τη φυγή στον Αρταξέρξη (στιχ. 7-12) και β) την απελπισία του ήρωα που διχάζεται ανάμεσα σε αυτά που του προσφέρονται και αυτά που επιθυμεί (στιχ 13-18). Απελπισία που γίνεται απόγνωση στην τρίτη ενότητα (στιχ 19-21). Έχουμε δηλαδή ένα σχήμα 6 + (6+6) + 3 στίχων. Οι πρώτες δυο ενότητες εισάγονται με τις σχεδόν επιφωνηματικές (σχεδόν: σοφά λείπει το θαυμαστικό που θα τις υπερτόνιζε άστοχα) εκφράσεις “Τι συμφορά και “Τι φρικτή”. Η τρίτη ενότητα, επίλογος του ποιήματος, συσσωρεύει τρεις κλιμακωτές ρητορικές ερωτήσεις  – χωρίς ερωτηματικό για να τονιστεί η άρρητη αλλά ευκόλως εννοούμενη απάντηση. Οι δύο πρώτες ενωμένες με ασύνδετο σχήμα, η τρίτη μετά από άνω τελεία:  περισσότερο βαρύθυμη διαπίστωση παρά ερώτηση.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διερεύνηση της ταυτότητας του σχολιαστή-αφηγητή στο ποίημα. Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος σε β΄πρόσωπο εν είδει αυτοκριτικής, η φωνή μιας ομιλούσας συνείδησης που απευθύνεται, εν μέρει ως αφηγητής ενός απόλογου εν μέρει ως δικαστής ( η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), στον βουβό ήρωα. Μια τέτοια αποδοχή θα δικαιολογούσε επιπλέον μια αδιόρατη ειρωνεία στην ανάγνωση των ρητορικών εκφράσεων που προαναφέρθηκαν, κορυφώνοντας την ειρωνεία με την τελευταία πρόταση και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. Θα βόλευε και στην επαλήθευση της καβαφικής ηθοποιίας: δες εδώ το σχετικό άρθρο του Κ.Θ.Δημαρά που θεωρεί τη “Σατραπεία”  μεταβατική – ανάμεσα στα ποιήματα σε τρίτο πρόσωπο που τονίζεται ο ρόλος του σχολιαστή και σε αυτά σε πρώτο όπου τονίζεται η φωνή του ήρωα – κατηγορία όπου ο λόγος είναι στο δεύτερο πρόσωπο· έτσι κατασταίνεται το θέμα γενικότερο και σβήνει η διάκριση του ποιητή από το αντικείμενό του. Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που μας υποχρεώνει να απομακρυνθούμε από την προηγούμενη εκδοχή καθώς ο ποιητής επιμένει στη γενικότητα του συμβόλου: Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη… Μια τέτοια γενίκευση δεν καλύπτεται εύκολα από έναν εσωτερικό μονόλογο, έστω και σε β΄πρόσωπο που παρέχει μια κάποια απόσταση ασφαλείας.  Για χρόνια δεχόμουν το ποίημα ως έναν θεατρικό (εσωτερικό) μονόλογο. Όμως όσο γοητευτική κι αν είναι η άποψη αυτή, περιορίζει πολύ το σύμβολο καθώς επιμένει στην εικόνα του ήρωα και της προσωπικής του μοίρας. Πρέπει λοιπόν αν όχι να την απορρίψουμε τελείως, τουλάχιστον να μην την θεωρούμε ως πρώτιστη ή κυρίαρχη εκδοχή.

Είπαμε οτι το ποίημα ξεκινά με τη φράση “Τι συμφορά”. Πρώτα ας δούμε τη χρήση της λέξης στα άλλα δημοσιευμένα ποιήματα. Υπάρχει συνήθως συσχετισμένη με έναν θάνατο: του Πατρόκλου (Τα Άλογα του Αχιλλέως), του Αριστόβουλου ( Αριστόβουλος),  του  Μύρη (Μύρης • Αλεξάνδρεια του 340 μΧ)  ή με μια απειλή: των Ρωμαίων (Ο Δαρείος) – αλλά εκεί ο τόνος, παρά το ότι η έκφραση είναι ακριβώς η ίδια, “Τι συμφορά”, είναι σχεδόν κωμικός. Μόνο στο ανέκδοτο ποίημα Ποσειδωνιάται η φράση “ω συμφορά” ταιριάζει με τη συμφορά στο παρόν ποίημα. Η συμφορά του ήρωα στη “Σατραπεία” είναι λοιπόν σχεδόν μοναδική. Και προκύπτει από μια αντίθεση: ενώ είναι ο ήρωας καμωμένος (άρα λοιπόν από τη φύση του έτσι) για τα ωραία και μεγάλα έργα η (άδικη) τύχη του δεν του συμπαραστέκεται καθώς του αρνείται ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία. Τύχη ενάντια στη φύση. Το σχεδιάγραμμα:

sxedioΗ λέξη καμωμένος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στα έξι άλλα ποιήματα που εμφανίζεται σχετίζεται έμμεσα ή και άμεσα με μια ερωτική θεματική. Εδώ βέβαια το περιεχόμενο είναι διαφορετικό αλλά ας κρατήσουμε την παρατήρηση. Η λέξη τύχη πάλι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα υπόλοιπα ποιήματα παρά μόνο στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων στη φράση της γενναίας Κρατησίκλειας : “… αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι”. Και εκεί άδικη τύχη και εδώ το ίδιο. Άδικη επίσης η κακομοιριά που αποπνέουν τα ψεύτικα κοσμήματα στη στέψη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν, στο ποίημα  Από υαλί χρωματιστό. Ακόμα πιο κοντά όμως στον ήρωα του ποιήματος είναι η λέξη αδικία στο ποίημα Ο Δημάρατος – η αδικία που έγινε στον Δημάρατο  και δεν ξεπληρώνεται, δεν μπορεί να ξεπληρωθεί.

Αρνείται συνεπώς η τύχη ενθάρρυνση και επιτυχία : λέξεις άπαξ και οι δύο, σύστοιχες με τα ωραία και μεγάλα έργα των οποίων είναι προϋποθέσεις.  Άρνηση ανάλογη δεν υπάρχει σε άλλο ποίημα παρά μόνο κάπως στο Che fece…il gran rifiuto. Εκεί βέβαια το ίδιο το πρόσωπο εκφράζει την άρνηση που αν και σωστή, τον καταβάλλει ψυχολογικά. Εδώ η τύχη αρνείται να δικαιώσει τις ικανότητες του ήρωα αλλά μόνο η τύχη; Σε δεύτερο επίπεδο (αυτό δηλώνει η άνω τελεία μετά το «αρνείται») τον ήρωα τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Ποιος άλλος ήρωας «εμποδίζεται» στο να «υπηρετήσει τη Συρία» (και να βολευτεί οικονομικά); Φυσικά 0 κυνικός και αμοραλιστής νέος του Ας φρόντιζαν που οι σπατάλες του τον έχουν αφήσει σχεδόν ανέστιο και πένητα. Αυτός σίγουρα  είχε πολλές ευτελείς συνήθειες·  σε αντίθεση με τον Μανουήλ Κομνηνό στο ομώνυμο ποίημα που λίγο πριν πεθάνει παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται. Το ευτελής πάντως έχει στην ποίηση του Καβάφη συνδεθεί όπως και το καμωμένος με ερωτικά συμφραζόμενα, αν κρίνουμε από την εμφάνισή του στο Μέσα στα καπηλειά – , όπου ο ήρωας μας ομολογεί πως Μες σ’ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς. Ήδη λοιπόν ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνουν οι ευτελείς συνήθειες, έστω κάποιες από αυτές. Και επιπλεόν μικροπρέπειες (λέξη άπαξ) και αδιαφορίες (μια ανούσια εμφάνιση στο Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια).

Δεν είναι αθώος λοιπόν για την κακοδαιμονία του ο ήρωας. ΄Εχει και τον χαρακτήρα του εμπόδιο στις ικανότητές του. Όπως ακριβώς αποφαίνεται ο Εφέσιος Λοξίας, ο Ηράκλειτος:  ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (frag.119). Και δεν είναι πια δύσκολο να απογοητευτεί, να ενδώσει όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.  Ας θυμηθούμε πάλι το σχόλιο του ποιητή: Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε: δεν συγκράτησε τον εαυτό του, δεν τον πίεσε, αφέθηκε και ενέδωσε. Στο Απολείπειν ο θεός Αντώνιον ενδίδει η τύχη του Αντώνιου, τον παρατά αλλά στο Πέρασμα τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν [την έκνομη ερωτική ηδονή]. Και το ρήμα αφέθηκες εμφανίζεται πάλι σε ποιήματα με έντονο το ερωτικό στοιχείο όπως στο Επήγα (αφέθηκα κι επήγα όπως ίσως αφέθηκες κ’ενδίδεις) και στο Εκόμισα εις την Τέχνη όπου ο ποιητής αφήνεται στην Τέχνη για να σχηματίσει   Μορφήν της Καλλονής. Καμωμένος, ευτελείς (συνήθειες), αφέθηκες και ενδίδεις: συνθέτουν οι λέξεις αυτές, με τις ευρύτερες στο έργο του ποιητή συνδηλώσεις τους, ένα λεπτό, αδιόρατο σχεδόν ερωτικό υπόστρωμα. Εύκολα πάει ο νους μας στον Αλκιβιάδη. «Προς τας ηδονάς αγώγιμος» χαρακτηρίζεται από τον Πλούταρχο στον βίο του· με ροπές ανάλογες προς τις ερωτικές ροπές του ποιητή και με το πάθος της τέχνης του λόγου κοινό και στους δύο υπογραμμίζει ο Γ. Δάλλας (σελ 59-60). Έχει, είπαμε, σοβαρούς περιορισμούς στο να θεωρηθεί το βασικό ιστορικό πρόσωπο στη «Σατραπεία» ο Αλκιβιάδης αλλά στα σίγουρα ο ποιητής είχε και αυτόν στο νου του ως ήρωα του του ποιήματος.

Στη συνέχεια όλα μοιάζουν ευκολότερα: Τα Σούσα, ο Αρταξέρξης, η αυλή, οι σατραπείες και τα τέτοια. Μοιάζουν όμως μόνο, δεν είναι. Πριν φτάσουμε στην καίρια περιγραφή της ψυχικής κατάσταση του ήρωα με την κομβική λέξη απελπισία ο ποιητής φροντίζει ήδη να μας προετοιμάσει για το τι σημαίνει για τον ήρωα η συναλλαγή που αποδέχεται – αφέθηκε και ενδίδει σ’αυτήν.
Οδοιπόρος
για τα Σούσα ποιος; ο Θεμιστοκλής; αυτόν που κατά τον Πλούταρχο (Βίος Θεμιστοκλή) μετά τη Σαλαμίνα Λακεδαιμόνιοι δ’ εἰς τὴν Σπάρτην αὐτὸν καταγαγόντες Εὐρυβιάδη μὲν ἀνδρείας, ἐκείνῳ δὲ σοφίας ἀριστεῖον ἔδοσαν θαλλοῦ στέφανον, καὶ τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἁρμάτων τὸ πρωτεῦον ἐδωρήσαντο καὶ τριακοσίους τῶν νέων πομποὺς ἄχρι τῶν ὅρων συνεξέπεμψαν. Ή μήπως ο Αλκιβιάδης για τον οποίο μας παραδίδει ο Πλουταρχος (Βίος Αλκιβιάδη 11.1) ότι αἱ δ᾽ ἱπποτροφίαι περιβόητοι μὲν ἐγένοντο καὶ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων· ἑπτὰ γὰρ ἄλλος οὐδεὶς καθῆκεν Ὀλυμπίασιν ἰδιώτης οὐδὲ βασιλεύς, μόνος δὲ ἐκεῖνος.
Άλλον έναν πεζό (το οδοιπόρος είναι λέξη άπαξ), τον αναξιοπρεπέστατο εκείνον Πτολεμαίο που φτάνει στη Ρώμη πτωχοντυμένος και πεζός βρίσκουμε στην καβαφική ποίηση στο ποίημα Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου. Βέβαια δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ήθος των ηρώων αλλά η εικόνα τους έχει ορισμένες ομοιότητες.
Στο μονάρχη Αρταξέρξη φτάνει ο ήρωας. Σε μονάρχη ο ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης (ισχύει και για τους δύο πιθανούς ήρωες του ποιήματος). Προσοχή: όχι σε βασιλιά ή τον μεγάλο βασιλιά αλλά στον μονάρχη Αρταξέρξη. Μονάρχες ονομάζονται στην καβαφική ποίηση μόνο οι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής:  τους αλαζόνας μονάρχας της Aντιοχείας αναφέρει το Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα ενώ σαν σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης θα έπρεπε να εμφανιστεί ο Πτολεμαίος, αν μπορούσε να δείξει κάποια ανωτερότητα, στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου.
Και έπειτα ο Αρταξέρξης που τον δέχεται ευνοϊκά και τον βάζει στην αυλή του (στην αυλή του μονάρχη ο ηγέτης του δήμου!) και του προσφέρει σατραπείες και τα τέτοια. Αντικειμενικά δεν είναι άσχημη η κατάσταση. Για τις σατραπείες ας επαναλάβουμε το χωρίο του Πλούταρχου στο βίο του Θεμιστοκλή: πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μὲν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην. Όσο για το και τα τέτοια δεν πρόκειται για καθόλου ασήμαντα πράγματα. Γράφει ξανά ο Πλούταρχος στον ίδιο βίο (29.3) […]  ὁ βασιλεὺς ἤδη μὲν διακόσια τάλαντα ὀφείλειν ἔφησεν αὐτῷ· κομίσαντα γὰρ αὑτὸν ἀπολήψεσθαι δικαίως τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι· πολλῷ δὲ πλείω τούτων ὑπισχνεῖτο καὶ παρεθάρρυνε καὶ λέγειν ἐκέλευε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν βούλοιτο παρρησιαζόμενον. Και λίγο παρακάτω (29.6): Οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ μητρὶ τῆ βασιλέως εἰς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης, διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως κελεύσαντο.

Αλλά όπως γράφει ο Δημάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο γράμμα του προς τον Απόστολο Παύλο: Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί. Ο διχασμός ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, σε αυτά που επιθυμεί ο ήρωας και αυτά που του δίνονται γίνεται όλο και εντονότερος. Είπαμε παραπάνω την λέξη κλειδί: απελπισία. Μια ακόμα φορά χρησιμοποιείται η λέξη στο σύνολο των αναγνωρισμένων του ποιητή. Στο Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) Τώρα απελπισία και καϋμός για τον Δημήτριο που διαπιστώνει πως η Συρία που ονειρεύτηκε, που πάλεψε να ανορθώσει σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Ίδια τραγική διάψευση για έναν ήρωα που κι αυτόν η άδικη τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κι επιτυχία αλλά και που επίσης είχε ουκ ολίγες ευτελείς συνήθειες, /  και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Η ψυχή του ήρωα στη Σατραπεία λοιπόν άλλα επιθυμεί και για άλλα κλαίει. Μας τα καταγράφει αναλυτικά ο ποιητής: Ο έπαινος Δήμου και Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, η Αγορά το Θέατρο, οι Στέφανοι. Όλα με κεφαλαία – μας το φωνάζει ο ποιητής πως δείχνουν πια στα μάτια του ήρωα γιγάντια και ασύλληπτα ιδανικά, μακρινά όμως και οριστικά χαμένα. Ποιο το αντίτιμο για την εκχώρηση των προηγουμένων; Τα Σούσα, ο μονάρχης Αρταξέρξης, η αυλή του, οι σατραπείες και τα τέτοια. Είπαμε πως οι πολλοί θα ήταν πανευτυχείς με τα αγαθά που προσφέρει αφειδώς ο Αρταξέρξης. Αυτό που κάνει τον ήρωα τραγικό πρόσωπο είναι η ίδια η ανώτερη ηθική του ποιότητα. Μόνο όσοι έχουν κάνει μια τέτοια συναλλαγή και γνωρίζουν το κόστος της μπορούν να καταλάβουν «οι σατραπείες τι σημαίνουν…»

Ο ποιητής δε χαρίζεται στον ήρωα. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι εξαιρετικά σκληροί, τόσο που μόνο μια αυτοκριτική μπορεί να είναι. Προσέχουμε την κλιμάκωση της έντασης των τριών ρητορικών ερωτημάτων: Μπορεί να τα δώσει αυτά (τον έπαινο, τα εύγε και τα υπόλοιπα) ο Αρταξέρξης; Μήπως μπορείς (εσύ, μόνος σου) να τα βρεις στη σατραπεία; Και αφού η απάντηση έχει ήδη δοθεί και είναι αρνητική, και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ο «Θεμιστοκλής» του Γιάννη Ρίτσου

 

Ο φάκελος της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://www.box.com/s/48aaa9d6b2b3ab1a7d14

  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Στιγμές της καβαφικής ειρωνείας
  • Γ.Π.Σαββίδης – Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ. 170-2
  • Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και Ιστορία, σελ.47-63
  • Γιάννης Δάλλας – Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική, σελ 109-124
  • Ε.Π.Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός (σελ. 182-3)
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη (Στο περιθώριο του «Η Σατραπεία», σελ.119-124).
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.68-79
  • Κ.Π.Καβάφης – Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης), σελ 54.
  • Νικήτας Παρίσης – Κ.Π.Καβάφης (απόσπασμα από το «Μια ανάγνωση της καβαφικής Σατραπείας»), σελ 133-139.
  • Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης, σελ.156-161.

Απαγγελίες

  • Η Σατραπεία – Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
  • Η Σατραπεία – Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  • Η Σατραπεία – Φασουλής Σταμάτης, Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα [βιβλίο και cd], Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.

3 σχόλια στο “Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος δεύτερο]

  1. Πίνγκμπακ: Ανώνυμος

  2. Πίνγκμπακ: Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [Μέρος πρώτο]

  3. Πίνγκμπακ: Διάφορα ΙΙ – Φιλολογικά Εργαλεία

Τα σχόλια είναι κλειστά.