Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Το μοναχικό άροτρο”

W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία»
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν

Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη·
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται·
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους. […]
 (Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)   Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, εκδ.Ίκαρος 1965)

Γιάννης Ρίτσος – Το μοναχικό άροτρο
Όλα ήταν θεσπισμένα, κατοχυρωμένα, λογικά επεξεργασμένα,                                                     1
μπορείς να πεις κι ανθρώπινα. Παίζαν το ρόλο τους και οι εκκλησίες του Δήμου·
προστάτευε το δίκιο η Αθηνά· — παρούσα η ίδια, αν και αόρατη, πάντα
προήδρευε στις συνεδριάσεις του Άρειου Πάγου· κι αν οι ψήφοι
μοιράζονταν στα δυο ίσα κι ίσα, τότε η πλάστιγγα της δικαιοσύνης                                               5
έγερνε προς το μέρος του κατηγορούμενου.
                                          Καλές μέρες περάσαμε —
σαν ψέματα μοιάζουν κι ηχούν· — υπήρξαν τάχα; δεν υπήρξαν; — μήπως
τα ονειρευτήκαμε απλώς; — μη κι η συχνή τα αλλοίωσε αναπόληση
σε βροχερά φθινοπωριάτικα λιογέρματα;                                                                                              10
                                          Σαν γιορτάζαμε τ’ όργωμα,
καθώς σκυμμένος ο ιερέας χάραζε το πρώτο αυλάκι στα ριζά της Ακρόπολης,
όμορφα λόγια απάγγελνε: «Ποτέ φωτιά και νερό μην αρνηθείς σε κανένανε.
Ποτέ δρόμο στραβό μη δείξεις σ’ όποιον σε ρωτήσει. Νεκρόν άταφο
μην αφήσεις ποτέ. Μη σκοτώσεις τον ταύρο που σέρνει τ’ αλέτρι».                                               15

Όμορφα λόγια, αλήθεια· — μόνο λόγια· και στην πράξη, σαν τώρα και τότε,                                
η φωτιά για του γειτόνου τα σπαρτά και το νερό για την πλημμύρα,
κι ο ταύρος με τις κόκκινες ταινίες να κοχλάζει στο καζάνι του κλέφτη.

Μόνο τ’ αλέτρι, καταμόναχο, (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο)
οργώνει ακόμη τον άγονο αγρό με τις μολόχες και με τ’ άγρια κρίνα.                                            20
                                                                                                         Λέρος, 18.X.68

Αντιγράφω από την πολύτιμη πάντα Πυξίδα
Το ποίημα ανήκει στις Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968), που γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου. Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντιπάλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν—, αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». Στις Επαναλήψεις, λοιπόν, έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ (Προκοπάκη, 1981: 60). Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι γιορτές της αρχαίας Αθήνας δίνουν το έναυσμα στον ποιητή για να παραβάλει το αρχαίο παρελθόν με το παρόν.

Και πάλι από τις Επαναλήψεις το ποίημα (έχουμε ήδη αναφερθεί στη συλλογή αρκετές φορές ως τώρα με τελευταία εδώ) . Όχι αμιγώς μυθολογικό καθώς οι αρχαίοι μύθοι περνούν ως ευδιάκριτες αναφορές μέσα στο ποίημα και σύμφωνα με την τυπολογία του Δ.Μ.Μαρωνίτη [Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Μύθος και ποίηση», περ. Εντευκτήριο, τχ. 60 (Ιαν.-Μαρτ. 2003)] πρόκειται για ένα μάλλον αρχαιόθεμο ποίημα ή σε σχέση με το ποσοστό μύθου που περιλαμβάνει εν μέρει μυθικό (άλλα που ο μύθος καλύπτει το σύνολο του ποιήματος ο Μαρωνίτης τα ονομάζει εν όλω μυθικά). Από την άλλη ο παραβολικός του χαρακτήρας περιορίζει κάθε άμεση συσχέτιση με τη σύγχρονη για το ποίημα ιστορική πραγματικότητα. Ένα τυπικό ποίημα για τη συλλογή καθώς: α) για άλλη μια φορά έχουμε ένα ανώνυμο προσωπείο που μιλά σε πρώτο πληθυντικό (κυριαρχεί στη συλλογή) εκφράζοντας ένα συλλογικό βίωμα. β) το προσωπείο έχει το ρόλο του κορυφαίου ενός χορού και σχολιάζει στο όνομα του τελευταίου το πανάρχαιο δράμα στο οποίο ο χορός συμμετέχει εκών άκων χωρίς να μπορεί να αλλάξει πολλά· δεν είναι ήρωες, πολύ συχνά στη συλλογή γίνονται Ελπήνορες, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. γ) κυριαρχεί το θέμα της ανατροπής μιας τάξης πραγμάτων, του θρυμματισμού ενός κέντρου που μπορεί να μην ήταν τέλειο αλλά στο εγγύς παρελθόν παρείχε στο συλλογικό υποκείμενο του ποιήματος μια σταθερότητα και μια ασφάλεια σε σχέση με το χάος και την αβεβαιότητα της τρέχουσας κατάστασης. annis Ritsos 1.5.1909 11.11.1990 by Babis Zafiratos 29.4.2016 IVΑς αφήσουμε για το τέλος την προσπάθεια να εντοπίσουμε τι ήταν αυτό το κέντρο – κάποιες σκέψεις έχω ήδη κάνει σε άλλα ποιήματα της συλλογής που έχω σχολιάσει – και ας προσέξουμε το αίσθημα απογοήτευσης και φθοράς που διαπερνά τη συλλογή ολόκληρη. Αλλά βέβαια, τι να συζητάμε, ειδικά για το 1968: Λέρος, Οκτώβρης του 68 το ποίημα. Εξορία για άλλη μια φορά και διάσπαση του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 68, Άνοιξη της Πράγας, Μάης του 68 στη Γαλλία. Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει.

Τα κέντρα βάρους του ποιήματος κρατούν ο μύθος της ίδρυσης του Αρείου Πάγου από την Αθηνά  που τον γνωρίζουμε από τις Ευμενίδες του Αισχύλου και της πρώτης απόφασής του, αθωωτικής για τον Ορέστη με την ψήφο της προεδρεύουσας Αθηνάς και η τελετουργία των ιερών Αρότρων στον ιερό αγρό βόρεια της Ακρόπολης (με το όνομα βουζύγιον) με την αναφορά στις κατάρες (βουζύγειαι αραί) του ιερέα που όμως εδώ έχουν τη μορφή προτροπής και όχι κατάρας. Τρίτο, τελευταίο και αινιγματικό ως προς τον συμβολισμό του κέντρο, το άροτρο που συνεχίζει μόνο του (μόνο του;) το όργωμα στη χέρσα γη.

Εμφανείς είναι οι τρεις νοηματικές περιοχές του ποιήματος από την ισάριθμη κατανομή των άνισων σε στίχους (15-3-2) στροφών. Προφανής επίσης με τους στίχους να αρχίζουν στο μισό της σειρά) και η διαίρεση της πρώτης στροφικής ενότητας σε τρεις υποενότητες με 6,4,5 στίχους αντίστοιχα  με τη μεσαία να διακόπτει παρεμβάλλοντας τα σχόλιά του του αφηγητή τη ροή των αναδρομών που ξεκινούν στην πρώτη και ολοκληρώνονται στη τρίτη,

Η πρώτη υποενότητα ξεκινά με τρεις μετοχές και ένα επίθετο που χαρακτηρίζουν το όλα – αόριστο αρχικά, σταδιακά ξεκαθαρίζει το περιεχόμενό του. Ας δούμε πρώτα τους προσδιορισμούς αυτούς χωρίς να ξεχνάμε ότι εξ αρχής δηλώνεται ότι ήταν – και άρα δεν είναι ή έχουν έστω κάπως μεταβληθεί: θεσπισμένα, κατοχυρωμένα, λογικά επεξεργασμένα, // μπορείς να πεις κι ανθρώπινα.
Θεσπισμένα, άρα βάσει νόμων ή παράδοσης. Κατοχυρωμένα, άρα αναμφισβήτητα (ίσως και λόγω εμπειρίας αιώνων) και πλήρως αποδεκτά από τους πολίτες. Λογικά επεξεργασμένα άρα δουλεμένα από τους πολίτες με τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Μπορείς να πεις κι ανθρώπινα, άρα παρά την απολυτότητά τους και την αυστηρότητά τους κοντά στις ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες.
Ήδη το Όλα μοιάζει να ξεκαθαρίζει: πρόκειται για ένα σύστημα νόμων και παραδόσεων, ένα σύστημα πολιτιστικών συντεταγμένων που ο χρόνος και οι πολίτες μέσα στους αιώνες είχαν φέρει σχεδόν στα μέτρα τους και ένιωθαν ασφάλεια μέσα σε αυτές. Και σε κάθε περίπτωση κάλυπταν επαρκώς τη βασική και μέγιστη ανθρώπινη ανάγκη για την οποία υπάρχει μια πολιτεία, τη δικαιοσύνη. Διότι περί δικαιοσύνης γίνεται η αναφορά στις εκκλησίες του Δήμου και ακόμα περισσότερο περί δικαιοσύνης η αναφορά στην Αθηνά που προστατεύει το δίκιο – και μάλιστα η εικόνα δίνεται παραστατικά με την αθέατη Αθηνά να προεδρεύει στον Άρειο Πάγο και να χαρίζει την αθωωτική ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας, όπως ακριβώς στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Προσέχουμε τις τρεις άνω τελείες που συγκρατούν τη ροή του λόγου αφήνοντας, μαζί με την διευκρινιστική παύλα το βάρος στα κυρίαρχα ρήματα: Παίζαν (το ρόλο τους) , προστάτευε (το δίκιο) , προήδρευε, (κι αν οι ψήφοι) μοιράζονταν, έγερνε (προς το μέρος του κατηγορούμενου). Το πλέγμα της απονομής δικαιοσύνης στην πόλη  – ξεκάθαρα πια η αρχαία Αθήνα – στηριζόταν σε θεσμούς ανθρώπινους (Εκκλησίες του Δήμου) αλλά και με θεϊκή καταγωγή (Άρειος Πάγος), σε παρουσίες ανθρώπινες αλλά και θεϊκές (Αθηνά), ορατές αλλά και αόρατες, στην ιστορία αλλά και σε μύθους ιερούς όπως αυτός της δίκης του Ορέστη στον Άρειο Πάγο. Οι δύο αυτοί πυλώνες απονομής δικαιοσύνης όπως παρουσιάζονται αναλυτικά  στους στίχους 2-6 επεξηγούν πλήρως  τους στίχους 1-2 που αναφέρονται στις ιδιότητες του αρχικού Όλα και χτίζουν μια εικόνα ασφάλειας και σταθερότητας την οποία εν πολλοίς εγγυάται (ας θυμηθούμε τις μετοχές θεσπισμένα και κατοχυρωμένα) ο ιερός μύθος. Και εδώ, όπως και παρακάτω στην τελετή που έλκει την καταγωγή της από τον μύθο του Βουζύγη, ο μύθος στο ποίημα λειτουργεί για να καταδείξει τη θεϊκή προέλευση θεσμών και τελετών της δημόσιας ζωής και κατά συνέπεια προσπορίζει κύρος, σοβαρότητα και ισχύ σε αυτές. Δε λειτουργεί αυτόνομα αλλά ως δομικό στοιχείο της πάλαι ποτέ ευνομούμενης πολιτείας. .jpgΜια ακόμα παρατήρηση: ο χρόνος του ποιήματος, αόριστος βέβαια όπως ταιριάζει στον συνολικά παραβολικό του χαρακτήρα, είναι αυτός της ιστορίας και όχι του μύθου. Αν και τελικά δε μοιάζει να έχει αυτό ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή ακόμα και για ποιήματα όπως ο «Θεμιστοκλής» με πιο ξεκάθαρες και συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές που κυριαρχούν στο ποίημα (αρχαιόμυθα κατά Μαρωνίτη)

Μια ευνομούμενη πολιεία που όμως δεν υπάρχει πια όπως υπαινίσσεται η δεύτερη υποενότητα. Το ποιητικό υποκείμενο διακόπτει – μοιάζει σα να ολοκληρώνει και να ανακεφαλαιώνει – τις αναφορές του στο παρελθόν με την αξιολόγησή τους Καλές μέρες περάσαμε την οποία όμως διαδοχικά υπονομεύει όλο και περισσότερο στους επόμενους στίχους 8-10: μοιάζουν με ψέματα – υπήρξαν στα αλήθεια – μήπως τα ονειρευτήκαμε. Για να επιστρέψει σε πιο ρεαλιστικές σκέψεις: μήπως τα αλλοίωσε (=εξιδανικεύει) η αναπόληση // σε βροχερά φθινοπωριάτικα λιογέρματα; Δε μπορεί παρά να προσέξει ο αναγνώστης για άλλη μια φορά τη συνεχή, αριστοτεχνική χρήση της παύλας μαζί με την άνω τελεία και τα διαδοχικά ερωτήματα που κλιμακώνονται σχεδόν αγχωτικά από το σαν ψέματα έως το απλώς. Είναι κομβική για το ποίημα αυτή η δεύτερη υποενότητα. Φανερώνει μέσα από το λόγο του ποιητικού υποκειμένου πόσο διαφέρει το παρόν από το παρελθόν, τόσο που μοιάζει το τελευταίο σα να μην υπήρξε ή (και αυτό είναι ίσως χειρότερο) η εξοικείωση με την αρνητική τρέχουσα πραγματικότητα να οδηγεί σε σκέψεις ότι η νοσταλγία του παρελθόντος οφείλεται στην εξιδανίκευσή του. Ταυτόχρονα μοιάζει να κλείνει οριστικά το παρελθόν αλλά αφήνει πάντως μετέωρο το ζήτημα της δικαιοσύνης που θα επανέλθει με την τελετή των ιερών αρότρων στην τρίτη υποενότητα στο επίπεδο όχι των επίσημων θεσμών αυτή τη φορά αλλά σε εκείνο των ατομικών πρακτικών στην καθημερινή ζωή. Και σε επίπεδο οικονομίας του ποιήματος εισάγει το μείζον θέμα του αρότρου που, όπως δείχνει και ο τίτλος του ποιήματος, είναι το σύμβολο στο οποίο συγκεντρώνονται οι επιμέρους συνιστώσες του ποιήματος.

Την τρίτη υποενότητα καλύπτει εξ ολοκλήρου η τελετουργία των ιερών αρότρων (άροτροι ιεροί) σε ένα από τα ιερά χωράφια, αυτό στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης (βουζύγιον) την οποία εκτελούσε ιερέας από το γένος των Βουζύγων, ευγενών με καταγωγή από τον μυθικό ήρωα Βουζύγη. Το εντυπωσιακό στην τελετουργία είναι η αναπαραγωγή (σε ευθύ λόγο μάλιστα) των βουζύγιων αρών, το σημείο της τελετουργίας όπου ο ιερέας καταριόταν όποιον δε σεβόταν τον ξένο, τον νεκρό, το ζώο που εργάζεται στο άροτρο. Ο ευθύς λόγος παρέχει την απαραίτητη σοβαρότητα και υποβλητικότητα μαζί με το χάραγμα του πρώτου αυλακιού στην όλη τελετή τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη τήρησης κανόνων δικαίου στην πράξη. Αλλά εδώ δεν έχουν την φοβέρα της κατάρας αλλά τη μορφή προτροπής· αυστηρής ίσως (τριπλή επανάληψη του ποτέ) όμως προτροπής. Kratiras2Οι δύο πρώτες προτροπές (στίχοι 13-14) αναφέρονται στη φιλοξενία, τον σεβασμό στον ξένο (: …«Ποτέ φωτιά και νερό μην αρνηθείς σε κανένανε. // Ποτέ δρόμο στραβό μη δείξεις σ’ όποιον σε ρωτήσει) η τρίτη στον σεβασμό στους νεκρούς (Νεκρόν άταφο// μην αφήσεις ποτέ) και η τέταρτη στο σεβασμό του ζώου του σέρνει το άροτρο (Μη σκοτώσεις τον ταύρο που σέρνει τ’ αλέτρι). Όλες οι προτροπές αυτές (όμορφα λόγια τα χαρακτηρίζει ο αφηγητής σχολιαστής, το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο) ολοκληρώνουν σε επίπεδο ατομικής συμπεριφοράς το αίσθημα της δικαιοσύνης που διέπει την πολιτεία: σεβασμός στον ξένο, στο νεκρό και στο ζώο που εργάζεται δίπλα στον γεωργό. Δεν αρκούν οι επίσημοι θεσμοί και η συλλογική ηθική θεσπισμένη και κατοχυρωμένη από θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους· πρέπει και σε ατομικό επίπεδο να κατέβει το αίσθημα της δικαιοσύνης, σε πράγματα απλά και καθημερινά. Προσέχουμε και πάλι την παρουσία του μύθου από τον οποίο κατάγεται η τελετουργία και δίνει το απαραίτητο βάρος στον επιτελεστικό χαρακτήρα των αρών-προτροπών όπως ακριβώς είδαμε με τον μύθο της ίδρυση του Άρειου Πάγου και την αόρατη παρουσία της Αθηνάς (εδώ ο ήρωας Βούζυγος είναι παρών μέσω του ιερέα που κατάγεται από τη γενιά του).

 Η δεύτερη στροφική ενότητα ανατρέπει το ειδυλλιακό παρελθόν (χωρίς καμία έκπληξη πάντως για τον αναγνώστη καθώς έχουν προηγηθεί οι στίχοι 7-10 που δήλωσαν ρητά ότι οι καλές μέρες πέρασαν). Και ενώ ξεκινά με εμφατική (αλήθεια) επανάληψη-επιβεβαίωση του χαρακτηρισμού όμορφα λόγια τον αναιρεί αμέσως κοφτά και βίαια: Όμορφα λόγια, αλήθεια· — μόνο λόγια· Και πάλι οι άνω τελείες και η παύλα χτίζουν έναν κοφτό και απότομο λόγο, αυτή τη φορά αποδίδοντας ένα έντονο αίσθημα πίκρας που παρακάτω προσδιορίζεται μέσω παραδειγμάτων. Ας σημειώσουμε πρώτα δύο παρατηρήσεις: την αντίθεση Όμορφα λόγια vs στην πράξη αλλά και το σαν τώρα και τότε που υποδηλώνει ότι στην πράξη οι προτροπές έμεναν μόνο ευχές (ή κατάρες) χωρίς αντίκρισμα και στο παρελθόν όπως και τώρα. Ακολουθούν τα αποκαρδιωτικά παραδείγματα: η φωτιά για του γειτόνου τα σπαρτά και το νερό για την πλημμύρα, // κι ο ταύρος με τις κόκκινες ταινίες να κοχλάζει στο καζάνι του κλέφτη. Τα στοιχεία της φύσης, η φωτιά και το νερό αντί για προσφορά και φιλοξενία στον διαβάτη γίνονται όργανα καταστροφής του γείτονα και ο ίδιος ο ιερός ταύρος της τελετής καταλήγει στο καζάνι του κλέφτη. Είναι έντονη η πικρία  απογοήτευση για την ανθρώπινη φύση που ενώ θεσπίζει για αιώνες νόμους και τελετές και ιερούς μύθους, στην πράξη αναιρεί τα πάντα καταφεύγοντας στην αδικία, την κλοπή και την ασέβεια.

Μπορεί σε όλες τις εποχές στην πράξη να μη λειτουργούσαν πολλά αλλά η εικόνα που καταγράφει το ποιητικό υποκείμενο στο τώρα είναι ακόμα πιο θλιβερή. Όπως ακριβώς οι θεσμοί της Εκκλησίας του Δήμου και του Αρείου Πάγου ανήκουν πια σε ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, έτσι και οι τελετή των ιερών αρότρων και της σποράς έχει χαθεί πια. Άγονος παραμένει ο αγρός γεμάτος αγριόχορτα. Όμως κάτι έχει μείνει: Μόνο τ’ αλέτρι, καταμόναχο, (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο) // οργώνει ακόμη τον άγονο αγρό με τις μολόχες και με τ’ άγρια κρίνα. Το αλέτρι, όργανο μια πανάρχαιας τελετουργίας, συνεχίζει μόνο του, χωρίς βόδια και ζευγολάτη να οργώνει το χωράφι που δεν υπάρχει πια. Εντελώς μόνο του (τονίζεται διπλά με τα επίθετα μόνο και πιο εμφατικά με το καταμόναχο). Σύμβολο ενός τυπικού που επαναλαμβάνεται μηχανικά, αυτόματοποιημένα, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς καν τους ανθρώπους και ζώα που θα έδιναν νόημα σε αυτό (ιερέα, πιστούς, ταύρος) και θα το συνέδεαν με έναν κύκλο κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής στην πόλη και με τον κύκλο των γεωργικών εργασιών. Σε ένα πολύ πιο σκοτεινό ποίημα του Σαχτούρη μέσα στον Εμφύλιο, την «Αποκριά» διακρίνουμε μια παρόμοια εικόνα:
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει

Ας μείνει μόνο η ελάχιστη, μέσα σε παρενθέσεις, ελπίδα: (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο). Οι θεοί, αόρατοι πάντα (αόρατη και η Αθηνά στον στίχο 3) μπορεί να παρακολουθούν τις ανθρώπινες πράξεις και να κρατούν το τυπικό οδηγώντας το αλέτρι. Θα παρέμβουν άραγε να αποκτήσει ξανά η τελετή περιεχόμενο όπως η Αθηνά επεμβαίνει στην ισοψηφία; Μένει ανοιχτό το ερώτημα.

Ανοιχτοί και οι γενικότεροι συμβολισμοί. Ποια τάξη διαλύθηκε; Ποιες πράξεις έχουν πάψει πια να έχουν νόημα και απέμειναν κενή τελετουργία; Αρκετά αόριστα όλα, ωστόσο τον Ιούνιο του 69 στο ποίημα «Η χαμένη Υπερβόρειος» θα μιλήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια και για το τι χάθηκε – αν χάθηκε οριστικά – και για τελετουργίες χωρίς (πιθανόν) περιεχόμενο παρά μόνο με την ελπίδα παλιννόστησης του Απόλλωνα. Παραπέμπω για μελέτη στο άρθρο του Μιχάλη Άνθη «Ο Γιάννης Ρίτσος και η κρίση της ελληνικής αριστεράς την περίοδο 1968-1969» και υπόσχομαι να επανέλθω με το παραπάνω ποίημα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *