Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ο ουρανός»

«Ο ουρανός» ( από τη συλλογή Ο Στόχος)

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι ένα από τα ελάχιστα ερωτικά (;) ποιήματα του Αναγνωστάκη ο οποίος έγραφε (παραθέτω το απόσπασμα για να δούμε συνολικά τη σκέψη του): «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Αναγνωστ.ΒιβλιοθηκηΣυνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη.Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει και η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»[1].
Εγώ συνεχίζω να τον θεωρώ πολιτικό ποιητή που λόγω συνθηκών καταπίεσε το ερωτικό του στοιχείο και το αφήνει μόνο να ξεπροβάλει που και που όπως εδώ. Βέβαια και εδώ το ερωτικό στοιχείο περνά ξώφαλτσα (;) από το πολιτικό αλλά πολύ διακριτικά, πρέπει να προσέξει κανείς το τελευταίο πίσω από την καθαρά ερωτική σκηνοθεσία.

Τρεις ενότητες: Μία κεντρική 9 στίχων συν δύο στίχοι διαχωρισμένοι (το σχήμα του χωριστού από το σώμα του ποιήματος τελικού στίχου ή δύο τελικών στίχων σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως το “If”, “Ποιητική”, “Απολογία νομοταγούς”, “Επίλογος” και αλλού). Το μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί ιαμβικό αλλά με τόσους παρατονισμούς και ποικιλία στον αριθμό συλλαβών τελικά μια τέτοια θεώρηση θα ήταν τολμηρή. Πρώτο ενικό πρόσωπο το οποίο μεταπίπτει από τον τρίτο στίχο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο ποίημα – το τελευταίο ως δυικός αριθμός.

Στην πρώτη ενότητα διακρίνουμε δυο άνισες υποενότητες: η πρώτη με τους δύο πρώτους στίχους και η δεύτερη με την επίσκεψη στο δάσος. Στην πρώτη το ποιητικό υποκείμενο ζητά από την αγαπημένη του να πιάσει τα χέρια της και να ψηλαφίσει τον σφυγμό της. Αυτή η αβρή και λεπτή χειρονομία που είναι τόσο κοινή σε ένα ερωτευμένο ζευγάρι δείχνει επίσης την ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να νιώσει τη ζωντανή παρουσία της αγαπημένης και ταυτόχρονα να στηριχτεί πάνω της. Ένας άνθρωπος ζωντανός που να τον αγαπά σε ένα δάσος ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στην Κατοχή τον Εμφύλιο και όσο ακολούθησαν. Και το δάσος αυτό ζητά από την αναγκωστάκης3αγαπημένη του να επισκεφθούν νοερά στη συνέχεια. Εκεί έχουν χαράξει, όπως οι ερωτευμένοι από χρόνια τα ονόματα: Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα // Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει // Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα. Και στο παρελθόν ο ποιητής προσπάθησε να μιλήσει για τα ιερά ονόματα όμως ήταν και τότε τόσο δύσκολο…
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τί ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλησαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει […]

Επιστρέφοντας στο ποίημα που μελετάμε, βλέπουμε ότι όλη η εικονοποιία παραπέμπει σε ρομαντικό περίπατο. Δάσος με μεγάλα δέντρα, ονόματα χαραγμένα που τα διαβάζει το ζευγάρι με κάποια νοσταλγία. Μόνο που κάποια στοιχεία μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι δεν είναι μόνο τα δικά τους μόνο ονόματα, άσχετα αν τα έχουν οι ίδιοι χαράξει. Τα ονόματα χαρακτηρίζονται ιερά, κάτι που θα μπορούσε βέβαια από μόνο του να παραπέμπει στην ιερότητα του αγνού έρωτα αλλά δεν πρόκειται μόνο για τα δύο ονόματα των εραστών γιατί παρακάτω ακολουθεί το Να τα συλλαβίσουμε μαζί // Να τα μετρήσουμε ένα ένα // Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι προφανές ότι τα ονόματα είναι πολλά και διαφορετικά (τα μετράνε ένα ένα), τα συλλαβίζουν μαζί – δεν τα διαβάζουν, τα συλλαβίζουν, τα ανακαλούν στη μνήμη. Είναι όπως είδαμε ιερά και έτσι το ζευγάρι τα συλλαβίζει και τα μετρά σαν προσευχή: Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι ένα δάσος σκοτωμένων φίλων όπως έγραφε ο Σεφέρης στον “Τελευταίο Σταθμό“:
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας

Εδώ η εικόνα είναι εναργέστερη ωστόσο δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Αναγνωστάκης δανείζεται την εικόνα από τον Σεφέρη  – ίσως μόνο την ιδέα καθώς όπως προαναφέρθηκε η όλη εικονοποιία στον Αναγνωστάκη είναι εντελώς διαφορετική. Η όλη ερωτική – ρομαντική ατμόσφαιρα δε μοιάζει (φαινομενικά) να βαραίνει διόλου στο ποίημα, παραμένει ως το τέλος σχεδόν η ίδια, πρέπει να προσέξει κανείς τις λεπτομέρειες για να υποψιαστεί τι σημαίνει το δάσος. Οριακά θα μπορούσε κάποιος να δει στη δεύτερη ενότητα στον στίχο Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός. το ότι δεν Αναγν2είναι ένα κοινό δάσος κάτω από τον ουρανό, είναι ίσως πάνω στον ουρανό (με βάση την λαϊκή πεποίθηση ότι οι νεκροί ανεβαίνουν στον ουρανό) και αυτό εξηγεί τον τίτλο που θα περίμενε κανείς να είναι «Το Δάσος». Και φυσικά Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι. που είναι αυτονόητο εφόσον το δάσος δεν είναι πραγματικό αλλά συμβολικό αλλά και κάτι περισσότερο: Η μνήμη των νεκρών δεν γίνεται να ξεριζωθεί, να κοπεί, να διαγραφεί από κανέναν ξυλοκόπο, την εξουσία που θα επιχειρήσει να διαγράψει (damnatio memoriae ) με διάφορους τρόπους τη μνήμη τους. Όπως το έγραψε ο Σεφέρης: ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν. Αναπαλλοτρίωτη παραμένει η ανθρώπινη μνήμη όταν πρόκειται για πράγματα που μας χαράζουν, για φίλους που χάθηκαν άδικα μέσα σε πόλεμο, για ονόματα πάνω σε δέντρα – πόσα ονόματα ακόμη και ζευγαριών στα δέντρα, πόσες μνήμες χαμένων φίλων που πρέπει κάποιοι να κρατήσουν, ιερές, ανακαλώντας τις σαν προσευχή. Ένα ποίημα τύποις ερωτικό με ένα ισχυρό αν και δυσδιάκριτο υπόστρωμα μνήμης και ατομικής και πολιτικής ηθικής: Διότι όπως έγραψε και ο φίλος Τίτος (Πατρίκιος) του ποιητή:

Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

[1] Συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις στις 4 και 9 Νοε. 1992, δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Μονόλογος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *