Σημειώσεις – Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo»

“.. Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσης για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι… Όμως ποιός είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, η της παλιωμένης μοράβιας; Ποιός άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, η από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το’ να σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε” … (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo» (Πούσι, 1947)

Στο Γιώργο Παπά

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος* για το Νότο
δύσκολες βάρδιες*, κακός ύπνος και μαλάρια*.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι* και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας* είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Νωρίς μπατάρισε* ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες*, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει*.

Η λαμαρίνα*!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo* σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι* με καρτίνι.         

Λεξιλόγιο
*ναύλος: μισθωμένο δρομολόγιο
*βάρδιες: υπηρεσίες που εκτελούνται με εναλλαγή των εργαζομένων
*μαλάρια: ελονοσία
*κατράμι: πίσσα
*μπούσουλας: ναυτική πυξίδα
*μπατάρισε ο καιρός: άλλαξε
*σκατζάρω: αλλάζω βάρδια
*γυμνάζω: εκπαιδεύω *λαμαρίνα: σίδερο
*Kuro Siwo: θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού
*καρτίνι: το ένα τέταρτο (quartino) του ρόμβου σύμφωνα με τις υποδιαιρέσεις των παλιών ανεμολογίων της πυξίδας.

Μια πολύ προσεγμένη δουλειά τόσο για αυτό όσο και για άλλα ποιήματα του Νίκου Καββαδία εδώ: https://antonispetrides.wordpress.com/2013/07/03/kavvadias_kuro_siwo/

Όπως και στο «Θεσσαλονίκη» της ίδιας συλλογής, Πούσι, το ποίημα μοιάζει να προτάσσει προσχηματικά έναν στοιχειώδη αφηγηματικό κορμό (όπως στο Μαραμπού που όμως προηγείται χρονικά δεκατρία χρόνια και τα ποιήματά του είναι πολύ πιο ευθύγραμμα και λιγότερο Kavvadias nikos 1 1152x759υπαινικτικά) αλλά στην πορεία ελάχιστα επιμένει σε αυτόν και τον υπονομεύει και διαλύει μέσα από διαδοχικές φαινομενικά ασύνδετες εικόνες της ναυτικής ζωής που ωστόσο συμπλέκουν σταθερά τρία θέματα: τον (ματαιωμένο ή μετέωρο) έρωτα, τη μνήμη που βασανιστικά τον διατηρεί και επαναφέρει, την τυράννια της ναυτικής ζωής, τον θάνατο και τη θάλασσα που δήθεν ορίζουμε αλλά στην πράξη μας ορίζει – όπως ακριβώς η ανθρώπινη μοίρα.

Πέντε τετράστιχα σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο και σταυρωτή ομοιοκαταληξία (αδ-βγ)
Η αφιέρωση στον ηθοποιό Γιώργο Παππά (γιο της ποιήτριας Μυρτιώτισσας), στενό φίλο της οικογένειας Καββαδία.

Το ποίημα ξεκινά δυσοίωνα καθώς το πρώτο ήδη ναυτικό ταξίδι του ήρωα είναι για τον Νότο. Η πορεία προς τον Νότο είναι, γενικότερα στην ποίηση του Καββαδία και όχι μόνο εδώ, ταυτισμένη με την ψυχική και  τη σωματική ταλαιπωρία. Ο Νότος είναι παράξενη, ανοίκεια γη, βουτηγμένη στην ομίχλη, ενίοτε και την παραίσθηση όπως φαίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ποιήματα σαν τον «Σταυρό του Νότου».
Τα προβλήματα της ναυτικής ζωής ξεκινούν (υπογραμμίζω τα επίθετα που φανερώνουν τις δυσκολίες) ήδη από τον δεύτερο στίχο: τόσο τα άμεσα και ρητά διατυπωμένα όπως δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια  όσο και εκείνα που δε φαίνονται και διατυπώνονται κρυπτικά όπως τα παράξενα φανάρια (= οι φάροι) της Ινδίας που …δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο. Προβληματικό λοιπόν εξ αρχής το ταξίδι τόσο με άμεσες αναφορές στις δυσκολίες (στιχ 2) όσο και έμμεσες και υπαινικτικές (στ.1, 3-4). Προσέχουμε επίσης τη χρήση του β΄ενικού προσώπου που είναι και πάλι (όπως είδαμε και στο «Θεσσαλονίκη» το άλλοθι του ποιητή για να τηρηθεί μια απόσταση από το άμεσα αυτοβιογραφικό α’ ενικό – πού όμως ξεπροβάλει στιγμιαία στους στίχους 15-16, εκεί που η λύπη για την απώλεια των κατοικίδιων διαπερνά και στιγμιαία ακυρώνει το προσωπείο του β΄ ενικού. Στιγμιαία επίσης στον στίχο 18 εμφανίζεται και το α΄ πληθυντικό για να εκπροσωπήσει συνολικά το πλήρωμα του καραβιού και ακόμα περισσότερο ίσως (με βάση τον συμβολισμό του Kuro Siwo) όλους τους ναυτικούς.

Ο μηχανισμός που στα πρώτα δύο δίστιχα του τετράστιχου κυριαρχούν εικόνες της ναυτικής ζωής ενώ στα δύο επόμενα η μνήμη παλεύει να επαναφέρει την εικόνα, τη μνήμη ή την ανάμνηση ενός άτυχου έρωτα διατηρείται και σε αυτό το ποίημα, όχι όμως με τη συνέπεια που τηρήθηκε στο «Θεσσαλονίκη» καθώς εδώ αφορά το δεύτερο, τρίτο και πέμπτο τετράστιχο. Στους στίχους 5-6 κυριαρχεί η εικόνα της δουλειάς του ναυτικού χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.1435153246 0 1024x768 Βέβαια η Γέφυρα του Αδάμ δεν είναι και το πιο βολικό μέρος στον κόσμο, οπότε και πάλι διατηρείται το θέμα του κινδύνου (πολύ έμμεσα ωστόσο) δεν είναι  πάντως το μείζον. Γενικά πάντως τα τοπωνύμια στον Καββαδία δεν είναι τόποι αναψυχής και μακαριότητας αλλά συνήθως φθοράς, κούρασης και γενικότερα αρνητικών συναισθημάτων. Δηλαδή δεν είναι σχεδόν ποτέ αφελής και χαρούμενος εξωτισμός αλλά συνδέονται με τα βάσανα και τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής.

Στο δεύτερο δίστιχο (στιχ 7-8) μπαίνει το θέμα του προσώπου που θυμάται ο ήρωας: αόριστο αρχικά και μας συστήνεται μόνο από κάποια του λόγια που ειπώθηκαν: Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια // που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα. Μέσα στην πυρετώδη εργασία του ο ήρωας δεν παύει να θυμάται τα λόγια που του είπαν μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα – και πάλι δυσοίωνα ακούγονται με το επίθετο «κούφια». Προφανώς ό,τι ειπώθηκε τον προβλημάτισε και τον στεναχώρησε τόσο που θέλει να το απωθήσει αλλά αυτό επανέρχεται – πιθανότατα έχει ειπωθεί από προσφιλές πρόσωπο που δε μπορεί να αγνοηθεί και το θυμάται μέσα στις δυσκολίες του. ¨Όλα φυσικά συγκλίνουν σε άλλη μια ερωτική ιστορία από τις τυπικές στον Καββαδία. Ιδίως όσες σχετίζονται με το ερωτικό υποκείμενο που μένει πίσω στην Ελλάδα σε έναν έρωτα αδιέξοδο και μετέωρο ή οριστικά ματαιωμένο.

Το τρίτο δίστιχο αντιγράφει ουσιαστικά το δεύτερο όμως εδώ οι εικόνες κόπωσης, πόνου και φθοράς είναι σαφώς πιο έντονες με σωματικό πόνο και αίσθηση δυσφορίας και βρωμιάς: Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, // χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει. Η ζωή του ναυτικού αφήνει κυριολεκτικά στο σώμα πληγές και φθορά αλλά και σε ένα δεύτερο μεταφορικό επίπεδο εξουθενώνει και διαλύει τον ήρωα ψυχολογικά κάτι που δεν καλυτερεύει διόλου η μνήμη του ερωτικού υποκειμένου και των λόγων της: κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει, // «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Εδώ παρατηρούμε για πρώτη φορά ότι πρόκειται για γυναικεία παρουσία (ο λόγος της) και η φράση της που γυρνά στο νου του ήρωα άμεσα διατυπωμένη: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Τι σημαίνει άραγε το ερώτημα πέρα από το προφανές, αν δηλαδή στρέφει η πυξίδα προς τον μαγνητικό βορρά ή το καράβι αλλάζοντας πορεία; Δηλαδή αν το καράβι στρέφει με τη βούληση των ανθρώπων ή πυξίδα ορίζει την πορεία του, αν τελικά ορίζουμε εμείς τη ζωή μας ή απλώς έτσι πιστεύουμε και ο μπούσουλας (τύχη ή μοίρα ) ορίζει την πορεία μας,

Και το τέταρτο τετράστιχο ξεκινά με μια αρνητική εικόνα, μόνο που εδώ είναι ο καιρός που έχει χαλάσει και δείχνει απειλητικός. Ανάλογη και η ψυχική διάθεση του ήρωα που τέλειωσε τη βάρδια του αλλά νιώθει μεγάλη λύπη καθώς έχουν ψοφήσει όλα του τα κατοικίδια, οι δύο παπαγάλοι και ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει. 1355309971 0 1024x768 1Δύο τα προεξάρχοντα θέματα εδώ:  το ένα είναι θέμα του χαμού, του θανάτου που μεταφέρεται ως και στα κατοικίδια ζώα του ναυτικού (σε αρκετά ποιήματα μπορεί κανείς να δει το αίσθημα ότι στα χέρια του ναυτικού όλα φθείρονται και χαλάνε, τίποτα δε μένει, ούτε τα ζώα ούτε οι άνθρωποι). Και το δεύτερο η ματαιότητα της κάθε προσπάθειας, ως και της εκπαίδευσης του πιθήκου ακόμα που καταλήγει στο μηδέν στον θάνατο. Σημειώνουμε τέλος τη σχέση ναυτικών και ζώων που υπάρχει σε πολλά ποιήματα του Καββαδία («Ἡ μαϊμού τού ινδικού λιμανιού», «Θεσσαλονίκη», «Γάτες των φορτηγών»)

Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Η αναφορά εδώ διπλή: η νευρολογική ασθένεια του σιδήρου που αναφέρει ο ποιητής και στις «Γάτες των φορτηγών» η οποία εξολοθρεύει τα ζώα στο πλοίο (συνέχεια του προηγούμενου τετράστιχου) αλλά και το πλοίο συνεκδοχικά που σβήνει τα πάντα και πνίγει επιθυμίες, όνειρα και προσδοκίες. Kuro Siwo 7 1Στην ίδια κατεύθυνση και το Kuro Siwo, ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στο βορειοδυτικό Ειρηνικό, που μεταφέρει θερμό νερό από τους τροπικούς προς τα βόρεια. Η ονομασία είναι γιαπωνέζικη και σημαίνει «μαύρο ρεύμα» από το βαθυγάλαζο χρώμα που παίρνουν τα νερά του. Οι συνέπειες του Kuro Siwo είναι γενικά ευεργετικές (εξασφαλίζει εύκρατο κλίμα στις περιοχές που βρέχει). Στο ποίημα όμως το Kuro Siwo είναι φυσική δύναμη ασφυκτική, ισχυρότερη τόσο από τη βούληση του ανθρώπινου νου. Όσο και αν προσπαθεί να ελέγξει την πορεία του ταξιδιού του, ο ναυτικός είναι στο έλεος της θάλασσας. Το Kuro Siwo εμφανίζεται εδώ ως σύμβολο των δυνάμεων που ελέγχουν τη ζωή του ανθρώπου πέρα και πάνω από τις δυνάμεις του. Είναι αυτό που στρέφει το καράβι προς την κατεύθυνση που κινείται το ίδιο και το ελέγχει ασφυκτικά: Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη την ίδια ώρα που ο ήρωας πάνω στο τιμόνι προσπαθεί ακόμα μάταια να ελέγξει την πορεία κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι, // πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι  με καρτίνι. Άλλωστε το έχει πει κι αλλού (στο μυθιστόρημά του Βάρδια) ο ποιητής: Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε, Η ανθρώπινη ζωή ελέγχεται από δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτήν. Σαν το Κούρο Σίβο που τυλίγει το καράβι την ώρα που οι άνθρωποι προσπαθούν ή και πιστεύουν ότι τo ελέγχουν.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *