Αρχείο ετικέτας Η Σατραπεία

…καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν («Ο βασιλεύς Δημήτριος», μέρος δεύτερο)

Είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση ότι το ποίημα «Ο βασιλεύς Δημήτριος» εγκαινιάζει τη σειρά των καβαφικών ποιημάτων που αξιοποιούν επεισόδια από τους Βίους του Πλούταρχου. Ο Βίος του Δημητρίου εμφανίζεται εδώ για μία και μοναδική φορά ενώ αντίστοιχα ο συζυγής Βίος του Αντωνίου έχει πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση, όπως παρατηρούσα στην ανάρτηση για το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί ο ποιητής εγκατέλειψε τον Δημήτριο ενώ αντίθετα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον Αντώνιο· σίγουρα πάντως, ως τη στιγμή που εκδίδεται το συγκεκριμένο ποίημα, λίγα αναγνωρισμένα καβαφικά ποιήματα έχουν χτιστεί πάνω σε ξένα παραθέματα: Τα άλογα του Αχιλλέως, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η απιστία, Che fece …. il gran rifiuto είναι αυτά που διακρίνονται σε μια πρώτη διερεύνηση. Σε όλα τα προηγούμενα ο ποιητής μένει σταθερά πάνω στο παράθεμά του και, με εξαίρεση το “Che fece …. il gran rifiuto”, ελάχιστα σχολιάζει. Το ίδιο ισχύει ως ένα βαθμό και για το «Ο βασιλεύς Δημήτριος» αλλά εδώ έχουν συμβεί και κάποιες ενδιαφέρουσες αλλαγές. Παραθέτω ξανά το ποίημα.

Ο Βασιλεύς Δημήτριος
[δημιουργία: 1900/δημοσίευση: 1906]

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
(Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου)

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Πρόκειται για ένα ιστορικό και πιο συγκεκριμένα ιστοριογενές ποίημα. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε το φιλοσοφικό υπόβαθρό του, βασισμένο στον στωικισμό ούτε και το υποδόριο διδακτικό (προτρεπτικό ή αποτρεπτικό, ανάλογα με την ερμηνεία) υπόστρωμα. Όμως κυρίαρχος χαρακτήρας είναι ο ιστορικός: η στενή σύνδεσή του με το παράθεμα του Πλούταρχου.
Αφηγηματολογικά το ποίημα δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα. Δε συναντάμε εδώ το δεύτερο ενικό πρόσωπο της «Σατραπείας» ή του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» με τον ευδιάκριτα διδακτικό/παραινετικό του χαρακτήρα ούτε τον πρωτοπρόσωπο δραματικό μονόλογο του ελαφρότατου νέου στο «Ας φρόντιζαν»· πολύ περισσότερο δε συναντάμε τις πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές που βασίζονται στη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, όπως λχ στο «Εν Σπάρτη» ή στα εξαιρετικά επίσης «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Ο Δαρείος». Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μεταφέρει σχεδόν χωρίς αποκλίσεις από το πρωτότυπο το επεισόδιο της φυγής του Δημητρίου. Γράφει σχετικά ο Κ.Θ.Δημαράς για τα ποιήματα όπως το συγκεκριμένο (τα οποία ονομάζει «ιστορικά» ή «αφηγηματικά»): Στα ποιήματα αυτά είναι έκδηλος, με κάποιο τρόπο, ο χαρακτήρας της αντικειμενικής αφήγησης· ο λόγος είναι στο τρίτο πρόσωπο, οι έννοιες απλές, κι έτσι καμιά δυσκολία δεν παρουσιάζεται για να ξεχωρίσουμε τις απόψεις του ποιητή από τις απόψεις των ηρώων του· σε πολλά απ’ αυτά, ο ποιητής κάνει απλώς έργο πορτραιτίστα, καθώς παρατηρήθηκε: πάει να μας ξαναδώσει τύπους ανθρώπινους, παρμένους ρεαλιστικά, αντικαλλιτεχνικά, αν μπορώ να πω, επιστημονικά ― από την μια μεριά ο ήρωας, από την άλλη ο ποιητής που τον μελετά, τον αναλύει, τον χαρακτηρίζει.

Από άποψη μετρικής το ποίημα αποτελείται από ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους (οι πρώτοι έξι στίχοι και ο ενδέκατος) και ιαμβικούς δεκασύλλαβους (έβδομος έως και δέκατο καθώς και ο δωδέκατος στίχος). Εντύπωση ωστόσο προκαλούν οι συνεχείς διασκελισμοί από τον τρίτο έως και τον όγδοο στίχο με πιο χαρακτηριστικούς εκείνον του τρίτου στίχου (μεγάλην) και του πέμπτου (Επήγε) καθώς τίποτα δε μας δείχνει ότι πρόκειται για αδεξιότητα του ποιητή ή αδήριτη ανάγκη τήρησης του μέτρου. Αντλώ από το πάντα εξαιρετικό και πολύτιμο για κάθε φιλόλογο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και κρατώ προς αξιοποίηση παρακάτω τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις (οι υπογραμμίσεις δικές μου): […] ο διασκελισμός, όταν δεν προκύπτει από τον τρόπο σύνθεσης της προφορικής ποίησης (εξήγηση που έχει προταθεί για τα ομηρικά έπη) ή δεν συνιστά καταφανώς αδέξια υποχώρηση στις ανάγκες του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας και διεκδικεί μια αξιοπρόσεκτη σημασιολογική λειτουργία, θεωρείται συχνά ως μέσον έμφασης, που υπογραμμίζει την τελευταία λέξη πριν από το τέλος του στίχου ή την πρώτη του επόμενου. Ωστόσο, στις εφευρετικότερες χρήσεις της, η έμφαση αυτή συνοδεύει μια μιμητική λειτουργία: η στιχουργική διαταραχή που δημιουργείται, η ανατροπή δηλαδή της αναγνωστικής προσδοκίας για ολοκλήρωση του νοήματος στο τέλος του στίχου, αναπαριστά πολλές φορές μια συναισθηματική αναστάτωση ή έντονη δράση που υπάρχει στο θεματικό επίπεδο του ποιήματος. Σε άλλες περιπτώσεις, ο διασκελισμός είναι δυνατόν να μιμείται το κόψιμο, το σπάσιμο, το διάνυσμα μιας απόστασης ή μιας χρονικής περιόδου, μια κάθοδο. [Αναστασία Νάτσινα, «Σημασιολογικές λειτουργίες των καβαφικών διασκελισμών. Μίμηση και ειρωνεία»].

Το ποίημα διαιρείται σε τρεις άνισες νοηματικές ζώνες. Οι πρώτοι πέντε στίχοι (στ. 1-5) προαναγγέλλουν τη φυγή, σχολιάζουν τον ακατάβλητο χαρακτήρα του Δημητρίου και αποτιμούν ηθικά (με επιφύλαξη) το γεγονός της φυγής προβάλλοντας το αξίωμα που εγκαταλείπεται (Ώσπερ ου βασιλεύς). Αντιστοιχίες3_Page_1Οι επόμενοι τέσσερις (στ. 6-9) περιγράφουν τo ήρωα να απεκδύεται, μαζί με τα βασιλικά ρούχα, τη βασιλική του ιδιότητα και να ξεφεύγει εν κρυπτώ. Οι τρεις τελευταίοι (στ. 10-12) κλείνουν το ποίημα εστιάζοντας πάνω στο ρόλο του ηθοποιού (αλλ’ υποκριτής) που υποκαθιστά τον εγκαταλειμμένο βασιλικό ρόλο. Είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν ακολουθεί τη σειρά των λέξεων του ιστορικού χωρίου αλλά επιλέγει να φωτίσει – ή να σκιάσει – με το δικό του τρόπο πρόσωπα, γεγονότα και αξιολογήσεις. Στον πίνακα επάνω διακρίνονται τα αποσπάσματα των Βίων του Δημητρίου και του Πύρρου που αντιστοιχούν στους στίχους του ποιήματος.

Μπορεί το motto του ποιήματος (και το ίδιο το ποίημα) να εστιάζει στη ντροπιαστική – έτσι είπαν – φυγή του ήρωα αλλά η αφήγηση ξεκινά από τα αίτιά της: ο Μακεδόνες παραίτησαν τον Δημήτριο, τον παράτησαν, εγκατέλειψαν χάριν του Πύρρου. Ταυτόχρονα μέσω της αμφισημίας του ρήματος παραίτησαν προειδοποιείται ο αναγνώστης για την επικείμενη παραίτηση του Δημητρίου από το βασιλικό αξίωμα. Όπως και ο Πλούταρχος, ο ποιητής ξεκινά με την ηθική αξιολόγηση της πράξης που θα ακολουθήσει πριν την περιγράψει: ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής […] καθόλου […] δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Ωστόσο ο ποιητής επιλέγει να χωρίσει τους δυο όρους της αντίθεσης “βασιλιάς vs υποκριτής” με τον ακυρωμένο βασιλικό ρόλο να κυριαρχεί στην πρώτη νοηματική ζώνη και εκείνον του ηθοποιού να καλύπτει την τρίτη. Επιπλέον η ίδια η ηθική αξιολόγηση του Δημητρίου τυπικά μεν αποτελεί μεταγραφή του αρχαίου χωρίου, ουσιαστικά όμως υπονομεύεται διπλά. Πρώτα με την παρενθετική πρόταση μεγάλην είχε ψυχή και στη συνέχεια, αμέσως μετά το καθόλουΠολιορκία της Ρόδου που ακολουθεί (και έτσι μετριάζεται διπλά), με την μέσα σε παύλες πρόταση έτσι είπαν. Αυτή η διπλή υπονόμευση αξίζει κάπως παραπάνω την προσοχή μας.

Η «μεγάλη ψυχή» του Δημητρίου δείχνει παράταιρη στο ποίημα αν ειδωθεί με την προοπτική της βιαστικής του αποχώρησης που περιγράφεται μετά. Θα μπορούσε να ισχυριστεί βάσιμα ο αναγνώστης ότι λέγεται ειρωνικά, καθώς κανένα μεγαλείο ψυχής δε δείχνει (σε πρώτη ανάγνωση) η μεταμφίεση και η δραπέτευση. Ειρωνεία που, όπως γνωρίζουμε, είναι βασικό συστατικό της καβαφικής ποίησης. Από την άλλη πάλι όμως, υπάρχουν εξίσου βάσιμοι λόγοι να απορριφθεί μια τέτοια ερμηνεία. Η καβαφική ειρωνεία σπάνια είναι μόνο λεκτική και σχεδόν πάντα είναι ειρωνεία που προκύπτει από μεταβολή καταστάσεων (δραματική ειρωνεία) ή από άγνοια του ήρωα ή ακόμα και μέσω της τριγωνικής σχέσης ήρωα – αφηγητή (ή ποιητή) – αναγνώστη. Όπως προκύπτει από το χρονολόγιο των καβαφικών ποιημάτων, δεν υπάρχει ως το 1900 που γράφεται το ποίημα κάποιο τόσο έντονα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην ανακολουθία εικόνας του ήρωα και πράξης του. Έπειτα, προφανώς και η συνέχεια θα ήταν ανάλογη: η αναχώρηση του ήρωα θα παρουσιάζονταν γελοία και εξευτελιστική κάτι που δεν φαίνεται στο ποίημα. Τέλος, αν ίσχυε η ειρωνική ανάγνωση του μεγάλην είχε ψυχή, το έτσι είπαν που ακολουθεί δε θα είχε νόημα ύπαρξης διότι η δειλία του ήρωα θα θεωρούνταν αναμφισβήτητη. Αντίθετα, αν δεχτούμε κυριολεκτικά το μεγάλην είχε ψυχή, τότε και το έτσι είπαν δικαιολογείται απόλυτα: με δεδομένη την ισχυρή βούληση του ήρωα (που τεκμηριώνεται άλλωστε από τον ίδιο τον Πλούταρχο) μόνο ως γνώμη των αρχαίων συγγραφέων υπάρχει το δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ο διασκελισμός ως μέσο έμφασης στο μεγάλην που το φέρνει στο τέλος του στίχου τονίζοντάς το, όπως ακριβώς τονίζεται και το έτσι είπαν στο τέλος του επόμενου στίχου.

Η πρώτη αυτή παρέμβαση του αφηγητή-ποιητή (εδώ ταυτίζονται) έχει ως προφανή στόχο να υποδείξει στον αναγνώστη ότι ο Δημήτριος δεν πρέπει να κριθεί ως ένας κοινός δειλός ή ως λαθρεπιβάτης της βασιλικής εξουσίας (ας θυμηθούμε εκείνον τον ταλαίπωρο ψευτοηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης). Η δεύτερη παρέμβαση αντίστοιχα, με το έτσι είπαν, υπενθυμίζει πως το […] καθόλου […] δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς δεν είναι παρά η γνώμη του Πλούταρχου (να σημειώσουμε εδώ πώς μόνο ο Πλούταρχος αναφέρει και σχολιάζει τις λεπτομέρειες της φυγής του Δημήτριου, οι υπόλοιποι συγγραφείς καταγράφουν συνοπτικά την κατάληψη της εξουσίας από τον Πύρρο) και δεν εκφράζει απαραίτητα τον αφηγητή-ποιητή. Πιο άμεσος εδώ ο σχολιασμός και περισσότερο τονισμένος με τη χρήση της διπλής παύλας (η οποία υπερέχει στην κρισιμότητα των περιεχομένων της σε σχέση με την παρένθεση) αμφισβητεί και αποδυναμώνει ουσιαστικά και το καθόλου που προηγείται και, πολύ περισσότερο, το δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς που ακολουθεί. Υπό αυτούς τους όρους τόσο η περιγραφή της διαφυγής όσο και η σύγκρισή της με αναχώρηση από θεατρική σκηνή παύουν να έχουν τον μειωτικό 6812705χαρακτήρα που αποδίδει ο Πλούταρχος και προβάλλουν μια φιλοσοφία και στάση ζωής.

Η δεύτερη νοηματική ζώνη περιγράφει παραστατικά τις πράξεις του Δημητρίου με τις οποίες εγκαταλείπει τη βασιλική ιδιότητα: βγάζει τα βαρύτιμα ενδύματα και υποδήματα και με ρούχα απλά ξεφεύγει. Παρά το γεγονός ότι οι στίχοι αυτοί μοιάζουν απλή και μόνο περιγραφή (αξιοπρόσεκτα λιτή σε σχέση με παλαιότερα ποιήματα) έχουν αρκετά σημεία για σχολιασμό. Αναφέρθηκε πιο πάνω ο δεύτερος κομβικός διασκελισμός με το Επήγε. Σκοπός του είναι να τονίσει όχι τόσο το συγκεκριμένο – αδιάφορο νοηματικά – ρήμα όσο το έβγαλε με το οποίο ξεκινά η ενότητα της αποχώρησης. Τρία από τα μόλις τέσσερα επίθετα του ποιήματος (είδαμε πριν το μεγάλην) υπάρχουν στους τέσσερις στίχους της ενότητας: χρυσά, ολοπόρφυρα σε αντίθεση με το απλά (που όχι τυχαία βρίσκεται γι’ αυτόν τον λόγο στο τέλος του στίχου και με διασκελισμό επίσης). Η περιγραφή των ρούχων ακολουθεί το κείμενο του Πλούταρχου, όπως φαίνεται άλλωστε στον παραπάνω πίνακα με τις αντιστοιχίες, αλλά όχι το κομμάτι που σχετίζεται με το motto ποιήματος παρά ένα προηγούμενο σχετικό με την πολυτελή αμφίεση του Δημητρίου. Ο ποιητής επίσης δεν αναφέρει πουθενά τις χλαμύδες ούτε τη φαιά ούτε την τραγική εκείνη. Πέρα από την ανάγκη της παραστατικότητας, η οποία σαφώς εξυπηρετείται καλύτερα με τις εικόνες των χρυσών φορεμάτων και πορφυρών υποδημάτων, υπάρχει και το θέμα της χλιδής, της πολυτέλειας που είτε είναι μάταιη είτε σχετίζεται με την απάτη, το ψέμα. Για πρώτη φορά μπορούμε να το δούμε στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1898) αλλά πιο χαρακτηριστικές εμφανίσεις του βρίσκονται στο «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», στο «Αλεξανδρινοί Bασιλείς» και στο «Από υαλί χρωματιστό». Ή από την άλλη ο Φιλέλλην που μαϊμουδίζει κατ’ ανάγκην τις λιτές γραμμές στα ελληνικά νομίσματα. Το κάπως μειωτικό επίσης διαλαθών υπεχώρησεν του Πλούταρχου αντικαθίσταται από το μετριοπαθέστερο ξέφυγε. Ούτε φαιάν χλαμύδαν λοιπόν ούτε διαλαθών. Μόνο ρούχα απλά και ξέφυγε. Σχεδόν ουδέτερα.

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι η δεύτερη νοηματική ζώνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον ακυρωμένο ρόλο του βασιλιά της πρώτης και τον πλαστό ρόλο του ηθοποιού της τρίτης. Μένει να δούμε γιατί ο ποιητής αποφάσισε στην τρίτη και τελευταία ενότητα να αναπτύξει σε τρεις στίχους μια και μόνο λέξη του αρχαίου συγγραφέα: υποκριτής. Με βάση το περιεχόμενο αυτών των στίχων η ομοιότητα με του ήρωα με ηθοποιό βρίσκεται ακριβώς στην αλλαγή ρούχων και στην αποχώρηση με το τέλος της παράστασης. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣΠροφανώς ο Καβάφης έχει προσέξει τις διαρκείς αναφορές του Πλούταρχου στο θεατρικό στοιχείο που χαρακτηρίζει συχνά τις πράξεις του Δημήτριου· επιπλέον την ίδια εποχή που γράφεται το ποίημα έχει στραφεί λιγότερο προς επικούρειες και περισσότερο προς στωικές θέσεις με αποτέλεσμα μια ποίηση ηθικοδιδακτική, όπως σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας. Σύμφωνα με τον μελετητή ο «Βασιλεύς Δημήτριος» είναι το δεύτερο χρονικά ποίημα στους δείκτες της πορείας αυτής. Σημειώνει σχετικά: Ποίηση διδακτικής κατηγορίας και προσόδου, του συντελεσμένου χρέους και συγχρόνως παραινετική. Πρώτα ηθικολογική (περ. 1900-1905/6) και μετά δεοντολογική (περ. 1905-1910/11) και λίγο παρακάτω: Στην ανάλυση λοιπόν των πρώτων ποιημάτων διακρίνεται η θε­ματική ανάπτυξη αυτής της δεοντολογίας. Έχομε κλιμακωτά θέ­ματα ηθικού απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής («Θεόφιλος Πα­λαιολόγος», «Μανουήλ Κομνηνός», «Το Τέλος του Αντωνίου», «Απολείπειν ό θεός Αντώνιον»), θέματα δοκιμασίας και προανα­κρούσματα κινδύνων («Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Η Σατραπεία», «Μάρτιαι είδοί», «Ο Θεόδοτος»), συνταγές ζωής και τακτικές πο­ρείας (π.χ. από το «Che fece. . . . il gran rifiuto» ως την «Ιθά­κη»). Με τους στωικούς εξάλλου εγκαινιάζεται και φιλοσοφικά η έννοια του χρέους και η αξία του καθήκοντος. Και με αυτούς κα­θιερώνεται η ιδέα μιας ζωής αντιηρωικής. Ακριβέστερα για την εκτεταμένη σύγκριση βασιλιάς vs ηθοποιός τοποθετείται η Σόνια Ιλίνσκαγια: Διόλου τυχαίο ότι ο ποιητής ασχολείται τόσο πολύ με τη μεταμφίεση του ήρωά του και στο τέλος — μέσα από τη σύγκρισή του με τον ηθοποιό που μετά την παράσταση «αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται» — σαν να φωτίζει στο υπόστρωμα του ποιήματος τι είναι το εφήμερο και το μόνιμο, σαν να ζητάει να προσέξουμε, τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε ν’ αψηφήσουμε. Σε μια τέτοια ερμηνεία της πηγής είναι αισθητός ο στωικισμός του ποιητή που δεν του λείπει ένα δικό του θάρρος κι ο ανδρισμός του πνεύματός του. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε και το γιατί ο ρόλος του ηθοποιού (που στον Πλούταρχο έχει μειωτική αξία μέσω της άμεσης σύγκρισης με τον βασιλικό ρόλο) στο ποίημα διαχωρίζεται με την τοποθέτησή του στην τρίτη νοηματική ζώνη, μακριά από τον βασιλικό ρόλο. Με τη φράση όμοια σαν ηθοποιός ο ποιητής μεταφέρει το στωικό πνεύμα της ζωής σα μια θεατρική σκηνή όπου το άτομο παίζει εναλλασσόμενους ρόλους και όπου κανένας ρόλος δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τον άλλο· όπου το άτομο πρέπει να έχει τη δύναμη να εγκαταλείψει τη σκηνή όταν ο ρόλος τελειώνει χωρίς των δειλών τα παρακάλια και παράπονα. Είναι γεγονός ότι όλα αυτά θα φανούν ξεκάθαρα στο Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και στη Σατραπεία όμως και η μεγάλη ψυχή του Δημητρίου να εγκαταλείψει τα πάντα και να ξαναρχίσει από το μηδέν για τρίτη φορά στη ζωή του είναι μια πολύ αξιόλογη εισαγωγή στο πνεύμα του στωικού ηρωισμού που πολλές φορές προκύπτει από – κατά συμβατική θεώρηση – αντιηρωικές πράξεις.

Ο φάκελος του ποιήματος:
https://app.box.com/s/1mwi5mnn5ndht2kle5w6mmwbeh9nl8t6

  1. Antonis Pontoropoulos, Representations of tragic themes in Plutarch’s Lives: Demetrius and Antony
  2. Duncan B. Campbell, “Outrageous fortune. The rise and fall of Demetrius Poliorcetes”
  3. J. Phillipson – C.P. Cavafy Historical Poems: A Verse Translation with Commentaries, pp 149-167
  4. Jeff Jay, The Tragic in Mark. A Literary-Historical Interpretation
  5. Αναστασία Νάτσινα, «Σημασιολογικές λειτουργίες των καβαφικών διασκελισμών. Mίμηση και ειρωνεία»
  6. Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά τ.Α΄
  7. Γ.Π. Σαββίδης, «Καβάφης και Ξενόπουλος, απόπειρα για την ανασύνθεση μιας λογοτεχνικής σχέσης (1901-1944)».
  8. Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία
  9. Γιάννης Δάλλας, Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική
  10. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές τ.Α΄
  11. Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η ποίηση και η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη»
  12. Ευφροσύνη Κωστάρα, Καβάφης και Αρχαίο Θέατρο (Διδ. διατριβή, Πάτρα 2014, σ. 241-253)
  13. Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη
  14. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι – Μετάφραση
  15. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι – Πρωτότυπο
  16. Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π.Καβάφης
  17. Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του.
  18. Χ.Λ.Καράογλου – “Για το ποίημα “Ο Βασιλεύς Δημήτριος” του Κ.Π. Καβάφη” (περ. Διαγώνιος τ.6, 1980, σελ 272-284)

 

Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, μέρος πρώτο]

Γράφοντας τις προάλλες ένα κείμενο για την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων ενός φίλου κατέληγα, με αφορμή τις κατάρες που εκτοξεύουν προς τη λεγόμενη “γενιά του Πολυτεχνείου” όλα τα ορφανά της διαπλοκής και συναλλαγής, τώρα που η φάκα κλείνει και τα λεφτά τελειώσαν, στους στίχους του Γ.Σεφέρη από τον Τελευταίο σταθμό:
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν

Τι καλύτερο να περιμένει κανείς από ανθρώπους που, με σημαία το ατομικό συμφέρον και το βόλεμά τους, έβγαλαν αβρόχοις ποσί την επταετία και εμφανίστηκαν μετά ως “αντιστασιακοί”, κήρυκες της “αλλαγής” – πόσο γρήγορα και άσχημα ξέφτισε αυτή η λέξη – ή φορείς του “εκσυγχρονισμού” μετέπειτα; Δεν μιλώ για τους επώνυμους τόσο, όσο για τη σιωπηλή ως χθες πλειοψηφία που μπαινόβγαινε σε πολιτικά γραφεία της μιας ή της άλλης πλευράς (κάμποσοι και στις δύο), βόλευε, βολεύονταν, άρπαζε και έκλεβε το κράτος με τη ανοχή των πατρόνων της. Και όταν ήλθε η ώρα του θερισμού, φταίει η “γενιά του Πολυτεχνείου”. Στα αλήθεια φταίει. Αλλά δεν αναφέρομαι στους ελάχιστους που μήδισαν και εξαργύρωσαν τον όποιο αγώνα τους – κρίθηκαν ήδη από καιρό στη συνείδησή μας – ούτε για τους λίγους που ήταν μέσα. Για τους άλλους, τους πολλούς λέω, που ήταν απέξω. Και στη συνέχεια φρόντισαν να είναι “οι από μέσα”.

Δε νομίζω να υπάρχει ποιητής που να μελέτησε τόσο πολύ την ποικιλία των ανθρώπινων τύπων και των συμπεριφορών τους όσο ο Καβάφης. Ειδικά το θέμα της αντίδρασης στη συμφορά, παρούσας ή επερχόμενης, σχεδόν τον γοητεύει. Είδαμε σε άλλη ανάρτηση την πτώση του ήρωα της “Σατραπείας”, μια πτώση βελούδινη (θα έλεγαν οι πιο κυνικοί) αλλά οριστική, τελεσίδικη και ιδιαίτερα πικρή για έναν άνθρωπο μαθημένο με τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, / τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· / την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους. Αυτά που τελικά είναι η ζωή του και που δεν μπορεί να του τα δώσει η σατραπεία και ο Αρταξέρξης. Την εποχή που δημοσιεύονταν η “Σατραπεία” (1910) ο ποιητής ξεκινούσε ένα ποίημα όπου ο ήρωας καλείται να σταθεί με αξιοπρέπεια μπροστά στο επερχόμενο τέλος. Τραγικός ο ήρωας της “Σατραπείας” (Θεμιστοκλής  ή Αλκιβιάδης τα πρότυπα): μια πρόσκαιρη ίσως και ανθρώπινη εν τέλει αδυναμία του – αφέθηκε κι ενδίδει – καθώς και η κακοτυχία του τον εγκλωβίζουν σε ένα χρυσό κλουβί, κατώτερο κατά πολύ της ηθικής του αξίας και των ικανοτήτων του. Εξίσου τραγικός όμως και ο ήρωας στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” που καλείται να αντιμετωπίσει ..την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου / που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου / που βγήκαν όλα πλάνες… Ενδίδει η τύχη εδώ (όχι πως ο Αντώνιος δεν είχε δείξει κι αυτός ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες αλλά εδώ δεν ενδιαφέρουν αυτά τον ποιητή) ενώ στη “Σατραπεία” η τύχη, η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται, οδηγεί τον ήρωα να ενδώσει στις σειρήνες του Αρταξέρξη. Η τύχη πάντως λειτουργεί και στις δυο περιπτώσεις σαν ένας φθονερός θεός –τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες (Ηροδότου Ιστορίαι, 1.32.1). Μόνο που ο Αντώνιος μπορεί να σώσει την αξιοπρέπειά του και τον αυτοσεβασμό του με αντίτιμο τη ζωή του. Το αντίθετο ακριβώς του ήρωα της “Σατραπείας” που εξασφαλίζει την καλή ζωή εις βάρος  των πεποιθήσεων και αξιών του. Ας δούμε τώρα το ποίημα.

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
[σύνθεση: Νοέμβριος 1910 / έκδοση: Απρίλιος 1911]

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αντώνιος απασχολεί τον Καβάφη. Τον Ιούνιο του 1907 έγραψε ένα ποίημα για το θάνατο του Αντωνίου που έμεινε ανέκδοτο ως το 1968:

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αλλά σαν άκουσε που έκλαιγαν οι γυναίκες
και για
το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,

κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,

η υπερηφάνεια μες στην ψυχή
του
σηκώθηκεν, αηδίασε
το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα

αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά ―

όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή
του ―
κ’ είπε: Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.

Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,

που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,

κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.

Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,

αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος.

Όπως έχω ήδη αναφέρει στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, υπάρχουν συνολικά έξι ποιήματα που συνδέονται με τα γεγονότα από την τελετή των δωρεών του «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (34 πΧ) έως τον θάνατο του Αντώνιου (31 πΧ).
[Στις παρενθέσεις: χρόνος πρώτης σύνθεσης/χρόνος δημοσίευσης]

1. «Το τέλος του Αντωνίου» (1907/ανέκδοτο)
2. «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1910/1911)
3. «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912/1912)

4.«Καισαρίων» (1914/1918)

5. «Το 31 πΧ στην Αλεξάνδρεια» (1917-24/1924)

6. «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» (;/1926)

Τα δύο πρώτα αναφέρονται άμεσα στον Αντώνιο και τα δύο τελευταία έμμεσα. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Π.Σαββίδης:  Όπως έδειξε, νομίζω, η απλή παράθεση των ποιημάτων του Καβάφη που έχουν σχέση με τον Αντώνιο, ο ποιητής πάντα τον αντίκρισε σαν ξένο σώμα προς τον Ελληνισμό: αρχικά τον ετίμησε ως δραματικό πρόσωπο που την ύστατη στιγμή αποκηρύσσει την «παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του» («Το Τέλος του Αντωνίου»)· κατόπι τον σύγκρινε φασματικά με έναν προνομιούχο αποτυχημένο της ζωής («Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»)· ύστερα τον ξεσκέπασε ως «γιγαντιαία ψευτιά» («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)· και τέλος τον εξίσωσε ονομαστικά με τον επίσης Ρωμαίο νικητή του («Εν δήμω της Μικράς Ασίας»). [Γ.Π. Σαββίδης, “Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη”]. Στο πρώτο λοιπόν ποίημα ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσής του το δράμα “Αντώνιος και Κλεοπάτρα” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και συγκεκριμένα την Πράξη ΙV και Σκηνή XIII:

The miserable change now at my end
Lament nor sorrow at; but please your thoughts
In feeding them with those my former fortunes
Wherein I lived, the greatest prince o’ the world,
The noblest; and do now not basely die,
Not cowardly put off my helmet to
My countryman,–a Roman by a Roman
Valiantly vanquish’d. Now my spirit is going;
I can no more.

Τα λόγια του Αντώνιου είναι μια παράφραση των στίχων του Σαίξπηρ, ωστόσο οι εικόνες των πρώτων εννιά στίχων με τους θρήνους των γυναικών και την αγανάκτηση του Αντώνιου που τον οδηγεί στην αποξένωση από την παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του και στην απόρριψή της δείχνουν μια ζωηρή, σχεδόν εικονιστική πρόσληψη της τραγωδίας από τον Καβάφη με ταυτόχρονη δημιουργική της αξιοποίηση. Μου θυμίζει κάπως ένα έμμετρο ρητορικό γύμνασμα, όπως παρουσιάζει ο ποιητής οτι είναι το ποίημα Ο Δημάρατος που το ξεκινά το 1904 και το ξαναδουλεύει το 1911 – δηλαδή μαζί με το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”. Η πολυπλοκότητα του “Δημάρατου”  τόσο σε ψυχογραφικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τεχνικής (ενδιάμεσος αφηγητής) φανερώνει και την αιτία που ένα καλό ποίημα όπως “Το τέλος του Αντωνίου” έμεινε αδημοσίευτο: μοιάζει μονοδιάστατο και κάπως ρηχό τόσο ως ψυχογράφημα όσο ως συμβολικό ποίημα. Αξιόλογο και ζωντανό σε εικόνες και σύλληψη αλλά λίγο σε ιδέες και περιεχόμενο.

Δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”.  Παραινετικό και αυτό, όπως η “Σατραπεία”, η “Πόλις”, ο “Θεόδοτος” ανήκει στα φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα. Είναι δηλαδή ένα ψευδοϊστορικό ποίημα κατά την ορολογία του Γ.Σεφέρη , σε αντίθεση με τα καθαρόαιμα ιστορικά, (ιστοριογενή κατά τον Μ.Πιερή) και τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο (ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο). Το κυρίως επεισόδιο στηρίζεται σε μια περικοπή του Πλούταρχου από τον Βίο του Αντωνίου, λίγο πριν την αυτοκτονία του. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και εδώ ο Καβάφης ακολουθεί  το θεατρικό του Σαίξπηρ αλλά υπάρχει μια καθοριστική διαφορά: Στο “Αντώνιος και Κλεοπάτρα” είναι ο Ηρακλής η θεότητα που εγκαταλείπει τον Αντώνιο· εδώ, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος  ο ποιητής:Αναφέρεται εις την εποχήν, καθ’ ην ο ηττηθείς Αντώνιος επολιορκείτο υπό του Οκτάβιου εις την Αλεξάνδρειαν (Πλουτάρχου, Βίος Αντωνίου) και την στιγμή καθ’  ην και αυτός ο προστάτης θεός Διόνυσος τον εγκαταλείπει (αόρατος θίασος). Το ποίημα μας διδάσκει ότι πρέπει να αντικρύζωμεν την συμφοράν με αξιοπρέπειαν. (Γ.Λεχωνίτης, Καβαφικά Αυτοσχόλια, 1942, σ. 240). Παραθέτω την περικοπή του Πλούταρχου:

75. Πάλιν δ’ Ἀντώνιος ἔπεμπε Καίσαρα μονομαχῆσαι προκαλούμενος. ἀποκριναμένου δ’ ἐκείνου πολλὰς ὁδοὺς Ἀντωνίῳ παρεῖναι θανάτου, συμφρονήσας ὅτι τοῦ διὰ μάχης οὐκ ἔστιν αὐτῷ βελτίων θάνατος, ἔγνω καὶ κατὰ [2] γῆν ἅμα καὶ θάλατταν ἐπιχειρεῖν. καὶ παρὰ δεῖπνον ὡς λέγεται τοὺς οἰκέτας ἐκέλευεν ἐπεγχεῖν καὶ προθυμότερον εὐωχεῖν αὐτόν· ἄδηλον γὰρ εἰ τοῦτο ποιήσουσιν αὔριον ἢ δεσπόταις ἑτέροις ὑπηρετήσουσιν, αὐτὸς δὲ κείσεται [3] σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος. τοὺς δὲ φίλους ἐπὶ τούτοις δακρύοντας ὁρῶν, ἔφη μὴ προάξειν ἐπὶ τὴν μάχην, ἐξ ἧς αὑτῷ θάνατον εὐκλεᾶ μᾶλλον ἢ σωτηρίαν ζητεῖν καὶ [4] νίκην. ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ λέγεται μεσούσῃ σχεδόν, ἐν ἡσυχίᾳ καὶ κατηφείᾳ τῆς πόλεως διὰ φόβον καὶ προσδοκίαν τοῦ μέλλοντος οὔσης, αἰφνίδιον ὀργάνων τε παντοδαπῶν ἐμμελεῖς φωνὰς ἀκουσθῆναι καὶ βοὴν ὄχλου μετ’ ὐασμῶν καὶ πηδήσεων σατυρικῶν, ὥσπερ θιάσου τινὸς οὐκ [5] ἀθορύβως ἐξελαύνοντος· εἶναι δὲ τὴν ὁρμὴν ὁμοῦ τι διὰ τῆς πόλεως μέσης ἐπὶ τὴν πύλην ἔξω τὴν τετραμμένην πρὸς τοὺς πολεμίους, καὶ ταύτῃ τὸν θόρυβον ἐκπεσεῖν [6] πλεῖστον γενόμενον. ἐδόκει δὲ τοῖς ἀναλογιζομένοις τὸ σημεῖον ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον, ᾧ μάλιστα συνεξομοιῶν καὶ συνοικειῶν ἑαυτὸν διετέλεσεν.

Όπως συνηθίζει ο ποιητής ενσωματώνει στο ποίημα αυτούσια ή με ελάχιστες αλλαγές στοιχεία από το λεξιλόγιο της περικοπής. Καταγράφω όσα εντόπισα με κόκκινο χρώμα στο απόσπασμα : ώρα μεσάνυχτα, έξαφνα (= αιφνίδιον), όργανα, μουσικές εξαίσιες (=εμμελείς), ακουστεί, φωνές (= βουήν όχλου), θίασος, περνά, ως την τελευταία απόλαυση τους ήχους (= ταύτη τὸν θόρυβον εκπεσείν πλείστον γενόμενον). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η ομοιότητα του ποιήματος με το ανέκδοτο πεζό ποίημα Το Σύνταγμα της Ηδονής (1894-1897;). Κοινός ο παραινετικός χαρακτήρας  και ο ρητορικός τόνος (“διατακτικές και διδακτικές προστακτικές” κατά τον Μαρωνίτη, επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων, προβολή και κυριαρχία του επιθέτου ), καθώς και ο θίασος (σύνταγμα) με “μουσικές και σημαίας”. Ομοιότητες και στο λεξιλόγιο με πιο χτυπητή το ρήμα ενδίδω με τις προβεβλημένες ή λανθάνουσες ερωτικές συνδηλώσεις του – στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” ο ερωτισμός είναι διάχυτος αλλά με ιδιαίτερη επιμέλεια καλυμμένος.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση που επιχειρεί η Στέλλα Κουτσογιάννη στη μεταπτυχιακή της εργασία Οι θεματικές συλλογές
1905-1915  & 1916-1918 του Κ. Π. Καβάφη: Μια θεματική αιτιολόγηση
όπου επιχειρείται να καταδειχθούν οι πολυπρισματικές σχέσεις των ποιημάτων στις δύο συλλογές. Αντιγράφω το σχετικό με το ποίημα απόσπασμα (σελίδες 26-27):

Ακολουθεί  το  ποίημα  «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» το οποίο συνδέεται  άρρηκτα  με το ποίημα «Τελειωμένα», καθώς  και   τα δύο πραγματεύονται το θέμα της αποτυχίας. Παραθέτω ένα συγκριτικό πίνακα των δύο ποιημάτων στον οποίο καταγράφω τους στίχους που συνομιλούν άμεσα

Τελειωμένα
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
ψεύτικά ήσαν τα μηνύματα

(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
[…]μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
Άλλη καταστροφή […]

εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά
κι ανέτοιμους –που πια καιρός– μας συνεπαίρνει.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

Στο ποίημα «Τελειωμένα» έχουμε ένα τετελεσμένο γεγονός (πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει και ο τίτλος): παρόλο που «λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας  απειλεί»,  «άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω  μας ». Αντίθετα, στο ποίημα  «Απολείπειν  ο θεός Αντώνιον» έχουμε ένα εν δυνάμει γεγονός  (παρόλο που ουσιαστικά πρόκειται για ιστορικό, κι επομένως τετελεσμένο, γεγονός): όταν ο άξιος άνθρωπος  βρεθεί  μπροστά σε μια τετελεσμένη  αποτυχία οφείλει  να «πλησιάσ[ει]», να «ακούσ[ει]» και να «αποχαιρετ[ήσει]» τα  μεγαλεία που χάνει. Με την ευκαιρία ξανατονίζω τη σημαντική θέση που κατέχει η ακοή στην καβαφική ποίηση, καθώς μία από τις τρεις νουθετήσεις του αφηγητή είναι να «ακούσ[ει]… τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου».
Καθίσταται, λοιπόν, αρκετά σαφές ότι ο αφηγητής του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» ανθίσταται στον αφηγητή του «Τελειωμένα» και προτείνει την αξιοπρεπή αντιμετώπιση της αποτυχίας. Καθοριστική διαφορά των δύο ποιημάτων είναι το υποκείμενο που δέχεται την καταστροφή. Στην πρώτη περίπτωση  έχουμε ένα συλλογικό  εμείς, το οποίο, αν  και  υποψιάζεται, αδυνατεί να ακούσει την  καταστροφή που έρχεται και «ανέτοιμους » τους συνεπαίρνει. Στη δεύτερη περίπτωση το υποκείμενο είναι άξιο να ακούσει και να αντιμετωπίσει την καταστροφή « σαν έτοιμος από καιρό ». Επομένως, με το σημαντικό κριτήριο της αντιμετώπισης του τέλους ο ποιητής χτίζει αξιολογικά την καβαφική πολιτεία, την οποία, με το δικαίωμα που μας δίνει το γραμματικό πρόσωπο με το οποίο εκφέρεται κάθε ποίημα, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με την ευρεία έννοια «ολιγαρχική».

Στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης θα περάσω από την περιφέρεια του ποιήματος στο κέντρο, το ίδιο το ποίημα. Όπως πάντα θα υπάρξει και ο σχετικός φάκελος  με υλικό για το ποίημα.

Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος δεύτερο]

Συνεχίζοντας  την ανάγνωση της “Σατραπείας”  (εδώ το πρώτο μέρος) θα παρεκκλίνω ως ένα βαθμό από τις πιο συμβατικές προσεγγίσεις χρησιμοποιώντας , με κάποια διάθεση πειραματισμού ομολογουμένως, το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του. Κ.Π. Καβάφη. Χρησιμότατο έργο παρά την ηλικία του και παρά τους περιορισμούς του, καθώς καταγράφει το λεξιλόγιο των 154 δημοσιευμένων ποιημάτων του ποιητή. Να σημειώσω εδώ οτι υπάρχει ακόμη σε ψηφιακό δίσκο (cd)  μια εργασία του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού με τίτλο K. Π. Καβάφης, Ο άνθρωπος και η εποχή του. Περιλαμβάνει ηλεκτρονικό αρχείο λέξεων από τα δημοσιευμένα ποιήματα του Καβάφη. Ένας συμφραστικός πίνακας λέξεων (concordance) που θα εκτείνονταν επιπλέον στο σύνολο του ποιητικού έργου του Καβάφη, όπως αυτός για τον Σεφέρη από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο διαδικτυακό τόπο της  Πύλης για την ελληνική γλώσσα θα ήταν πολύτιμος  [Τώρα υπάρχει από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και είναι όντως πολύτιμος: η Ανεμόσκαλα με συμφραστικούς πίνακες λέξεων για αρκετούς ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Καβάφη]
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί έχω επιλέξει τις βασικότερες λέξεις – κλειδιά του ποιήματος. Με κόκκινο γράμματα και υπογράμμιση  παρουσιάζονται όσες εμφανίζονται και σε άλλα δημοσιευμένα ποιήματα, τους τίτλους των οποίων καταγράφω. Αν δίπλα σε κάποιο τίτλο υπάρχει αριθμός σε παρένθεση, αυτός δηλώνει πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη στο συγκεκριμένο ποίημα. Με πράσινα  τέλος γράμματα καταδεικνύονται οι λέξεις άπαξ του ποιήματος.

Είναι σπάνιο στον Καβάφη ένα ποίημα με τόσο έντονα ρητορικά στοιχεία να μην περιέχει ίχνος από την περίφημη καβαφική ειρωνεία – τον συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας που συχνά αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο και διχασμένο ως προς τον ερμηνευτικό δρόμο που θα διαλέξει.  Σχεδόν πάντα η ρητορεία στον Καβάφη προεξαγγέλλει την ειρωνεία. Διαβάζοντας το “Τι συμφορά” περιμένει κανείς έναν Φερνάζη – αντίθετα διαπιστώνει οτι έχει μπροστά του έναν Θεμιστοκλή ή Αλκιβιάδη.

Το ποίημα αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη (στίχοι 1-6) καταγράφει τις δυσκολίες του ήρωα που τον οδηγούν στο να ενδώσει. Η δεύτερη ενότητα καταγράφει σε δυο υποενότητες: α) τη φυγή στον Αρταξέρξη (στιχ. 7-12) και β) την απελπισία του ήρωα που διχάζεται ανάμεσα σε αυτά που του προσφέρονται και αυτά που επιθυμεί (στιχ 13-18). Απελπισία που γίνεται απόγνωση στην τρίτη ενότητα (στιχ 19-21). Έχουμε δηλαδή ένα σχήμα 6 + (6+6) + 3 στίχων. Οι πρώτες δυο ενότητες εισάγονται με τις σχεδόν επιφωνηματικές (σχεδόν: σοφά λείπει το θαυμαστικό που θα τις υπερτόνιζε άστοχα) εκφράσεις “Τι συμφορά και “Τι φρικτή”. Η τρίτη ενότητα, επίλογος του ποιήματος, συσσωρεύει τρεις κλιμακωτές ρητορικές ερωτήσεις  – χωρίς ερωτηματικό για να τονιστεί η άρρητη αλλά ευκόλως εννοούμενη απάντηση. Οι δύο πρώτες ενωμένες με ασύνδετο σχήμα, η τρίτη μετά από άνω τελεία:  περισσότερο βαρύθυμη διαπίστωση παρά ερώτηση.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διερεύνηση της ταυτότητας του σχολιαστή-αφηγητή στο ποίημα. Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος σε β΄πρόσωπο εν είδει αυτοκριτικής, η φωνή μιας ομιλούσας συνείδησης που απευθύνεται, εν μέρει ως αφηγητής ενός απόλογου εν μέρει ως δικαστής ( η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), στον βουβό ήρωα. Μια τέτοια αποδοχή θα δικαιολογούσε επιπλέον μια αδιόρατη ειρωνεία στην ανάγνωση των ρητορικών εκφράσεων που προαναφέρθηκαν, κορυφώνοντας την ειρωνεία με την τελευταία πρόταση και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. Θα βόλευε και στην επαλήθευση της καβαφικής ηθοποιίας: δες εδώ το σχετικό άρθρο του Κ.Θ.Δημαρά που θεωρεί τη “Σατραπεία”  μεταβατική – ανάμεσα στα ποιήματα σε τρίτο πρόσωπο που τονίζεται ο ρόλος του σχολιαστή και σε αυτά σε πρώτο όπου τονίζεται η φωνή του ήρωα – κατηγορία όπου ο λόγος είναι στο δεύτερο πρόσωπο· έτσι κατασταίνεται το θέμα γενικότερο και σβήνει η διάκριση του ποιητή από το αντικείμενό του. Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που μας υποχρεώνει να απομακρυνθούμε από την προηγούμενη εκδοχή καθώς ο ποιητής επιμένει στη γενικότητα του συμβόλου: Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη… Μια τέτοια γενίκευση δεν καλύπτεται εύκολα από έναν εσωτερικό μονόλογο, έστω και σε β΄πρόσωπο που παρέχει μια κάποια απόσταση ασφαλείας.  Για χρόνια δεχόμουν το ποίημα ως έναν θεατρικό (εσωτερικό) μονόλογο. Όμως όσο γοητευτική κι αν είναι η άποψη αυτή, περιορίζει πολύ το σύμβολο καθώς επιμένει στην εικόνα του ήρωα και της προσωπικής του μοίρας. Πρέπει λοιπόν αν όχι να την απορρίψουμε τελείως, τουλάχιστον να μην την θεωρούμε ως πρώτιστη ή κυρίαρχη εκδοχή.

Είπαμε οτι το ποίημα ξεκινά με τη φράση “Τι συμφορά”. Πρώτα ας δούμε τη χρήση της λέξης στα άλλα δημοσιευμένα ποιήματα. Υπάρχει συνήθως συσχετισμένη με έναν θάνατο: του Πατρόκλου (Τα Άλογα του Αχιλλέως), του Αριστόβουλου ( Αριστόβουλος),  του  Μύρη (Μύρης • Αλεξάνδρεια του 340 μΧ)  ή με μια απειλή: των Ρωμαίων (Ο Δαρείος) – αλλά εκεί ο τόνος, παρά το ότι η έκφραση είναι ακριβώς η ίδια, “Τι συμφορά”, είναι σχεδόν κωμικός. Μόνο στο ανέκδοτο ποίημα Ποσειδωνιάται η φράση “ω συμφορά” ταιριάζει με τη συμφορά στο παρόν ποίημα. Η συμφορά του ήρωα στη “Σατραπεία” είναι λοιπόν σχεδόν μοναδική. Και προκύπτει από μια αντίθεση: ενώ είναι ο ήρωας καμωμένος (άρα λοιπόν από τη φύση του έτσι) για τα ωραία και μεγάλα έργα η (άδικη) τύχη του δεν του συμπαραστέκεται καθώς του αρνείται ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία. Τύχη ενάντια στη φύση. Το σχεδιάγραμμα:

sxedioΗ λέξη καμωμένος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στα έξι άλλα ποιήματα που εμφανίζεται σχετίζεται έμμεσα ή και άμεσα με μια ερωτική θεματική. Εδώ βέβαια το περιεχόμενο είναι διαφορετικό αλλά ας κρατήσουμε την παρατήρηση. Η λέξη τύχη πάλι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα υπόλοιπα ποιήματα παρά μόνο στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων στη φράση της γενναίας Κρατησίκλειας : “… αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι”. Και εκεί άδικη τύχη και εδώ το ίδιο. Άδικη επίσης η κακομοιριά που αποπνέουν τα ψεύτικα κοσμήματα στη στέψη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν, στο ποίημα  Από υαλί χρωματιστό. Ακόμα πιο κοντά όμως στον ήρωα του ποιήματος είναι η λέξη αδικία στο ποίημα Ο Δημάρατος – η αδικία που έγινε στον Δημάρατο  και δεν ξεπληρώνεται, δεν μπορεί να ξεπληρωθεί.

Αρνείται συνεπώς η τύχη ενθάρρυνση και επιτυχία : λέξεις άπαξ και οι δύο, σύστοιχες με τα ωραία και μεγάλα έργα των οποίων είναι προϋποθέσεις.  Άρνηση ανάλογη δεν υπάρχει σε άλλο ποίημα παρά μόνο κάπως στο Che fece…il gran rifiuto. Εκεί βέβαια το ίδιο το πρόσωπο εκφράζει την άρνηση που αν και σωστή, τον καταβάλλει ψυχολογικά. Εδώ η τύχη αρνείται να δικαιώσει τις ικανότητες του ήρωα αλλά μόνο η τύχη; Σε δεύτερο επίπεδο (αυτό δηλώνει η άνω τελεία μετά το «αρνείται») τον ήρωα τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Ποιος άλλος ήρωας «εμποδίζεται» στο να «υπηρετήσει τη Συρία» (και να βολευτεί οικονομικά); Φυσικά 0 κυνικός και αμοραλιστής νέος του Ας φρόντιζαν που οι σπατάλες του τον έχουν αφήσει σχεδόν ανέστιο και πένητα. Αυτός σίγουρα  είχε πολλές ευτελείς συνήθειες·  σε αντίθεση με τον Μανουήλ Κομνηνό στο ομώνυμο ποίημα που λίγο πριν πεθάνει παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται. Το ευτελής πάντως έχει στην ποίηση του Καβάφη συνδεθεί όπως και το καμωμένος με ερωτικά συμφραζόμενα, αν κρίνουμε από την εμφάνισή του στο Μέσα στα καπηλειά – , όπου ο ήρωας μας ομολογεί πως Μες σ’ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς. Ήδη λοιπόν ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνουν οι ευτελείς συνήθειες, έστω κάποιες από αυτές. Και επιπλεόν μικροπρέπειες (λέξη άπαξ) και αδιαφορίες (μια ανούσια εμφάνιση στο Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια).

Δεν είναι αθώος λοιπόν για την κακοδαιμονία του ο ήρωας. ΄Εχει και τον χαρακτήρα του εμπόδιο στις ικανότητές του. Όπως ακριβώς αποφαίνεται ο Εφέσιος Λοξίας, ο Ηράκλειτος:  ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (frag.119). Και δεν είναι πια δύσκολο να απογοητευτεί, να ενδώσει όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.  Ας θυμηθούμε πάλι το σχόλιο του ποιητή: Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε: δεν συγκράτησε τον εαυτό του, δεν τον πίεσε, αφέθηκε και ενέδωσε. Στο Απολείπειν ο θεός Αντώνιον ενδίδει η τύχη του Αντώνιου, τον παρατά αλλά στο Πέρασμα τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν [την έκνομη ερωτική ηδονή]. Και το ρήμα αφέθηκες εμφανίζεται πάλι σε ποιήματα με έντονο το ερωτικό στοιχείο όπως στο Επήγα (αφέθηκα κι επήγα όπως ίσως αφέθηκες κ’ενδίδεις) και στο Εκόμισα εις την Τέχνη όπου ο ποιητής αφήνεται στην Τέχνη για να σχηματίσει   Μορφήν της Καλλονής. Καμωμένος, ευτελείς (συνήθειες), αφέθηκες και ενδίδεις: συνθέτουν οι λέξεις αυτές, με τις ευρύτερες στο έργο του ποιητή συνδηλώσεις τους, ένα λεπτό, αδιόρατο σχεδόν ερωτικό υπόστρωμα. Εύκολα πάει ο νους μας στον Αλκιβιάδη. «Προς τας ηδονάς αγώγιμος» χαρακτηρίζεται από τον Πλούταρχο στον βίο του· με ροπές ανάλογες προς τις ερωτικές ροπές του ποιητή και με το πάθος της τέχνης του λόγου κοινό και στους δύο υπογραμμίζει ο Γ. Δάλλας (σελ 59-60). Έχει, είπαμε, σοβαρούς περιορισμούς στο να θεωρηθεί το βασικό ιστορικό πρόσωπο στη «Σατραπεία» ο Αλκιβιάδης αλλά στα σίγουρα ο ποιητής είχε και αυτόν στο νου του ως ήρωα του του ποιήματος.

Στη συνέχεια όλα μοιάζουν ευκολότερα: Τα Σούσα, ο Αρταξέρξης, η αυλή, οι σατραπείες και τα τέτοια. Μοιάζουν όμως μόνο, δεν είναι. Πριν φτάσουμε στην καίρια περιγραφή της ψυχικής κατάσταση του ήρωα με την κομβική λέξη απελπισία ο ποιητής φροντίζει ήδη να μας προετοιμάσει για το τι σημαίνει για τον ήρωα η συναλλαγή που αποδέχεται – αφέθηκε και ενδίδει σ’αυτήν.
Οδοιπόρος
για τα Σούσα ποιος; ο Θεμιστοκλής; αυτόν που κατά τον Πλούταρχο (Βίος Θεμιστοκλή) μετά τη Σαλαμίνα Λακεδαιμόνιοι δ’ εἰς τὴν Σπάρτην αὐτὸν καταγαγόντες Εὐρυβιάδη μὲν ἀνδρείας, ἐκείνῳ δὲ σοφίας ἀριστεῖον ἔδοσαν θαλλοῦ στέφανον, καὶ τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἁρμάτων τὸ πρωτεῦον ἐδωρήσαντο καὶ τριακοσίους τῶν νέων πομποὺς ἄχρι τῶν ὅρων συνεξέπεμψαν. Ή μήπως ο Αλκιβιάδης για τον οποίο μας παραδίδει ο Πλουταρχος (Βίος Αλκιβιάδη 11.1) ότι αἱ δ᾽ ἱπποτροφίαι περιβόητοι μὲν ἐγένοντο καὶ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων· ἑπτὰ γὰρ ἄλλος οὐδεὶς καθῆκεν Ὀλυμπίασιν ἰδιώτης οὐδὲ βασιλεύς, μόνος δὲ ἐκεῖνος.
Άλλον έναν πεζό (το οδοιπόρος είναι λέξη άπαξ), τον αναξιοπρεπέστατο εκείνον Πτολεμαίο που φτάνει στη Ρώμη πτωχοντυμένος και πεζός βρίσκουμε στην καβαφική ποίηση στο ποίημα Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου. Βέβαια δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ήθος των ηρώων αλλά η εικόνα τους έχει ορισμένες ομοιότητες.
Στο μονάρχη Αρταξέρξη φτάνει ο ήρωας. Σε μονάρχη ο ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης (ισχύει και για τους δύο πιθανούς ήρωες του ποιήματος). Προσοχή: όχι σε βασιλιά ή τον μεγάλο βασιλιά αλλά στον μονάρχη Αρταξέρξη. Μονάρχες ονομάζονται στην καβαφική ποίηση μόνο οι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής:  τους αλαζόνας μονάρχας της Aντιοχείας αναφέρει το Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα ενώ σαν σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης θα έπρεπε να εμφανιστεί ο Πτολεμαίος, αν μπορούσε να δείξει κάποια ανωτερότητα, στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου.
Και έπειτα ο Αρταξέρξης που τον δέχεται ευνοϊκά και τον βάζει στην αυλή του (στην αυλή του μονάρχη ο ηγέτης του δήμου!) και του προσφέρει σατραπείες και τα τέτοια. Αντικειμενικά δεν είναι άσχημη η κατάσταση. Για τις σατραπείες ας επαναλάβουμε το χωρίο του Πλούταρχου στο βίο του Θεμιστοκλή: πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μὲν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην. Όσο για το και τα τέτοια δεν πρόκειται για καθόλου ασήμαντα πράγματα. Γράφει ξανά ο Πλούταρχος στον ίδιο βίο (29.3) […]  ὁ βασιλεὺς ἤδη μὲν διακόσια τάλαντα ὀφείλειν ἔφησεν αὐτῷ· κομίσαντα γὰρ αὑτὸν ἀπολήψεσθαι δικαίως τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι· πολλῷ δὲ πλείω τούτων ὑπισχνεῖτο καὶ παρεθάρρυνε καὶ λέγειν ἐκέλευε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν βούλοιτο παρρησιαζόμενον. Και λίγο παρακάτω (29.6): Οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ μητρὶ τῆ βασιλέως εἰς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης, διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως κελεύσαντο.

Αλλά όπως γράφει ο Δημάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο γράμμα του προς τον Απόστολο Παύλο: Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί. Ο διχασμός ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, σε αυτά που επιθυμεί ο ήρωας και αυτά που του δίνονται γίνεται όλο και εντονότερος. Είπαμε παραπάνω την λέξη κλειδί: απελπισία. Μια ακόμα φορά χρησιμοποιείται η λέξη στο σύνολο των αναγνωρισμένων του ποιητή. Στο Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) Τώρα απελπισία και καϋμός για τον Δημήτριο που διαπιστώνει πως η Συρία που ονειρεύτηκε, που πάλεψε να ανορθώσει σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Ίδια τραγική διάψευση για έναν ήρωα που κι αυτόν η άδικη τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κι επιτυχία αλλά και που επίσης είχε ουκ ολίγες ευτελείς συνήθειες, /  και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Η ψυχή του ήρωα στη Σατραπεία λοιπόν άλλα επιθυμεί και για άλλα κλαίει. Μας τα καταγράφει αναλυτικά ο ποιητής: Ο έπαινος Δήμου και Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, η Αγορά το Θέατρο, οι Στέφανοι. Όλα με κεφαλαία – μας το φωνάζει ο ποιητής πως δείχνουν πια στα μάτια του ήρωα γιγάντια και ασύλληπτα ιδανικά, μακρινά όμως και οριστικά χαμένα. Ποιο το αντίτιμο για την εκχώρηση των προηγουμένων; Τα Σούσα, ο μονάρχης Αρταξέρξης, η αυλή του, οι σατραπείες και τα τέτοια. Είπαμε πως οι πολλοί θα ήταν πανευτυχείς με τα αγαθά που προσφέρει αφειδώς ο Αρταξέρξης. Αυτό που κάνει τον ήρωα τραγικό πρόσωπο είναι η ίδια η ανώτερη ηθική του ποιότητα. Μόνο όσοι έχουν κάνει μια τέτοια συναλλαγή και γνωρίζουν το κόστος της μπορούν να καταλάβουν «οι σατραπείες τι σημαίνουν…»

Ο ποιητής δε χαρίζεται στον ήρωα. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι εξαιρετικά σκληροί, τόσο που μόνο μια αυτοκριτική μπορεί να είναι. Προσέχουμε την κλιμάκωση της έντασης των τριών ρητορικών ερωτημάτων: Μπορεί να τα δώσει αυτά (τον έπαινο, τα εύγε και τα υπόλοιπα) ο Αρταξέρξης; Μήπως μπορείς (εσύ, μόνος σου) να τα βρεις στη σατραπεία; Και αφού η απάντηση έχει ήδη δοθεί και είναι αρνητική, και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ο «Θεμιστοκλής» του Γιάννη Ρίτσου

 

Ο φάκελος της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://www.box.com/s/48aaa9d6b2b3ab1a7d14

  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Στιγμές της καβαφικής ειρωνείας
  • Γ.Π.Σαββίδης – Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ. 170-2
  • Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και Ιστορία, σελ.47-63
  • Γιάννης Δάλλας – Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική, σελ 109-124
  • Ε.Π.Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός (σελ. 182-3)
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη (Στο περιθώριο του «Η Σατραπεία», σελ.119-124).
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.68-79
  • Κ.Π.Καβάφης – Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης), σελ 54.
  • Νικήτας Παρίσης – Κ.Π.Καβάφης (απόσπασμα από το «Μια ανάγνωση της καβαφικής Σατραπείας»), σελ 133-139.
  • Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης, σελ.156-161.

Απαγγελίες

  • Η Σατραπεία – Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
  • Η Σατραπεία – Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  • Η Σατραπεία – Φασουλής Σταμάτης, Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα [βιβλίο και cd], Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.

Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος πρώτο]

Σκεφτόμουν μέρες τώρα το ποίημα του Καβάφη Ο Θεόδοτος. Ένα παραινετικό ποίημα που γενικά δεν είχε ιδιαίτερες συμπάθειες σε ορισμένους κριτικούς (Μ. Περίδης, Τ. Μαλάνος), ίσως γιατί βρίσκουν το σύμβολο του Θεόδοτου κάπως άστοχο. Ο δεύτερος επιπλέον σημειώνει οτι ο ποιητής έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το ποίημα αυτό Pompeiusκαι υπαγόρευε και κριτικές ακόμη (!) για να το υπερασπιστεί. Βέβαια το τελευταίο θα πρέπει να το δούμε με επιφύλαξη καθώς είναι γνωστή η εμπαθής και συχνά στα όρια της κακοήθειας κριτική του Μαλάνου για τη ζωή και το έργο του Καβάφη: όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε για τον Μαλάνο «θα μπορούσε να είναι ο Πατριάρχης των καβαφιστών αλλά θέλησε να γίνει ο Πάπας τους». Πάντως στα Καβαφικά Αυτοσχόλια του Γ. Λεχωνίτη (απαράδεκτο το να μην έχουν επανεκδοθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια) ο ποιητής σημειώνει ότι μήτε η επικράτησις κατακρίνεται μήτε η επιζήτησις της δόξας που διαλαλούν οι πολιτείες και που επικυρώνουν τα τιμητικά ψηφίσματα, αλλά απλώς γίνεται μία σύστασις. Αυτά τα πράγματα κ ύ τ τ α ζ ε πώς τα αποκτάς – όχι πατώντας πάνω σε πτώματα.

Και από την άλλη πλευρά ο ήρωας του, παραινετικού επίσης, ποιήματος «Η Σατραπεία». Δεν θα την έλεγε κανείς αποτυχία την κατάστασή του. Πόσοι και πόσοι δε θα ζήλευαν τη θέση  του: δεν είναι λίγο πράγμα να σε κάνει σατράπη ο μεγάλος βασιλιάς Αρταξέρξης!  Χωρίς Θεόδοτους και κομμένα κεφάλια. Όμως δεν έχουν όλοι την ίδια κλίμακα αξιών, δεν θεωρούν όλοι το ίδιο πράγμα ως επιτυχία. Για κάποιους η Σατραπεία είναι το άπιαστο όνειρο, για άλλους, όπως ο ήρωας του ποιήματος, ένα φτωχό υποκατάστατο της επιτυχίας, τα επίχειρα ενός σχεδόν ντροπιαστικού συμβιβασμού.

Η Σατραπεία
[σύνθεση: 1904 ή 1905 , πιθανότατα  ξεκινά το 1903 / έκδοση: 1910]

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και σύ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ενότητα Ι: Ήρωας και Ποιητής: Παράλληλοι;

Τη σχέση του ήρωα με τον ποιητή φωτίζουν μια σειρά σχόλια και σημειώματα του ίδιου από τα οποία καταγράφω τα σημαντικότερα. Κάποια επιπλέον υπάρχουν στον Γ.Π.Σαββίδη Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ 170-2.

Το πρώτο (αγγλικά  στο πρωτότυπο)

Anecdota simeiomataΧθες συλλογίστηκα αορίστως-μου πέρασε από το νου – το ενδεχόμενο της λογοτεχνικής αποτυχίας και ένιωσα ξαφνικά σαν να είχε λείψει κάθε γοητεία από την ζωή μου. Ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο στην ιδέα αυτή. Παρευθύς φαντάστηκα να έχω την απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω- αλλά ακόμη και αυτό μου φάνηκε πολύ καθαρά μάλιστα πως δεν θα ήταν αρκετό να με παρηγορήσει για την μεγάλη απογοήτευση.Τούτο αποδείχνει την αλήθεια του «Η Σατραπεία»   (29 Νοεμβρίου 1903)

Το δεύτερο

Ένας νέος ποιητής μ’ επισκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία και με φαινόνταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπί­τι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Είπε «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου».

eggonopoulos mousa21Δεν θέλησα να τον αφίσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πο­λύτιμες ώρες την ημέρα (στις οποίες πρέπει να προστε­θούν και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέ­χονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.

Πόσες φορές στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδια στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ,διότι η υπηρε­σία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κό­σμου. Κι αν με αρνήθηκες  – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινό σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής) και για τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοι­μος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμέ­νεις, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα» (Ιούνιος 1905)

Η σατραπεία λοιπόν είναι το καλό σπί­τι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα Mouseio Kavafiκαλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Ακόμη και  η απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω δεν αναπληρώνει την απώλεια μιας τυχόν λογοτεχνικής αποτυχίας. Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία σχολιάζει ο ποιητής. Πολύ κοντά εκφραστικά στο Τι συμφορά του ποιήματος. Γιατί το παν είναι η ουσιαστική ανταμοιβή, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε. Η αίσθηση της θυσίας στην οποία υποβάλλεται ο ποιητής (και ο ήρωας – σύμβολό του στο ποίημα) φαίνεται και στο τρίτο σημείωμα

Κάποτε σαν σκέπτομαι και αντιλαμβάνομαι δύσκολες έννοιες, και σχέσεις,  και συνέπειες πραγμάτων και με πιάνει μια ιδέα που άλλοι δεν είναι εις θέσι να σκεφθούν και να νοιώσουν αυτά σαν και μένα αυτό με κάμνει “uncomfortable”. Γιατί αμέσως με περνά απ’ τον νου· Τί άδικο, να είμαι εγώ μια τέτοια μεγαλοφυΐα, και μήτε ν ακούομαι πασίγνωστα, μήτε ν’ ανταμείβομαι. Και τότε ή ιδέα πού ίσως απατώμαι, και βρίσκονται κι άλλοι πολλοί πού σκέπτονται έτσι μεγάλα και ορθά με ανακουφίζει. Τί πράγμα λοιπόν που είναι το Συμφέρον, ή η ’Επιθυμία της ’Αμοιβής! Πιο με ανακουφίζει ή Ιδέα να είμαι ίσος με πολλούς παρά να είμαι ανώτερος και να στερούμαι της αμοιβής μου. (3.1/07)

Ενότητα ΙΙ:  Η Ταυτότητα του Ήρωα

Δεν υπάρχει κανένα άλλο ποίημα του Καβάφη που να προβλημάτισε περισσότερο τους καβαφιστές για την ιστορική ταυτότητα του ήρωα. Ο ίδιος ο ποιητής όχι μόνο δε βοήθησε να προσδιοριστεί ο ήρωας αλλά συσκότισε ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. Να τι είπε, όπως μας τα μεταφέρει ο Λεχωνίτης στα Καβαφικά Αυτοσχόλια (σελ.25) : Ο ποιητής δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην τον Θεμιστοκλέα ή τον Δημάρατον άλλ’ ούτε και άνθρωπον πολιτικόν, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει η θέσις του ποιήματος μόλις θα έστεκε. Sousa1 Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη, όστις κατόπιν αποτυχιών και απογοητεύσεων εγκαταλείπει την τέχνην του και πορεύεται προς τα Σούσα και τον Άρταξέρξην, δηλαδή αλλάζει βίον και ευρίσκει με άλλον τρόπον την χλιδήν (και αυτή μια επιτυχία), ή οποία όμως δεν δύναται να τον ικανοποιήσει. Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα.

Είναι φανερή  η προσπάθεια του Καβάφη να υποβαθμίσει την ιστορική διάσταση στο ποίημα σε επίπεδο απλής αφόρμησης. Όχι μόνο δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην (προσοχή: κατ’ ανάγκην, όχι απαραίτητα, δηλαδή ίσως ναι, ίσως όχι…) τον Θεμιστοκλή ή τον Δημάρατο αλλά μπορεί να είναι και τεχνίτης ή επιστήμονας (ή ποιητής, μπορούμε εμείς να προσθέσουμε προεκτείνοντας τα παραδείγματα) ο οποίος απογοητεύτηκε, παρατά την τέχνη του και πηγαίνει στον Αρταξέρξηtoxotes και τη σατραπεία (μήπως πηγαίνει και γίνεται υπάλληλος στην εταιρία Αρδεύσεων, όπως ο Καβάφης, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και κάτι παραπάνω – το σπίτι, τον υπηρέτη, μια κάποια καλοπέραση;). Ίσως και να εμεγαλοποίησε τα γεγονότα, ίσως και να βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε και ενδίδει,  η βάσις ολοκλήρου του ποιήματος – δεν είναι απλώς κριτική, είναι σκληρή αυτοκριτική του ήρωα. Και όχι μόνο του ήρωα…

Το ζήτημα πάντως παραμένει. Δεν έχει βέβαια τεράστια σημασία αλλά σίγουρα κάποιο ιστορικό πρόσωπο κρύβεται πίσω από τον απογοητευμένο οδοιπόρο.  Οφθαλμοφανείς είναι οι συσχετισμοί με τον Θεμιστοκλή ενώ αντίθετα ο Δημάρατος δεν ταιριάζει σχεδόν πουθενά. Ο Σαρεγιάννης υποθέτει οτι η αναφορά στο Δημάρατο είναι ένα ευλογοφανές εύρημα του Καβάφη για να απομακρύνει τον αναγνώστη από τον άμεσο συσχετισμό Θεμιστοκλή – Καβάφη. Τείνω να πιστέψω ότι έχει δίκιο.  Άλλωστε και τα στοιχεία από τον βίο του Αλκιβιάδη που ενσωματώνει το ποίημα στην ίδια κατεύθυνση οδηγούν. Ας ξεκινήσουμε όμως από τον Θεμιστοκλή, άλλωστε τα περισσότερα στοιχεία που μας δίνει το ποίημα για την ζωή του ήρωα εκεί μας κατευθύνουν.

καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.3: λέγεται γάρ οτω παράφορος πρός δόξαν εναι κα πράξεων μεγάλων πό φιλοτιμίας ραστής.

αλλά να σ’εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,/ και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.1: εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦ πρωτεύειν ἐφιέμενος ἰταμῶς ὑφίστατο τάς πρὸς τούς δυναμένους ἐν τῇ πόλει καὶ πρωτεύοντας ἀπεχθείας, μάλιστα δέ Ἀριστείδην τόν Λυσιμάχου, τήν ἐναντίαν ἀεὶ πορευόμενον αὐτῷ.G.Diamantakis-Thenistocles Να προσθέσουμε και τη συμπεριφορά τους στους συμμάχους καθώς και τις κατηγορίες εις βάρος του για χρηματισμό

Έτσι λοιπόν όταν τον καταδίωκαν οι Αθηναίοι καταλήγει οδοιπόρος για τα Σούσα,/ και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη (Θουκυδίδης Ιστοριών Ι,137.3): πορευθείς ἄνω ἐσπέμπει γράμματα πρός βασιλέα Ἀρταξέρξην τόν Ξέρξου νεωστὶ βασιλεύοντα.

ο οποίος βέβαια ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 29.8): πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μέν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην.

Όμως τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών δε μοιάζει να τον ξέχασε. Οπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 31.1): ὡς δ᾽ ἦλθεν εἰς Σάρδεις καὶ σχολὴν ἄγων ἐθεᾶτο τῶν ἱερῶν τὴν κατασκευὴν καὶ τῶν ἀναθημάτων τὸ πλῆθος, εἶδε δέ ἐν μητρός ἱερῷ τήν καλουμένην ὑδροφόρον κόρην χαλκῆν, μέγεθος δίπηχυν,Kori ἣν αὐτός ὅτε τῶν Ἀθήνησιν ὑδάτων ἐπιστάτης ἦν, ἑλὼν τούς ὑφαιρουμένους τό ὕδωρ καὶ παροχετεύοντας, ἀνέθηκεν ἐκ τῆς ζημίας ποιησάμενος, εἴτε δή παθών τι πρός τήν αἰχμαλωσίαν τοῦ ἀναθήματος εἴτε βουλόμενος ἐνδείξασθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ὅσην ἔχει τιμὴν καὶ δύναμιν ἐν τοῖς βασιλέως πράγμασι, λόγον τῷ Λυδίας σατράπῃ προσήνεγκεν αἰτούμενος ἀποστεῖλαι τήν κόρην εἰς τάς Ἀθήνας. Η γνώμη των Αθηναίων μετρά πάντα γι’ αυτόν, τόσο που ξεχνά την επιφυλακτικότητά του και ρισκάρει σχεδόν το κεφάλι του διότι, συνεχίζει ο Πλούταρχος: χαλεπαίνοντος δὲ τοῦ βαρβάρου καὶ βασιλεῖ γράψειν φήσαντος ἐπιστολήν, φοβηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς εἰς τήν γυναικωνῖτιν κατέφυγε καὶ τάς παλλακίδας αὐτοῦ θεραπεύσας χρήμασιν ἐκεῖνόν τε κατεπράϋνε τῆς ὀργῆς καὶ πρός τά ἄλλα παρεῖχεν ἑαυτόν εὐλαβέστερον […]

Υπάρχουν ωστόσο δύο σημεία στο ποίημα που δεν πολυταιρίαζουν με την περίπτωση του Θεμιστοκλή. Το πρώτο το πρόσεξε ήδη ο Σαρεγιάννης και σχετίζεται με τη λέξη «Σοφιστές». Ο όρος μοιάζει με αναχρονισμό για τα χρόνια του Θεμιστοκλή και του Αρταξέρξη Α΄ Μακρόχειρα καθώς οι πρώτοι σοφιστές (Πρωταγόρας, ο πρώτος που ονομάστηκε σοφιστής) εμφανίζονται στην Αθήνα περισσότερο από δεκαπέντε  χρόνια μετά τη φυγή του Θεμιστοκλή (465 πΧ). Από την άλλη όμως ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι άγνωστος την εποχή του Θεμιστοκλή. OstrakoΣοφιστές ονομάζει τους σοφούς γενικότερα ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του (Ηροδότου Ιστορίαι Ι, 29.: ἀπικνέονται ἐς Σάρδις ἀκμαζούσας πλούτῳ ἄλλοι τε οἱ πάντες ἐκ τῆς Ἑλλάδος σοφισταί, οἳ τοῦτον τὸν χρόνον ἐτύγχανον ἐόντες, ὡς ἕκαστος αὐτῶν ἀπικνέοιτο, καὶ δὴ καὶ Σόλων ἀνὴρ Ἀθηναῖος, ὃς Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα κατά θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ, λῦσαι τῶν ἔθετο. Επιπλέον αυτή είναι και η πρώτη σημασία του όρου σύμφωνα με το λεξικό των Liddell και Scott (βάλτε στην αναζήτηση τη λέξη σοφιστής και κατεβάστε το αρχείο με τη σελίδα του λήμματος σε pdf).

Το δεύτερο σημείο είναι οι στίχοι η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ επιτυχία να σε αρνείται. Εδώ, όπως πρόσεξε πρώτος ο Παπανούτσος, η εικόνα του ήρωα δεν ταιριάζει καθόλου με τον Θεμιστοκλή. Διότι η τύχη στάθηκε με το μέρος του σε μεγάλο διάστημα της ζωής του και ουσιαστικά ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Ούτε η επιτυχία του έλειψε, αυτόν που στον κολοφώνα της δόξας του υποδέχτηκαν στην πόλη τους και τίμησαν ως και οι Σπαρτιάτες. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που θα ταίριαζε στο Δημάρατο, αδικημένο και θύμα σκευωρίας. Αλλά, όπως αναφέρθηκε πριν, τίποτα άλλο δε μας οδηγεί εκεί.

Καιρός λοιπόν να εξεταστεί μια τρίτη μορφή, που πράγματι, παρά τις μεγάλες του ικανότητες, η τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κ επιτυχία και τον εγκατέλειπε πάντα ένα σκαλί πριν τον θρίαμβο. Δεν είναι άλλος από τον Αλκιβιάδη, την τελευταία μεγάλη μορφή της κλασσικής Αθήνας. Ο Γιάννης Δάλλας στο βιβλίο του Καβάφης και Ιστορία αλλά και στο βιβλίο του Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική θεωρεί ότι πίσω από την άδηλη μορφή του ήρωα εξυπακούεται  η μορφή του Αλκιβιάδη.  Πράγματι, αυτόν κι αν τον εμπόδισαν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.Euteleis Synithies Παροιμιώδης ο αμοραλισμός του σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο, πάμπολλα τα ελαττώματά του που επισκίασαν τελικά τις δεξιότητές του. Ξεκίνησε και αυτός για τον Αρταξέρξη  –  για τον Αρταξέρξη Β΄, τον Μνήμονα – αλλά δολοφονήθηκε στον δρόμο. Σίγουρα η εικόνα του δεν συμφωνεί σε πολλά με τον ήρωα του ποιήματος (η σατραπεία λ.χ μένει απ έξω τελείως). Όμως υπάρχει μια περικοπή του Πλουτάρχου από τον Βίο του Αλκιβιάδη που σίγουρα διάβασε ο Καβάφης και προφανώς τον συγκίνησε (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Αλκιβιάδης, 33.2): τότε δὲ τοῦ δήμου συνελθόντος εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρελθὼν ὁ Ἀλκιβιάδης, καὶ τὰ μὲν αὑτοῦ πάθη κλαύσας κα λοφυράμενος, ἐγκαλέσας δὲ μικρὰ καὶ μέτρια τῷ δήμῳ, τὸ δὲ σύμπαν ἀναθεὶς αὑτοῦ τινι τύχ πονηρᾷ καὶ φθονερῷ δαίμονι, πλεῖστα δ᾽ εἰς ἐλπίδας τῶν πολεμίων καὶ πρὸς τὸ θαρρεῖν διαλεχθεὶς καὶ παρορμήσας, στεφάνοις μν στεφανώθη χρυσος, ᾑρέθη δ᾽ ἅμα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν αὐτοκράτωρ στρατηγός. Εδώ υπάρχουν ο Δήμος, το κλάμα,  η άδικη τύχη, οι Στέφανοι – και φυσικά εδώ χωράνε και οι σοφιστές με τη γνωστότερη σε μας σημασία του όρου. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν οτι ο ποιητής χρησιμοποίησε ως βασικό άξονα τη ζωή του Θεμιστοκλή και πρόσθεσε πινελιές από τη ζωή του Αλκιβιάδη.  Η ερμηνεία του Γ. Δάλλα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα μας απασχολήσει αργότερα αλλά παραβλέπει ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του ποιητή: την εμμονή του στην ιστορική ακρίβεια.  Όσο και αν το ποίημα είναι ψευδοϊστορικό και με κυρίαρχο το παραινετικό στοιχείο, ο ποιητής δε θα μιλούσε για σατραπεία έχοντας στο νου του μόνο τον Αλκιβιάδη, που δεν έφτασε καν στον Αρταξέρξη. Υπάρχει πάντως μια αθέατη σύνδεση Καβάφη – Αλκιβιάδη που προσέχει  ο Δάλλας και θα προσπαθήσω να αναδείξω σε μια λεπτομερέστερη ανάλυση του ποιήματος, σε αμέσως επόμενη ανάρτηση όμως γιατί η συγκεκριμένη τείνει να γίνει εξαντλητική στην ανάγνωσή της. Εκεί θα προστεθεί και ο απαραίτητος φάκελος του ποιήματος.