Ανέστης Ευαγγέλου, Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς
Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.
Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.
Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986) [Θεσ/νικη, εκδ. Παρατηρητής, 1988)
Άρης Αλεξάνδρου, Είμαστε υπεύθυνοι
Για να χτίσουν μια καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.
Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα.
Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.
Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.
Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)» β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σελ. 87.
Παραθέτω δύο ποιήματα στα οποία το κεντρικό θέμα είναι το χτίσιμο του σπιτιού/ζωής είτε αυτό γίνεται εκ νέου μέσα από τα ερείπια μιας κατεστραμμένης ζωής είτε (καθολικότερα) οι απόπειρες να «χτιστεί» μια καινούργια κοινωνία. Παρά την διαφορετική στόχευση και περιεχόμενο (υπαρξιακό το πρώτο κοινωνικό/πολιτικό το δεύτερο) υπάρχουν αρκετά κοινά.
Θα εξετάσω πιο συστηματικά το πρώτο – πολύ συνοπτικά ωστόσο, γρήγορες σημειώσεις,
B΄ Μεταπολεμική Γενιά
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25.
[…] Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπορεύονται τόσο από την άποψη του χρόνου εμφάνισης όσο και από την άποψη του θεματικού προσανατολισμού, ολοκληρώνουν στη μεταπολίτευση και ως το τέλος του αιώνα, περνώντας έτσι και στις ημέρες μας, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες. […]
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 369-370.
Δεύτερο πρόσωπο που ουσιαστικά είναι πρώτο καθώς το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του – αν και όχι μόνο, αυτό άλλωστε είναι το πλεονέκτημα του δευτέρου προσώπου, ότι δεν εγκλωβίζει οριστικά το ποίημα στο ατομικό βίωμα. Επιπλέον ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσέξει την άμεση σχέση του ποιήματος με τα διδακτικά καβαφικά ποιήματα πριν το 1910 (διαπιστώσεις, προτροπές, διδακτισμός – οι χαμηλοί τόνοι ωστόσο εδώ δεν αφήνουν χώρο σε ρητορεία). Λόγος άμεσος, δηλωτικός, η αναλογία ανάμεσα στη ζωή και στο κτίσμα ξεκάθαρη. Εξαιρετική και αυστηρή λιτότητα (δεν υπάρχουν επίθετα), κυριαρχία ρημάτων και αντωνυμιών καθώς και των απαραίτητων μόνο ουσιαστικών. Ο λόγος του Ευαγγέλου σπάνια ξεφεύγει από αυτές τις αρχές,
Δύο άνισες στροφές 10 και 2 στίχων αντίστοιχα που ταυτίζονται με δύο ενότητες Η δεύτερη στροφική ενότητα ουσιαστικά κατακλείδα στην πρώτη.
Η πρώτη στροφική ενότητα αναπτύσσει μια αναστοχαστική διάθεση πάνω στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα – σημειώσαμε ήδη ότι το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του μέσω του δεύτερου προσώπου. Η πορεία της ζωής συσσωρεύει σταδιακά ολοένα και περισσότερα ερείπια: ήττες, απώλειες, ανεκπλήρωτα όνειρα: Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις // μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια. Περισσότερο από τα παραπάνω είναι η διάψευση των ιδανικών ή και οι επώδυνοι συμβιβασμοί που οδηγούν σε αποσάθρωση των αρχών που στήριξαν τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα (δεν ξεκαθαρίζει αν αυτό οφείλεται σε ατομική ευθύνη ή συγκυρίες): (βλέπεις) να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια // που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου. Και εφόσον η κατάσταση έχει έτσι δε μπορεί παρά να καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι (δεν είναι πλεονασμός, προηγείται η κατανόηση και ακολουθεί η επίγνωση) πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου: Δηλαδή μόνο το ίδιο το άτομο έχει την ευθύνη της ζωής του – ανεξάρτητα αν έφταιγε ή δεν έφταιγε για τις απώλειες και τα γκρεμίσματα, Συνεπώς μόνο το ίδιο το άτομο οφείλει να διορθώσει ό,τι έγινε στραβά και ό,τι καταστράφηκε είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ // που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις // νερό και λάσπη, με τα ίδια // υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου. Προσέχουμε την επανάληψη της προσωπικής ανωνυμίας δευτέρου προσώπου στους στίχους 6 και 7 (εσύ) με την κτητική αντωνυμία (δικά σου) να παρεμβάλλεται, Η ευθύνη της ανοικοδόμησης είναι αποκλειστικά αρμοδιότητα του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα: μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου. Προσέχουμε ακόμα τον επιτακτικό τόνο (πρέπει να σηκωθείς) αλλά και το ότι οι τοίχοι θα ξαναχτιστούν από την αρχή με τα ίδια υλικά. απλώς θα προστεθεί νερό και λάσπη. Δεν είναι πρόβλημα υλικών λοιπόν το γκρέμισμα, τα ερείπια αλλά περισσότερο ανθρώπινες ευθύνες ή παραλείψεις και συγκυρίες. Όμως τώρα πια έχουν αλλάξει τα πράγματα: Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Το ποιητικό υποκείμενο έχει ωριμάσει. Και πάλι, όπως και στον στίχο 5, προηγείται η κατανόηση της κατάστασης (Τώρα που βλέπεις καθαρά) και ακολουθεί η επίγνωση (που ξέρεις επιτέλους). Προσέχουμε το επιτέλους καθώς δείχνει μια ολόκληρη εποχή φρούδων ελπίδων και διαψεύσεων για το ποιητικό υποκείμενο που εδώ πλέον τελειώνει καθώς …ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που θα αναλάβει να ξαναχτίσει τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα ούτε καν να βοηθήσει καθώς αυτό είναι μια αυστηρά προσωπική διαδικασία. Η ζωή του κάθε ανθρώπου χτίζεται και ξαναχτίζεται μόνο από τον ίδιο. Και αν κάποιοι ίσως βρίσκουν κάποια βοήθεια, εδώ το ποιητικό υποκείμενο/ήρωας δεν έχει τέτοια τύχη. Δεν υπάρχει βοήθεια γι’αυτόν από πουθενά.
Στον Άρη Αλεξάνδρου (Α’ Μεταπολεμική Γενιά) υπάρχει πάλι το οίκημα που χτίζεται μόνο που εδώ δεν είναι η ζωή του ήρωα αλλά ο κόσμος ολόκληρος που πρέπει να χτιστεί όπως ένα καλύβι. Τρία γραμματικά πρόσωπα: τρίτο πληθυντικό στην πρώτη στροφή και αφορά όσους χτίζουν μία καλύβα, τα υλικά και η διαδικασία που φτιάχνονται τα πήλινα τούβλα. Το πρώτο ενικό εμφανίζεται στιγμιαία στη τρίτη στροφή: Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου // μ’ αυτά τα υλικά και από εκεί και μετά αποκλειστικά το α’ πληθυντικό, ο ήρωας και οι σύντροφοί του – να σημειωθεί ότι η πρώτη εμφάνιση α’ πληθυντικού γίνεται στη δεύτερη στροφή που την αποτελεί ένας στίχος Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα. που αντιπαραβάλλει τα υλικά που διαθέτουν ο ήρωας και οι σύντροφοί του σε σχέση με τα υλικά που απαιτούνται για μια απλή καλύβα, το κοκκινόχωμα και το άχυρο. Ολόκληρη η τρίτη στροφή περιγράφει τη ματαιότητα της συνεχούς (χρόνια) προσπάθειας τόσο ατομικά του ήρωα όσο και συλλογικά καθώς την προσπάθεια να ζυμωθεί είτε το μικρό πλιθί του ήρωα είτε τα υπόλοιπα των συντρόφων του που απαιτούνται για τον νέο κόσμο – προσέχουμε την επανάληψη χρόνια…χρόνια και πασχίζω…πασχίζουμε. Η προσπάθεια μένει ατελέσφορη: Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται // Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες. Παρατηρούμε επίσης τον διπλό στόχο, χτίσιμο και μεταμόρφωση. Καταστρέφεται είτε από τη στενομυαλιά των ανθρώπων (προλήψεις) είτε από τυχαίες καταστάσεις (βροχές) είτε από εσωτερικές έριδες και προδοσίες (προδοσίες)
Ωστόσο η τέταρτη στροφή θέτει ξεκάθαρα και με επίταση (επανάληψή του είμαστε υπεύθυνοι) το ζήτημα της ευθύνης που εδώ αφορά όλους, συλλογικά: και δε φταίνε τα υλικά, άσχετα αν είναι διαφορετικά από εκείνα με τα οποία χτίζεται ένα από καλύβι· ο ήρωας και οι σύντροφοί του έχουν την ευθύνη και για τα υλικά και για την ανεπάρκεια και τα πισωγυρίσματα στην προσπάθεια και για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα. Νομίζω ότι εδώ η λέξη ευθύνη έχει διπλή σημασία: λογοδοσία (Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά // για τις λιποψυχίες μας) και υποχρέωση (είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας). Κλείνω τις παρατηρήσεις με μια ματιά στο χώρο: γυμνά πόδια, στάχτη, αίμα και συρματόπλεγμα ίσον Γυάρος.
Ένα ποίημα με υπαρξιακό περιεχόμενο και ένα με κοινωνικό χρησιμοποιούν την ίδια περίπου αναλογία του χτισίματος. Στο πρώτο η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου με τα ίδια υλικά και είναι αυστηρά ατομική και αφορά τη ζωή του ήρωα. Στο δεύτερο η προσπάθεια είναι συνεχής, ατομική και συλλογική, αφορά το χτίσιμο και τη μεταμόρφωση του κόσμου ολόκληρου αλλά είναι ταυτόχρονα ατελέσφορη καθώς τα υπάρχοντα υλικά διαλύονται από μια σειρά προβλημάτων και συγκυριών.
Δεν υπάρχουν άλλα υλικά (σε κανένα από τα δύο ποιήματα) και προκύπτει και στα δύο ποιήματα η υποχρέωση των ηρώων να ξεκινήσουν (ή να συντηρήσουν) το χτίσιμο: αυτό εκφέρεται ως προτροπή στο πρώτο ποίημα αλλά ως απόλυτη υποχρέωση, χρέος. στο δεύτερο. Επώδυνη η διαδικασία και στα δύο ποιήματα ωστόσο πολύ πιο αιματηρή στη δεύτερη καθώς είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα μαζί με το σκουριασμένο συρματόπλεγμα.