Μεταστροφή
Έτσι την πάθανε κι εκείνοι οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι,
οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους, όπως
ο διοικητής της Κιλικίας, που, αν κι επικούρειος, αποφάσισε μια μέρα
να στείλει κάποιον απελεύθερο (για άγνωστους λόγους) στο μαντείο του Μόψου,
με κάποια ερώτηση γραφτή σε σφραγισμένο φάκελο. Εκείνος
διανυχτέρεψε στο ναό — καθώς ήταν συνήθειο. Στο μισοΰπνι του εμφανίστηκε
άντρας ψηλός, πανέμορφος, κι είπε μια λέξη μόνο: «Μαύρο». Από τότε
άλλαξε ολότελα ο διοικητής. Πρόσφερνε ταχτικά θυσίες·
τιμούσε μεγαλόπρεπα τον Μόψο. Συχνά τον ακούγαμε τ’ ανοιξιάτικα βράδια,
όταν ορμούσαν απ’ τα παραθύρια οι μυρωδιές του ποτισμένου κήπου,
να μουρμουρίζει μοναχός του: «Μαύρο, μαύρο, μαύρο», σα ν’ αντιστεκόταν
σε κάτι μέσα του. Κι ύστερα μονομιάς, χαμογελούσε. Εμείς, τριγύρω του,
νιώσαμε απελευθερωμένοι. Οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. Τούτο το «μαύρο»,
μας ήτανε και βολικό κι ευχάριστο. Μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια)
από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις. Έξω απ’ τα παράθυρα, στον κήπο, ένα φτενό, φεγγάρι
αργό και δροσερό, μας κοίταζε μαρμαίροντας πίσω απ’ τη λεύκα.
Λέρος, 20.III.68
Αντιγράφω από την Πυξίδα (υπογραμμίζω τα σχετικά με το ποίημα)
Το ποίημα ανήκει στις Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968), που γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου. Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντιπάλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν—, αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». Στις Επαναλήψεις, λοιπόν, έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ (Προκοπάκη, 1981: 60). Το ποίημα βασίζεται στην πραγματεία του Πλούταρχου Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 45 (Ηθικά). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ηγεμόνας της Κιλικίας ήταν άπιστος, υβριστής και φαύλος και επηρεαζόταν από τους Επικούρειους, που απέρριπταν τη μαντική τέχνη. Κάποια μέρα αποφάσισε να στείλει κάποιον απελεύθερο στο Μαντείο του Μόψου με μια πινακίδα σφραγισμένη όπου πάνω της ήταν γραμμένο ένα ερώτημα που μόνο ο ίδιος ο ηγεμόνας γνώριζε. Αφού ο απεσταλμένος πέρασε όλη τη μέρα στον σηκό, όπως προβλεπόταν, τον πήρε ο ύπνος κι εκεί είδε ένα όνειρο. Του παρουσιάστηκε ένας όμορφος άντρας που το μόνο που του είπε ήταν «μαύρο». Ο ηγεμόνας της Κιλικίας έμεινε εμβρόντητος από τα νέα, καθώς το ερώτημα το γραμμένο στην πινακίδα ήταν: «Να σου προσφέρω θυσία ταύρο λευκό ή μαύρο;». Μετά το επεισόδιο αυτό, οι Επικούρειοι έπεσαν σε σύγχυση και σημειώθηκε μια μεταστροφή αναφορικά με τη στάση του ηγεμόνα της Κιλικίας απέναντι στους θεούς και στους μάντεις, καθώς αυτός δεν σταμάτησε ποτέ να δείχνει σεβασμό προς τον Μόψο.
Στοιχεία Έκδοσης: Ρίτσος, Γιάννης. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.
Και αυτό το ποίημα, όπως και το «Οι Απόντες» που γράφτηκε μία μέρα μόλις πριν, έχει συντεθεί κάτω από την ίδια βαριά σκιά, της διάσπασης του ΚΚΕ (5-15 Φεβρουαρίου 1968 στη Βουδαπέστη μέσα από την 12η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) και φυσικά αντανακλά και αυτό – έστω ως ατμόσφαιρα – το κλίμα διάλυσης και απογοήτευσης που περνά στους εξόριστους. ‘Όπως τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής Επαναλήψεις αγγίζει την ποιητική πρόζα (έλλειψη μέτρου, ομοιοκαταληξίας, μακροσκελείς στίχοι με συνεχείς διασκελισμούς, χωρίς διαίρεση σε στροφές). Μια αφήγηση με αυστηρή λιτότητα στο λόγο, κοινόχρηστο λεξιλόγιο,, χωρίς εξόφθαλμες λυρικές εξάρσεις αλλά και χωρίς κάποια εμφανή δραματικότητα (σε δεύτερο επίπεδο προκύπτουν ωστόσο ενδιαφέρουσες συγκρούσεις). Δεκαέξι στίχοι σε μια στροφή που νοηματικά κατανέμονται σε τρεις περιοχές: ο επικούρειος διοικητής και ο χρησμός (στ. 1-7), η μεταστροφή του (στ. 8-12). οι ανακουφισμένοι άλλοι (στ. 13-16). Τον αφηγητή της ιστορίας δεν τον γνωρίζουμε παρά στο τέλος από το α΄ πληθυντικό πρόσωπο (Εμείς, τριγύρω του, // νιώσαμε απελευθερωμένοι). Είναι συνεπώς ένα συλλογικό προσωπείο που αφηγείται την ιστορία από τη δική του οπτική, με τις δικές του σκοπιμότητες και κυρίως μέσα από το δικό του σχολιασμό που ξεκινά ήδη από τον πρώτο στίχο (Έτσι την πάθανε κι εκείνοι οι άπιστοι…)
Και εδώ προκύπτει το πρώτο ζήτημα: ποιοι είναι εκείνοι οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους. Παράδοξο: Άπιστοι μεν που την έπαθαν αλλά με θετικές ιδιότητες: οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους, αν και η τελευταία ιδιότητα δεν ορίζεται τόσο ως θετική χωρίς ωστόσο να είναι και μομφή. Ουσιαστικά η τελευταία ιδιότητα αιτιολογεί μάλλον και μετριάζει την πρώτη, το άπιστοι. Πάντως μέσα στο ποίημα δεν ξαναεμφανίζονται εκείνοι. Σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο θα μπορούσαν να είναι η επικούρεια παρέα και σύντροφοι του διοικητή της Κιλικίας που περιγελούσαν, ως επικούρειοι, χρησμούς και μαντεία. Και τα χαρακτηριστικά τους άλλωστε ταιριάζουν ως (πολύ) ελεύθερη ανάπτυξη των όρων τὴν καλὴν δὴ καὶ φυσιολόγον ἐνυβρίζοντας, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, τοῖς τοιούτοι και του δι´ ἀσθένειαν ἀπιστίας που όμως στο ποίημα αφορά τον ήρωα-διοικητή. Αλλά μέσα το ποίημα τίποτα άλλο δεν ενισχύει την ταύτιση. Από τα τρία πρόσωπα του κειμένου (εξαιρώ τον απελεύθερο που έχει μονοσήμαντο και διαδικαστικό ρόλο στην αφηγημένη ιστορία), τα δύο συλλογικά (εκείνοι και εμείς, τριγύρω του) και το ένα, κεντρικό πρόσωπο της δράσης (ο διοικητής της Κιλικίας), το πιο σκοτεινό και αδιευκρίνιστο είναι εκείνοι. Βέβαια δεν πρέπει να μας ξεφεύγει ότι με αυτούς τους ανώνυμους εκείνους ξεκινά μια αναλογία που ξετυλίγει τον μύθο και όταν τελειώνει ο μύθος εμείς, τριγύρω του, όσοι εξ αρχής πίστευαν σε μαντεία και χρησμούς, οι πιστοί δηλαδή, βρίσκουν μια δικαίωση, έστω και αργά. Ή καλύτερα μια ανακούφιση καθώς ο χρησμός μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια) // από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις.
Ο Ρίτσος ακολουθεί την ιστορία (τον μύθο ουσιαστικά) που παραδίδει ο Πλούταρχος χωρίς ριζικές ανατροπές και με αρκετή προσοχή στην πιστή αναπαραγωγή των εικόνων. Βέβαια λείπουν κάποια στοιχεία: η επικούρεια παρέα του διοικητή (φαίνεται έμμεσα και αόριστα), η αναφορά στο ήθος του (τἄλλα γὰρ ἦν ὑβριστὴς καὶ φαῦλος) και ακόμα περισσότερο η εξήγηση του μαύρο: στο αρχαίο κείμενο διευκρινίζεται το ερώτημα προς το μαντείο που ήταν «Να σου προσφέρω θυσία ταύρο λευκό ή μαύρο;». Κάποια άλλα επίσης παραλλάσσονται: στο ποίημα ο διοικητής χαρακτηρίζεται επικούρειος ενώ στο αρχαίο κείμενο ἀμφίδοξος ὢν ἔτι πρὸς τὰ θεῖα δι´ ἀσθένειαν ἀπιστίας και συνεπώς δεν είναι άγνωστοι οι λόγοι που στέλνει τον απελεύθερο στο μαντείο όπως τους παρουσιάζει το ποίημα: να στείλει κάποιον απελεύθερο (για άγνωστους λόγους) στο μαντείο του Μόψου. Έπειτα οι στίχοι 9-12 με τον μονόλογο του διοικητή είναι αποκλειστικά προσθήκη του ποιητή – αλλά εδώ βέβαια στηρίζεται και ένα από τα δύο θεματικά κέντρα του ποιήματος. Η επικούρεια παρέα του διοικητή θα μπορούσε όντως να είναι εκείνοι των πρώτων δύο στίχων: ἔχων δὲ περὶ αὑτὸν Ἐπικουρείους τινὰς τὴν καλὴν δὴ καὶ φυσιολόγον ἐνυβρίζοντας, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, τοῖς τοιούτοις που τελικά την έπαθαν: ὥστε καὶ τοὺς Ἐπικουρείους διατραπῆναι. Τέλος, το συλλογικό αυτό προσωπείο φωτίζεται μόνο μέσα από τον κείμενο του Πλούταρχου αλλά πουθενά αλλού στο ποίημα ενώ αντίθετα το εμείς, το συλλογικό προσωπείο που εκφέρει την αφήγηση και παίζει κυρίαρχο ρόλο στο ποίημα καθώς διηγείται όλη την υπόθεση του διοικητή, δεν υπάρχει καθόλου στο κείμενο του Πλουτάρχου.
Οι προσθήκες και οι αλλαγές έχουν φυσικά τη σημασία τους. Οι επικούρειοι φίλοι περιορίζονται σε μια αόριστη αναφορά στην αρχή (που γίνεται κατανοητή μόνο με ανάγνωση του αρχαίου κειμένου), το ήθος του ήρωα παραλείπεται γιατί δε ενδιαφέρει στο ποίημα, ο ήρωας παρουσιάζεται ως επικούρειος ξεκάθαρα και όχι αμφίθυμος σχετικά με τα μαντεία (προφανώς για να μείνουν απέξω οι επικούρειοι φίλοι) το μαύρο παραμένει αδιευκρίνιστο σε ολόκληρο το ποίημα αλλά όχι και στην κείμενο του Πλούταρχου (λογικό: η σημασιοδότησή του είναι τελείως διαφορετική στο ποίημα σε σχέση με το αρχαίο κείμενο) και η αντίδρασή του ήρωα-διοικητή καθώς και οι τριγύρω του, το εμείς που αφηγείται την ιστορία στο ποίημα, είναι κατασκευές του ποιητή, αναγκαίες σαφώς καθώς κρατούν τα δύο θεματικά κέντρα του ποιήματος (με τρίτο κέντρο, πιστεύω, τους δύο πρώτους στίχους και το οποίο πρέπει να σημασιοδοτηθεί αναδρομικά με το τέλος του ποιήματος και την συμπλήρωση του αλληγορικού παζλ)
Επιστρέφουμε στο ποίημα από τη μεταστροφή του ήρωα και μετά και μας ενδιαφέρει το επεισόδιο με τον ήρωα στον κήπο, εφεύρημα του ποιητή: … Συχνά τον ακούγαμε τ’ ανοιξιάτικα βράδια, // όταν ορμούσαν απ’ τα παραθύρια οι μυρωδιές του ποτισμένου κήπου, // να μουρμουρίζει μοναχός του: «Μαύρο, μαύρο, μαύρο», σα ν’ αντιστεκόταν // σε κάτι μέσα του. Κι ύστερα μονομιάς, χαμογελούσε… Προσέχουμε τη σκηνοθεσία: άνοιξη, ανοιχτά παράθυρα, ο ποτισμένος κήπος, οι μυρωδιές. Μέσα στη χαρά της φύσης και την ευδαιμονία ο ήρωας παλεύει ακόμα να συμφιλιωθεί με τον χρησμό: επαναλαμβάνοντας μόνος του «Μαύρο, μαύρο, μαύρο» και μετά μοιάζει να τον αποδέχεται χαμογελαστός. Τι μπορεί να σημαίνει το μαύρο που εδώ ξεκάθαρα δεν είναι το χρώμα του ταύρου που πρέπει να θυσιαστεί; – στο ποίημα, όπως προαναφέρθηκε, δεν διευκρινίζεται ως το τέλος ποιο ήταν το ερώτημα προς το μαντείο, δίνεται μόνο η απάντηση, Αν συνυπολογιστεί η ανοιξιάτικη σκηνοθεσία με την έντονες οσφρητικές εικόνες, ο διάχυτος αισθησιασμός και η επικούρεια φιλοσοφία που ασπαζόταν ο ήρωας καθώς και ο προβληματισμός του, το μαύρο πρέπει να είναι αναφορά στο μαύρο του θανάτου και στην ανυπαρξία μεταθανάτιας ζωής, στοιχείο βασικό της επικούρειας φιλοσοφίας. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτεί κανείς αυτό μια ανοιξιάτικη νύχτα, μέσα στις μυρωδιές του κήπου αλλά βέβαια αυτό δεν είπε και ο χρησμός; Το χαμόγελο του ήρωα έχει μια δόση πικρής ειρωνείας: το μαντείο, όργανο μιας θρησκείας που πιστεύει σε μεταθανάτια ζωή, χρησμοδοτεί την ανυπαρξία της επιβεβαιώνοντας την επικούρεια πίστη που όμως με τη σειρά της δεν αποδέχεται τα μαντεία και τους χρησμούς. Στο αδιέξοδο αυτό ένα μόνο είναι το σίγουρο: το μαύρο και το carpe diem του Οράτιου που υποβάλλει ο ανθισμένος κήπος. Ο ήρωας τιμά τον Μόψο και το μαντείο επειδή ουσιαστικά επιβεβαίωσε την επικούρεια πίστη του και όχι επειδή τη διέψευσε όπως στο αρχαίο κείμενο και όπως πιστεύουν όσοι περιστοιχίζουν τον ήρωα. Και φυσικά η ¨μεταστροφή¨ του ήρωα, ο τίλος του ποιήματος είναι διαποτισμένη από βαθιά και μελαγχολική ειρωνεία.
Δεν ξεχνάμε πάντως ότι όλη την αφήγηση τη μεταφέρουν οι τριγύρω του ήρωα: Εμείς, τριγύρω του, // νιώσαμε απελευθερωμένοι. Οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. Τούτο το «μαύρο», // μας ήτανε και βολικό κι ευχάριστο. Μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια) // από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις. Μαθαίνουμε λοιπόν γι’αυτούς ότι νιώθουν απελευθερωμένοι επειδή νικήθηκαν οι επικούρειοι, οι οποίοι προφανώς επηρέαζαν τον ήρωα – η ήττα τους σηματοδοτεί, πέρα από τη μεταστροφή του ήρωα προς την κοινά αποδεκτή θρησκεία και την ισχυροποίηση της θέσης τους. Επιπλέον η αποδοχή του χρησμού από τον ήρωα είναι βολική και ευχάριστη καθώς αποφεύγουν σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις που θα προέκυπταν αν αποτύγχανε το μαντείο στον χρησμό του – θα έπρεπε ενδεχομένως και οι ίδιοι να αναπροσαρμόσουν τα πιστεύω τους και τις αντιλήψεις τους. Είναι ευχαριστημένοι που δε χρειάζεται να αλλάξουν τίποτα. Το κάπως αργά, είναι αλήθεια μέσα σε παρένθεση έχει ωστόσο ενδιαφέρον καθώς ίσως υπονοεί ότι και η δική τους πίστη είχε κλονιστεί από τις επικούρειες διδαχές, τόσο άβολες για απλούς κοινούς ανθρώπους που εύκολα βολεύονται με απλοϊκές αλήθειες και η διάψευση των επικούρειων ήταν τελικά σωτήρια, έστω και καθυστερημένη. Ας προσέξουμε το λυρισμό της εικόνας στο τέλος: η ομορφιά της φύσης, η οποία, αδιάφορη για τις ανθρώπινες μεταφυσικές σκέψεις και ανησυχίες υπογραμμίζει τη ματαιότητά τους Έξω απ’ τα παράθυρα, στον κήπο, ένα φτενό, φεγγάρι // αργό και δροσερό, μας κοίταζε μαρμαίροντας πίσω απ’ τη λεύκα.
Έχοντας λοιπόν ολόκληρο το ποίημα μπορούμε, κάπως τολμηρά και βασισμένοι στο κείμενο του Πλούταρχου, να συνδέσουμε το οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. με τις αρχικές περιγραφές τους, οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους… Δε μπορεί παρά να επισημάνουμε τον λανθάνοντα θαυμασμό των απλών ανθρώπων γύρω από τον ήρωα προς τους άπιστους μεν επικούρειους, τόσο θαυμαστούς ωστόσο: ορμητικοί, ωραίοι, αγέρωχοι, με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους μόνο. Κι ας την έπαθαν, και ας είναι βολική η ήττα τους σε όσους δεν δε θέλουν ή δε μπορούν να ξεβολευτούν από τη πίστη τους και να κοιτάξουν κατάματα το μαύρο. Που δεν είναι το χρώμα του ταύρου που πρέπει να θυσιαστεί αλλά πολύ περισσότερο, το μαύρο του θανάτου που με αταραξία ατενίζουν οι επικούρειοι.
Δεν έχω καταλήξει οριστικά κατά πόσο το ποίημα συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα της διάσπασης. Σίγουρα πάντως και εδώ έχουμε ποίημα με μαντείο όπως και στο «Οι Απόντες». Για την ακρίβεια υπάρχουν έξι ποιήματα (με έκδοση αναφοράς τον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. που αξιοποιούν μύθο σχετικό με τα αρχαία μαντεία, τα 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 7ο της συλλογής Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968) : Κάθοδος στο μαντείο τού Τροφώνιου, Το νέο μαντείο, Τα παρόντα, Από μαντείο σε μαντείο. Οι απόντες, Μεταστροφή και όλα τον Μάρτιο του 68. [Υπάρχουν και άλλα δύο, 41ο και 42ο της ίδιας συλλογής αλλά αργότερα, τον Οκτώβρη του 68 (Το τέλος της Δωδώνης Ι και ΙΙ). Εδώ (συγκριτικά με το «Οι Απόντες») το μαντείο είναι υπαρκτό και υπάρχει και χρησμός που γίνεται αποδεκτός και μάλιστα βολεύει όσους περιστοιχίζουν τον ήρωα. Αλλά πέρα από το βόλεμα των μάλλον αφελών και υπολογιστών ακόλουθων του ήρωα υπάρχουνε δύο πράγματα διόλου βολικά: το μαύρο του χρησμού που, καθώς δεν διευκρινίζεται (όπως στο αρχαίο κείμενο) τι αφορά, παραμένει ένα δυσοίωνο και αμφίσημο σύμβολο. Και οι ωραίοι, ορμητικοί, αγέρωχοι, με αυτοπεποίθηση επικούρειοι που τελικά νικιούνται και υποκύπτουν σε έναν χρησμό που όμως – τι ειρωνεία – επιβεβαιώνει την πίστη τους. Ναι, ως ατμόσφαιρα το ποίημα σίγουρα αντανακλά μια ήττα και μια διάψευση για τους καλύτερους και μια νίκη για τους βολεμένους που και αυτοί ωστόσο δεν είναι πια απολύτως σίγουροι για την πίστη τους (επαναπαύονται σε αυτήν) ούτε μπορούν να μη θαυμάζουν τους ωραίους ηττημένους. Ηττήθηκαν ωστόσο τελικά οι επικούρειοι; Ή μήπως έτσι θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι και μόνο ο ίδιος ο ήρωας γνωρίζει την πικρή και αντιφατική αλήθεια; Ως εδώ προς το παρόν· ελπίζω στο μέλλον να προχωρήσω περισσότερο στους αόριστους και σκοτεινούς συμβολισμούς – ή αναλογίες – του ποιήματος ή καλύτερα της ομάδας ποιημάτων που σχετίζονται με μαντεία και χρησμούς.