Σημειώσεις – Γιώργος Μαρκόπουλος «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»

Γιώργος Μαρκόπουλος «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.

Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας.

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.
(Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Αν δεν έχει ζήσει κανείς σε φτωχογειτονιά το 60 και το 70  μέσα στα τουρκόσπιτα με τους μεροκαματιάρηδες να παλεύουν να χτίσουν ένα σπίτι δίπλα στο ερείπιο που ζούσαν ή να σηκώσουν τον δεύτερο όροφο, άλλοτε νόμιμα άλλοτε αυθαίρετα, απογεύματα και γιορτές και σχόλες, όποτε έβρισκαν χρόνο και χρήματα για υλικά και όποτε μπορούσε να βοηθήσει και κανένας φίλος, δεν θα καταλάβει ποτέ το βάρος που κουβαλάει το ποίημα. Θα προσπαθήσω να πω δυο πράγματαIMG 20220508 163935

Η ποίηση του ΓΜ είναι από την αρχή ως το τέλος βιωματική. Το βίωμα ιδίως στις πρώτες συλλογές είναι αβάσταχτο, επώδυνο, γίνεται ποίημα άμεσα σαν γέννα. Έχει τις αστοχίες του έτσι καλλιτεχνικά αλλά από την άλλη έχει φοβερή λιτότητα και αμεσότητα και βρίσκει με αξιοσημείωτη ευστοχία τον στόχο του, Και γενικά ο ΓΜ είναι πάντα λιτός, ακόμα και σε ποιήματα ποταμός (έχει δυο τρία, η “Ζιγκουάλα Αθήνα”, “Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία”, “Ωδή στον παίχτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου”). Το ποίημα αυτό δεν είναι η εξαίρεση φυσικά 

Ποιητικές συλλογές. Με εξαίρεση τις επιλογές του (Ποιήματα), την τελευταία και οριακά την προτελευταία όλες εξαντλημένες,  Μετά τους Πυροτεχνουργούς περνά σε πιο εσωτερικά τοπία και η κοινωνική όραση χάνει την έντασή της αλλά δεν εξαφανίζεται.

Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, Αθήνα 1973, εκδόσεις Κούρος
Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα 1976, εκδόσεις Κέδρος
Οι πυροτεχνουργοί, Αθήνα 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ/Εστία
Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1980
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα 1987, εκδόσεις Υάκινθος
Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1992
Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα 1994
Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κέδρος.
Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κέδρος.

Προσέχουμε τον τίτλο: εκτενής, σχεδόν αμήχανος. Πεζολογία και εντελώς αντιποιητικός. Αν ακολουθήσουμε τα κενά που αφήνει ο ποιητής στην έκδοση του ποιήματος (έχω την τρίτη έκδοση του 82) το ποίημα ακολουθεί διαίρεση 2-4-1-1 Πρωτοπρόσωπο, ο Μαρκόπουλος δεν έχει πολλά πολλά ποιητικά τερτίπια. Βίωμα ίσον πρώτο πρόσωπο και η γραφή χωρίς φτιασίδια. Δυο επίθετα όλα κι όλα (η μετοχή χορταριασμένο και το ταπεινή στον τελευταίο στίχο). Λεξιλόγιο καθημερινό, κάπου λαϊκό (όταν περιγράφει το μισοτελειωμένο σπίτι) καθόλου εξεζητημένες λέξεις. Λόγος χτισμένος με παρατακτική σύνδεση ή ασύνδετο σχήμα. Ελάχιστες δευτερεύουσες προτάσεις, οι απολύτως απαραίτητες.

Ήδη ο πρώτος στίχος συνοψίζει δραματικά όλη την προσπάθεια του πατέρα: έφαγε μια ζωή. Και μπορεί το ρήμα να είναι μια καθημερινή έκφραση, μια μεταφορά που δηλώνει την δυσανάλογα υψηλή δαπάνη χρόνου για ένα κάποιο αποτέλεσμα. Εδώ όμως έχει ιδιαίτερο βάρος: μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι Ο δεύτερος στίχος επεξηγεί το πώς: Απογεύματα Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο. Ώρες και μέρες που θα έπρεπε να ξεκουράζεται μετά τη δουλειά, ώρες και μέρες χωρίς απλές, καθημερινές απολαύσεις, με στερήσεις σε ένα κουζινάκι (πρώτα έφτιαχναν υποτυπωδώς την κουζίνα για να υπάρχει μια παροχή νερού και ένας χώρος που να μην είσαι συνέχεια έξω σε ανοιχτό χώρο, μερικές φορές τραβούσαν και ρεύμα από το σπίτι δίπλα με μια μπαλαντέζα). Να στερείται την οικογένειά του, τη γυναίκα του, τους φίλους του. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που η οικογένεια δε φαίνεται πουθενά. Και όλα αυτά μάταια, όπως φανερώνουν οι στίχοι 3-4. Όταν πέθανε, μας αφηγείται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής άφησε  … ένα χορταριασμένο στρατί // ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια… Όλη αυτή η προσπάθεια, όλες οι θυσίες του πατέρα κατέληξαν μερικοί τοίχοι από τούβλα και τίποτα περισσότερο. Και έμειναν έτσι (αυτό υποδηλώνει το χρόνια με τα αποσιωπητικά)

 Στη δεύτερη ενότητα βλέπουμε τα χρόνια που περνάνε και τις αλλαγές που συμβαίνουν: Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν… Άλλαξαν και τα πράγματα στην οικογένεια και στην κοινωνία (προσέχουμε εδώ ξανά τα αποσιωπητικά ), έφυγαν τα δύο αδέλφια όσο ζούσε ακόμη ο πατέρας, χάθηκαν μεταξύ τους, έμαθαν αλλού τον θάνατό του: Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας. Το σπίτι δε φτιάχτηκε και έμεινε ερείπιο, ο στόχος που ήταν να μείνει ενωμένη η οικογένεια στην ίδια στέγη (γι’ αυτό έφτιαχναν και δεύτερο όροφο ή άλλο σπίτι) δεν υλοποιήθηκε. Αλλάξαν οι καιροί…

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο η λυρική αιχμή του τέλους σε ένα έντονα πεζολογικό ποίημα με συχνά αντιποιητικό λεξιλόγιο δεν είναι ασυνήθιστη. Ούτε όμως και ο δραματικός χαρακτήρας που μπορεί αυτή να έχει είτε αυτόνομα είτε συνδυαστικά με το σύνολο του ποιήματος.  Οι δύο τελευταίοι στίχοι της δεύτερης ενότητας αυτονομούνται (και οπτικά στο ποίημα) με το κενό που αφήνει ο ποιητής ανάμεσά τους και ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα. Εδώ ο αφηγητής στρέφεται προς την αγαπημένη του και ζητά να εξηγήσει Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια Και λογικά ο υποψιασμένος αναγνώστης που έχει αποκωδικοποιήσει το ποίημα ξέρει την απάντηση του τελευταίου στίχου Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε. Όλη την ταπεινή αυτή θαλπωρή της αγάπης της γυναίκας, της οικογένειας που στερήθηκε ο πατέρας, αυτή την αγάπη και τη θαλπωρή επιθυμεί να ζήσει ο ήρωας, φοβάται μήπως φύγει από τη ζωή αφήνοντας κι αυτός μισοτελειωμένα σπίτια, στόχους που τελικά αποδεικνύονται ανούσιοι ή ανέφικτοι ή ξεπερνιούνται αλλά έχουν προλάβει να μας φάνε τη ζωή. Όλος ο λυρισμός που κουβαλάει ο προτελευταίος στίχος με την ερωτική ατμόσφαιρα που τον διαπερνά, παίρνει έναν δραματικό τόνο στον τελευταίο στίχο ο οποίος συνοψίζει τις στερήσεις του πατέρα, την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *