Αρχείο ετικέτας Αναγνωστάκης

Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ο ουρανός»

«Ο ουρανός» ( από τη συλλογή Ο Στόχος)

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι ένα από τα ελάχιστα ερωτικά (;) ποιήματα του Αναγνωστάκη ο οποίος έγραφε (παραθέτω το απόσπασμα για να δούμε συνολικά τη σκέψη του): «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Αναγνωστ.ΒιβλιοθηκηΣυνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη.Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει και η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»[1].
Εγώ συνεχίζω να τον θεωρώ πολιτικό ποιητή που λόγω συνθηκών καταπίεσε το ερωτικό του στοιχείο και το αφήνει μόνο να ξεπροβάλει που και που όπως εδώ. Βέβαια και εδώ το ερωτικό στοιχείο περνά ξώφαλτσα (;) από το πολιτικό αλλά πολύ διακριτικά, πρέπει να προσέξει κανείς το τελευταίο πίσω από την καθαρά ερωτική σκηνοθεσία.

Τρεις ενότητες: Μία κεντρική 9 στίχων συν δύο στίχοι διαχωρισμένοι (το σχήμα του χωριστού από το σώμα του ποιήματος τελικού στίχου ή δύο τελικών στίχων σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως το “If”, “Ποιητική”, “Απολογία νομοταγούς”, “Επίλογος” και αλλού). Το μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί ιαμβικό αλλά με τόσους παρατονισμούς και ποικιλία στον αριθμό συλλαβών τελικά μια τέτοια θεώρηση θα ήταν τολμηρή. Πρώτο ενικό πρόσωπο που μεταπίπτει από τον τρίτο στίχο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο ποίημα – το τελευταίο ως δυικός αριθμός.

Στην πρώτη ενότητα διακρίνουμε δυο άνισες υποενότητες: η πρώτη με τους δύο πρώτους στίχους και η δεύτερη με την επίσκεψη στο δάσος. Στην πρώτη το ποιητικό υποκείμενο ζητά από την αγαπημένη του να πιάσει τα χέρια της και να ψηλαφίσει τον σφυγμό της. Αυτή η αβρή και λεπτή χειρονομία που είναι τόσο κοινή σε ένα ερωτευμένο ζευγάρι δείχνει επίσης την ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να νιώσει τη ζωντανή παρουσία της αγαπημένης και ταυτόχρονα να στηριχτεί πάνω της. Ένας άνθρωπος ζωντανός που να τον αγαπά σε ένα δάσος ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στην Κατοχή τον Εμφύλιο και όσο ακολούθησαν. Και το δάσος αυτό ζητά από την αναγκωστάκης3αγαπημένη του να επισκεφθούν νοερά στη συνέχεια. Εκεί έχουν χαράξει, όπως οι ερωτευμένοι από χρόνια τα ονόματα: Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα // Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει // Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα. Και στο παρελθόν ο ποιητής προσπάθησε να μιλήσει για τα ιερά ονόματα όμως ήταν και τότε τόσο δύσκολο…
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τί ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλησαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει […]

Επιστρέφοντας στο ποίημα που μελετάμε, βλέπουμε ότι όλη η εικονοποιία παραπέμπει σε ρομαντικό περίπατο. Δάσος με μεγάλα δέντρα, ονόματα χαραγμένα που τα διαβάζει το ζευγάρι με κάποια νοσταλγία. Μόνο που κάποια στοιχεία μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι δεν είναι μόνο τα δικά τους μόνο ονόματα, άσχετα αν τα έχουν οι ίδιοι χαράξει. Τα ονόματα χαρακτηρίζονται ιερά, κάτι που θα μπορούσε βέβαια από μόνο του να παραπέμπει στην ιερότητα του αγνού έρωτα αλλά δεν πρόκειται μόνο για τα δύο ονόματα των εραστών γιατί παρακάτω ακολουθεί το Να τα συλλαβίσουμε μαζί // Να τα μετρήσουμε ένα ένα // Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι προφανές ότι τα ονόματα είναι πολλά και διαφορετικά (τα μετράνε ένα ένα), τα συλλαβίζουν μαζί – δεν τα διαβάζουν, τα συλλαβίζουν, τα ανακαλούν στη μνήμη. Είναι όπως είδαμε ιερά και έτσι το ζευγάρι τα συλλαβίζει και τα μετρά σαν προσευχή: Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι ένα δάσος σκοτωμένων φίλων όπως έγραφε ο Σεφέρης στον “Τελευταίο Σταθμό“:
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας

Εδώ η εικόνα είναι εναργέστερη ωστόσο δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Αναγνωστάκης δανείζεται την εικόνα από τον Σεφέρη  – ίσως μόνο την ιδέα καθώς όπως προαναφέρθηκε η όλη εικονοποιία στον Αναγνωστάκη είναι εντελώς διαφορετική. Η όλη ερωτική – ρομαντική ατμόσφαιρα δε μοιάζει (φαινομενικά) να βαραίνει διόλου στο ποίημα, παραμένει ως το τέλος σχεδόν η ίδια, πρέπει να προσέξει κανείς τις λεπτομέρειες για να υποψιαστεί τι σημαίνει το δάσος. Οριακά θα μπορούσε κάποιος να δει στη δεύτερη ενότητα στον στίχο Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός. το ότι δεν Αναγν2είναι ένα κοινό δάσος κάτω από τον ουρανό, είναι ίσως πάνω στον ουρανό (με βάση την λαϊκή πεποίθηση ότι οι νεκροί ανεβαίνουν στον ουρανό) και αυτό εξηγεί τον τίτλο που θα περίμενε κανείς να είναι «Το Δάσος». Και φυσικά Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι. που είναι αυτονόητο εφόσον το δάσος δεν είναι πραγματικό αλλά συμβολικό αλλά και κάτι περισσότερο: Η μνήμη των νεκρών δεν γίνεται να ξεριζωθεί, να κοπεί, να διαγραφεί από κανέναν ξυλοκόπο, την εξουσία που θα επιχειρήσει να διαγράψει (damnatio memoriae ) με διάφορους τρόπους τη μνήμη τους. Όπως το έγραψε ο Σεφέρης: ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν. Αναπαλλοτρίωτη παραμένει η ανθρώπινη μνήμη όταν πρόκειται για πράγματα που μας χαράζουν, για φίλους που χάθηκαν άδικα μέσα σε πόλεμο, για ονόματα πάνω σε δέντρα – πόσα ονόματα ακόμη και ζευγαριών στα δέντρα, πόσες μνήμες χαμένων φίλων που πρέπει κάποιοι να κρατήσουν, ιερές, ανακαλώντας τις σαν προσευχή. Ένα ποίημα τύποις ερωτικό με ένα ισχυρό αν και δυσδιάκριτο υπόστρωμα μνήμης και ατομικής και πολιτικής ηθικής: Διότι όπως έγραψε και ο φίλος Τίτος (Πατρίκιος) του ποιητή:

Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

[1] Συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις στις 4 και 9 Νοε. 1992, δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Μονόλογος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011

Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική» (Ο Στόχος, 1970)

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

– Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Η συλλογή περιέχει 13 ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλήφθηκαν στην ομαδική έκδοση Δεκαοκτώ Κείμενα. Είναι ουσιαστικά η τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη (τα σύντομα σημειώματα στο Περιθώριο 1968-1969  και αργότερα στο Υστερόγραφο ο ίδιος δεν τα θεωρεί ποιήματα – και δεν είναι). 20170829 092859Είναι επίσης η συλλογή ποιημάτων με τον πιο άμεσο και ευθύ λόγο από όλες, ολόκληρη αφιερωμένη στην κοινωνική ποίηση χωρίς περιστροφές, Στον Στόχο κυριαρχεί η (πικρή συχνά) ειρωνεία και ο καταγγελτικός τόνος που όμως ποτέ δε γίνεται μεγαλόστομος, Πίκρα, ήπια οργή, απογοήτευση είναι συναισθήματα που διαπερνούν τα ποιήματα της συλλογής και ουσιαστικά προαναγγέλλουν το τέλος της ποιητικής δραστηριότητας του ποιητή. Όσο και αν ο ίδιος το αμφισβήτησε,(στην πνευματική διαθήκη του, το 1992, περιγράφει τον εαυτό του ως ερωτικό και πολιτικό ταυτόχρονα, με τα δύο αυτά στοιχεία να συγχωνεύονται στο έργο του λόγω της εποχής στην οποία έζησε), υπήρξε πολιτικός από την αρχή ως το τέλος: μίλησε όταν έπρεπε να εκφραστεί μέσω της ποίησης και όταν υπήρχε ανάγκη να το κάνει, σιώπησε στη συνέχεια ποιητικά και συνέχισε τις πολιτικές του παρεμβάσεις με άρθρα και δοκίμια. Και το βλέπουμε στο ποίημα αυτό,

Τέσσερις άνισες στροφές (6,7,2,2 στίχοι αντίστοιχα). Συχνοί διασκελισμοί (στίχοι 3,5,8,9,11) που οδηγούν προς την ποιητική πρόζα. Αξιοπρόσεκτο ότι τρεις λέξεις τυπώνονται με αραιά γράμματα, θα εξετάσουμε το γιατί. Δυο πρόσωπα: ο φανταστικός κατήγορος του ποιητή και ο ποιητής, μόνος ή ως εκπρόσωπος ομάδας ποιητών. Τυπικά διάλογος, ουσιαστικά μονόλογος καθώς το ποιητικό υποκείμενο μεταφέρει και σχολιάζει όσα θα μπορούσε να πει ο κατήγορός του που όμως δεν ακούγεται ο ίδιος αυτόνομα. Δεύτερο πρόσωπο που κυριαρχεί, ο ποιητής απευθύνεται σε πιθανό κατήγορο. Πιθανό αν και όχι φανταστικό καθώς οι κατηγορίες έχουν συχνά ακουστεί, τις γνωρίζει ο ποιητής.

Στην πρώτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο προεξοφλεί και μεταφέρει σε ευθύ λόγο το πιθανό κατηγορητήριο (θα μου πεις) που θα ακουστεί για το κοινωνικά και πολιτικό περιεχόμενο των ποιημάτων του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο φανταστικός κατήγορος απευθύνεται μόνο στον ποιητή ή σε ομάδα ποιητών της κοινωνικής ποίησης. Εξαρτάται από το αν θεωρηθεί ο πληθυντικός της πρώτης στροφής ως πληθυντικός ευγενείας ή αφορά ομάδα ποιητών. Εκτιμώ ότι μάλλον πρόκειται για το δεύτερο καθώς η κατηγορία της στρατευμένης ποίησης συχνά απευθύνονταν σε ομάδες ποιητών.

Ο φανταστικός κατήγορος απευθύνει στο ποιητικό υποκείμενο (και όσους αυτό εκπροσωπεί) την κατηγορία της προδοσίας της Ποίησης – πάλι, όχι λοιπόν για πρώτη φορά. Προσέχουμε τα κεφαλαία στην Ποίηση και στο Ανθρώπου: δείχνουν τη γενική χρήση του όρου και ταυτόχρονα μια μεγαλόστομη εξιδανίκευση των όρων στα όρια της ρητορείας. Ρητορεία άλλωστε χαρακτηρίζει ολόκληρη τη στροφή: μεγαλοστομίες και εκφραστικές υπερβολές (προδίδετε, ιερότερη εκδήλωση, υποζύγιον, σκοτεινών επιδιώξεων, εν πλήρει γνώσει), καθαρεύουσα έστω και διακριτική (υποζύγιον, εν πλήρει γνώσει), ηθικολογική αναφορά στους νεώτερους που επηρεάζονται δήθεν αρνητικά από το παράδειγμα του ποιητή. Τυπικός λόγος της δικτατορίας και των υποστηρικτών της που εκφέρεται πάντοτε με στόμφο, υπερβολή και πλαστό πάθος. Ουσιαστικά περιέχει τρεις μομφές: προδοσία της Ποίησης, ιερότερης εκδήλωσης του Ανθρώπου (κατά τον κατήγορο), χρήση της ποίησης ως όχημα σκοτεινών επιδιώξεων και συνειδητή (Εν πλήρει γνώσει), διαφθορά (ζημιά) των νέων μέσω αρνητικού παραδείγματος που δίδεται από τον ποιητή.

Η πρώτη μομφή περί προδοσίας (επαναληπτικά, πάλι) της ποίησης με κεφάλαια τόσο την Ποίησης όσο και τον Ανθρώπου (οι όροι λοιπόν ως ιδέες και όχι στην καθημερινή τους χρήση) μαζί με τον στόμφο της παράθεσης που ακολουθεί (την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου ) παραπέμπει σε μια αντίληψη της ποίησης ως κάτι ιερό, υψηλό, με ανώτερα νοήματα, στο χώρο σχεδόν των πλατωνικών ιδεών. Όχι φυσικά σχετιζόμενη με την καθημερινή ζωή και τα ανθρώπινα προβλήματα, πόσο μάλλον τα κοινωνικά. Μια ποίηση απονευρωμένη, μια ποίηση πολύ κοντά στην Καθαρή Ποίηση  των Γάλλων Συμβολιστών που το μόνο που μετρά είναι η μουσικότητα των λέξεων και η ψυχολογική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου.

Έτσι εξηγείται άλλωστε και η δεύτερη μομφή: η ποίηση γίνεται μέσον, (πάλι, και εδώ κατ’επανάληψη λοιπόν) υποζύγιο σκοτεινών επιδιώξεων. Όχι απλώς μέσον αλλά υποζύγιο – έντονα υποτιμητικός όρος συγκρινόμενος με την αντίληψη της ποίησης ως την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου. Και μάλιστα σκοτεινών επιδιώξεων, για κακό λοιπόν ή έστω με αμφίβολες έως αρνητικές προθέσεις του ποιητή. Εδώ τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα καθώς το κατηγορητήριο συγκεκριμενοποιείται και – όσο και αν δεν διατυπώνεται ρητά – αναφέρεται στην στρατευμένη ποίηση. Η μομφή αυτή έχει αποδοθεί σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς ποιητές ειδικότερα μάλιστα σε όσους  – η συντριπτική πλειοψηφία – είχαν τοποθετηθεί στο χώρο της Αριστεράς.anagnostakis Βέβαια το τι είναι στράτευση είναι μεγάλη και εν πολλοίς αδιέξοδη συζήτηση ωστόσο αυτό που μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής είναι ότι η όποια πιθανή στράτευση δεν αποκλείει την πληρότητα, επάρκεια και ομορφιά ενός έργου τέχνης. Η Αινειάδα λχ είναι έργο που αντανακλά ένα σύστημα αξιών του Οκταβιανού ως Αύγουστου αλλά κανείς δε σκέφτηκε να την πει στρατευμένη τέχνη. Στην Ελλάδα ο όρος έχει πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική χρήση ως κατηγορία της τέχνης της Αριστεράς για προπαγάνδα μέσω της τέχνης και ουσιαστικά τέτοια είναι και εδώ η χρήση του, όπως καταλαβαίνουμε και από το σκοτεινών επιδιώξεων.

Και φυσικά δε μπορεί να λείπει η τρίτη μομφή περί συνειδητής διαφθοράς των νέων μέσω του κακού παραδείγματος που δίνει ο ποιητής (και όχι μόνο ο ίδιος). Δε μπορεί παρά να θυμηθούμε εδώ ότι η κατηγορία της προπαγάνδας στους νέους έστω και μέσω προσωπικού παραδείγματος είναι επίσης χαρακτηριστική μομφή που αποδίδουν καθεστωτικοί καλλιτέχνες σε όσους αρνούνται να συμμορφωθούν με το καθεστώς. Άλλωστε, για διαφθορά των νέων κατηγορήθηκε και ο Σωκράτης σε μια εξόχως πολιτική δίκη από μια ρεβανσιστικά και άδικα σκεπτόμενη δημοκρατία. Διόλου πρωτότυπος λοιπόν και εδώ ο κατήγορος.

Αυτό που ακολουθεί στη δεύτερη στροφή είναι μια ιδιαίτερα οργισμένη απάντηση του ποιητικού υποκειμένου που στρέφεται ενάντια τόσο στον φανταστικό για το ποίημα (αλλά όχι ανύπαρκτο στην ζωή) κατήγορο τόσο και στους ομοίους του. Προσέχουμε το δ ε ν και ε σ ύ με αραιωμένα τα γράμματα, δηλαδή έντονα και με πάθος διατυπωμένα και το ότι η απάντηση αρχίζει και τελειώνει με το θέμα της προδοσίας από μέρους των κατηγόρων, προδοσίας όχι μόνο της ποίησης αλλά συνολικά κάθε ιδανικού. Και σημειώνουμε τη τετραπλή (3Χ2 στίχους+1 μόνος) διάρθρωση της απάντησης: Καθολική και διαρκής προδοσία από τον κατήγορο και τους ομοίους του, ο τρόπος που γίνεται και ο χώρος (ξεπουλώντας, διεθνείς αγορές, λαϊκά παζάρια), οι συνέπειες (και μείνατε χωρίς…) και η κατακλείδα με το ρητορικό ερώτημα (Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;)
imagesΗ αντιστροφή του κατηγορητηρίου δε γίνεται διόλου με τη μεγαλοστομία και την υποκριτική (όπως αποδεικνύει το ποιητικό υποκείμενο ξεσκεπάζοντας το ηθικό ποιόν των κατηγόρων) αγανάκτηση των κατηγόρων αλλά με ένταση, οργή, λόγο άμεσο και διόλου ξύλινο Σημειώνουμε τους διασκελισμούς που σηματοδοτούν (στ.8,9,11) αυτή την ένταση καθώς σπάνε την αυτονομία του στίχου και θυμίζουν πλέον ποιητική πρόζα.
1. Η προδοσία του κατήγορου και των ομοίων του δεν περιορίζεται όπως προαναφέρθηκε στην ποίηση αλλά στο καθετί με ηθικό περιεχόμενο και όχι άπαξ αλλά χρόνια και χρόνια: – Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις // Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια.
2. Βλέπουμε στη συνέχεια το τι και πως: Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας // Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια. Το ξεπούλημα (όχι κοινή πώληση, ξεπούλημα, δηλαδή με ευτελή και μειωτικό τρόπο) γίνεται σταδιακά, ένα προς ένα και αφορά τα υπάρχοντα προφανώς όχι υλικά αλλά πνευματικά και ηθικά, όπως θα φανεί πιο ξεκάθαρα παρακάτω και μάλιστα όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (λαϊκά παζάρια) αλλά σε διεθνές (διεθνείς αγορές). Είναι μια καθολική εκποίηση η οποία βέβαια δε μένει χωρίς συνέπειες για τους πωλητές:
3. Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε. Το κόστος της διαρκούς εκποίησης κάθε αξίας και ιδανικού οδηγεί στην απώλεια των αισθήσεων που μετωνυμικά εδώ παραπέμπουν στην απώλεια κάθε κοινωνικής όρασης (μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε), κάθε κοινωνικής ευαισθησίας (χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε), κάθε αντίδρασης μέσω της γραφής ή άλλης δράσης στα τεκταινόμενα γύρω τους: (με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε). Και φυσικά τα τεκταινόμενα όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και διεθνώς, άλλωστε και εκεί έχουν ξεπουληθεί όπως προαναφέρθηκε.
4. Η κατακλείδα θέτει το τελικό ρητορικό ερώτημα: Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε; Τι υπάρχει μείνει ιερό στους κατήγορους που να μην έχει ξεπουληθεί; Τι έχει απομείνει από την ηθική τους ποιότητα που να μην εκποιήθηκε; Προφανώς τίποτα.

Η τρίτη στροφή, δίστιχο όπως και τέταρτη, προεξοφλεί για δεύτερη φορά την ενοχλημένη δευτερολογία  του κατήγορου, για το περιεχόμενο της οποίας είναι σίγουρο (ξέρω) το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας την ακούσει προφανώς αρκετές φορές: Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Οι καταγγελίες του ποιητικού υποκειμένου μεταφράζονται ως κήρυγμα και ρητορεία. Λογικό διότι όταν κάποιοι έχουν ξεπουλήσει λίγο λίγο ό,τι κατείχαν ως ηθικό περιεχόμενο, κάθε υπενθύμιση της πράξης τους εκλαμβάνεται κυνικότατα ως κουραστικό, επαναλαμβανόμενο (πάλι) κήρυγμα και μεγάλα λόγια, ρητορεία. ‘Έχοντας γίνει πλέον ρινόκεροι, δεν έχουν ούτε ηθικές αναστολές ούτε τύψεις για το ξεπούλημά τους που άλλωστε τους προσέφερε αρκετά υλικά ή και άλλα οφέλη. Μπροστά στα οφέλη, προφανώς τα άλλα είναι κηρύγματα και ρητορείες. Όμως το ποιητικό υποκείμενο δεν πτοείται από τους χαρακτηρισμούς του οποίους αποδέχεται: Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. Προσέχουμε το το επιφώνημα και θαυμαστικό στην επιφωνηματική πρόταση με την ένταση και το πάθος της Ε ναι λοιπόν! Πράγματι, κηρύγματα και ρητορείες – αν το θέλουν έτσι οι ξεπουλημένοι και ριψάσπιδες κατήγοροι, αν τους βολεύουν οι όροι αυτοί για την κοιμισμένη τους συνείδηση. Ας τους ονομάσουν όπως θέλουν, δεν αλλάζει τίποτα.

Και ο επίλογος έρχεται με την ίδια ένταση: Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις // Να μην τις παίρνει ο άνεμος. Φυσικά προσέχουμε την αραίωση στη λέξη πρόκες. Οι λέξεις δεν είναι διανοητικό παιγνίδι, αναιμική και λεπτεπίλεπτη τέχνη για λίγους. Είναι π ρ ό κ ε ς, καρφώνονται στο ποίημα, δεν περνάνε σαν αέρας ούτε τις παίρνει ο αέρας. Βγαίνουν μέσα από την ψυχή του ποιητή που συμπάσχει με την κοινωνία, που οργίζεται, φωνάζει, καταγγέλλει. Δεν τις παίρνει ο αέρας όπως τα ψεύτικα, αποστειρωμένα και άψυχα στιχουργήματα των καθαρολόγων της ποίησης, Έχουν βάρος, κουβαλάνε την ψυχή του ποιητή και της κοινωνίας. Δεν είναι πολύχρωμα μπαλόνια για διασκέδαση νανουρισμένων συνειδήσεων αλλά αιχμές και κοινωνική καταγγελία.

Μένει να δούμε, μετά την προσέγγιση του ποιήματος, τον τίτλο «Ποιητική». Πρόκειται όντως για Ποιητική καθώς σε αυτό συγκρούονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την ποίηση. Η πρώτη, του κατήγορου, βάζει υποκριτικά την ποίηση σε υψηλό βάθρο (ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου) έχοντάς την ωστόσο μετατρέψει σε υπόθεση για λίγους και μακριά από κάθε κοινωνικοπολιτική αναφορά και κριτική, μετατρέποντάς την σε προϊόν ερμητικά κλειστού εργαστηρίου, παιγνίδι του μυαλού για αλλοτριωμένες συνειδήσεις. Αντίθετα το ποιητικό υποκείμενο προκρίνει μια ποίηση ζωντανή που δε φοβάται την καταγγελία, δίνει μάχες, καρφώνει τις λέξεις να μπαίνουν βαθιά στις συνειδήσεις, να διαμορφώνει συνειδήσεις, να ξυπνά και όχι να αποκοιμίζει συνειδήσεις. Υπάρχει τεράστια διαφορά στο ρόλο της ποίησης αλλά και στο πώς φτιάχνεται η καθεμιά, στην Ποιητική. Η πρώτη φτιάχνεται με λόγια του αέρα, η δεύτερη με λόγια καρφωμένα στο ποίημα. Και αν πάμε λίγο πιο πέρα δεν είναι μόνο Ποιητική, είναι στάση ζωής. Οι κατήγοροι του ποιητή έχουν ξεπουληθεί οριστικά και αυτό αντανακλάται στην ποίησή τους που δε μπορεί να εκφράσει τίποτα ζωντανό και με παλμό. Ο ποιητής και οι όμοιοί του αντίθετα στέκονται κοντά στις αρχές τους και την κοινωνία. Περνάνε με την ποίηση τα μηνύματά τους και οι στίχοι τους συγκινούν τους νέους ανθρώπους, γίνονται το παράδειγμα που τόσο φοβούνται οι συμβιβασμένοι κατήγοροί τους.

Διάλογος σε μαύρο φόντο: Νίκος Εγγονόπουλος και Μανόλης Αναγνωστάκης

Πιθανότατα δεν υπήρξε πρόθεση διαλόγου. Το ποίημα Ποίηση 1948 του Εγγονόπουλου δεν οδήγησε τον Αναγνωστάκη στο να γράψει το Στον Νίκο Ε…1949 – ο ίδιος το αρνείται και ο Στρατής Μπαλάσκας που πρώτος επεσήμανε τη σχέση των δύο ποιημάτων μοιάζει πια (“Φιλολογική”, τευχ. 93, σελ. 25-29) να αποδέχεται τη θέση του Αναγνωστάκη. Όμως, όπως τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος:
Ξεφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες
κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες.
Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε,
σαν τρελές μέσα στη μπόρα.

Νίκος Εγγονόπουλος – Εμφύλιος

Ξεφεύγουν τα ποιήματα από τα χέρια των ποιητών και τριγυρνάν μόνα τους μέσα στη μπόρα. Μέσα στη θύελλα του εμφυλίου (που μακάρι να ήταν μόνο μπόρα) βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο σε έναν βουβό μεν, εύγλωττο δε, διάλογο. Με φόντο το μαύρο της αδελφοκτονίας. Του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.

Ο πληρέστερος φάκελος για μια συγκριτική ανάγνωση των δύο ποιημάτων βρίσκεται (ως συνήθως) στο ιστολόγιο αρισμαρί της Ευαγγελίας Στάμου. Εδώ θα προσθέσω ελάχιστα, τα περισσότερα από το διαδίκτυο αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της Σόνιας Ιλίνσκαγια από το βιβλίο της Η μοίρα μιας γενιάς.

Κάποια κείμενα που προέρχονται από σάρωτή (scanner) δεν είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστα αλλά είναι πολύ χρήσιμα και έτσι τα παραθέτω υποχρεωτικά. Σε κάθε περίπτωση καταγράφω την πηγή – είτε πάνω στο αρχείο είτε στον τίτλο του αρχείου. Και επειδή σε έναν διάλογο καλό είναι να υπάρχει πολυφωνία, να προσθέσω το λόγο του Γ. Σεφέρη (Τυφλός , Δεκέμβρης 1945). Κι ας μη σκεφτούμε οτι το 1945 ήταν νωρίς ακόμη: Σοφοί δε προσιόντων… έγραφε ο Καβάφης. Ο φάκελος των ποιημάτων εδώ: https://app.box.com/s/nizry7xexzq050oj0o4b

Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων

Πιστεύω ακράδαντα οτι η απαγγελία είναι ερμηνεία. Μια προσεγμένη και με κατάλληλο επιτονισμό – όχι όμως θεατρινίστικη – απαγγελία λογοτεχνικού κειμένου  φανερώνει πολλά στους ακροατές για το πώς ερμηνεύει ο αναγνώστης το κείμενο. Άλλωστε τα κείμενα γράφονται πρωτίστως να ακούγονται, να διαβάζονται φωναχτά· η σιωπηλή ανάγνωση μόνο ως κατ΄ανάγκη λύση θα πρέπει να θεωρείται.
Με αυτή την οπτική θα ανεβάζω κατά καιρούς αναγνώσεις κειμένων είτε από τους ίδιους τους λογοτέχνες είτε από ηθοποιούς ή έγκριτους φιλολόγους. Η δημοσίευση θα ανανεώνεται κατά καιρούς, οπότε καλό είναι να ρίχνετε που και που μια ματιά στην κατηγορία “Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων” στα δεξιά της σελίδας. Σκέφτομαι επίσης να ανεβάσω και μελοποιήσεις αλλά και δραματοποιήσεις κειμένων, για αργότερα ωστόσο. Ο φάκελος εδώ