Σημειώσεις – Βύρων Λεοντάρης “Λεηλασία”

Βύρων Λεοντάρης,  «Λεηλασία»

Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν
και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.
Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…
Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις , τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/βιβλία)

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ορθοστασία (1957). Γενικά η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη διατηρεί ισχυρή κοινωνική όραση και ανήκει σε μια ομάδα από ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εξέφρασαν εντονότερα τη σχέση τους με τα κοινωνικά ιστορικά δρώμενα και την ιδεολογική περιπέτεια της εποχής τους. images 1Πρόκειται δηλαδή για ποιητές εντονότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους «πολιτικοποιημένους», ή έστω πολιτικά προβληματισμένους. Στους ποιητές αυτούς σημαδιακή είναι η απογοήτευση από μιαν ήττα, για την οποία ο ποιητής, χωρίς να ευθύνεται σε προσωπικό επίπεδο, αισθάνεται ενοχή και ηθική ευθύνη που αποκτά κάποτε διαστάσεις υπαρξιακής αγωνίας. Κυρίαρχη στο έργο των ποιητών είναι η οδύνη ενός μοναχικού και έκθετου στους εφιάλτες κάποιου εγκλήματος που διαπράχθηκε ερήμην του ανθρώπου. Ηττημένος χωρίς να δώσει μάχη είναι ο άνθρωπος στο έργο των ποιητών που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία αυτή. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της ομάδας αυτής είναι: ο Βύρων Λεοντάρης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Μάρκος Μέσκος, ο Πρόδρομος Μάρκογλου, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Τάσος Πορφύρης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Σπύρος Τσακνιάς, ο Λουκάς Κούσουλας.

Το ποίημα αρθρώνεται σε δύο στροφικές ενότητες, 19 στίχους η πρώτη και 10η δεύτερη. Ο τίτλος «Λεηλασία» παραπέμπει εξ αρχής σε δύο πράγματα: κατάκτηση και καταλήστευση του ηττημένου. Το θέμα λοιπόν της ήττας και των συνεπειών της περνά από τον τίτλο ήδη. Μένει να δούμε το είδος της ήττας και το είδος της λεηλασίας. Και κυρίως αν αυτή σε αυτή την ήττα και τη συνακόλουθη λεηλασία ο άνθρωπος έχει οδηγηθεί ερήμην του ή με τη ενεργητική ή παθητική συμμετοχή του.

Όπως συχνά συμβαίνει στους μεταπολεμικούς ποιητές της κοινωνικής ποίησης το ποίημα κινείται ευθύγραμμα, ο λόγος είναι άμεσος και ελάχιστα υπαινικτικός, το λεξιλόγιο στο μεγαλύτερο μέρος του καθημερινό και γενικά κυριαρχεί πού συχνά μια διάθεση διδακτισμού ή και κηρύγματος. Και εδώ το ποίημα, ιδίως στην πρώτη στροφή χτίζεται πάνω σε έναν διδακτισμό που εκφράζεται από το κυρίαρχο επιφώνημα Αλίμονό σου που εμφανίζεται τρεις φορές οργανώνοντας ταυτόχρονα τις τρεις υποενότητες: στιχ. 1-8, 9-13 και 14-19. Στις δύο πρώτες το επιφώνημα προτάσσεται και ακολουθούν οι συνθήκες που (θα) το υλοποιούν ενώ στην τρίτη κλείνει την υποενότητα και την ενότητα ταυτόχρονα. Στην ίδια κατεύθυνση του διδακτισμού και της προτροπής μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου. Εδώ βέβαια η προτροπή δεν δείχνει να απευθύνεται άμεσα σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, υποπτεύομαι ωστόσο ότι  στοχεύει πρωτίστως στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο ως ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής παρακαταθήκης· που ορίζει πάντως μια ευρύτερη και συλλογικότερη αναγκαιότητα πολιτικής και κοινωνικής ηθικής, μπορεί κάπου και ποιητικής, για να θυμηθούμε τον Μαρωνίτη, Και σίγουρα τα τρία Αλίμονό σου δεν είναι καθόλου μακρυά από τα επτά Ουαί του Κυρίου προς τους Γραμματείς και Φαρισαίους

Στην πρώτη υποενότητα η υπενθύμιση και ταυτόχρονα καταδίκη που εκφέρει το Αλίμονό σου συνδέεται διαδοχικά με δύο αλληλοσυνδεόμενες καταστάσεις: η πρώτη όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου, // κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν δηλαδή όταν το άτομο περιπίπτει σε έναν μιθριδατισμό και αδιαφορία απέναντι στον κοινωνικό πόνο  και η δεύτερη στις συνέπειες αυτής της στάσης που σταδιακά τον οδηγεί στην εξοικείωση με τη ζωή που ζουν τα τέρατα – δε μπορεί παρά να θυμηθούμε εδώ τον Ρινόκερο του Ιονέσκο που περιγράφει αυτό ακριβώς το φαινόμενο – και όλα όσα συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή: συμβιβασμοί, υποχωρήσεις, αυταπάτες και υποκρισία: κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται // και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό // κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα. Οι αλλαγές αυτές δε γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, απαιτούν χρόνο: σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι // όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας όμως τελικά ολοκληρώνονται. Προσέχουμε τις παρομοιώσεις πόσο απλοϊκές και ξεκάθαρες είναι ακριβώς για να ταιριάξουν με τον προτρεπτικό/διδακτικό/καταγγελτικό τόνο του ποιήματος  
Στη δεύτερη υποενότητα το δεύτερο Αλίμονό σου αναφέρεται σε μια στάση του ατόμου που δεν προκύπτει τόσο από αδράνεια, όπως στην πρώτη υποενότητα αλλά από δυσφορία και παραίτηση που ωστόσο απαιτούν μια ενεργητική πλέον στάση από μέρους του ατόμου: κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις // σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης, // ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας // και λες, και λες και λες… Το άτομο πλέον έχει πλήρως αλλοτριωθεί (αίσθημα δικαιοσύνης, αισθητικά κριτήρια, ηθικές αρχές) καθώς συστηματικά (αβέρτα) δικαιώνει τους αδίκους εις βάρος των αδικημένων, έχει απωλέσει κάθε αίσθηση του ωραίου και του χρήσιμου: σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης και φυσικά κάθε ιδανικό και αρχή // ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας. Και μάλιστα μετατρέπεται σε απολογητή όλων αυτών των αρνητικών αξιών και ιδανικών που έχει υιοθετήσει καταφεύγοντας σε μακροσκελείς λόγους και διαλέξεις – κενές όπως καταλαβαίνουμε από την επανάληψη της λέξης «λες»:  και λες, και λες και λες…
Και η κατάπτωση του ατόμου συνεχίζεται καθώς η πλαστή ευημερία και ηρεμία του ατόμου που προκύπτει από την εξαφάνιση του κοινωνικού πόνου, της κοινωνικής του όρασης. τον κάνει να αντιμετωπίζει με μακαριότητα παχύδερμου τη ζωή, τον έρωτα, τον ύπνο την ίδια ώρα όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα // κι οι λόφοι στηθοδέρνονται. Οι δυο προσωποποιήσεις υπαινίσσονται τη βία και την αδικία που κυριαρχεί γύρω από το αδιάφορο άτομο που πλέον έχει πλήρως μετατραπεί σε  ρινόκερο: όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν // να πουν: «Κατέστην ευτυχής» Η εικόνα του αλλοτριωμένου ατόμου (ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά) από την καλοπέραση και την ευζωία (τα παχιά χείλη) που ολοκληρώνει την παρακμή του και την ηθική του εξαθλίωση με το «Κατέστην ευτυχής» είναι η δυνατότερη στην ενότητα. Γι’αυτό και μπαίνει τελευταία και γι’αυτό το λόγο το τρίτο αλίμονό σου μπαίνει στο τέλος της ενότητας για να τη σφραγίσει αλλά και να καταδείξει ταυτόχρονα το μέγεθος της πτώσης.

Στη δεύτερη ενότητα περιγράφονται οι τελικές συνέπειες των τριών Αλίμονό σου. leontarisΌταν η πτώση του ατόμου ολοκληρωθεί, όταν η αδιαφορία του για το κοινωνικό περιβάλλον που ζει μεγιστοποιηθεί, δε μένει παρά η λεηλασία: Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν, // γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν, // άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν // -τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους. Έχοντας ήδη διαλέξει στρατόπεδο με την αδιαφορία του, παθητική αλλά και ενεργητική (όπως είδαμε στο δεύτερο Αλίμονό σου) τώρα πλέον του ζητούν να συμπαραταχθεί οριστικά με την πλευρά των αδικούντων, με την πλευρά των ισχυρών. Βλέπουμε ότι αυτοί δεν κατονομάζονται, μπορούμε πάντως να φανταστούμε ποιοι είναι. Είναι οι ακόλουθοι και στρατιώτες των ισχυρών του κόσμου, αυτοί που συντάσσονται με οποιοδήποτε αντάλλαγμα με την πλευρά της αδικίας και των κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών. Έχουν τελειώσει πια τα καλοπιάσματα και οι έπαινοι, το άτομο παύει πλέον να έχει ιδιωτικό χώρο, άποψη, κρίση, τώρα καταργούνται αυτά τα σύνορα από τους άλλους που απ’ την αρχή καλά το ήξερες (μπαίνει ξεκάθαρα το θέμα της ευθύνης, το άτομο γνώριζε εξ αρχής ποιοι είναι αυτοί που τον προσέγγισαν και για χάρη όσον του υποσχέθηκαν – ευζωία, μακαριότητα – ξεπουλήθηκε. Δεν προέκυψε τυχαία ούτε από άγνοια η πτώση). Έχει αρχίσει η λεηλασία του ατόμου: όχι μόνο αρχές και αξίες αλλά και η ίδια του η προσωπικότητα συνολικά αποδομείται κομμάτι κομμάτι για να κατασκευαστεί στα μέτρα των άλλων, στα μέτρα των αδίκων. Ο πανικός του ατόμου που συνειδητοποιεί το μέγεθος της διάλυσης που επέφεραν οι επιλογές του φαίνεται στην επανάληψη του τώρα τι θα κάνεις, // τι θα κάνεις, // τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά, στο ρήμα συρθείς, στη «συμμαχία» μέσα στην παρένθεση (μόνο για συμμαχία δεν πρόκειται, είναι παράδοση άνευ όρων και καταστροφή) και στα τρία μαζεμένα επίθετα συνδέονται με τη συμμαχία με τον θάνατο: την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο. Τρομερή γιατί είναι καταστροφική για το άτομο, επαίσχυντη γιατί του αφαιρεί οριστικά κάθε ηθική ποιότητα και μάταιη γιατί δεν τον σώζει ούτε από τον βιολογικό θάνατο ούτε από την ασημαντότητά του. Είναι προφανές ότι ο θάνατος εδώ, χωρίς να έχει χάσει εντελώς τη βιολογική του διάσταση, είναι περισσότερο ένας θάνατος προσωπικότητας, αξιών, ήθους, αίσθησης της ομορφιάς. Είναι εν τέλει ένα οριστικός και καθολικός θάνατος του ατόμου στον οποίο οδηγείται μέσα από την απογύμνωσή του από τα παραπάνω για την οποία ωστόσο ευθύνεται αποκλειστικά το ίδιο το άτομο που είτε από αδιαφορία, είτε από κοινωνικό κομφορμισμό είτε από ιδιοτέλεια επέτρεψε τη λεηλασία του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *