…καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν («Ο βασιλεύς Δημήτριος», μέρος πρώτο)

Δεν ξέρω αν φταίει ο χαρακτήρας ή (πλέον και) η ηλικία μου για το ότι διατηρώ ένα σωρό εμμονές τις οποίες αρνούμαι να αποβάλω. Μια από αυτές είναι και η αδυναμία μου να συμπαθήσω τον υπερρεαλισμό στη λογοτεχνία (ενώ ισχύει σε μεγάλο βαθμό το αντίθετο στη ζωγραφική). Από την πρώτη της εφηβείας μου επαφή με τους υπερρεαλιστές (ήταν νομίζω η “Κοιλάδα με τους ροδώνες” του Εγγονόπουλου) triplo01-endέως και σήμερα, ουδέποτε κατάφερα να συμφιλιωθώ πλήρως με τους επιγόνους του Μπρετόν, Έλληνες και μη. Έχοντας τότε ως πρότυπο τον σεφερικό μοντερνισμό, έβλεπα τον υπερρεαλισμό περισσότερο ως ποίηση-φάρσα που ευνοεί την προχειρότητα, την παραδοξολογία και την ευκολία υπό το πρόσχημα της άρνησης κάθε λογικής νοηματικής ακολουθίας. Μπορώ να πω ότι έκτοτε προσπάθησα πολύ, ιδίως στα φοιτητικά μου χρόνια και κάλυψα κάμποσο δρόμο αλλά, με εξαίρεση την περίπτωση του Ελύτη (που δεν είναι δα και η πιο αντιπροσωπευτική), δεν πέτυχα όσα θα ήθελα. Ακόμα και σήμερα, όταν γκρινιάζω για το χάλι που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, πάλι – ενστικτωδώς – στην “ευκολία” του υπερρεαλισμού ρίχνω συχνά την ευθύνη, αν και πλέον έχω την πρόνοια να βάζω τον όρο “ευκολία” σε εισαγωγικά.

Δυστυχώς, πέρα από τον υπερρεαλισμό στη λογοτεχνία (που η ανάγνωσή της είναι τελικά ελεύθερη επιλογή του αναγνώστη), υπάρχει και ο αναπόφευκτος και αναπόδραστος υπερρεαλισμός της καθημερινής μας πολιτικής πραγματικότητας. Μέσα σε ένα εξάμηνο η επί μακρόν αναμενόμενη αριστερή κυβέρνηση κατάφερε να περάσει από τον θρίαμβο στον όλεθρο, συναιρώντας στο ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα όλα τα σφάλματα και τις παθογένειες της αριστεράς από την κατοχή ως σήμερα. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς: την έλλειψη στρατηγικής, την αφελή εμπιστοσύνη στις προθέσεις των εχθρών, την αδράνεια απέναντι στην οικονομική αιμορραγία του τόπου, τις σπασμωδικές κινήσεις και τον φενακισμό των ψηφοφόρων που τη στήριξαν στο δημοψήφισμα, τη ντροπιαστική συνθηκολόγηση ή καλύτερα άνευ όρων παράδοση, τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις υπό το κράτος της ήττας, την προσπάθεια να βαπτιστεί η συντριβή στρατηγικός ελιγμός (το όπλο παρά πόδα…), την ταχύτατη μετάλλαξη ενός (λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία) αριστερού κόμματος σε ένα ακόμη φθαρμένο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχήμα;

Προφητική γελοιογραφία του Πετρουλάκη από το μακρινό 1992. Άργησε λίγο το βάψιμο αλλά έγινε. Πηγή: http://www.sarantakos.com/asteia/apetr.html

Προφητική γελοιογραφία του Πετρουλάκη από το μακρινό 1992. Άργησε λίγο το βάψιμο αλλά έγινε. Πηγή: http://www.sarantakos.com/asteia/apetr.html

Ή μήπως από την άλλη δεν είναι άξια θαυμασμού η υποκριτική στήριξη της παραπαίουσας κυβέρνησης από τους ορκισμένους εχθρούς της μέσα και έξω από τη χώρα, την ίδια ώρα που τα εσωτερικά της ρήγματα έχουν μετατραπεί σε σχίσμα; Αφήνω ασχολίαστη την πρόσφατη – γράφω καιρό το κείμενο τούτο – προκήρυξη των εκλογών για να νομιμοποιηθεί και με την ψήφο του λαού η πράξη υποτέλειας. Ζούμε το ινδιάνικο καλοκαίρι (indian summer) της αριστεράς στον τόπο μας μέσα σε ένα ζοφερό κλίμα διαρκούς παραλογισμού, όπου οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους και οι πράξεις τη λογική και τη συνοχή τους. Θα μπορούσε να είναι μια φάρσα αλλά δεν είναι: ο τόπος καταρρέει μέρα με τη μέρα και η ελπίδα, το μόνο πράγμα που ήταν όρθιο, έχει πια απομείνει μισή κι απόμιση.

Ωστόσο, σε πείσμα του δηλητηριασμένου αυτού πολιτικού κλίματος, ίσως και ως μια μορφή άμυνας στο παράλογο που μας κυκλώνει, καταπιάστηκα εδώ και μέρες με τον βασιλιά Δημήτριο του Καβάφη, που μεγάλην είχε μεν ψυχή αλλά όταν έφτασε η ώρα να φανεί βασιλιάς, προτίμησε — έτσι είπαν — τη φαιά χλαμύδα αντί της τραγικής εκείνης και σαν ηθοποιός στο τέλος της παράστασης ταπεινά και διακριτικά (διαλαθών) αποχώρησε από τη σκηνή. Την ταπεινή αυτή μεταμφίεση και αναχώρηση είχα προσέξει τριάντα πέντε χρόνια πριν, όταν πρώτη φορά έπιασα στα χέρια μου τους δυο τόμους με τα 154 ποιήματα του καβαφικού κανόνα. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το παράθεμα του Πλούταρχου (μέχρι που το έμαθα απέξω) καθώς και το ίδιο το ποίημα προσπαθώντας να καταλάβω ποια θέση παίρνει ο ποιητής· μάταια.  Χρόνια μου πήρε να καταλάβω σε κάποιο βαθμό την περίφημη ουδετερότητα του ποιητή, την έντεχνη αποστασιοποίησή του από κάθε μονόπλευρη ερμηνεία των ποιημάτων του, την υπονόμευση κάθε ερμηνευτικής βεβαιότητας. Νομίζω ότι, ανάμεσα στα άλλα, το συγκεκριμένο ποίημα με ώθησε ακόμα περισσότερο στην επιλογή των σπουδών μου: η εικόνα του κακοντυμένου Δημητρίου να ξεγλιστρά από την βασιλική σκηνή έμεινε για πάντα στη μνήμη μου. SelefkidesΌχι όμως με την μάλλον αρνητική σήμανση του Πλούταρχου αλλά με μια κάποια συμπάθεια και κατανόηση – ενώ δε μπορώ να πω το ίδιο για την άθλια εμφάνιση στη Ρώμη και τη ζητιανιά του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορα στο ποίημα Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου. Για ποιο λόγο όμως ο ένας είναι συμπαθής και ο άλλος γελοίος μέσα στον κυνισμό του – αλλά και πόσο ευγενική όμως η μορφή του Σελευκίδη Δημητρίου Σωτήρα; Πώς το καταφέρνει αυτό ο ποιητής; Τίποτα δεν είναι εύκολο στην καβαφική ποίηση γιατί τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και μόνο.

Το τελευταίο αυτό αξίωμα έχω διαπιστώσει ότι είναι ένας παράξενος μαγνήτης που έλκει πολλούς, αδιάφορους συχνά προς την ποίηση, μαθητές να εξερευνήσουν τον περίπλοκο κόσμο της καβαφικής ποίησης. Σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της νεότερης ποίησης, τα  καβαφικά ποιήματα δεν παρουσιάζουν συνήθως δυσκολίες στην κατανόηση, μοιάζουν να οδηγούν άμεσα σε οφθαλμοφανείς ερμηνευτικές προσεγγίσεις και πολύ εύκολα τραβούν με την “ευκολία” τους την προσοχή του μαθητή. Όταν στη συνέχεια ο μαθητής-αναγνώστης αρχίζει και συνειδητοποιεί την αμφισημία λέξεων και εικόνων, τα κρυφά “ίσως” και “μπορεί”, τότε είναι που συχνά πιάνεται για τα καλά στο δίχτυ του πρωτεϊκού Αλεξανδρινού: η γοητεία των πολλαπλών οπτικών γωνιών κάνει την υπόλοιπη δουλειά. Θύμα της ιδιότυπης καβαφικής γοητείας έπεσε εσχάτως και η κόρη μου, η οποία δεν είχε δείξει στο παρελθόν κάποιο ενδιαφέρον για την ποίηση. Ξεκίνησε από μια προετοιμασία για διαγώνισμα στο ποίημα “Στα 200 π.Χ”, κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και αξιώθηκε να ρίξει μια ματιά στη σχετική ανάρτηση του ιστολογίου μου. Έκτοτε, και πάντοτε με τη συνδρομή των καλών συναδελφισσών που διδάσκουν λογοτεχνία στο σχολείο, τα καβαφικά ποιήματα και μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας μετακόμισαν στο κομοδίνο της και οι συζητήσεις περί των καβαφικών αλλά και άλλων ποιητικών μυστηρίων πολλαπλασιάστηκαν. Με αφορμή λοιπόν κάποια συζήτηση πάνω στο ποίημα “Ο βασιλεύς Δημήτριος” και ειδικότερα στο ποια είναι τελικά η θέση του ποιητή, αποφάσισα να μαζέψω υλικό και σκέψεις μου για το ποίημα και να της δωρίσω την ανάρτηση αυτή.

Γραμμένο το 1900 και δημοσιευμένο στα Παναθήναια το 1906, το ποίημα συγκέντρωσε από νωρίς αρνητικές κριτικές («κακομετάφραση» του Πλούταρχου το χαρακτήρισαν) και ως και ο Γ. Ξενόπουλος, ο κριτικός που σύστησε τον Καβάφη στο λογοτεχνικό κοινό της Αθήνας, μιλά αμήχανα για «απλό και περιττό σχόλιο του Πλουτάρχου» Ακολούθησαν και άλλες ανάλογες κριτικές ώσπου να φτάσουμε στην διεισδυτική παρατήρηση του Γ.Σεφέρη: «Ο τόνος του, επιτέλους· πρώτη φορά». Πέρα από την αλήθεια αυτής της παρατήρησης, υπάρχει και μια άλλη πρωτιά: οι Βίοι του Πλουτάρχου εισάγονται ως ιστορική πηγή και αφόρμηση για πλήθος ποιημάτων που θα ακολουθήσουν έως το τέλος της ζωής του ποιητή. Ήδη από τον ίδιο βιβλίο του Πλούταρχου γεννιέται και το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (δημοσ. 1911) ενώ έναν χρόνο πριν, το 1910, δημοσιεύεται η αινιγματική ως προς το ιστορικό της περίγραμμα «Σατραπεία». Είναι, νομίζω, η Κρατησίκλεια,  (δημοσ. 1929), η θαυμασία γυναίκα που κλείνει με τη γενναία της στάση τη μακροχρόνια αυτή σχέση.

Ο Βασιλεύς Δημήτριος
[δημιουργία: 1900/δημοσίευση: 1906]

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.

    (Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου)

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Μέσα στους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου που, αμέσως μετά το θάνατό του, διαγκωνίζονται για τη μοιρασιά της αχανούς αυτοκρατορίας τουdemetrius, ξεχωρίζει η μορφή του Δημήτριου Α΄Πολιορκητή (337-283 π.Χ). Η ζωή του θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα αν και όχι πάντως το ελληνιστικό, που γεννιέται λίγο αργότερα, γιατί δε στάθηκε πιστός σε καμία από τις πολυάριθμες γυναίκες του. Γιος του Αντίγονου Α΄Μονόφθαλμου συμμετέχει από νωρίς στους ατέρμονους πολέμους των διαδόχων, κερδίζοντας και χάνοντας μάχες και πόλεις με έναν εξωφρενικό ρυθμό. Και όλα αυτά μέσα σε ένα χαώδες ιστορικό πλαίσιο όπου πάθη, μίση, συμμαχίες και προδοσίες, ήττες και νίκες, απίθανες εναλλαγές τύχης και ατυχίας και πάνω απ όλα η ακόρεστη δίψα όλων για εξουσία συνθέτουν ένα τεράστιο πάζλ προθέσεων και πράξεων που αποτελεί πρόκληση για κάθε ιστορικό μελετητή. Κατεξοχήν άνθρωπος της εποχής του ο Δημήτριος Α΄Πολιορκητής επέδειξε μεγάλες αρετές (ταχύτατη αντίληψη κατάστασης, άμεση δράση, μεγαλοψυχία, γενναιότητα, ακατάβλητο φρόνημα) αλλά και μεγάλα ελαττώματα (ανηθικότητα, ασωτία, υπεροψία, ωφελιμισμό). Σημειώνει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ο Πλούταρχος τόσο για τον Δημήτριο όσο και για τον Αντώνιο – παράλληλοι όντως σε μεγάλο βαθμό οι δύο βίοι: Περιέξει δὴ τοῦτο τὸ βιβλίον τὸν Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ βίον καὶ τὸν Ἀντωνίου τοῦ αὐτοκράτορος, ἀνδρῶν μάλιστα δὴ τῷ Πλάτωνι μαρτυρησάντων, ὅτι καὶ κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐκφέρουσι. γενόμενοι δ’ ὁμοίως ἐρωτικοὶ ποτικοὶ στρατιωτικοὶ μεγαλόδωροι πολυτελεῖς ὑβρισταί, καὶ τὰς κατὰ τύχην ὁμοιότητας ἀκολούθους ἔσχον. οὐ γὰρ μόνον ἐν τῷ λοιπῷ βίῳ μεγάλα μὲν κατορθοῦντες, μεγάλα δὲ σφαλλόμενοι, πλείστων δ’ ἐπικρατοῦντες, πλεῖστα δ’ ἀποβάλλοντες, ἀπροσήτως δὲ πταίοντες, ἀνελπίστως δὲ πάλιν ἀναφέροντες διετέλεσαν, ἀλλὰ καὶ κατέστρεψεν ὁ μὲν ἁλοὺς ὑπὸ τῶν πολεμίων, ὁ δ’ ἔγγιστα τοῦ παθεῖν τοῦτο γενόμενος.

Το περιστατικό που περιγράφει ο Πλούταρχος και μεταφέρει ποιητικά ο Καβάφης είναι μια από τις δυσκολότερες στιγμές στη ζωή του Δημήτριου. Στα 288 π.Χ ο Δημήτριος είχε ετοιμάσει έναν τεράστιο στρατό για να εισβάλει στη Μ.Ασία και να επανακτήσει το βασίλειο του πατέρα του που είχε χαθεί στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ.

Ωστόσο οι αντίπαλοί του τον πρόλαβαν: Πτολεμαίος, Σέλευκος, Λυσίμαχος και Πύρρος συνασπίστηκαν εναντίον του με τον τελευταίο να φτάνει στην καρδιά της Μακεδονίας χωρίς αντίσταση. Ο αλαζονικός χαρακτήρας του Δημητρίου, οι συνεχείς πόλεμοί του (και η ανάλογη οικονομική επιβάρυνση των κατοίκων στη Μακεδονία) και συνολικά τα μεγάλα ηθικά του ελαττώματα τον είχαν κάνει ιδιαίτερα αντιπαθή στους Μακεδόνες, οι οποίοι θαύμαζαν πλέον ανοιχτά τον Πύρρο και κατέφευγαν λιποτακτώντας σε αυτόν. Άλλωστε ο Πύρρος τους θύμιζε σε πολλά τον Αλέξανδρο: κα πολλος πει λγειν τν Μακεδνων, ς ν μν τοτ τν βασιλων εδωλον νορτο τς λεξνδρου τλμης, ενώ οι άλλοι βασιλιάδες και περισσότερο ο Δημήτριος έμοιαζαν περισσότερο με θεατρικές αναπαραστάσεις του μεγάλου στρατηλάτη: ο δ λλοι, κα μλιστα Δημτριος, ς π σκηνς τ βρος ποκρνοιντο κα τν γκον το νδρς. Όταν πια κάποιοι από το στράτευμα του είπαν πλέον ανοιχτά ότι βαρέθηκαν να πολεμούν για τη δική του καλοπέραση: πειρηκναι γρ δη Μακεδνας πρ τς κενου τρυφς πολεμοντας, ο Δημήτριος δε δίστασε άλλο. Με μιας άλλαξε ρούχα και με φαιά χλαμύδα αντί για την τη βασιλική και επίσημη έφυγε κρυφά για τη Χαλκιδική όπου τον περίμενε ένα ακόμα χτύπημα: η πρώτη του (και επίσημη) σύζυγος, η Φίλα, αυτοκτονεί: περιπαθς γενομνη προσιδεν μν οχ πμεινεν αθις διτην κα φυγδα τν τλημονστατον βασιλων Δημτριον, πειπαμνη δ πσαν λπδα κα μισσασα τν τχην ατο βεβαιοτραν ν τος κακος οσαν τος γαθος, πιοσα φρμακον πθανε. Έκτοτε η τύχη εγκατέλειψε τον Δημήτριο οριστικά. Sea fight between Ptolemy and Demetrius Poliorcetes off SalamisΜετά από κάμποσες μικροεπιτυχίες και ισάριθμες ήττες κατέληξε σε τιμητική αιχμαλωσία στα χέρια του Σέλευκου και πέθανε από ανία και καταχρήσεις δυο χρόνια αργότερα το 283 π.Χ. Ήταν πενήντα τεσσάρων χρόνων.

Στο παράθεμα του Πλούταρχου που περιγράφει τη φυγή του Δημητρίου (να σημειώσουμε πως για δεύτερη φορά δραπετεύει με αυτόν τον τρόπο, την πρώτη του είχαν επιτεθεί ληστές κατά τη διάρκεια μιας από τις άπειρες ερωτοδουλειές του) υπάρχει ένα ενδιαφέρον σημείο: “αντί της τραγικής εκείνης”, λέει ο Πλούταρχος φόρεσε μια φαιά χλαμύδα. Το «τραγικής» εδώ έχει βέβαια το νόημα της μεγαλοπρεπούς, επίσημης, ίσως και πομπώδους ακόμη. Πιθανότατα όμως να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χλαμύδα που ποτέ δε φόρεσε ο Δημήτριος αλλά και κανένας άλλος βασιλιάς της Μακεδονίας: Ἦν δ ὡς ἀληθῶς τραγῳδία μεγάλη περὶ τὸν Δημήτριον, οὐ μόνον ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις καὶ χρυσοπαρύφοις ἁλουργίσιν, ἀλλὰ καὶ περὶ τοῖς ποσὶν ἐκ πορφύρας ἀκράτου συμπεπιλημένης χρυσοβαφεῖς πεποιημένον ἐμβάδας. ἦν δέ τις ὑφαινομένη χλαμὺς αὐτῷ πολὺν χρόνον, ἔργον ὑπερήφανον, εἴκασμα τοῦ κόσμου καὶ τῶν κατ οὐρανὸν φαινομένων· ὃ κατελείφθη μὲν ἡμιτελὲς ἐν τῇ μεταβολῇ τῶν πραγμάτων, οὐδεὶς δ ἐτόλμησεν αὐτῇ χρήσασθαι, καίπερ οὐκ ὀλίγων ὕστερον ἐν Μακεδονίᾳ σοβαρῶν γενομένων βασιλέων.

Μένοντας λίγο παραπάνω στους όρους «τραγωδία» και «τραγικός», διαπιστώνουμε ότι ο Πλούταρχος τους χρησιμοποιεί για τον Δημήτριο είτε για να αποδώσει το πομπώδες ντύσιμο και την συχνά εξεζητημένη συμπεριφορά του (ως και η ταφή του: Ἔσχε μέντοι καὶ τὰ περὶ τὴν ταφὴν αὐτοῦ τραγικήν τινα καὶ θεατρικὴν διάθεσιν) είτε για το σύνολο της ζωής του (όπως όταν τελειώνοντας τον Βίο του Δημητρίου εισάγει τον Bίο του Αντωνίου: Διηγωνισμνου δ το Μακεδονικο δρματος, ρα τ ωμαϊκν πεισαγαγεν). Διάσπαρτες άλλωστε αναφορές του συγγραφέα για δράμα, θέατρο, θεατρική σκηνή υπάρχουν επίσης διάσπαρτες σε όλο τον Βίο. Αν συνυπολογίσουμε και το στοιχείο της περιπέτειας που κυριαρχεί  στη ζωή του ήρωα και τη διέπει, η παρομοίωση του Δημήτριου με ηθοποιό στο απόσπασμα που μας ενδιαφέρει μόνο τυχαία δεν είναι καθώς η σχέση του με τη θεατρική σκηνή είναι πολλαπλή και πολυεπίπεδη. Πολύ ενδιαφέρουσα για το ζήτημα αυτό η προσέγγιση του Jeff Jay για το τραγικό στον Πλούταρχο που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον Βίο του Δημητρίου. Εξίσου αξιόλογη και η εργασία (Master Thesis για το Πανεπιστήμιο του Lund) του Αντώνη Ποντορόπουλου: Representations of tragic themes in Plutarch’s Lives: Demetrius and Antony. Και όπως πάντα, διαβάζουμε οπωσδήποτε το ίδιο το αρχαίο κείμενο ολόκληρο: Ο Βίος του Δημητρίου στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (δεν έχουμε πάντως κάποιες ενδείξεις ότι την χρησιμοποίησε ο Καβάφης).

Ξέφυγε σε μάκρος το κείμενο με τούτες και τις άλλες φιγούρες του βαλκανικού (και κατά φαντασίαν ευρωπαϊκού) μας μπερντέ. Ξέφυγαν έτσι και ο Καβάφης – οὐδ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης – και ο Δημήτριος. Αναγκαστικά θα επανέλθω στο δεύτερο μέρος με το ίδιο το ποίημα.

Από δόξα και θάνατο (Μέλπω Αξιώτη) ΙΙ

Ένα σενάριο διδασκαλίας με τη χρήση των ΤΠΕ πάνω στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη Εικοστός Αιώνας που με απασχόλησε και στην προηγούμενη ανάρτηση. Τίτλος του “Δόξα και Θάνατο1960ς μιας κάποιας Πολυξένης” και όσοι έχουν διαβάσει την προηγούμενη ανάρτηση θα καταλάβουν (ελπίζω) το “μιας κάποιας Πολυξένης”. Είναι το πρώτο μου σενάριο κατά ΤΠΕ και ελπίζω στην επιείκεια των αναγνωστών-ενόρκων. Πάντως, δε λέω, καλές οι νέες τεχνολογίες (όπως λέγαμε καμιά δεκαριά χρόνια πριν τις ΤΠΕ – μετά το διαδίκτυο μετέτρεψε τα δέκα χρόνια σε ισοδύναμο του αιώνα) αλλά κάπως ψυχρή δουλειά, κάπως απόμακρη η σχέση μαθητή-καθηγητή. Μπορεί να φταίει που παλιός (και πεισματάρης) γάιδαρος καινούργια περπατησιά δε μαθαίνει.Ίσως πάλι να φταίει ο Chagall και τα γαϊδουράκια του. Ή και ο Καβάφης ακόμη.

Δείτε το στο slideshare.net

Από δόξα και θάνατο (Μέλπω Αξιώτη)

Προϊόν διπλής ενοχής, η παρούσα ανάρτηση έρχεται μετά από έξι περίπου μήνες σιωπής. Δεν θα ’θελα να επεκταθώ στις αιτίες αυτής της σιωπής, διόλου άσχετες πάντως με τα τεκταινόμενα στο χώρο της παιδείας. Ας μείνω στη διπλή ενοχή: το πρώτο σκέλος της  έχει να κάνει με την εγκατάλειψη του ιστολογίου, το οποίο μπορώ να πω ότι το αισθάνομαι πια σαν κομμάτι του εαυτού μου. Ξεκίνησα δυο τρία ιστολόγια μετά το παρόν αλλά ποτέ δεν ήταν το ίδιο και τα εγκατέλειψα. 2250363bΊσως να είναι ο χρόνος που διέθεσα σε αυτό, ίσως η οικειότητα με το χειρισμό του, ίσως τέλος το ότι πραγματικά μου άρεσαν πολλές από τις αναρτήσεις μου εδώ, καθώς τις βλέπω τώρα με την απόσταση του χρόνου. Κάτι σαν τον πρώτο έρωτα που δυσκολεύεσαι να τον ξεπεράσεις – και εδώ δεν υπάρχει λόγος να τον ξεπεράσεις. Το δεύτερο σκέλος της ενοχής σχετίζεται με το θέμα της ανάρτησης, το απόσπασμα με τίτλο “Από δόξα και θάνατο” από το μυθιστόρημα Ο εικοστός Αιώνας της Μέλπως Αξιώτη στο εγχειρίδιο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄Γυμνασίου. Για να πω την αλήθεια διόλου δε μου άρεσε το πώς το δίδαξα. Είχα συνεχώς την αίσθηση ότι πολλά μου διαφεύγουν και η τάξη δεν ανταποκρίνονταν όπως συνήθως. Αποφάσισα συνεπώς να επανέλθω στο κείμενο  ώστε να επανορθώσω (όσο γίνεται) διαδικτυακά ό,τι δε δούλεψε στην τάξη.

Η Μέλπω Αξιώτη, με έντονα μοντερνιστικό έως και υπερρεαλίζοντα (συζητήσιμο πάντως αυτό) λόγο κατέχει, κυρίως με το μυθιστόρημά της Δύσκολες Νύχτες, μια σημαντικότατη θέση στις ιστοριογραφίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από την άλλη δεν είναι και η ευκολότερη στην ανάγνωση πεζογράφος, με αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα γνωστή πέρα από από τους φιλολογικούς κύκλους. Λόγος λαϊκός, συχνά συνειρμικός, έντονα αυτοβιογραφικός είναι τα χαρακτηριστικά που επισημαίνει ο Mario Vitti (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 398-399) για τις Δύσκολες Νύχτες: Η Αξιώτη ενεργοποιεί ένα λόγο που άλλοτε είναι παιδικός, άλλοτε προφορικός και λαϊκός, για να προβάλει μνήμες του απώτερου παρελθόντος της. Οι μνήμες παρουσιάζονται σε μια αλληλουχία εντελώς ελεύθερη, συνειρμική. Γεγονότα και αισθήματα βρίσκονται σε μια διαδοχή ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρονική τάξη. Η Αξιώτη απορρίπτει τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, ρίχνοντας το βάρος στην αυθόρμητη εκφορά του προφορικού λόγου: αξιοποιεί την παραδοσιακή περιουσία της λαϊκής προφορικότητας (λαϊκή σοφία, παροιμιακές εκφράσεις, αυτόματες διαδικασίες), ενώ παράλληλα αφήνεται στους ρυθμούς της εσωτερικής της συγκινησιακής ροής δημιουργώντας ανακόλουθα, ελλειπτικά σχήματα, εμβόλιμες φράσεις. Στην ίδια γραμμή έχει επινοήσει δύο άλλα βιβλία, τη συλλογή ποιημάτων Σύμπτωση (1938) και το αφήγημα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940): έργα τα οποία υποχρέωσαν την κριτική να μιλήσει για υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης. Εξίσου ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το έργο της Αξιώτη μπορεί να βρει ο υποψιασμένος (ή…ενοχικός, όπως ο γράφων) φιλόλογος στο ΠΟΘΕΓ και στο ΚΕΓ , απ’ όπου δανείστηκα και το παράθεμα του Vitti.

0001

Συννεφόλεξο με λέξεις του κειμένου. Αφαιρέθηκαν άρθρα, προθέσεις, σύνδεσμοι, επιρρήματα καθώς και αντωνυμίες. Χρησιμοποιήθηκε το εξαιρετικό Tagxedo (http://www.tagxedo.com)

Αντιγράφω επίσης την αναλυτική βιογραφία της από την σελίδα του ΕΚΕΒΙ στο οποίο επίσης υπάρχει και εκτενής εργογραφία της Αξιώτη (το ΕΚΕΒΙ όπως όλοι γνωρίζουμε ήταν υπεύθυνο για την οικονομική καταστροφή του τόπου και γι’ αυτό του έβαλαν λουκέτο)
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973)
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. 177048B7F6030628EC951035FE5FC1B9Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε, εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό “Μυκονιάτικα Χρονικά” του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, τον Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες.364651 Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με τον Ναζίμ Χικμέτ. [στη φωτογραφία αριστερά] Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.

Το απόσπασμα “Από δόξα και θάνατο” προέρχεται από το μυθιστόρημά της Εικοστός Αιώνας (1946). Μέχρι τώρα οι απόπειρες να διαβάσω κάτι από Μέλπω Αξιώτη είχαν αποδειχθεί άκαρπες. Οι Δύσκολες Νύχτες δε μου είχαν αρέσει καθώς έκρινα ότι η επιμονή στα αυτοβιογραφικά στοιχεία γινόταν συχνά ανούσια όπως και η ελλειπτικότητα και η προσαρμογή της αφήγησης στην οπτική του παιδιού. Βέβαια τότε (καμιά εικοσαριά και πλέον χρόνια πίσω) η εξοικείωσή μου με το μοντέρνο μυθιστόρημα ήταν σημαντικά μικρότερη αλλά γενικά οι πρώτες εντυπώσεις μένουν και επιμένουν. Αν πάντως υπήρχε κάτι που σταθερά θαύμαζα και θαυμάζω στην Μέλπω Αξιώτη, είναι η συνέπεια στις ιδεολογικές της αρχές. ChakkasΕίναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις στο λογοτεχνικό μικρόκοσμο της βαλκανικής μας επαρχίας που δεν έκανε, κατά τον Μάριο Χάκκα, το ένα και μόνο κουτσό βηματάκι που θα της επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι της. Τα “κουτσά βηματάκια” (εσχάτως αποκαλούνται κωλοτούμπες) που σε συντονίζουν με το ρυθμό των εμβατηρίων είναι πάμπολλα στο χώρο αυτό, κανόνας άλλωστε και όχι εξαίρεση για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι παρήγορο ότι η κακή κατάσταση της υγείας της συντόμευσε τον βιολογικό της κύκλο, απαλλάσσοντάς την από το να ζήσει τα θλιβερά γεγονότα της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και να δει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις πολλών πρώην συντρόφων της. Ενίοτε η αμνησία λειτουργεί ευεργετικά για τον ασθενή, όπως και ο θάνατος βέβαια.

Το κείμενο του σχολικού εγχειριδίου μου κίνησε το ενδιαφέρον. Τα δυο επεισόδια που περιλαμβάνει η αφήγηση  – μνήμες της ηρωίδας, της Πολυξένης – είναι ιδιαίτερα ακριβή και ζωντανά, η αφήγηση ρέει και δε σκαλώνει πουθενά, οι εικόνες βρίσκουν τις αισθήσεις άμεσα. Πρόβλημα για τους μαθητές η συνεχής κίνηση από το παρόν σε διαφορετικά σημεία του παρελθόντος και ξανά πίσω. Πρόκειται για ανάδρομες αφηγήσεις – μνήμες, οι οποίες φωτίζουν σιγά σιγά το παρελθόν της Πολυξένης. Ακολουθούν στο έργο μια υποτυπώδη χρονολογική σειρά  αλλά είναι συχνά ελλειπτικές και με χρονικά χάσματα που καλύπτονται από πολύ συνοπτικές αφηγήσεις. Πρόβλημα επίσης και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, συχνά με ασύνδετο σχήμα έτσι που στην ίδια περίοδο συσσωρεύονται τρεις και τέσσερις εικόνες – μαγευτικό για τον έμπειρο αναγνώστη, δύσκολο για τον μαθητή Γυμνασίου. Είναι σημεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα στη διδασκαλία αλλιώς ο μαθητής θα δυσκολευτεί πολύ στην κατανόηση του κειμένου και φυσιολογικά θα χάσει το ενδιαφέρον του. Με μια πρώτη αναζήτηση συνάντησα πολλές αξιόλογες προσεγγίσεις του αποσπάσματος στο διαδίκτυο, κάποιες από τις οποίες παραθέτω στο φάκελο της ανάρτησης (εννοείται πάντα με αναφορά στο blog του δημιουργού). Διαβάζοντάς τες συγκριτικά πρόσεξα κάποιες διχογνωμίες, κυρίως για χρονολογική σειρά των γεγονότων και τους χαρακτηρισμούς στα πρόσωπα. Το πρόβλημα της αποσπασματικότητας στο μυθιστόρημα είναι πάντοτε παρόν: ο διδάσκων πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση όσο γίνεται καλύτεραmarc-chagall-blue-donkey-oil-painting γιατί και το πιο “βολικό” απόσπασμα κάπου θα απαιτεί εποπτεία του συνόλου. Και να σημειώσουμε ότι ο Εικοστός Αιώνας δεν είναι από τα μυθιστορήματα με την απόλυτα σφιχτή δομή και στενή αλληλεξάρτηση προσώπων και γεγονότων. Πάντως πολλά “πρέπει” μαζεύονται για τον φιλόλογο που, όπως συχνά λέω, έχει μετατραπεί σε υποζύγιο του σχολείου…

Έψαξα μάταια να αγοράσω το βιβλίο, είναι εξαντλημένο. Τελικά το βρήκα και μέσα στα Χριστούγεννα το διάβασα – το έχω βρει τώρα και σε ψηφιακή μορφή. Άξιζε τον κόπο από πολλές πλευρές. Δε μοιάζει ιδιαίτερα με τις Δύσκολες Νύχτες : εδώ γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ένα ενιαίος αφηγηματικός κορμός. Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μια υποτυπώδης αλλά ευδιάκριτη χρονολογική σειρά από τη γέννηση της Πολυξένης ως την εκτέλεσή της που δίνεται με τη μορφή αναδρομών στο παρελθόν (κάποτε συνειρμικά συνδεδεμένων όπως στο απόσπασμα) και με αφετηρία την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεση της ηρωίδας. Διατηρούνται επίσης στοιχεία αυτοβιογραφίας και ο βιωματικός χαρακτήρας του αφηγηματικού υλικού. Και τέλος το έργο κουβαλάει την μάλλον ενοχλητική στάμπα του “στρατευμένου”

Βέβαια δεν είναι ο χαρακτηρισμός και τόσο άδικος· ορισμένα από τα παραπάνω στοιχεία που το διαφοροποιούν από τις Δύσκολες Νύχτες (κάποια χρονολογική σειρά, λιγότερο ιδιωματικός λόγος) δείχνουν μια διάθεση συμμόρφωσης με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που αναζητά όλο και πιο “ευθύγραμμα” κείμενα, με ευκολία στην κατανόηση και έντονο διδακτισμό. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κόκορης (Δημήτρης Κόκορης, Όψεις των σχέσεων της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στο Μεσοπόλεμο (1927-1936), Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1999, σελ 59):

Οι θεμελιώδεις άξονες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αποτελούν τις ράγες της λογοτεχνικής δημιουργίας και κριτικής, ανιχνεύονται εμφανώς στα κείμενα των Γκόρκι και Ζντάνοφ και συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία:
α) Κατεύθυνση της λογοτεχνικής πρακτικής από την ιδεολογία του μπολσεβικισμού. Η τέχνη πρέπει να είναι ετεροκαθοριζόμενη. Η προτεραιότητα δίδεται στην πολιτική και στην ιδεολογία που απορρέει από αυτήν.balias
β) Απόρριψη όχι απλώς της αστικής κοινωνίας, αλλά και του αστικού πολιτισμού, άρα και της αστικής λογοτεχνίας.
γ) Αποκατάσταση της αξίας της λαϊκής δημιουργίας. Οι καλλιτέχνες οφείλουν να εγκύψουν στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του λαού.
δ) Στη λογοτεχνία πρέπει να αποτυπώνεται η επαναστατική εξέλιξη της πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα απλώς να απεικονίζεται φωτογραφικά.
ε) Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι παιδευτικός, αποβλέπει στη διαπαιδαγώγηση της μάζας και ιδεολογικά διαπλαστικός. Απαραίτητο είναι να προβάλλεται το μοντέλο του “θετικού ήρωα”.
στ) Η μορφή των λογοτεχνικών έργων επιβάλλεται να είναι απλή, ώστε να γίνονται κατανοητά από το λαό τα σοσιαλιστικά μηνύματα της λογοτεχνίας.

Στην παραπάνω κατεύθυνση (θετικός ήρωας) και τα πρόσωπα του κειμένου: τα περισσότερα ξεκάθαρα και μονοδιάστατα θετικά, άλλα πάλι πρόσωπα-ρόλοι, π.χ βιομήχανος, πατέρας, παραμάνα-λαϊκή γυναίκα, λίγα και δευτερεύοντα τα αρνητικά. Τα θετικά πρόσωπα είναι όλα πλην του πατέρα επώνυμα, τα αρνητικά και τα πρόσωπα-ρόλοι όλα ανώνυμα. Ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι ψυχογραφικές προσεγγίσεις, καμιά επιμονή στο πώς διαμορφώνονται ιδεολογικά οι ήρωες, επιλογές ζωής και θανάτου μοιάζουν αυτονόητες στην αφήγηση. Για παράδειγμα ποτέ δεν καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι ωθεί την βασική ηρωίδα, την Πολυξένη να συνταχθεί ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά με τους κομμουνιστές, ενώ κοινωνικά ανήκει μάλλον στη μεσοαστική τάξη. Προφανώς παίζει ρόλο ο έρωτάς της με τον Αιμίλιο αλλά και αυτός ακόμη ελάχιστα προβάλλεται ενώ κυριαρχεί η παράνομη δράση της Πολυξένης. Η ιδεολογική επίσης ταυτότητα της Πολυξένης παραμένει σε όλο το κείμενο υποτυπώδης και οι προσεγγίσεις της στα γεγονότα δείχνουν τις περισσότερες φορές εξαιρετικά απλοϊκές – είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς λ.χ ότι η ηρωίδα στο απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου, οργανωμένη ήδη πέντε ή έξι χρόνια στο ΚΚΕ, συνειδητοποιεί μόλις τον Μάρτιο του 1943 τη διαφορά κόσμων ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον δωσίλογο στρατηγό. [ediτ 13-10-2022:  ίσως άδικη παρατήρηση; η ανάγκη να παρουσιαστεί όχι μόνο παραστατικά μέσω της εικόνας αλλά και ρητά μέσα από τη σκέψη της Πολυξένης το κοντράστ των δύο κόσμων που οδεύουν ταχύτατα σε ανοιχτή σύγκρουση  είναι τέτοια που η συγγραφέας θα παραβλέψει τέτοιες λεπτομέρειες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ο παιδευτικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας είναι πολύ ισχυρός και επιβάλλει σε κάποιες περιπτώσεις να κατονομάζονται και τα αυτονόητα]΄ Κάποιες φορές και ο λόγος της Πολυξένης (κυρίως όταν καταγράφονται σκέψεις της Macedonia 04061967ή όταν χρησιμοποιείται ελεύθερος πλάγιος λόγος) θυμίζει έντονα την παιδικότητα του Δύσκολες Νύχτες – για την ακρίβεια μιας από τις τρεις τουλάχιστον αφηγηματικές φωνές που συνυπάρχουν στο έργο εκείνο. Και σίγουρα είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν ωφελεί ή βλάπτει το έργο η προσθήκη του τελευταίου κεφαλαίου, μετά το θάνατο της Πολυξένης, με την εικόνα του πατέρα και του Αιμίλιου στη φυλακή μετά τα Δεκεμβριανά. Είναι καλογραμμένο μεν και με ξεκάθαρο ιδεολογικό μήνυμα αλλά από άποψη δομής δίνει την αίσθηση του ξένου σώματος, καθώς το έργο είναι χτισμένο γύρω από την Πολυξένη.

Από την άλλη πάλι αξιοσημείωτες είναι και οι αρετές του έργου. Ο λόγος της Μέλπως Αξιώτη διατηρεί μεν πολλά από τα στοιχεία του λαϊκού λόγου αλλά διακρίνεται μια διάθεση εξομάλυνσης προς τον καθημερινό λόγο, έχοντας εγκαταλείψει το δύστροπο ιδιωματικό λόγο που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τις Δύσκολες Νύχτες. Χωρίς να λείπουν οι μεγάλες περίοδοι λόγου με παρατακτική κυρίως σύνδεση, τον τόνο δίνουν (και προκαλούν τις εντυπώσεις) οι υπερβολικά σύντομες περίοδοι λόγου με κοφτές φράσεις και έμφαση στα ρήματα. Μοιάζει συχνά το κείμενο με καταγραφή κινηματογραφικών εικόνων όπου η κάμαρα αεικίνητη γυρνά ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα. Σε δυνατές εικόνες του βιβλίου (και είναι κάμποσες) η τεχνική αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη. Η αυτοβιογραφικότητα υπάρχει και στον Εικοστό Αιώνα, όμως έχω την εντύπωση πως και λιγότερο εξόφθαλμη είναι και λιγότερο κουραστική (δεν επιμένω πάντως, είναι περισσότερο προσωπική εντύπωση). Επίσης προφανώς έχουμε να κάνουμε με βιωματικό υλικό αλλά το θετικό είναι ότι λογοτεχνική του αποτύπωση είναι υψηλού επιπέδου και ότι, παρά τις όποιες παραχωρήσεις της Μέλπως Αξιώτη στους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το κείμενο απέφυγε τον σκόπελο του ρηχού διδακτισμού αλλά και του ανούσιου χρονικού. Τέλος, πιο συμβατική και ελεγχόμενη η αφήγηση σε σχέση με τον χειμαρρώδη έως παραληρηματικό σε αρκετές περιπτώσεις λόγο στις Δύσκολες Νύχτες.

leukwma25Το απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου περιλαμβάνει δυο μνήμες της Πολυξένης με τη μορφή ανάδρομων αφηγήσεων που καταγράφουν δυο διαφορετικά επεισόδια της Κατοχής: το συσσίτιο των καλλιτεχνών και την πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Στον άξονα της κύριας αφήγησης (άξονας για ολόκληρο το έργο πλην της τελευταίας ενότητας) το βράδυ της 9ης προς 10η Μαΐου 1944 πριν την εκτέλεση της Πολυξένης. Οι δυο αφηγήσεις συνδέονται συνειρμικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, φανερώνοντας έμμεσα και μια διάθεση σύγκρισης: όχι απαραίτητα μόνο μιας αντιηρωϊκής και μιας ηρωικής συμπεριφοράς αλλά ίσως και μιας ηττοπαθούς διάθεσης στην πρώτη αφήγηση που όμως μεταβάλλεται ένα χρόνο μετά σε γενναία και αγωνιστική στάση απέναντι στον κατακτητή στη δεύτερη. Το κύριο πρόβλημα ωστόσο στα δυο αυτά επεισόδια είναι οι χρονικοί δείκτες που περιλαμβάνουν.

Όπως σημείωσα ήδη το έργο έχει έντονο βιωματικό και συχνά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.Τα γεγονότα που περιγράφονται στο απόσπασμα είναι ιστορικά γεγονότα αλλά δεν είναι ιστορία: είναι λογοτεχνία. Η μεταφορά του βιωματικού υλικού στο χώρο της λογοτεχνίας ως πρώτη ύλη του λογοτεχνικού λόγου δεν γίνεται, τις περισσότερες φορές, χωρίς απώλειες σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα. Άλλωστε, άλλες οι ανάγκες της ιστορίας και άλλες της λογοτεχνίας· η πρώτη εστιάζει στην ακρίβεια των γεγονότων, η δεύτερη στις εντυπώσεις από τα γεγονότα. Έτσι λοιπόν οι χρονικοί δείκτες του κειμένου παρουσιάζουν κάμποσα προβλήματα και δεν έχω δει ούτε δυο προσεγγίσεις στο απόσπασμα που να συμφωνούν συνολικά. Χρειάστηκε να διαβάσω και να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το έργο για να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα – επαρκή ή όχι θα το κρίνει ο αναγνώστης.

sisitioΠρώτος χρονικός δείκτης του αποσπάσματος είναι το συσσίτιο των καλλιτεχνών. Με βάση το κείμενο το πρώτο επεισόδιο-ανάδρομη μνήμη διαδραματίζεται στην πρώτη συγκέντρωση για το συσσίτιο (2η παράγραφος του αποσπάσματος). Το συσσίτιο καλλιτεχνών ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941 στη «Στέγη Καλλιτεχνών» αρχικά για άπορους καλλιτέχνες και σύντομα μεταφέρθηκε, αρχές Σεπτέμβρη του 1941, σε αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου για όλους τους καλλιτέχνες, μια και η πείνα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ έντονη. Προφανώς λοιπόν δεν είναι ακριβώς η πρώτη συγκέντρωση· άλλωστε στο κείμενο μιλά για χειμώνα και για τέλος του Φλεβάρη στις δυο πρώτες παραγράφους. Τα συνεργεία όμως που μοίραζαν προκηρύξεις οργανώνονται τον Οκτώβρη του 1941 – ίσως και νωρίτερα, μέσα στον Σεπτέμβρη, πάντως όχι πιο αργά όπως φαίνεται και από τις μαρτυρίες εδώ. Συνεπώς η εντύπωση που κάνει στην Πολυξένη η εμφάνιση του παράνομου τύπου ανταποκρίνεται στην εκδοχή ότι το επεισόδιο σχετίζεται με την πρώτη διανομή συσσιτίου

Παράνομος τύπος 1941. Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του ΑΣΚΙ

Τέλος, με δεδομένο ότι η Πολυξένη τον είχε ύστερα τρία χρόνια, η Πολυξένη, στον κόρφο της. Τον παράνομο εκείνο τύπο (στην 7η παράγραφο) μέχρι τη σύλληψη και εκτέλεσή της, το συσσίτιο δε μπορεί να ξεφεύγει χρονικά από το 1941 – εκτός αν η φράση τον παράνομο εκείνο τύπο δεν εννοεί ειδικά τις προκηρύξεις της ημέρας εκείνης αλλά γενικά αντιστασιακές προκηρύξεις. Συμπέρασμα: στο επεισόδιο της διανομής συσσιτίου στους καλλιτέχνες, αν και μεταφέρεται λίγο-πολύ η ατμόσφαιρα των πρώτων συγκεντρώσεων, εισάγονται ταυτόχρονα εικόνες από μεταγενέστερες με σκοπό τη δραματοποίηση, την ενίσχυση των εντυπώσεων του αναγνώστη (πχ η εικόνα της πρώτης παραγράφου με το κρύο και τις ψείρες – οι ψείρες εμφανίστηκαν σε ευρεία κλίμακα αρχές του 1942 κυρίως εξαιτίας της έλλειψης σαπουνιού).

 

palamaskΟ δεύτερος χρονικός δείκτης περιλαμβάνεται στο δεύτερο επεισόδιο-ανάδρομη αφήγηση και βρίσκεται στη φράση Δε χάθηκαν όπως τότε, σ’ εκείνη την κηδεία που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Η αναφορά προφανώς σχετίζεται με την κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία εκείνη υπήρξε μια σιωπηλή διαδήλωση ενάντια στη γερμανική Κατοχή και την κυβέρνηση δοσιλόγων, με αποκορύφωμα το ποίημα του Σικελιανού αλλά δεν είχε ούτε τον δυναμισμό ούτε τη συντροφικότητα και μαζικότητα εκείνης της 5ης Μαρτίου του 1943.

Τρίτος κατά χρονική σειρά δείκτης η απεργία και η πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση στις 5 Μαρτίου 1943. Το γεγονός αυτό καλύπτει ολόκληρο το δεύτερο επεισόδιο του αποσπάσματος και η περιγραφή του είναι ακριβέστατη, όπως μπορεί κανείς να εξακριβώσει από σχετικές μαρτυρίες (χρήσιμο και το οπτικό υλικό εδώ). Αναφέρονται η παρουσία των εξόριστων (μπροστά τους με τη σημαία ο Αιμίλιος, ο σύντροφος της Πολυξένης που τον βλέπει για πρώτη φορά μετά την απόδρασή του από την εξορία) και των αναπήρων. epistratefsi1943Και πάλι αξιοθαύμαστη η λιτότητα, η ταχύτητα (θυμίζει εδώ όσο πουθενά αλλού κινηματογραφική κάμερα) αλλά και η ζωντάνια της αφήγησης που μέσα σε λιγότερο από 450 λέξεις καταφέρνει να χωρέσει δεκάδες εικόνες και συναισθήματα με μια υποδειγματική χρήση της γλώσσας και με αριστοτεχνική εναλλαγή μικροπερίοδου και μακροπερίοδου λόγου/παρατακτικής σύνδεσης αλλά και σχεδόν μηδενική χρήση υποτεταγμένου λόγου. Το απόσπασμα αυτό είναι από τα καλύτερα σημεία του μυθιστορήματος και η συγκεκριμένη επιλογή των συντακτών του σχολικού βιβλίου είναι εξαιρετικά επιτυχής.

Η εκτέλεση της Πολυξένης δεν υπάρχει στο απόσπασμα αλλά προοικονομείται στα λόγια της Πολυξένης: Δεν πειράζει, είπε η Πολυξένη, σάμπως θα μου ξαναχρειαστεί το χέρι μου; Αύριο δε θα υπάρχω. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πότε είναι το “αύριο”. Φαίνεται από αναφορές στο κείμενο ότι η εκτέλεση γίνεται Μάιο, άρα πρόκειται για τον Μάιο του 1944 (τρία χρόνια μετέφερε πάνω της η Πολυξένη τον παράνομο τύπο με τον οποίο τη συνέλαβαν). Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι γίνεται δυο μέρες μετά την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών – σχεδόν όλοι φυλακισμένοι από την εποχή του Μεταξά – την 1η Μαΐου 1944. Στη σελίδα 133 του βιβλίου που περιγράφεται η εκτέλεση των διακοσίων γράφει: Είδαν και την Πρωτομαγιά προχτές. Το φονικό. Η Πολυξένη καθώς οδηγείται στον θάνατο θυμάται τις εικόνες που έβλεπε από το γυναικείο θάλαμο με τους μελλοθάνατους να φεύγουν από το Χαϊδάρι για την Καισαριανή τραγουδώντας. Και πράγματι, στις 3 Μαΐου 1944 εκτελούνται 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όμως στην περιγραφή της εκτέλεσης στη σελίδα 134 μιλά για δέκα γυναίκες: Δέκα γυναίκες ακούσαν τ’ όνομά τους. Η εκτέλεση των δέκα γυναικών έγινε τη 10η Μαΐου 1944. nikosglezosΚαι κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι και η σωστή ημερομηνία γιατί στο πρόσωπο της Πολυξένης η Μέλπω Αξιώτη (στο χρονογράφημά της “Χερ Ντοκτόρ” δημοσιευμένο στα Ελληνικά Γράμματα ανάμεσα 1945-1946) απεικονίζει κάποια χαρακτηριστικά μιας φίλης της, της Μάρως Μάστρακα (αρκετά μεγαλύτερης ωστόσο ηλικιακά από την Πολυξένη) που εκτελέστηκε τη 10η Μαΐου 1944 έχοντας κάνει την ίδια διαδρομή με την Πολυξένη: από την Ασφάλεια στους Γερμανούς και από εκεί στο Χαϊδάρι. Μάλιστα και το σπασμένο χέρι της Πολυξένης που δένει στραβά μέσα στη φυλακή ταιριάζει στην παραπάνω εκδοχή καθώς δηλώνει ότι μεσολαβεί αρκετός χρόνος ανάμεσα στη σύλληψη και εκτέλεση της Πολυξένης όπως και της Μάρως Μάστρακα. Επίσης το “προχτές” μπορεί και να σημαίνει “τις προάλλες” ή “πριν λίγες μέρες”, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί κυριολεξία. Πάντως εδώ η σύγχυση είναι δικαιολογημένη γιατί πολλά κείμενα που γράφονται αμέσως μετά την Κατοχή και στις τότε ανώμαλες συνθήκες (βέβαια και πότε ήταν ομαλές οι συνθήκες στον τόπο τούτο;) γράφονται από μνήμης χωρίς πρόσβαση σε αρχεία και καταλόγους ούτε και ελέγχονται απόλυτα για την ακρίβειά τους. Και αλλού ο αριθμός των εκτελεσμένων γυναικών την ίδια αυτή ημέρα (10 Μαΐου) διαφέρει, άλλωστε όλο το Μάιο του 1944 δεν έπαψαν οι εκτελέσεις. Υποψιάζομαι τέλος ότι η μείξη των δύο ημερομηνιών δεν είναι τυχαία καθώς από τη μια η εκτέλεση της Πολυξένης πρέπει να δείχνει ως συνέχεια εκείνης των διακοσίων συντρόφων της (και άρα όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτή) ενώ από την άλλη πρέπει να αποδοθεί ο φόρος τιμής στη Μάρω Μάστρακα. Κλείνω τις παραπάνω (σχολαστικές ομολογουμένως) παρατηρήσεις με μια αμοιβή για τον υπομονετικό αναγνώστη: μια χρονογραμμή που κατασκεύασα με την παρατήρηση ότι για τον Σεπτέμβριο του 1941 μπήκε μια τελείως συμβατική ημερομηνία. Κρίμα που δε μπορώ να την ενσωματώσω στη σελίδα, υπάρχουν περιορισμοί του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου στη χρήση του iframe. https://www.timetoast.com/timelines/1063651

Ως συνήθως δεν θα σχολιάσω ολόκληρο το απόσπασμα, άλλωστε υπάρχουν πολύ καλές δουλειές συναδέλφων που το κάνουν αυτό σχολαστικά.

Επιλέγω μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Η εικόνα των εξαθλιωμένων καλλιτεχνών που συνωστίζονται και φωνάζουν στο συσσίτιο καθώς και εξαναγκασμένη συναδέλφωση των μέχρι πρότινος ακατάδεχτων και σνομπ πνευματικών ανθρώπων δείχνει πολύ περισσότερα απ’όσα συνήθως προβάλλονται ως ερμηνεία. Προφανώς και υπάρχει ειρωνεία και μάλιστα σκληρή ιδίως στις φράσεις: Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά. Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ’ όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. Ήτανε κάποιοι που δεν έδειχναν την παλάμη τους σ’ άνθρωπο, και την άπλωναν τώρα γυρεύοντας ψωμί, ψωμί. Κι έκοψαν μερικοί καταμεσής το στίχο, για να έρθουν, κι όσοι ως τώρα εξέρονταν μόνο μες στα χαρτιά, βλέπονταν στο πρόσωπο. Το είχε προσέξει και ο Καρυωτάκης και το στηλίτευσε στην – πικρή πάντως – σάτιρά του [Όλοι μαζί]

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.

Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις

ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.

Ένα ακόμα συννεφάκι με τις λέξεις της ανάρτησης πάνω στο πρόσωπο της Μέλπως Αξιώτη. Κράτησα κυρίως ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα. Χρησιμοποίησα και πάλι το Tugxedo

Όμως κάπου εδώ βρίσκονται και τα όρια αυτής της ερμηνείας. Δεν έχει σκοπό η συγγραφέας να εξευτελίσει τους καλλιτέχνες. Στόχος της είναι να προβάλλει την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό του ανθρώπου από την πείνα και το κρύο: Κολλούσαν ψείρα και θερμότητα, ο ένας απ’ τον άλλον. Άλλωστε μια εικόνα σαν εκείνη με το τενεκεδάκι για τον μεγάλο Σικελιανό μόνο θλίψη προκαλεί: «Άγγελος Σικελιανός». Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού. Η αίσθηση που δίνουν οι δυο τελευταίες προτάσεις είναι της λύπης, της πίκρας. Αλλά μέσα στην αθλιότητα υπάρχει και ο σπόρος του αγώνα με τον παράνομο τύπο να διανέμεται χέρι με χέρι. Ο παράνομος τύπος γίνεται το μέσον για το συνειρμικό πέρασμα από το επεισόδιο του συσσιτίου στο παρόν της Πολυξένης στη φυλακή καθώς με αυτόν πάνω της τη συλλαμβάνουν, τη βασανίζουν και τη φυλακίζουν. Αμέσως μετά ακολουθεί το δεύτερο επεισόδιο το οποίο συνδέεται πολλαπλά με το πρώτο. Κυρίως αντιθετικά: οι εξαθλιωμένοι και ηττημένοι καλλιτέχνες στο πρώτο επεισόδιο, οι αποφασισμένοι και ξεσηκωμένοι άνθρωποι του λαού στο δεύτερο (εξόριστοι, ανάπηροι, φτωχόκοσμος από τις προσφυγικές συνοικίες, φοιτητές). Εικόνα αθλιότητας στην πρώτη, εικόνα αγωνιστικότητας και παλμού στη δεύτερη.Rizos02071945 Ατομισμός ή συντροφικότητα εξαναγκασμένη και υπό το κράτος της πείνας στην πρώτη, αλληλεγγύη, αλληλοϋποστήριξη και κοινό υψηλό φρόνημα στη δεύτερη με το όραμα του κοινού αγώνα. Νεκροί από την πείνα τον χειμώνα 41, νεκροί από σφαίρες του κατακτητή την άνοιξη του 43. Από την άλλη υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες στα αρνητικά πρότυπα: ο πρόεδρος στην πρώτη ενότητα με την έπαρση και τον αυταρχισμό της εξουσίας που του δίνει η διανομή του συσσιτίου, ο στρατηγός με τα σκυλιά στη δεύτερη, αδιάφορος και αμέτοχος στο λαϊκό αγώνα. Πιστεύω ότι εδώ βρίσκεται και η πιο δυνατή εικόνα του αποσπάσματος καθώς η Πολυξένη κοιτάζει – κορυφαία η περιγραφή – με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο τον δοσίλογο στρατηγό που γυρνά με τα σκυλιά του, ασυγκίνητος για το αίμα που χύνεται πιο πέρα, και βλέπει το χάος που χωρίζει εχθρούς και φίλους. Βλέπει τον εμφύλιο που πλησιάζει γοργά.

Επίλογος: η Καταχνιά του Χρήστου Λεοντή
Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια

Στον φάκελο [https://app.box.com/s/aymorpqnf9d70ztvr3jubsq4qv8aqot5] της ανάρτησης κάποια (χρήσιμα) άρθρα για την Μέλπω Αξιώτη, τη ζωή και το έργο της τρία εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίντεο για τον Αντιστασιακό τύπο, την πορεία ενάντια στην επιστράτευση και το Εποχές και Συγγραφείς για την συγγραφέα. Επίσης υλικό για τη συμμετοχή των καλλιτεχνών στην αντίσταση και δυο κείμενα για την 5η Μαρτίου 1943. Λίγο φύρδην μίγδην όλα αλλά θα τα συμμαζέψω αργότερα. Μικρό δώρο το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς που εκδόθηκε Μάη του 1945 και το κατέβασα από τον εξαιρετικό ιστότοπο XYZ Contagion

Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα (Η “Καντάτα” του Τάσου Λειβαδίτη)

Δύσκολη, πολύ δύσκολη η ανάρτηση αυτή. Δε βγαίνουν οι λέξεις. Μήνες μαζεύω υλικό, προφασίζομαι φόρτο εργασίας, δε μου φτάνει – δήθεν – η βιβλιογραφία, ψάχνω ασήμαντες αφορμές για αναβολή. Δεν είναι ο Λειβαδίτης και η Καντάτα μια ακόμη φιλολογική δουλειά που μαζεύεις χαρτιά, βιβλία και μολύβια ή πληκτρολόγιο και ξεκινάς. Είναι τα δεκαοχτώ μου χρόνια, ελπίδες και προσδοκίες μιας νεότητας: δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα/κάτω απ᾿ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ τώρα πια που απέμειναν μόνο νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή. Είναι που σήμερα κάθε επιστροφή – αναπότρεπτες όντως οι επιστροφές – γίνεται και μια δίκη, καταπώς έγραφε ο Σεφέρης στην “Κίχλη”: Καθώς περνούν τα χρόνια/πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν. Είναι που τώρα πια έχουμε όλοι μάθει πως δεν παίζαμε στα ψέματα.

Δεν επέλεξα παραπάνω τυχαία τους στίχους του Αναγνωστάκη από το “Δρόμοι παλιοί” και το “Στ’ Αστεία Παίζαμε!”. Ενώ η ποίηση του Λειβαδίτη στην πρώτη τουλάχιστον περίοδό της, αυτήν της επαναστατικής έξαρσης, μοιάζει να φέρνει πιοΛειβαδίτης - Ρίτσος κοντά στον Ρίτσο και τις επικές του συνθέσεις, με τα χρόνια μέσα μου ακούγεται μαζί με τους χαμηλόφωνους στίχους του Αναγνωστάκη. Κάτι τέτοιο τριάντα χρόνια πριν θα μου φαίνονταν παράδοξο αν όχι άτοπο· τώρα μοιάζει φυσική εξέλιξη, σαν ο δεύτερος να συμπληρώνει τον πρώτο. Ίσως γιατί τότε είχα δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη τελευταία ποιητική περίοδο του Λειβαδίτη, «εποχή της απομάγευσης» όπως τη χαρακτήρισε εύστοχα η Λίζυ Τσιριμώκου. Ίσως γιατί ο οριστικός ενταφιασμός του πτώματος της επανάστασης το 1991 να δικαίωσε τελεσίδικα την “απαισιοδοξία” του Αναγνωστάκη αλλά και του Αλεξάνδρου, του Πατρίκιου, του Κύρου, του Κωσταβάρα, του Δούκαρη, του Κατσαρού καθώς και του ίδιου του (όψιμου) Λειβαδίτη και άλλων που συγκεντρώνονται κάτω από τον εσαεί άβολο αλλά και ενοχλητικά εύστοχο όρο “ποίηση της ήττας”.

Υποχρεωτική παρένθεση εδώ για μερικές επεξηγήσεις πάνω στον όρο. Ο εισηγητής του, Βύρων Λεοντάρης, ήδη πριν εισαγάγει τον επίμαχο όρο είχε διευκρινίσει ότι δεν τίθεται θέμα «φθοράς» στην ποίηση των κοινωνικών ποιητών της α΄μεταπολεμικής γενιάς αλλά εντοπίζεται ένα σύμπτωμα της μεταβατικής περιόδου, όπου σημειώνεται πραγματικά ένα είδος αποξένωσης των μαζών απ τις ιδέες, που οφείλεται όχι σε εσωτερική χρεοκοπία των ιδεών αυτών, αλλά σε εξωτερικούς όρους και δυσκολίες της μεταβατικής ιστορικής φάσης που διανύει η ανθρωπότητα (όπως, π.χ. το φάσμα μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, η παγκόσμια κινητοποίηση για συνύπαρξη). Ο ίδιος κριτικός (και πολύ αξιόλογος ποιητής) επιστρέφει με το επίμαχο άρθρο του «Η ποίηση της ήττας» (Επιθεώρηση Τέχνης, τ.106-107, 1963, σελ. 520-524). Στο μεθεπόμενο τεύχος – μεσολάβησε το αφιερωμένο στον Καβάφη τεύχος 108 –  απάντησε ο Τάσος Βουρνάς (“Η ποίηση της ήττας και η ήττα της κριτικής”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.109, σελ 6-12) και η συζήτηση συνεχίστηκε τόσο στο ίδιο περιοδικό (Βύρων Λεοντάρης, “Λίγα ακόμα για την ποίηση της ήττας”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.110, σελ. 218-220 και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, “Η ποίηση της ήττας, σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.113 σελ 459-460) όσο και αλλού. Η Επιθεώρηση Τέχνης έχει πλέον ψηφιοποιηθεί από το ΑΣΚΙ και τα τεύχη της μπορούν να διαβαστούν εδώ. Τα σχετικά με το ζήτημα κείμενά του συγκέντρωσε ο Βύρων Λεοντάρης στο τομίδιο Η ποίηση της ήττας, Έρασμος 1986. Παραθέτω τη βιβλιοκριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου “Η ήττα πικρό εγερτήριο της νίκης” περ. Διαβάζω, τ.94 με χρήσιμες παρατηρήσεις.
Κάποιες επιπλέον ουσιαστικές παρατηρήσεις για το συγκεκριμένο κείμενο που απετέλεσε αφετηρία πολυετών διενέξεων αλλά και γόνιμων συχνά διαλόγων και συμπερασμάτων, βρίσκονται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Δώρας Μέντη,
Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και Μορφή. Από το ίδιο βιβλίο το προηγούμενο παράθεμα καθώς και αυτό που ακολουθεί:

Πρόκειται για «μια νέα ποιητική πραγματικότητα», που διαδέχεται την αντιστασιακή ιδεολογία και εκφράζει την κρίση ή το τέλος που της επιφυλάσσουν οι ιστορικές εξελίξεις. Η «ποίηση της ήττας», «σαν προϊόν κρίσης του αντιστασιακού πνεύματος», παρουσιάζει τα εξής διακριτικά στοιχεία:Viron Leontaris
— εξομολογητικό χαρακτήρα και ένταση συγκίνησης,

— κρίση της ιδεολογίας και εσωτερική αναζήτηση,
— αναδρομή στις αφετηρίες της ιδεολογικής πίστης και πικρία για την ιστορική εξέλιξη, και
— συνθετικές ποιητικές φόρμες που αποδίδουν τη συγκινησιακή αίσθηση των πραγμάτων.

Στη συνέχεια, αναγνωρίζει [ο Βύρων Λεοντάρης] στο εσωτερικό της δύο τάσεις:
α) Τον υποκειμενικό πεσιμισμό, που διακατέχεται από την «τραγική αίσθηση του ηττημένου» και από τις «τύψεις» των επιζώντων. Αντιπροσωπευτική ποιητική συλλογή αυτής της τάσης θεωρεί τον Γυρισμό (1963) του Θ. Κωσταβάρα.
β) Τη φιλοσοφικά προβληματισμένη ανάλυση του φαινομένου της ήττας, που εμφανίζεται ως «διαταραχή στη λειτουργία των αντικειμενικών νόμων της ιστορίας» και ως «απομυθοποίηση» του καθοδηγητικού ρόλου της ποίησης. Αντιπροσωπευτική ποιητική συλλογή της δεύτερης τάσης θεωρεί τη Μαθητεία (1963) του Τ. Πατρικίου.

Η ήττα λοιπόν δεν είναι ηττοπάθεια, δεν είναι μοιρολόι. Είναι ελεγείο, είναι τραγωδία, είναι κραυγή (οι Κραυγές της νύχτας του Κλείτου Κύρου), είναι πικρή διαπίστωση των λαθών της ηγεσίας του κινήματος (η Συμφωνία αρ. Ι του Λειβαδίτη) που γίνεται συχνά οξεία κριτική (στον Αλεξάνδρου λ.χ και στον Αναγνωστάκη). Είναι ακόμα και φιλοσοφικός προβληματισμός – φορτισμένος ωστόσο συναισθηματικά, όπως αρμόζει σε λόγο ποιητικό. Ο ίδιος ο  Τάσος Λειβαδίτης διαπι­στώνει ότι η ήττα μας είναι πάνω απ’ όλα ένα πρόβλημα που σχετίζεται με την ηθική, οπότε το πρόβλημα εντοπίζεται στις ε­σωτερικές σχέσεις του κινήματος και στον αντιδημοκρατικό χα­ρακτήρα που καλλιεργούσε στους κόλπους του. Έτσι η καθολι­κή ενοχή του κινήματος μεταπλάθεται συνειδησιακά στους πι­στούς του και δημιουργεί ατομικά πλέγματα ενοχής και αισθή­ματα προσωπικής ήττας, που διαποτίζουν την ποιητική έκφραση («Η ποίηση της ήττας – Θέμα για διερεύνηση», Επι­θεώρηση Τέχνης, τχ. 141, 1966, σελ.132-136) [= Δώρα Μέντη, ό.π. σελ. 142-143]. Ωστόσο όλα αυτά δεν αναιρούν την ενοχλητική αιχμή του όρου «ήττα» ο οποίος συγκέντρωσε και τα πυρά των ποιητών της ομάδας, και κυρίως του Αναγνωστάκη, του Δάλλα, του Κύρου, του Κωσταβάρα, του Θασίτη (για να περιοριστώ σε μια από μνήμης αναφορά). Δίκαιη εν πολλοίς η ένσταση· γιατί δεν υπάρχει μόνο η στρατιωτική ήττα του κινήματος και η προϊούσα μετάλλαξη του σώματος των αγωνιστών σε μάζα καταναλωτών χωρίς οράματα και διάθεση για νέους αγώνες· υπάρχει και η αντι-ήττα, ο αγώνας να σωθούν τα «κρυμένα τιμαλφή» και οι «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες», όπως έγραφε ο Αναγνωστάκης  («Κι ήθελε ακόμη πολύ φως…»)
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγ
ες .

Έπειτα ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως μομφή από τους κριτικούς της ορθόδοξης αριστεράς (χαρακτηριστικό το άρθρο του Κωστή Μοσκώφ “Η ποίηση της ήττας και η προοπτική μιας παλινόρθωσης” στον Ριζοσπάστη στις 7 και 9/8/1975) προς τους παραπάνω ποιητές που στάθηκαν στο σύνολό τους κριτικά απέναντι στα λάθη, τις παραλείψεις και τις στρεβλώσεις της κομματικής ηγεσίας. Οι παρεπιδημούσες στον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς κατηγορίες για «ηττοπάθεια» και «ελλιπή γνώση της μαρξιστικής κοσμοθεώρησης» χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, προσδίδοντας μια ιδεολογική φόρτιση σε ένα κατά βάση λογοτεχνικό φαινόμενο. Εννοείται ότι η διάσπαση της αριστεράς αναζωπύρωσε τις παραπάνω κατηγορίες, άδικες και επιπόλαιες μεν, πολιτικά χρήσιμες δε. Τέλος να υπογραμμίσω, κλείνοντας την πρόχειρη τούτη περιδιάβαση σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον λογοτεχνικό ζήτημα, την οξυδερκή διαπίστωση του Ξ.Α.Κοκόλη ότι ο χαρακτηρισμός «ποίηση της ήττας» πιο πολύ υποδεικνύει την καταγωγή της από την ήττα του αριστερού κινήματος στον τόπο μας, παρά που διαγράφει το θεματικό πλαίσιο των σχετικών κειμένων («Αντιστασιακή ποίηση. Πρόσωπο και προσωπείο», Αντί, τχ. 169, 1981). Και να παραπέμψω στο σχετικό με το θέμα κεφάλαιο του βιβλίου της Σόνιας Ιλίνσκαγια Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (κεφ. «Ήττα και Αντιήττα» σελ. 105-134) καθώς και στην ενότητα  «Η “ποίηση της ήττας” και τα παρεπόμενα» από την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος ΣΤ, 1957-1963 (σελ. 312-319) του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος πάντως αρνείται κατηγορηματικά την όποια χρησιμότητα του όρου.

Αη Στράτης 1951. Ο ποιητής με τη γυναίκα και την κόρη του

Ένα σύντομο βιογραφικό του ποιητή από άρθρο του Θανάση Μαρκόπουλου “Τάσος Λειβαδίτης, Ο θαυμάσιος οδοιπόρος της ματαιότητας” στη Νέα Εστία 1855 (Ιούνιος 2012) σελ. 872-889:
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά επαγγελματικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και συμμετείχε ενεργά σε οργανώσεις της Αριστεράς.. Στα χρόνια 1948-1951 έζησε ως εξόριστος στο Μούδρο της Λήμνου, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Στην ποίηση εμφανίστηκε το 1946, με «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη», από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα [55 (15-11-46) 339]. Μόλις το 1952 όμως εκδίδει και μάλιστα δύο συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Κι ακολούθησαν: Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953, Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας 1955), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957, Βραβείο Ποίησης Δήμου Αθηναίων 1958), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Ποίηση, Α΄ (1952-1963) (1965), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977, Δεύτερο Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1979), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα (1958-1963) (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979, Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1980), Ο τυφλός με τον λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987), Ποίηση, Β΄ (1972-1977) (1987), Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990, μεταθανάτια), Ποίηση, Γ΄ (1979-1990) (1990). Δημοσίευσε ακόμα μια συλλογή διηγημάτων (Το εκκρεμές, 1966) και συνέγραψε με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια δύο κινηματογραφικών ταινιών (Ο θρίαμβος, 1960, Η συνοικία το όνειρο, 1961), ενώ στίχοι του μελοποιήθηκαν από σημαντικούς συνθέτες (Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Τσαγκάρης). Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα  στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.

  Το απόσπασμα από το σχολικό εγχειρίδιο

στ.16  Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα
17  Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
18  Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19  Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20  έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21  Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22  Κι οι άνθρωποι που ’χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί.
23  Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24  Ημέρες σαράντα.
25  Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26  Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27  Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28  Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29  Εις τους αιώνας των αιώνων.

Βέβαια η Καντάτα (Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές ο αρχικός τίτλος) ανήκει όπως προαναφέρθηκε στην πρώτη ποιητική περίοδο του Λειβαδίτη αλλά με χρονολογία έκδοσης το 1960 πλησιάζει χρονικά το σημείο καμπής, το τέλος της πρώτης περιόδου που ορίζεται περίπου στο 1965 [Ποίηση, Α΄ (1952-1963)] ή 1966 [Οι τελευταίοι]. Για το ζήτημα των ποιητικών εποχών του Λειβαδίτη αντιγράφω ξανά από το άρθρο του Θανάση Μαρκόπουλου (όπ.π): Η περιοδολόγηση της συγκεκριμένης ποίησης φαίνεται πως δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Τάκης Καρβέλης βλέπει δύο περιόδους στην εξέλιξή της, 1952-1966 (Ποίηση 1) και 1972-1990 (Ποίηση 2, 3) (Δεύτερη ανάγνωση, Β΄, 1991, σσ. 208-209), όπως κι ο Γιώργος Μαρκόπουλος (Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτηpoihsh t1, 2009, σσ. 9, 20). Ο Γιάννης Κουβαράς διακρίνει τρεις, 1952-1965 (Ποίηση 1), 1972-1978 (Ποίηση 2), 1979-κ.ε. (Ποίηση 3) (Στην ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου, 2008, σσ. 159-160), διάκριση που ακολουθεί κι ο Ηλίας Κεφάλας, ανάγοντας όμως το τέλος της πρώτης περιόδου στο ακριβέστερο 1966 (Το χαμένο ποίημα, 2009, σ. 179). Τριπλή αλλά διαφορετική από την προηγούμενη είναι και η διαίρεση που προτείνουν ο Αλέξανδρος Αργυρίου κι ο Απόστολος Μπενάτσης: 1952-1956, 1957-1966 (Ποίηση 1), 1972-1990 (Ποίηση 2, 3) [περ. Η Λέξη 130 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995) 734, 762].  Είναι προφανές πως στις διακρίσεις αυτές παίζουν το ρόλο τους οι τρεις τόμοι της συγκεντρωτικής έκδοσης. Ωστόσο μονάχα η τρίτη περίπτωση παίρνει υπόψη της το μοίρασμα του πρώτου τόμου σε δύο ενότητες. Με βάση την τριμερή διαίρεση του Α.Αργυρίου και του Α.Μπενάτση, που όντως είναι ακριβέστερη καθώς λαμβάνει υπόψιν τις θεματικές και αισθητικές μεταβολές που συντελούνται στην ποίηση του Λειβαδίτη μετά το 1956 ( 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης), η Καντάτα εντάσσεται στη δεύτερη περίοδο που συνιστά ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην πρώτη επική επαναστατική περίοδο και την τελευταία της αναδίπλωσης, των χαμηλών τόνων, της μνήμης και των κλειστοφοβικών χώρων. Στην Καντάτα, αν και τα πρόσωπα και το περιβάλλον μοιάζουν βγαλμένα από νεορεαλιστικό κινηματογράφο, υπάρχει ακόμα η ελπίδα της Ανάστασης. Δεν είναι πια έπος, είναι τραγωδία αλλά υπάρχει – ακόμα – η κάθαρση με την πίστη στην αιωνιότητα του αγώνα.

Είναι αλήθεια ότι η ποιητική περίοδος του Λειβαδίτη από το 1965/66 έως το 1990 έχει προσεχθεί και επαινεθεί περισσότερο. Για την ακρίβεια οι πρώτες τέσσερις ή πέντε συνθέσεις, χωρίς να απορρίπτονται από την κριτική, παραμερίζονται διακριτικά ως “στράτευση”, άρα προϊόντα περιορισμών και δεσμεύσεων, ποίηση συνεπώς κατώτερη των δυνατοτήτων του ποιητή. Κατά κανόνα η κατηγορία δεν διατυπώνεται άμεσα, μπορεί ωστόσο να τη διακρίνει κανείς πίσω από την σχεδόν απολογητική διάθεση των κριτικών (όπως για παράδειγμα του Γιώργου Μαρκόπουλου, ενός από τους πιο αξιόλογους μελετητές του έργου του Λειβαδίτη) για τα ποιήματα της εποχής της εξορίας. Από την πλευρά μου κρατώ την παρατήρηση του Δ.Ν.Μαρωνίτη (εφημ. Το Βήμα, 15/11/1975 – τώρα: Δ.Ν.Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική, σελ.15):
« …Συχνά οι μεταπολεμικοί πολιτικοί ποιητές μας  υποχρεώνονται να συσχετίσουν την προσωπικήΆη-Στράτης τους ευαισθησία με την ιδεολογική συνοχή και την κομματική ορθοδοξία του χώρου που υπερασπίζονται. Κι αυτός ο συσχετισμός δεν είναι διόλου απλός κάποτε γίνεται πραγματικά δραματικός, και οπωσδήποτε συνεπάγεται προβλήματα καινούργια και δύσκολα τόσο για την ποίηση όσο και για την την πολιτική. Έτσι, πιστεύω, προέκυψε ο βαθύτερος χαρακτήρας της μεταπολεμικής ποίησης: η ιδιάζουσα δηλαδή ποιητική και πολιτική ηθική της» Έχοντας επίσης κατά νου όλον τον προβληματισμό γύρω από τον όρο “στράτευση”, παραθέτω προς ανάγνωση ολόκληρη την ενότητα “Κοινωνική ποίηση” από το βιβλίο του Μιχάλη Μερακλή, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980 [Μέρος πρώτο- Ποίηση] όπου ανάμεσα στα άλλα εξετάζονται οι πολιτικοί ποιητές (σελ 195 κε), η “ποίηση της ήττας” (σελ 209-225) και η περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη (σελ 225-231).  Και τέλος πολύ χρήσιμη στον (ανήσυχο πάντα) αναγνώστη θα φανεί η εργασία του Δημήτρη Κόκορη «Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού ή νεωτερική ποιητική κατάθεση;» από το βιβλίο του Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, σελ. 207-216, όπου ανάμεσα στα άλλα καταδεικνύεται και η ανεπάρκεια των στερεοτυπικών αντιλήψεων για τη σχέση πολιτικής στράτευσης και καλλιτεχνικού αποτελέσματος.

Η Καντάτα, όπως ορίζει και ο τίτλος της, είναι ένα ποίημα-συμφωνία. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στον Λειβαδίτη· όπως παρατηρεί ο Θανάσης Μαρκόπουλος (ό.π): Πρόκειται για την τάση του ποιητή να συγκροτεί ευρύτερες συνθέσεις, οι οποίες διακρίνονται συχνά για τον πολυφωνικό τους χαρακτήρα. Οι περισσότερες συλλογές δομούνται είτε στη βάση ενοτήτων, οι οποίες φέρουν λεκτικούς τίτλους (Νυχτερινός επισκέπτης, Ανακάλυψη, Ο τυφλός με τον λύχνο, Βιολέτες για μια εποχή) ή τιτλοφορούνται με γράμματα του αλφαβήτου (Ο διάβολος με το κηροπήγιο, Βιολί για μονόχειρα, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου), με λατινικούς αριθμούς (Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Συμφωνία αρ. 1) και με αραβικούς (Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα), είτε στη βάση μιας αρχιτεκτονικής που παραπέμπει στην τραγωδία, όπως άλλωστε δηλώνεται ρητά από τον ίδιο τον ποιητή ή φαίνεται από την παράθεση των σκηνικών οδηγιών. Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια χαρακτηρίζονται «Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία», η Σκοτεινή πράξη φέρει τον υπότιτλο «(Χορικό)», Οι τελευταίοι και Οι τρεις έχουν σκηνικές οδηγίες και πρόσωπα που διαλέγονται, ενώ ανάλογες αλλά εκτενέστερες οδηγίες προτάσσονται και στην Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φω1707_SynoikiatoOneiroνές. Η τελευταία είναι η πιο συγκροτημένη με όρους τραγωδίας συλλογή, καθώς διανέμει ρόλους σε πολλά πρόσωπα (o ποιητής, o άνθρωπος με το κασκέτο, διάφοροι περαστικοί) και διαθέτει χορούς αντρών και γυναικών, μοιρασμένους μάλιστα σε ημιχόρια (στους επόμενους στίχους ο άνθρωπος με το κασκέτο αφηγείται σε ύφος βιβλικό το δεύτερο από τα οχτώ μέρη της περιπέτειας του επιγραφοποιού).
Όπως επίσης παρατηρεί η Σόνια Ιλίνσκαγια (όπ.π): Έχουμε μιλήσει για την ιδιαίτερη κλίση του Λειβαδίτη στη δραματουργική λύση των θεμάτων του. Στο καινούργιο ποίημα [την Καντάτα] η τάση αυτή είναι πολύ προωθημένη. Η δραματική διάταξη του ποιητικού υλικού, που φέρνει τα πρόσωπα σε απευθείας επικοινωνία με το κοινό, τοποθετεί ειδολογικά το έργο μεταξύ ποιήματος και δράματος, ωστόσο η δράση αναπτύσσεται κυρίως με μέσα επικά και λυρικά. Έχουμε μια σύνθεση μνημειακή από κοινά κι ατομικά κομμάτια, η επική αφήγηση εναλλάσσεται με το στοχασμό και τη λυρική εξομολόγηση. Κάθε εκτελεστής έχει να πει κάτι δικό του, προσκομίζει στην κοινή ιστορία τη μικρή του τύχη. Τα πιο κοινά και κρίσιμα εισάγονται απ τον Ποιητή και το Χορό.

Όλη αυτή η κινητικότητα προσώπων που μικρή σχέση έχουν μεταξύ τους πέρα από τον κοινό χώρο (μια εργατική συνοικία) και τη λαϊκή καταγωγή τους, δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ένας σταθερός άξονας, μια ενιαία υπόθεση. Οι ομιλίες των προσώπων είναι αυτόνομες μεταξύ τους, με εξαίρεση τα ημιχόρια των δύο χορών που αλληλοσυμπληρώνονται – χωριστά πάντως άντρες από γυναίκες. Ωστόσο η εντύπωση αυτή ανατρέπεται όταν ο αναγνώστης ολοκληρώνει την ανάγνωση της συλλογής. Η Καντάτα επιχειρεί μέσα από μια επαγωγική διαδικασία, τη σύνθεση ετερόκλητων ατομικών συλλογικών ιστοριών, να απεικονίσει την διαρκή κίνηση της Ανθρωπότητας προς ένα καλύτερο μέλλον. Κατά την Σόνια Ιλίνσκαγια: (όπ.π): Μία προς μία περιέρχεται  πολλές τύχες, τις πιο διαφορετικές πλευρές της ζωής και πυκνώνει σ ένα εμπεριστατωμένο όραμα που σφιχτά και ζωντανά δένεται με το χτες και το αύριο. Πάντως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γενικά και αόριστα ουμανιστικό ποίημα: πρόκειται για μια λαϊκή συνοικία ανθρώπων βασανισμένων στη ζωή τους, ενός προλεταριάτου κάποτε λούμπεν, με εικόνες που παραπέμπουν σε νεορεαλιστικό κινηματογράφο όπως προαναφέρθηκε. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το σενάριο της ταινίας Η συνοικία το όνειρο γράφεται την ίδια περίπου εποχή (1961) και όποιος παρακολούθησε την ταινία μπορεί να διακρίνει την ατμόσφαιρα της φτωχογειτονιάς που υπάρχει και στην Καντάτα. Και τα λόγια των ανδρών μετά την εκτέλεση του επιγραφοποιού καθώς και του χορού στο τέλος του έργου  είναι επίσης χαρακτηριστικά. Καταγράφω τα τελευταία : Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα/ η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες/ η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό —.  Θέλω να πω ότι η κοινωνική όραση του ποιητή παραμένει οξεία παρά την έναρξη ήδη της στροφής του ποιητή σε πιο εσωτερικούς χώρους και αυτό πιστοποιείται επιπλέον από την αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο.

Ο άνθρωπος με το κασκέτο (εμφανής η λαϊκή-εργατική του ιδιότητα) αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού επιγραφοποιού που συλλαμβάνεται, βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα και τους συντρόφους του και εκτελείται μαζί με δύο από αυτούς. Η ιστορία αυτή κατατίθεται τμηματικά σε οκτώ ενότητες με την τελευταία, μετά την εκτέλεση του επιγραφοποιού, να περιγράφει την σύλληψη ενός μαρμαρά και την ιστορία να ξαναρχίζει ενώ ταυτόχρονα το κυκλικό σχήμα υπογραμμίζει την αιωνιότητα των γεγονότων:

102. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγελμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν: πώς λέγεσαι; Κι αυτός τους απάντησε.
103. Κι οι άντρες με τις ρεπούμπλικες ταράχτηκαν μόλις άκουσαν τ όνομά του.
104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε;
105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο.
(Μικρή παύση)
106. Και τ όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα

ΛειβαδίτηςΗ αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο είναι για πολλούς λόγους ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Πρώτα απ’ όλα είναι συμπαγής ιστορία με αρχή, μέση και (κυκλικό) τέλος ενώ όλα τα άλλα μέρη, λυρικά ή αφηγηματικά είναι λίγο-πολύ αποσπασματικά. Έπειτα η αντίσταση του ήρωα στα βασανιστήρια, η στάση του στη δίκη και η εκτέλεσή του είναι ένα παράδειγμα θάρρους και καρτερίας σε αντίστιξη με τους τσακισμένους ανθρώπους της συνοικίας. Είναι ο αγώνας του ανθρώπου για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αγώνας που δεν τελειώνει ποτέ και που ο θάνατος του Ενός κινητοποιεί τους Πολλούς, όπως δείχνουν και τα λόγια του χορού που παρέθεσα παραπάνω. Κομβική λοιπόν η σημασία της ιστορίας του επιγραφοποιού ως άξονα αναφοράς στο έργο αλλά και ως αγωνιστικού συμβόλου.
Από την άλλη πλευρά τα πάθη του επιγραφοποιού χτίζονται ξεκάθαρα πάνω στο Θείο Πάθος, κάτι που φροντίζει να τονίσει ο ποιητής με το βιβλικό ύφος στην αφήγηση της ιστορίας. Η παρατακτική σύνδεση με τον μικροπερίοδο λόγο, το λεξιλόγιο με εκφράσεις του ευαγγελίου, συχνά αυτούσιες, οι επαναλήψεις, η αρίθμηση των στίχων όπως η αρίθμηση ενοτήτων του Ευαγγελίου, όλα παραπέμπουν σε Ευαγγέλιο που εδώ βέβαια είναι ευαγγέλιο κοινωνικών αγώνων. Έχουν γραφεί πολλά για την ιδιότυπη θρησκευτικότητα του Λειβαδίτη και δεν θεωρώ άστοχη τη φράση του Μ.Γ.Μερακλή ότι χάρη στο Λειβαδίτη μπορώ να πω ήσυχος, βέβαιος ότι δεν παραδοξολογώ, δεν λέω κάτι ασύστατο και αντιφατικό, ότι η Αριστερά έχει το μεγάλο μεταφυσικό της. Βρισκόμαστε άλλωστε όπως τονίστηκε παραπάνω στη μεταιχμιακή δεύτερη περίοδο, εποχή που ξεκινά ή ένδον στροφή του ποιητή και η αναζήτηση του Θείου γίνεται όλο και πιο έντονη. Ταυτόχρονα η αφήγηση κρατά με τη λαϊκότητά της τη σύνδεσή της με το κοινό στο οποίο απευθύνεται θυμίζοντας Μακρυγιάννη και «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Έχει προηγηθεί το Άξιον Εστί και τα Αναγνώσματα των Παθών  – ο Λειβαδίτης δεν επιχειρεί να κρύψει τα πρότυπά του αλλά συνομιλεί με αυτά και ο διάλογος είναι κατά τεκμήριο καρποφόρος. Θα επιμείνω πάντως λίγο περισσότερο στον επιγραφοποιό-Χριστό.

Τα στοιχεία που οδηγούν σε ταύτιση είναι πολλά: η κατηγορία για βλασφημία, το σαρανταήμερο ανάμεσα στη σύλληψη του επιγραφοποιού και την εκτέλεση που συσχετίζεται με την Σαρακοστή, οι λοιδορίες των φρουρών (που όμως και αυτοί είναι φτωχά, αμούστακα παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε/ για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος), η γαλήνια στάση του στο δικαστήριο με τους δικαστές που …φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων; / Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί. / Και τους πήρε φόβος μεγάλος, η εκτέλεση εν μέσω δύο συντρόφων (όχι ληστών εδώ βέβαια) και η «ανάσταση» του επιγραφοποιού στο πρόσωπο του μαρμαρά με το ίδιο όνομα. Μια πιο δυναμική εικόνα του Χριστού στο πλάι των ταπεινών που εξεγείρονται στον Δ.Θ.Φραγκόπουλο που, αρχικά τουλάχιστον, ιδεολογικά τοποθετούνταν στους αντίποδες των θέσεων του Λειβαδίτη:

Ο επαναστατημένος Χριστός

[…]

Όμως
όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,
ανάψουν ολούθε οι φωτιές,
και δουν οι μαχητές πως το τέρμα τους
είναι εδώ, και τους προσμένει
με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως
που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα
σαν μοιραστεί κ η τελευταία ματιά
μαζί με τα λιγοστά τους βόλια,
κ επισημάνουν τις θέσεις τους,
αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο −

τότε
μες απ το σκοτάδι, ξεγλιστράει φτωχοντυμένος,
οπλισμένος μ ένα μακρύκαννο,
και παίρνει τη θέση του ανάμεσά τους, σιωπηλά,
κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τους σταυρωτήδες του,
ο Ιησούς Χριστός του Ιωσήφ και της Μαρίας,
ξυλουργός,
κλάσεως 1944

Για τον επαναστατημένο Χριστό περισσότερα στο κεφάλαιο 10.1.2. “Ο Χριστός στα οδοφράγματα” (σελ 90-91) από το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950. Στον Αναγνωστάκη πάλι η εικόνα αντιστρέφεται: είναι η Επανάσταση – Χριστός που κουράζεται, προδίδει, δοξάζεται ενώ οι μαθητές μένουν πιστοί σε αυτήν και σταυρώνονται όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.

Μιλώ..

[…]
Ma πιo πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαπόστασαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνήθηκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταύρωναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.

 Στον Δημήτρη Δούκαρη τέλος το όραμα που επαγγέλλονταν η Επανάσταση – Χριστός μένει μετέωρο, ημιτελές και η απογοήτευση γίνεται αδημονία και οργή:

Σ’ άκουσα, σαν πρωτομίλησες
«Λάβετε, φάγετε,
τούτο εστί το σώμα Μου,
τούτο εστί το αίμα Μου,
πίετε εξ αυτού πάντες».
Ήσουνα βέβαιος και ήσυχος,
κι εγώ επείνασα κι εδίψασα-
λάβετε το σώμα Μου, είπες,
κι εγώ ακόμα πεινώ,
πίετε το αίμα Μου, είπες,
κι εγώ διψώ, ακόμα διψώ,
διψώ

Έθιξα παραπάνω τελείως δειγματοληπτικά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα, αυτό της παρουσίας και των μεταμορφώσεων των Θείων Παθών στην κοινωνική ποίηση που εξ ορισμού ελάχιστα ρέπει προς το θρησκευτικό συναίσθημα – τουλάχιστον με τις συμβατικές προσλαμβάνουσές του. Απαγγελία 1950Φυσικά δεν τίθεται καν θέμα έστω και οριοθέτησης του ζητήματος στην παρούσα ανάρτηση· ούτε βέβαια θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το συζυγές ζήτημα του «μακρυγιαννισμού», της «λαϊκότητας» ως στοιχείο της «ελληνικότητας» που αναζήτησε εναγωνίως η γενιά του ’30 και όψεις της υιοθέτησε και η μεταπολεμική λογοτεχνία της Αριστεράς για διαφορετικούς βέβαια λόγους και με διαφορετική στόχευση (χρησιμότατες οι προσεγγίσεις στο Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, επιμ. Δημήτρης Δημητρόπουλος, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αθήνα, εκδ. ΑΣΚΙ – Η Αυγή, 2014).Θέλω μόνο να καταδείξω ότι η «Καντάτα» είναι ένα ξεχωριστό παράδειγμα υποδειγματικής αξιοποίησης της θρησκευτικής παράδοσης τόσο σε επίπεδο περιεχομένου (προσώπων και συμβόλων) όσο και σε επίπεδο φόρμας (λεξιλόγιο, σύνταξη, ύφος συνολικά). Τόσο πετυχημένο που θα άξιζε να ερευνήσει κανείς, πέρα από τους προγόνους της (πχ. «Άξιον Εστί») και τους τυχόν επιγόνους της στη μεταπολεμική μας ποίηση.

Θα σημειώσω μόνο τρεις παρατηρήσεις πάνω στο απόσπασμα καθώς μία αρκετά πλήρης ανάλυση έχει ήδη γραφεί και προέρχεται από: http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.livaditis1.htm#isagogi – την έχω ανεβάσει εδώ

α) Οι βασανιστές του επιγραφοποιού δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς την πρόθεση του ποιητή να δείχνουν τα συμβάντα αιώνια και πέρα από ιστορικά καθορισμένα πρόσωπα και πράγματα. Ωστόσο ο νους όλων πηγαίνει στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Πράγματι, οι άνθρωποι που είχαν χάσει το πρόσωπό τους – ίδιοι με εκείνους με το Σβησμένο Πρόσωπο του στο Άξιον Εστί του Ελύτη – είναι, σε επίπεδο κυριολεξίας, οι καταδότες κουκουλοφόροι της Κατοχής. Μεταφορικά βέβαια οι άνθρωποι που έχουν χάσει το πρόσωπό τους δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους που έχουν χάσει την ταυτότητά τους, την προσωπικότητά τους, και έχουν γίνει τυφλά όργανα της εξουσίας των τυράννων.Το τίμημα της Ιστορίας Κουκουλοφόροι βασανιστές πάντως συναντώνται μόνο στην περίοδο της Κατοχής, καθώς στον Εμφύλιο οι βασανιστές δεν είχαν λόγο να κρύβονται. Από την άλλη οι στρατιώτες που βρίσκονται έξω από το δικαστήριο, τα φτωχά, αμούστακα παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε/ για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος ταιριάζουν περισσότερο στον Εμφύλιο (η λαϊκή καταγωγή τους τονίζει την κοινή με τον επιγραφοποιό ταξική τους προέλευση την οποία προσπαθούν να ξεχάσουν). Και οι δικαστές επίσης δε θα είχαν λόγο να φοβούνται την ίδια τους τη φράση, το «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων», δε νομίζω ότι θα απασχολούσαν τέτοιες σκέψεις του Γερμανούς ή τους δοσίλογους δικαστές καθώς γι αυτούς είναι δεδομένη η ενοχή του επιγραφοποιού. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ο Λειβαδίτης χρησιμοποιεί εικόνες και πρόσωπα τόσο από την Κατοχή όσο και από τον Εμφύλιο σε κάθε περίπτωση όμως θέλει να τονίσει ότι πρόκειται για έναν (αιώνιο και διαρκή) κοινωνικό αγώνα καθώς αφορά αποκλειστικά φτωχούς, κυνηγημένους, κατατρεγμένους και απελπισμένους.

β) Η αράχνη έχει ως σύμβολο πολλαπλό ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο αγωνιστικό σύμβολο, ο ακατάβλητος αγώνας του ανθρώπου ενάντια στις απάνθρωπες εξουσίες. Ούτε μόνο παράδειγμα θάρρους που σώζει τον κρατούμενο από την τρέλα. Είναι σύμβολο αγώνα «εις τους αιώνας των αιώνων», διαρκές και επαναλαμβανόμενο, όπως και ο ίδιος ο αγωνιστής-επιγραφοποιός, όπως, στην αντίπερα όχθη, οι δικαστές και οι βασανιστές. Εντάσσεται πλήρως στο σχέδιο του ποιητή για την απεικόνιση του αγώνα της Ανθρωπότητας για ένα καλύτερο αύριο. Δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια στην αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο που να μην μπορεί να αναχθεί σε διαρκή και επαναλαμβανόμενη πράξη ή σύμβολο για τον αγώνα του Ανθρώπου: προς δόξαν του ανθρώπου

γ) Ο επιγραφοποιός μιλά ελάχιστα στην αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο. Ακούγεται μόνο κατά τη σύλληψή του να λέει το όνομά του, ένα όνομα μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα, και κατά την εκτέλεσή του ζητά μία πέτρα για να ανέβει επάνω και να εξισωθεί στο ύψος με τους συντρόφους του (σύμβολο της ισότητας). Η επικοινωνία του στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι μη λεκτική: δείχνει την καρδιά του στην ερώτηση πού έχει κρυμμένα τα όπλα, χτυπά τον τοίχο να επικοινωνήσει με τον διπλανό κρατούμενο, δείχνει το πλήθος στην ερώτηση των δικαστών αν είναι πολλοί. Μόνο σε μια περίπτωση ο ποιητής τον βάζει να μιλά σε ευθύ λόγο και για μία μόνο λέξη: το απόγευμα πριν την εκτέλεσή του.

 Βάλιας Σεμερτζίδης - 1η Μαϊου 1944Αντί επιλόγου το απόσπασμα:

65. Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Κι ήρθε το τελευταίο απόγευμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.
66.
Κι ακούμπησε στο μικρό, καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού και κοίταξε κάτω την πολιτεία.
67. Κι ύστερα κοίταξε ψηλά, που άρχιζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα, ένα-ένα.
68.
Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα νά’σβησαν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασανίζαν.
69. Κι ένοιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του, ή τού’λεγε μια παρήγορη λέξη.
70.
Και ψιθύρισε σιγανά : σύντροφοι.

Ο φάκελος της ανάρτησης, σχεδόν ολοκληρωμένος ή καλύτερα, οριστικά μισοτελειωμένος, περιλαμβάνει:
[ https://app.box.com/s/ghe4ellbor6er8w8owgw ]

  1. Vitti Mario, Η γενιά του 30. Ιδεολογία και μορφή, σελ 189-201 (για ελληνικότητα, Μακρυγιάννη)
  2. Αργυρίου Αλέξανδρος, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος ΣΤ, 1957-1963 (σελ.312-319) [ποίηση της ήττας]
  3. Βουρνάς Τάσος, «Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη» (Αυγή 1976).
  4. Βρεττάκος Νικηφόρος, κριτική για την Καντάτα (Επιθεώρηση Τέχνης, Ιούνιος 1961, τομ. ΙΓ΄, τ, 78 σ. 623-627)
  5. Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (κεφ. «Ήττα και Αντιήττα» σελ. 105-134)
  6. Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (για την Καντάτα)
  7. Καραντώνης Ανδρέας, Η ποίησή μας μετά το Σεφέρη (Λειβαδίτης, σελ 217-230), Δωδώνη 1976.
  8. Καρβέλης Τάκης, «Το τίμημα της Ιστορίας» (Καθημερινή 1988).
  9. Κάσσος Βαγγέλης, «Ποίηση της ήττας και ιδεολογική αντοχή» (Ασφυξία του βλέμματος, σελ. 47-50)
  10. Καστρινάκη Αγγέλα, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950 (Κυρίως: Μέρος Δεύτερο: Στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, κεφάλαια 9,10,11)
  11. Κεχαγιόγλου Ελένη, «Ο Τάσος Λειβαδίτης και το τραύμα μιας γενιάς» [https://dimartblog.com/2013/04/20/leivaditis2/]
  12. Κίκα Ολυμπίου και Καίτη Χρίστη, Καντάτα – Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988) [http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.livaditis1.htm#isagogi]
  13. Κοκόλης Ξενοφών, «Αντιστασιακή ποίηση. Πρόσωπο και προσωπείο» [περ. Αντί, τχ. 169 (1981)]
  14. Κόκορης Δημήτρης, «Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού ή νεωτερική ποιητική κατάθεση;» Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, σελ. 207-216
  15. Λειβαδίτης Τάσος, ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, αρχείο ΕΤ1
  16. Λειβαδίτης Τάσος, Καντάτα (ολόκληρη).
  17. Λειβαδίτης Τάσος, συλλογή απόψεων και κριτικών [http://latistor.blogspot.gr/2010/05/blog-post_9140.html].
  18. Λεοντάρης Βύρων, «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης τ. 106-107 (1963)
  19. Μαρκόπουλος Γιώργος, «Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Η δεύτερη ποιητική περίοδος του Τάσου Λειβαδίτη» (Κυριακ. Ριζοσπάστης,28 Οκτώβρη 1990, σελ. 50)
  20. Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης», περ. Η Λέξη τ.20.
  21. Μαρκόπουλος Θανάσης, «Τάσος Λειβαδίτης» [περ. Νέα Εστία τ.1855 (Ιούνιος 2012) 872-889].
  22. Μαρωνίτης Δ.Ν, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, σελ. 11-30
  23. Μενδράκος Τάκης, «Ο ποιητής της μεταπολεμικής περιπέτειας» (Αυγή της Κυριακής, 13 Νοεμβρίου 1988, σελ.21).
  24. Μέντη Δώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και Μορφή [ποίηση της ήττας], σελ 139-161).
  25. Μερακλής Μιχάλης, «Ένας Μεταφυσικός της Αριστεράς» και  Ηλίας Κεφάλας, «Το Θρησκευτικό Ρίγος». (Αφιέρωμα από το περ. Δέντρο)
  26. Μερακλής Μιχάλης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980 [Μέρος πρώτο- Ποίηση (ενότητα «Κοινωνική ποίηση», σελ. 157-231)
  27. Μοσκώφ Κωστής, «Η ποίηση της ήττας και η προοπτική μιας παλιννόρθωσης», A και Β μέρος, εφ. Ριζοσπάστης, 7 και 9/8/1975
  28. Μπενάτσης Απόστολος, «Τάσος Λειβαδίτης: Ένας διαχρονικός ποιητής». [http://www.poeticanet.gr/tasos-leibaditis-enas-diaxronikos-poiitis-a-179.html]
  29. Παναγιωτίδης Σταύρος, «Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης και η ελληνική Αριστερά. Μία περίπτωση συμβολικής αναδρομικής οικειοποίησης» [https://barikat.gr/content/o-stratigos-makrygiannis-kai-i-elliniki-aristera-mia-periptosi-symvolikis-anadromikis]. Πηγή: Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, επιμέλεια Δημήτρης Δημητρόπουλος, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αθήνα, εκδ. ΑΣΚΙ – Η Αυγή, 2014.
  30. Τσιριμώκου Λίζυ, «Τάσος Λειβαδίτης» (Τα Νέα, 13/04/2013).
  31. Φιλοκύπρου Έλλη, «Το αληθινό πρόσωπο και η ακαθόριστη υπόσχεση στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη» (διαδικτυακό περ. Χρόνος, τεύχ.7  http://www.chronosmag.eu/index.php/flp-lth-psp-ths-pss-s-ps-s-le.html)
  32. Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, “Η ήττα πικρό εγερτήριο της νίκης” περ. Διαβάζω, τ.94 (1984), σελ. 69-70

Διάφορα VII – Προσθήκες από το περιοδικό “Ποίηση”

 Πόσα λογοτεχνικά περιοδικά αντέχει το βαλάντιο ενός φιλολόγου; Πόσες περικοπές πρέπει να κάνει σε άλλα έξοδα, μικρά και μεγάλα, για να μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην λογοτεχνική σκηνή του τόπου αλλά και πιο έξω; Πού θα χωρέσει τόσο όγκο περιοδικών στα σπιρτόκουτα που ονομάζουμε διαμερίσματα; Είναι προφανές ότι όλες οι πιθανές απαντήσεις είναι αποκαρδιωτικές. Το αγοραστικό κοινό των λογοτεχνικών περιοδικών έχει δραματικά συρρικνωθεί για λόγους οικονομικούς αλλά όχι μόνο, τα ίδια τα περιοδικά έχουν επίσης μειωθεί σημαντικά. xartisjpgΤις καλές εποχές μπορούσα να παρακολουθώ το Διαβάζω, τη Λέξη, κάποια αφιερώματα της Νέας Εστίας και κατά καιρούς ό,τι μου χτυπούσε στο μάτι από τα πολλά άλλα: Εντευκτήριο, Φιλόλογο (πιο σταθερά), Δέντρο, Παρατηρητή, Χάρτη (όσο κράτησε). Σήμερα τα δυο πρώτα και τα δυο τελευταία δεν υπάρχουν πια, απέμεινα με τον Φιλόλογο και κατά καιρούς το Εμβόλιμον και το Εντευκτήριο.

Η Ποίηση παρέμενε πάντα στην άκρη. Κόστιζε σχεδόν όσο ένα βιβλίο και δεν είχε αφιερώματα – τα αφιερώματα ήταν το βασικότερο κριτήριο αγοράς για άλλο λογοτεχνικό περιοδικό πέρα από το δίδυμο Διαβάζω – Λέξη. Ξεφύλλιζα κάθε φορά το νέο τεύχος αλλά δεν αποφάσιζα να το αγοράσω, κι ας διέκρινα ήδη άρθρα με δελεαστικούς τίτλους. Έτσι μου έμενε πάντα κάτι σαν ενοχή: ήταν το μόνο λογοτεχνικό περιοδικό από το οποίο δεν είχα ούτε ένα τεύχος στη βιβλιοθήκη μου. Μια αδικία που έπρεπε να αποκατασταθεί.

Και πράγματι αποκαταστάθηκε. Πρόσφατα μου δωρήθηκε το σύνολο σχεδόν των τευχών του περιοδικού (που και αυτό έχει κλείσει τον κύκλο του και έχει αντικατασταθεί από την Ποιητική – παρόμοιο περιεχόμενο και παρόμοια…προβλήματα αγοράς, αν και έχω αποκτήσει ένα δυο τεύχη). Περιττό να πω ότι έπιασα αμέσως δουλειά και ξεχώρισα κάποια άρθρα που μπορεί να ενδιαφέρουν τους φιλόλογους της Μέσης Εκπαίδευσης. Τουλάχιστον όσους έχουν απομείνει να διαβάζουν κάτι περισσότερο από λυσάρια. Δε βλέπω πάντως να είναι πια πολλοί.

Από το πρώτο ήδη τεύχος της Ποίησης, Άνοιξη του 1993, ξεχωρίζω ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Ευριπίδη Γαραντούδη: “Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο”.6.1972nekrodeipnos Ελευθερωμένος και ελεύθερος στίχος, ρυθμική αίσθηση του ελεύθερου στίχου (μιλάμε συχνά για μουσικότητα του στίχου χωρίς να την προσδιορίζουμε), επιβιώσεις και μεταμφιέσεις του δεκαπεντασύλλαβου στη νεώτερη ποίηση είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται με παρατηρήσεις πάνω στη μετρική ποιημάτων του Σινόπουλου, του Ασλάνογλου, του Γκανά και άλλων. Το άρθρο αποδεικνύει ότι η διάκριση παραδοσιακής και νεώτερης ποίησης ελάχιστα μπορεί να στηριχτεί στην ύπαρξη ή όχι μέτρου και ομοιοκαταληξίας και συμπληρώνει/επεκτείνει όσα είχα σχολιάσει στην ανάρτηση Rerum novarum cupidus.

Στον φάκελο της ίδιας ανάρτησης και πάνω στο ίδιο θέμα, των επιβιώσεων του δεκαπεντασύλλαβου σε νεωτερικά ποιήματα και το άρθρο του  Βασίλη Λέτσιου, “Λειτουργίες του δεκαπεντασύλλαβου κατά τη δεκαετία του 40: “Αμοργός” (περ. Ποίηση, τευχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005). σάρωση0019Η “Αμοργός” είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποίημα (αν και κάπως υπερτιμημένο κατά την κρίση του γράφοντος) και η τεχνική του Γκάτσου με τη μείξη παραδοσιακών μέτρων και ελεύθερου στίχου σε ένα υπερρεαλιστικό ποίημα δεν άφησε αδιάφορους τους ποιητές από τη γενιά του ’70 κυρίως και μετά. Προσθέτω επίσης και το άρθρο του Δημήτρη Τζιόβα “Η ποιητική της ενοχής και το σθένος των λέξεων” (περ. Ποίηση, τευχ. 3, Άνοιξη 1994) τόσο για την διάκριση μοντερνισμού – πρωτοπορίας που επιχειρεί στις δυο πρώτες σελίδες (και μας ενδιαφέρει άμεσα στην ανάρτηση) όσο και για τα ποιήματα ποιητικής των Αναγνωστάκη και Αλεξάνδρου. Μερικές ουσιαστικές παρατηρήσεις για τους δεκαπεντασύλλαβους του Γκανά από τον ίδιο μελετητή υπάρχουν στο Δημήτρης Τζιόβας, “Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς” (περ. Ποίηση τευχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997) το οποίο τοποθέτησα μαζί με άλλα καρυωτακικά στον φάκελο Κ.Γ.Καρυωτάκης, με την ελπίδα ότι θα ανοίξω κάποτε το σχετικό κεφάλαιο (με το οποίο έχω χρόνια να ασχοληθώ αν και παρακολουθώ όσο μπορώ τη βιβλιογραφία)

Τέλος στον φάκελο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες μπορεί κανείς να διαβάσει πλέον το εκτενές άρθρο του poiis65Τάκη Καγιαλή, “Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός” (περ. Ποίηση τευχ. 12, Φθιν-Χειμ. 1998) όπου εξετάζεται κριτικά η συσχέτιση της κατά Σεφέρη παραλληλίας Καβάφη – Έλιοτ με άξονα τη χρήση της μυθικής μεθόδου. Το ποίημα για την Αχαϊκή Συμπολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τον παραλληλισμό Καβάφη-Έλιοτ από τον Σεφέρη και οι ενστάσεις του Καγιαλή για τα συμπεράσματα του Σεφέρη είναι αξιοπρόσεκτες και σοβαρές, ανάμεσα στα άλλα και για τη θεωρητική τους τεκμηρίωση, άσχετα αν συμφωνεί κανείς  ή όχι.

Διάφορα VI – Συμπληρώματα

Τρία νέα άρθρα στην ανάρτηση Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ). Τα δύο από το τελευταίο τεύχος (155) του Φιλόλογου αφιερωμένο στον Καβάφη. Το άρθρο του Χ.Λ.Καράογλου  “Ο ‘πολιτικός’ Καβάφης” (σελ. 41-49) επανέρχεται στο ζήτημα της σχέσης του Καβάφη με τα γεγονότα της εποχής του. Ζήτημα που θεωρώ διαρκώς ανοιχτό, έστω και αν σήμερα πολλοί μελετητές τείνουν να παραγνωρίσουν τις μελέτες του Σ.Τσίρκα, εξαιρετικές παρά τις όποιες υπερβολές και αδυναμίες τους. kavafis-poemsΟ Χ.Καράογλου συγκεντρώνει τα ως τώρα δεδομένα της έρευνας και προχωρά σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, άλλωστε έχει μακρά και γόνιμη θητεία στη μελέτη του καβαφικού έργου.

Το δεύτερο άρθρο από τον Μανώλη Μαραγκούδη, “Ο Καβάφης και η πολιτική των ‘στοχαστικών προσαρμογών’ ” (σελ. 75-88) εξετάζει πώς εννοεί ο Καβάφης τις στοχαστικές προσαρμογές, μέσα από το ποιητικό του έργο αλλά και μέσα από τη ζωή του. Έχω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, όπως φάνηκε άλλωστε και στην ανάρτηση για το “Στα 200 π.Χ” και οι παρατηρήσεις του Μαραγκούδη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και χρήσιμες – κάμποσα πράγματα θεωρώ ότι τα ξεκαθάρισα αρκετά στο νου μου.

Η Κατερίνα Κωστίου  με το άρθρο της “Ο Οροφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και ο αμφίθυμος αφηγητής” (Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Π.Μουλλά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005, σελ.143-162) alexandreiaεστιάζει το ενδιαφέρον της – το μαρτυρά και ο τίτλος – στην αμφίθυμη διάθεση του αφηγητή σε δυο καβαφικά ποιήματα. Στο δεύτερο ποίημα, το “Στα 200 π.Χ”, η διάθεση αυτή εντοπίζεται, σύμφωνα με την Κωστίου, στη φράση “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται” όπου ο αφηγητής μεταβαίνει από την ειρωνεία στην (προσωρινή) αποδοχή. Όσοι έχουν διαβάσει την σχετική ανάρτησή μου γνωρίζουν ότι θεωρώ την αποδοχή εξίσου πιθανή με την ειρωνεία ή την συγκατάβαση. Πιο πολύ μάλιστα κλίνω προς την ιδέα του κάπως ειρωνικά συγκαταβατικού τόνου του αφηγητή παρά στην όποια αποδοχή της άκαμπτης στάσης των Λακεδαιμονίων. Ωστόσο το άρθρο έχει μεγάλο ενδιαφέρον για ένα ζήτημα στο οποίο δε χωρά εύκολη και κατηγορηματική απάντηση.

ΙΔ’ Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση του Τομέα ΜΝΕΣ

Δ’ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΤΟΜΕΑΣ ΜΝΕΣ, ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΠΘ

Ο Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ οργανώνει από τις 27 έως τις 30 Μαρτίου 2014 τη ΙΔ’ Διεθνή Επιστημονική Συνάντησή του, με τίτλο:

Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας:
Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά

programma_id_epistemonikes_sunantesesΗ Επιστημονική Συνάντηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Α. Κοκόλη (1939-2012), που υπήρξε απόφοιτος, διδάκτορας και επί μακρόν διδάσκων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

Η εναρκτήρια συνεδρίαση της Συνάντησης θα γίνει το απόγευμα της Πέμπτης 27 Μαρτίου 2014 στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες τις επόμενες τρεις ημέρες θα διεξαχθούν σε δύο παράλληλες συνεδρίες σε αντικριστά αμφιθέατρα στο κτίριο ΚΕΔΕΑ της Επιτροπής Ερευνών του ΑΠΘ.

Η Συνάντηση κατά τις ημέρες της διεξαγωγής της στις αίθουσες του ΚΕΔΕΑ θα μεταδοθεί ζωντανά μέσω livestreaming.

Οργανωτική Επιτροπή

Πρόεδρος: Ελισάβετ Τσιριμώκου
Αντιπρόεδρος: Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη
Γραμματέας: Λάμπρος Βαρελάς
Ταμίας: Αικατερίνη Τικτοπούλου
Μέλος: Μιχ. Γ. Μπακογιάννης

Τελικά το livestreaming θα μας σώσει από τα διλήμματα. Παρασκευή απόγευμα έχει τα καβαφικά αλλά ποιος θα αντέξει τρεις μέρες πηγαινέλα. Αναγκαστικά μένει μόνο το Σαββατοκύριακο αλλά και εκεί πρέπει να γίνουν θυσίες, ιδίως στις απογευματινές εισηγήσεις του Σαββάτου. Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής…

Αρκεί βέβαια πάντα να μην είναι ...η μέρα […] ζεστή και ποιητική,/
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό και κάτω η παραλία μια ακαταμάχητη πρόκληση. Διότι, αν γίνουν έτσι τα πράγματα, και εγώ τότε θα πω: Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα. Στην παραλία φυσικά.

Το πλήρες πρόγραμμα εδώ

ΥΓ. Και δυο χρόνια μετά, έχουμε και τα Πρακτικά της Συνάντησης  που αξίζει τον κόπο να τα ξεψαχνίσει κανείς, ανάμεσα στα άλλα και για τις χρησιμότατες καβαφικές εισηγήσεις. Εδώ

Τελετή λήξης 6ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού “Δ. Βικέλας”

Από τον δικτυακό τόπο της καλής εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας
“Η Άλλη Άποψη”

l_diagΜε μεγάλη επιτυχία έγινε η τελετή λήξης του 6ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «Δημήτριος Βικέλας» που διοργάνωσε η ΚΕΠΑ της Βέροιας σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Φιλολόγων του νομού Ημαθίας το Σάββατο 8/3 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Στην εκδήλωση μεταξύ άλλων παραβρέθηκαν η δήμαρχος Βέροιας Χ. Ουσουλτζόγλου, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Τ. Χατζηαθανασίου, ο πρόεδρος της ΚΕΠΑ Γ. Μιχαηλίδης, ο υποψήφιος δήμαρχος Ν. Μπέκης, αντιπροσωπεία της ΕΛΜΕ με επικεφαλής τον πρόεδρό της Α. Μόσχο κ.α
Στους συγκεντρωμένους χαιρετισμό απηύθυνε ο πρόεδρος της ΚΕΠΑ Γ. Μιχαηλίδης και η Ευγενία Καβαλλάρη πρόεδρος του συνδέσμου Φιλολόγων. Από μέρους της κριτικής επιτροπής αναφορά στο σκεπτικό κάθε βραβείου, αλλά και συνολικότερα για το θεσμό έκαναν ο ποιητής Α. Φωστιέρης και ο φιλόλογος-κριτικός λογοτεχνίας Π. Τσαλουχίδης, ενώ από μέρους του συνδέσμου η Β. Σαράντη, παρουσίασε σύντομες περιλήψεις των βραβευθέντων έργων. a1Το συντονισμό της εκδήλωσης από μέρους της ΚΕΠΑ είχε η Ν. Καραγιαννίδου. Το όλο πρόγραμμα πλαισιώθηκε από θαυμάσια συναυλία σε έργα κλασικής μουσικής από τις Άννα Σιαμπάνη (πιάνο) και Φαίδρα Παρσοπούλου (φλάουτο).

Τα βραβεία που απονεμήθηκαν:
Βραβεία Ποίησης: 1ο Βραβείο: Παπαδοπούλου Ιωάννα «Ατσάλινο παρών».
2ο Βραβείο: Κόκκορη Ναταλία, «Πορφυρό της Ανιλίνης».
3ο  Βραβείο: Γαλούσης Αθανάσιος, «Ατροπάτη Σήμα».
Α’ Έπαινος: Κουτσούρη Βιβή, «Υπεύθυνη Δήλωση Ν. 1599/86».
Β’ Επαινος: Αρτεμίου-Φωτιάδου Ελένη, «Έρως ανέραστος σε τρεις κινήσεις παραμυθίας».
Γ’ Έπαινος: Διέννη Παναγιώτα, «Φιλολογικό σχόλιο».

Βραβεία Διηγήματος: Α’ Βραβείο: Καλογερίδου Σοφία, «Η ινδή θεά των τάπερ».
2ο Βραβείο: Τακόλας Νίκος, «Το τέλος των ηγεμόνων».
3ο Βραβείο: Πλουμά Αγγελική, «Την ευχή μου να’χεις».
Α’ Επαινος: Σουφλερής Σταμάτης, «Αγγελος».
Β’ Επαινος: Χατζηκώστας Αλέκος, «Η Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Γ’ Επαινος: Ράπη Εντέλα-Στέλλα, «Ιθύνων Νους».

Ζωγραφίζοντας την πόλη μου

Αντιγράφω το περιεχόμενο της πρώτης ανάρτησης :

Τη σχολική χρονιά 2013-2014 υλοποιείται στο 3ο γυμνάσιο Βέροιας πρόγραμμα που εντάσσεται στην κατηγορία των πολιτιστικών θεμάτων με τίτλο «Ζωγραφίζοντας την πόλη μου». Οι καθηγητές που υποστηρίζουν το πρόγραμμα είναι οι:
Γιαννοπούλου  Αθηνά ( ΠΕ02)
Γολιδοπούλου Ευανθία ( ΠΕ03)
Χαμιδιελή Φωτεινή  (ΠΕ08)
Τσισμανίδης Βασίλειος ( ΠΕ 04).
 Συν—εργάζονται με μια ομάδα 24 μαθητών-τριών της Γ΄ γυμνασίου. Η παιδαγωγική ομάδα  από κοινού με τους μαθητές  καθόρισαν  τους στόχους του προγράμματος, προσδιόρισαν  τα μέσα-εργαλεία εξυπηρέτησης  των στόχων και τις δραστηριότητες που θα υλοποιήσουν στη διάρκεια του προγράμματος.
 DSCF7888Πρόκειται για μια απόπειρα ανάγνωσης της πόλης της Βέροιας μέσα από την μελέτη στοιχείων  που διαμόρφωσαν τη ιστορική, κοινωνική  και πολιτισμική φυσιογνωμία  της  με κομβικό ζητούμενο τη «μεταβολή»  της ευαισθησίας των εφήβων μαθητών απέναντι στην πόλη τους. Η  μεταβολή αυτή αναμένεται να αναδειχτεί μέσα από δραστηριότητες εικαστικής υφής (ζωγραφική, φωτογραφία, story telling) και ασκήσεις δημιουργικής γραφής.

Εμένα πάντως με εντυπωσίασε τόσο το ίδιο το πρόγραμμα ως ιδέα όσο και η ως τώρα καλλιτεχνική παραγωγή. Κρίμα που το έμαθα μόλις σήμερα, θα το είχα προβάλει πολύ νωρίτερα. Ελπίζω ως το τέλος της χρονιάς να έχουμε και ως σχολείο ένα δικτυακό τόπο της προκοπής για να ανεβούν και εκεί κάποια κομμάτια. Η διεύθυνση του ιστολογίου είναι http://zografizontastinpolimou.blogspot.gr/

 

Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ᾿ έναν μικρόψυχο καιρό; Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.

Ίσως να έχει γίνει πια κλισέ. Γενιές ποιητών επαναλαμβάνουν τη διάσημη αυτή φράση του Χέλντερλιν που την πρωτογνώρισα ως motto στα Ημερολόγια Καταστρώματος του Γ.Σεφέρη. Σε κάποιους ακούγεται κωμικό ή μελοδραματικό, σε άλλους – λιγότερους – διατηρεί τη βαρύθυμη αρχική του διάθεση. Υπάρχουν άλλωστε ποιητές και ποιητές καθώς επίσης και διαφορετικοί καιροί. Αλλά το ερώτημα δε χάνει τη δυναμική του. Έχουν θέση οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς, δηλαδή σε εποχές που περισσεύει ο φθόνος και η μνησικακία; Σε εποχές με μικρή ψυχή: φτηνή, πρόστυχη και κακόγουστη, όπως ακριβώς στην περιγραφή του Κ.Καρυωτάκη στο ποίημα “Εις Ανδρέαν Κάλβον”:
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.
Ο Κάλβος μου έχει γίνει από παλιά μια επίμονη ιδέα που επανέρχεται κάθε φορά που η η οικονομική εξαθλίωση του τόπου γίνεται αφορμή να ανοίξει ο κεκονιαμένος τάφος των οικονομικών του δημοσίου και να αποκαλύπτονται γυμνοί σκελετοί με τα ίχνη των τυμβωρύχων ολόγυρα.  Άνθρωποι σαν τον Κάλβο ανιδιοτελείς, λίγο ρομαντικοί, ποιητές και καρμπονάροι, τι δουλειά να έχουν στο ρωμέηκο που προέκυψε μετά την επανάσταση και κρατά απαράλλαχτο και χειρότερο ακόμη ως τα σήμερα;

3333

Λίγες είναι οι στιγμές που θα χωρούσε ο Κάλβος σε τούτον τον τόπο. Όπως δε χώρεσε και ο Σολωμός· τον κάναμε εθνικό ποιητή και (νομίζουμε ότι) ξεμπερδέψαμε μαζί του. Λίγοι οι καιροί που δεν μολύνονται από την ιδιοτέλεια της “κατάπτυστης ψυχής” των μαζών. Λίγοι και οι ποιητές που εξόριστοι στον αιώνα τους θα περιγράψουν τις μέρες του λοιμού: τον Κάλβο θυμάται ο Καρυωτάκης όταν αντικρίζει γύρω του τους “ήρωες” των ντάνσιγκ και των καφενείων – και πού να ζούσε σήμερα τι θα έβλεπε… Και από την άλλη στον Καβάφη ειρωνικά ακούγεται η δικαίωση του έργου του Αισχύλου από ένα παιδί ζωηρό,/ φανατικό για γράμματα, καθώς αυτή γίνεται σε βάρος του αγώνα του στον Μαραθώνα. Να μην ξεχνάμε όμως τόπο και χρόνο: Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ

Από τον Κάλβο στον Καβάφη και σε ένα ποίημα που ευτύχησε να αποκτήσει άξιο απόγονο, το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη Νέοι της Σιδώνος, 1970. Προς το παρόν θα επιμείνω στους καβαφικούς Σιδώνιους νέους με τη μελαγχολική παρατήρηση ότι οι αντίστοιχοι σημερινοί ευκατάστατοι νέοι ούτε την παιδεία των καβαφικών νέων διαθέτουν ούτε τον (επιδερμικό έστω και ανέξοδο) κοινωνικό προβληματισμό εκείνων στο ποίημα του Μ.Αναγνωστάκη.

Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ
[
δημιουργία: 1920 / έκδοση: 1920]

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»

Οι “Νέοι της Σιδώνος” ανήκουν προφανώς στα ποιήματα που, φαινομενικά τουλάχιστον, δε βασάνισαν ιδιαίτερα τον ποιητή καθώς το ποίημα γράφτηκε και παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά, το 1920. Και όμως πρόκειται για ένα ιδιαίτερα καλοδουλεμένο ποίημα στο οποίο δεν περισσεύει λέξη και που – για ακόμα μια φορά – αφήνει οριστικά αναποφάσιστο τον υποψιασμένο αναγνώστη για τις προθέσεις του ποιητή. Πρόκειται άραγε για μια διακήρυξη της βιοθεωρίας του ποιητή; Dioecesis_Orientis_400_ADΉ μήπως ο ποιητής κατασκευάζει άλλο ένα προσωπείο μόνο και μόνο για να αποστασιοποιηθεί ειρωνικά από αυτό; Και τα δυο; Τότε πόσο από τη μια πλευρά και πόσο από την άλλη; Εξίσου ή γέρνει άραγε η ζυγαριά και προς τα πού; Τελικά στην ποίηση του Καβάφη οι ερωτήσεις πολλές φορές αξίζουν περισσότερο από τις απαντήσεις.

Στην εξελληνισμένη Σιδώνα λοιπόν, τέσσερις αιώνες μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού, πέντε νέοι διασκεδάζουν με τον παραδοσιακό, από την ομηρική ήδη εποχή, τρόπο των Ελλήνων αριστοκρατών: την απαγγελία ποιημάτων. Βέβαια, η εικόνα αυτή μοιάζει πλέον παράξενη καθώς ο ελληνικός κόσμος, όπως τουλάχιστον τον ξέρουμε από τους αρχαϊκούς χρόνους  έως και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, έχει αρχίσει να καταρρέει. Ο Θεοδόσιος (διόλου μέγας όπως και να τον δει κανείς) έχει ήδη κλείσει τους ειδωλολατρικούς ναούς από το 384 έως 391 μ.Χ και όταν πεθαίνει, το 395 μ.Χ, κληροδοτεί την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό. Στη Δύση το ρωμαϊκό κράτος δέχεται την κάθοδο των βαρβάρων και σταδιακά οδηγείται στη διάλυση. Βέβαια, και το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος πλήρωσε φόρο αίματος στους Βησιγότθους του Αλάριχου και κυρίως η Ελλάδα έως και την Πελοπόννησο (395-397 μ.Χ). the_barbarian_invasions__c__ad_300___c__550Οι αρχαίοι ναοί λεηλατούνται και τα έργα τέχνης καταστρέφονται συστηματικά. Είναι κυριολεκτικά η ταφόπλακα του αρχαίου κόσμου και πολιτισμού στις χώρες της παλιάς Ελλάδας. Την ίδια περίοδο οι Ούννοι εισβάλλουν στη Θράκη και φτάνουν σχεδόν έξω από την Αντιόχεια. Μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη, ουσιαστικά ορόσημο για την έναρξη του μεσαιωνικού κόσμου· και ίσως αυτό ακριβώς το μεταίχμιο των δυο κόσμων, αρχαίου και μεσαιωνικού, να έλκει τον Καβάφη.

Σίγουρα πάντως η συγκεκριμένη χρονολογία, 400 μ.Χ, δεν αφήνει αδιάφορο τον ποιητή εφόσον εμφανίζεται, μετά από το συγκεκριμένο, σε άλλα δυο ποιήματα: Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.X.) [1923/1923] και Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X. [;/1925] με το πρώτο να διαδραματίζεται επίσης στη Σιδώνα ενώ το δεύτερο βορειότερα στην Αντιόχεια. Να κρατήσουμε δυο παρατηρήσεις: πρώτη ότι και τα δυο είναι ερωτικά ποιήματα, στίχοιτης ηδονής της εκλεκτής, που πηαίνει / προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη. Και δεύτερη ότι σχετίζονται με ποιητές οι οποίοι γράφουν για ένα κοινό μυημένων (που εκτιμά τέτοια ποίηση) λίαν ευτόλμους στίχους και πάντοτε στα κρυφά ή με προσωπείο – ας διαβάζουν Εμονίδην οι ανίδεοι Αντιοχείς. Φανερά πια ο κόσμος που θα επέτρεπε και θα επικροτούσε τέτοιους στίχους έχει δραματικά περιοριστεί και έχει χάσει την ισχύ του· οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες είναι κυρίαρχοι στην κοινωνία και πολιτική.

David_Roberts_Sidon_from_the_North_525Από την άλλη ωστόσο τα πολιτιστικά επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου δεν έχουν εξαφανιστεί. Η Μικρά Ασία, η Φοινίκη και η Αίγυπτος δεν έχουν υποστεί ακόμη τα δεινά της Δύσης ή του ελλαδικού χώρου. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαίων κειμένων επιβιώνει ακόμη και θα χαθεί μέσα στις περσικές επιδρομές και την αραβική κατάκτηση που θα τις ακολουθήσει. Ο Μελέαγρος, ο Κριναγόρας και ο Ριανός, ελάχιστα γνωστοί σε μας πέρα από την Παλατινή Ανθολογία, είναι αναγνωρίσιμοι από τους νέους που διασκεδάζουν. Φυσικά δεν τίθεται θέμα για τον Αισχύλο που ανήκει σε τελείως διαφορετική κλάση· αλλά χωρά άραγε ο Αισχύλος στο ελαφρύ τούτο συμπόσιο-φιλολογική βραδιά;

Ουσιαστικά ολόκληρο το ποίημα συντίθεται από δυο συμμετρικές ενότητες των δεκατριών στίχων η καθεμιά. Στην πρώτη ενότητα ο χώρος, τα πρόσωπα και η απαγγελία του ηθοποιού· στη δεύτερη ο μονόλογος του φανατικού για γράμματα νέου. Τριχοτομημένη σε αντίστοιχες στροφές/υποενότητες η πρώτη ενότητα, ενιαία (φαινομενικά) σε μια εκτεταμένη στροφή η δεύτερη που περιέχει τον νοηματικό πυρήνα του ποιήματος. Στην πρώτη τον λόγο έχει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής και σχολιαστής συνάμα, ενώ τη δεύτερη μονοπωλεί ο ζωηρός εραστής της τέχνης με την πρωτοπρόσωπη και κάπως αναιδή ρητορεία του. Portrait of Cavafry IIΤο παράδοξο της πρώτης ενότητας βρίσκεται ωστόσο στην τριπλή διαίρεσή της: η αφήγηση της πρώτης υποενότητας συνεχίζεται στην τρίτη, με τη δεύτερη, την περιγραφή χώρου και προσώπων, να παρεμβάλλεται σαν ξεχασμένη παρένθεση ανάμεσά τους. Πράγματι, η πρώτη στροφή εισάγει τον αναγνώστη κατευθείαν στο κεντρικό γεγονός της υπόθεσης του ποιήματος, την ανάγνωση από τον ηθοποιό των εκλεκτών επιγραμμάτων. Ήδη γίνονται εξαρχής γνωστά ότι ο ηθοποιός αναλαμβάνει να διασκεδάσει κάποιους – προφανώς τους νέους του τίτλου στη Σιδώνα το 400 μ.Χ – όπως και ότι η ανάγνωση των επιγραμμάτων ήταν μέρος μόνο του προγράμματός του.

Πρόκειται για μια μάλλον εκλεπτυσμένη (ενδεχομένως και δαπανηρή) διασκέδαση που όμως σε κάθε περίπτωση δείχνει να παραμένει ελαφριά και χαλαρή. Αυτήν ακριβώς την εικόνα της χαλαρότητας και της τρυφηλής ζωής τονίζει η περιγραφή της δεύτερης στροφής. Εκεί βρίσκεται και η σκοπιμότητα της παρουσίας της στο μέσον της αφήγησης: η εικόνα της αίθουσας πάνω από τον κήπο και τα αρώματα του κήπου ανακατεμένα με τα αρώματα των πέντε νέων, η οπτική και η οσφρητική εικόνα, υπογραμμίζουν ό,τι είχαμε ήδη υποψιαστεί ως τώρα. Πλούσιοι, μορφωμένοι και αβροδίαιτοι οι νέοι του ποιήματος ετοιμάζονται για μια βραδιά τέχνης χωρίς – κατά τα φαινόμενα – ιδιαίτερο προβληματισμό ή βαθιά νοήματα και αναζητήσεις. Να υπογραμμίσουμε τα αρώματα που θυμίζουν στον συστηματικό αναγνώστη του Καβάφη τα ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής. (Παραπέμπω στην Ανεμόσκαλα του ΚΕΓ και στον συμφραστικό πίνακα λέξεων για τον Καβάφη για περαιτέρω αναζητήσεις – υπάρχει πια ένα ισχυρό εργαλείο για πολλές και ποικίλες αναγνώσεις του καβαφικού έργου). Η λανθάνουσα ηδυπάθεια από τα αρώματα του κήπου και των νέων ενισχύει την παραπάνω εικόνα. arcadius br1-vertΜάστορας ο Καβάφης στο να σκηνοθετεί χώρους και πρόσωπα χωρίς άμεσες ερωτικές αναφορές αλλά με διάχυτη ερωτική ατμόσφαιρα όπως λ.χ στο Αλεξανδρινοί Βασιλείς ή στον Καισαρίωνα.

Εφόσον προηγήθηκαν η περίσταση, ο χώρος και τα πρόσωπα, η τρίτη υποενότητα προχωρά στο ίδιο το επεισόδιο. Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός. Με τη χρήση της παθητικής φωνής (διαβάστηκαν) το βάρος πέφτει στην πράξη της ανάγνωσης που μπαίνει πια στον κέντρο του ενδιαφέροντος. Αλλά και το ίδιο το ρήμα έχει ενδιαφέρον εφόσον οι Μελέαγρος, Κριναγόρας και Ριανός δεν απαγγέλλονται αλλά διαβάζονται. Θα μπορούσε κανείς, έχοντας αρκετό δίκιο, να αντιτείνει ότι ο ποιητής αποφεύγει έτσι την τριπλή χρήση του ρήματος “απαγγέλλω”  που υπάρχει ήδη στους στίχους 2 και 8, καθώς και ότι το “διαβάζω” και το “απαγγέλλω” εδώ λειτουργούν σχεδόν ως συνώνυμα. Ίσως να είναι έτσι αλλά από την άλλη ο Καβάφης “στριμώχνει” τους τρεις ποιητές σε μόλις ένα στίχο χωρίς άλλο σχόλιο πλην της αναφοράς των ονομάτων τους. Πιθανόν το “διαβάστηκαν”, μαζί με την εν τάχει αναφορά των ποιητών που προηγούνται του αισχύλειου επιγράμματος, να θέτει διακριτικά ενώπιον του αναγνώστη τον πρώτο και πλέον αδύναμο όρο σύγκρισης. Όσο για τους τρεις ποιητές μπορεί κανείς να βρει κάποια παραπάνω στοιχεία εδώ.

Βαραίνει ωστόσο η ατμόσφαιρα με τον Αισχύλο που με τα αδέκαστα σταθμά του χρόνου ζυγίζει πολύ περισσότερο και από τους τρεις προηγούμενους ποιητές μαζί. Ήδη το «Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -» ακούγεται σαν βροντή στον αίθριο ουρανό της ανέφελης ποιητικής βραδιάς. Ένα επίγραμμα γραμμένο κατά την παράδοση από τον ίδιο τον Αισχύλο (πιθανότατα ωστόσο της ελληνιστικής εποχής). Ειρωνεία της τύχης: μας παραδίδεται στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (14,6), συμπόσιο λογίων και πάλι στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Ο Γιάννης Δάλλας  (Καβάφης και Ιστορία, σελ. 94-98) προσέχει κάτι που έχει διαφύγει από όλους σχεδόν τους σχολιαστές του ποιήματος:  πηγή για την αφόρμηση του ποιήματος (συμπόσιο, πλούτος, χαλαρή διάθεση, η σύγκριση ανάμεσα στην πολεμική δράση και το καλλιτεχνικό έργο) είναι το συγκεκριμένο έργο του Αθήναιου και ιδιαίτερα το σημείο όπου πρώτα ο Αλκαίος και έπειτα ο Αρχίλοχος ελέγχονται για την πρόκριση από μέρους τους της πολεμικής δράσης  έναντι του καλλιτεχνικού έργου· τρίτος έρχεται ο Αισχύλος και το επίγραμμά του

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκὴν δ᾽ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.

Η μεταφορά του σκηνικού και της σύγκρισης από τη Ρώμη του 200 μ.Χ στη Σιδώνα του 400 μ.Χ προφανώς έχει τη σκοπιμότητά της για τον Καβάφη. Αντιγράφω από τον Γ. Δάλλα (οπ.π): Ο Καβάφης αυτόματα κινητοποιεί την τεχνική του, της αναδημιουργίας. Μας μεταφέρει πέρα από τη Ρώμη του Αθηναίου με τα σοφολογιότατα γερόντια του, στη Σίδωνα με τα νεαρά παιδιά της — μια από τις τελευταίες νησίδες του ελληνισμού. Προτιμά τα υστερόγραφα της ιστορίας· και αυτός είναι ο λόγος, πού στη σκηνοθεσία του συμποσίου του αγνοεί δυο ανερχόμενες δυνάμεις: του χριστιανισμού στα επίκεντρα και των βαρβάρων στον ορίζοντα του 400 μΧ. Και στη σκηνοθεσία αυτή παρεμβάλλει ανάγλυφες μες από την αντιστοιχία των εποχών και συνάμα συνοψισμένες τις απόψεις μιας προσωπικής καλλιτεχνικής αγωγής.

Έχει πάντως τις ευθύνες του και ο ηθοποιός για την αντίδραση του νέου. Ο Καβάφης φροντίζει να τις αποδώσει με τους σε παρένθεση στίχους 10 και 11 : (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον / το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»)aisxylos και είμαι σίγουρος ότι την παρένθεση που λειτουργεί σαν μια δήθεν δευτερεύουσα παρατήρηση όπως και το υπέρ το δέον τα ευχαριστιέται πολύ καθώς κλείνει ταυτόχρονα το μάτι στον αναγνώστη. Σα να του λέει: “Κοίτα, δεν έβαλε άδικα τις φωνές το παιδί το ζωηρό, το φανατικό για γράμματα. Έβαλε το χέρι του και ο ηθοποιός. Πού η ευδόκιμος αλκή και πού το Μαραθώνιον άλσος στη Σιδώνα εδώ, 900 χρόνια μετά τη μεγάλη μάχη; Πώς θα το έλεγε ο Φιλέλλην ηγεμονίσκος; Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, / τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά / πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». Σε κάθε περίπτωση υπέρ το δέον και ας μην είναι πια και Φράατα ή Ζάγρος η Σιδώνα”.

Και ακολουθεί η απάντηση στην “πρόκληση” που συνιστά το επίγραμμα. Σε ευθύ λόγο φυσικά για να δοθεί με ακρίβεια και χωρίς απώλειες η συναισθηματική θερμοκρασία. Ιδιαίτερη σημασία έχει η άμεση και γρήγορη αντίδραση (πετάχθηκε, ευθύς) του νέου· ενός παιδιού ζωηρού (και πάλι το θέμα της κίνησης) και φανατικού (το θέμα του πάθους) για γράμματα.  Υπ’ όψιν επίσης ότι δε γνωρίζουμε τίποτα άλλο για την ταυτότητα του νέου αυτού, ούτε καν αν ανήκει στους πέντε αρωματισμένους νέους. Να είναι άραγε ένας από αυτούς, ο κορυφαίος του χορού που αναλαμβάνει να απαντήσει εκ μέρους των στις αξίες που προβάλλει το επίγραμμα – τόσο μακρινές στους νέους της Σιδώνας στα 400 μ.Χ; Δε φαίνεται να απασχολούν τέτοια ερωτήματα τον ποιητή. Το ήθος, ο χαρακτήρας του νέου και το σύστημα αξιών του τον ενδιαφέρουν, τα άλλα μένουν εικασίες του αναγνώστη.

Από άποψη οργάνωσης λόγου η αγόρευση του νέου διαιρείται σε τρία μέρη – υποενότητες. 1) Τη ρητά και απερίφραστα διατυπωμένη αρνητική αξιολόγηση των ιδεών που προβάλλει το αισχύλειο επίγραμμα (στ. 14-15), 2) τα όσα πρέπει (έπρεπε καλύτερα) να πράττει ο ποιητής (στ 16-19) και 3) τα όσα έπρεπε να αποφύγει (στ. 20-26). Είναι χαρακτηριστικό ότι η δεύτερη ενότητα ακολουθεί ακριβώς την οργάνωση της πρώτης όχι μόνο στον συνολικό αριθμό στίχων αλλά και στις τρεις και πάλι υποενότητες που έχουν ίδιο αριθμό στίχων η καθεμιά με τις αντίστοιχες της πρώτης: δύο, τέσσερις και εφτά. Μόνη διαφορά, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, είναι ότι οι υποενότητες της δεύτερης ενότητας βρίσκονται μέσα στην μία και μοναδική στροφή ενώ στην πρώτη ενότητα η διαίρεση των υποενοτήτων σε στροφές κάνει τη διάκρισή τους εναργέστερη.

Οι πρώτοι δυο στίχοι της δεύτερης ενότητας καταγράφουν την αρνητική αξιολόγηση του επιγράμματος από τον νεαρό. Ο τόνος μάλλον κοφτός και απότομος, με τελεία στο τέλος κάθε στίχου. Ο δεύτερος στίχος επεκτείνει και προσπαθεί, ως ένα βαθμό, να αιτιολογήσει τον πρώτο στίχο (μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες). Εντυπωσιακή η κυριαρχία του πρώτου προσώπου που ξεκινά από τον πρώτο στίχο (A δεν μ’ αρέσει) και φτάνει με κορύφωση ως τον πέμπτο (Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ) με το λεκτικό ρήμα κηρύττω στον τρίτο στίχο να ακούγεται, μέσα από τις παύλες που το φωτίζουν, σαν διακήρυξη των πιστεύω του νέου – ας αφήσουμε κατά μέρος τον ποιητή προς το παρόν. Ένα προσωπικό μανιφέστο αλλά πόσο υπερφίαλο και εγωιστικό… Μόνο τα πρωτοπρόσωπα ρήματα που προαναφέρθηκαν αρκούν για να πειστούμε ότι ο νεαρός υπερβαίνει τα εσκαμμένα, με χαρακτηριστικότερο όλων το απαιτώ. Επιπλέον οι προστακτικές και οι προτρεπτικές υποτακτικές δίνουν και παίρνουν: Δώσε, θυμήσου, Κι όχι…να βγάλεις, να βάλεις. Ο νέος δεν επιχειρηματολογεί αλλά ρητορεύει ξεκάθαρα .

marathonasΧτισμένη πάνω στα τρία αυτά συστατικά (προπετής χρήση του πρώτου προσώπου, προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές, λεκτικό ρήμα υψηλής έντασης που μας εισάγει στη βιοθεωρία του νέου) η ρητορεία του φανατικού για γράμματα παιδιού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις προθέσεις και τις στοχεύσεις της. Πριν όμως φτάσουμε εκεί ας κρατήσουμε κατά νου ότι η ποιητική ρητορική στην καβαφική ποίηση, όταν δεν εξυπηρετεί εξόφθαλμα διδακτικούς στόχους, γίνεται όχημα της καβαφικής ειρωνείας, λεκτικής ή/και δραματικής. Και ότι εδώ τα σημάδια μιας πιθανής ειρωνικής ανάγνωσης, ξεκινώντας ήδη από την σκηνοθεσία και τα σχόλια του αφηγητή, πληθαίνουν θεαματικά στη δεύτερη αυτή ενότητα.

Ήδη αναφερθήκαμε στους πρώτους δυο στίχους· να συμπληρώσουμε εδώ τον όρο “λιποψυχίες” που και μετριασμένος ακόμη από το “κάπως σαν” ακούγεται βαρύς για κάποιον που δεν “λιποψύχησε” ούτε στον Μαραθώνα ούτε στη Σαλαμίνα. Προφανώς ο όρος έχει τη σημασία του στο στόμα του νεαρού που λιποψυχία θεωρεί το ότι ο Μαραθωνποιητής δεν κάνει λόγο στο επιτύμβιο επίγραμμά του για το έργο του· από την άλλη δε μπορούμε παρά να σκεφτούμε και το ειρωνικό παιγνίδι του ποιητή με σύγκρουση που προκύπτει ανάμεσα στην κυριολεκτική χρήση του όρου (δειλία στη μάχη) και στην πιο μεταφορική (απαξίωση του καλλιτεχνικού έργου σε σύγκριση με την πολεμική αρετή).

Η πρόταση – καλύτερα: η διακήρυξη του νέου – ακολουθεί στους επόμενους τρεις συν έναν στίχους. Οι τρεις (16-18) τονίζουν εμφατικά τη σπουδαιότητα του καλλιτεχνικού έργου (δυο φορές η λέξη “έργο” στους δυο πρώτους στίχους, διόλου ασήμαντη η επανάληψη) του κάθε τεχνίτη, τέτοια που να απορροφά κάθε δύναμη και μέριμνα του καλλιτέχνη τόσο στη ζωή όσο και στην ώρα της δοκιμασίας αλλά ακόμη και στο κατώφλι των γηρατειών, επί γήραος ουδώ όταν η ώρα σου πια γέρνει . Μπορούμε κάλλιστα να θυμηθούμε εδώ τη “Σατραπεία” και το κόστος που πληρώνει ο καλλιτέχνης για να εξασφαλίσει τη ζωή του (παραπέμπω στη σχετική ανάρτηση όπου φαίνονται ξεκάθαρα και οι θέσεις του ποιητή). Δε μπορεί παρά να ακούγεται η φωνή του Καβάφη μέσα από τα λόγια αυτά. Το πρόβλημα είναι αλλού: ποιος τα λέει και κυρίως πώς τα λέει. Ακριβώς αυτόν τον προβληματισμό μας υπενθυμίζει ο τέταρτος στίχος της συγκεκριμένης υποενότητας, ο στίχος 19: Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ. Όπως και να’χει το περιμένω και πολύ περισσότερο το απαιτώ δύσκολα θα τα απηύθυνε ο Καβάφης στον Αισχύλο. Ένα παιδί όμως φανατικό για γράμματα και στη Σιδώνα του 400 μ.Χ; Μάλλον έχει λιγότερους περιορισμούς. Πολλαπλά χρήσιμη λοιπόν η υπερβολική παρρησία του νέου που δε μοιάζει να είναι μ ό ν ο μια ακόμη ηθοποιία του Καβάφη. Ας μείνει ωστόσο αυτό για το τέλος της ανάρτησης.

Στους τελευταίους επτά στίχους ο νέος ανεβάζει περισσότερο τον ρητορικό του τόνο: από τη μια το μεγαλόστομο εγκώμιο των τραγωδιών του Αισχύλου και από την άλλη μ ό ν ο οι τάξεις των στρατιωτών που αντιστάθηκαν στον Δάτι και τον Αρταφέρνη – σωρός στα μάτια του νεαρού. Πιθανόν το μ ό ν ο , επίτηδες γραμμένο με αραιά γράμματα, άρα υπερτονισμένο, να προσπαθεί μάλλον ανεπιτυχώς να μετριάσει την αρνητική – κατά τον νεαρό – σύγκριση ανάμεσα στο έργο του ποιητή και τη ζωή του, με την έννοια του ναι μεν αλλά. Δηλαδή ναι μεν αξιόλογη η συμμετοχή του στη μάχη αλλά όχι και το σημαντικότερο έργο της ζωής του. Από την άλλη όμως μπορεί και να οξύνει τη σύγκριση, αν διαβαστεί αποκλειστικά ως ειρωνεία. PersesΑμφίσημη σε κάθε περίπτωση η διατύπωση, ξεκάθαρη όμως η εικόνα του νεαρού: τόσα ξέρει, τόσα συγκρίνει θα έλεγε κανείς – αλλά  ο ποιητής; Γιατί επιλέγει ένα τόσο “ενοχλητικό” προσωπείο; Προφανώς έχει πάρει τις αποστάσεις του όπως φανερώνει ο τίτλος και η σκηνοθεσία του ποιήματος  αλλά και πάλι ο νεαρός δείχνει σε κάθε περίπτωση υπερβολικός. Λαμπρός ο Λόγος της Τραγωδίας (κεφαλαία ο Λόγος και η Τραγωδία, να διαβάζονται όπως ακριβώς προφέρονται, με υπερβολικό τονισμό). Και έπειτα Αγαμέμνονας, Κασσάνδρα, Ορέστης, Προμηθέας, Επτά επί Θήβας: θριαμβική απαρίθμηση ηρώων του αισχύλειου έργου για να κατέβει υποτιμητικά αμέσως μετά στο “μ ό ν ο” και στο “σωρό”. Βέβαια ο προσεχτικός αναγνώστης θα δει ότι από τους ήρωες λείπει το φάντασμα του Δαρείου και ο ηττημένος Ξέρξης από τους Πέρσες του Αισχύλου. Τυχαία άραγε η παράλειψη; Προφανώς όχι, γιατί οι “Πέρσες”, ανάμεσα στα άλλα, επαινούν ακριβώς αυτό που πασχίζει να υποβαθμίσει ο νεαρός. Τι θα απαντούσε άραγε ο Αισχύλος; Κάτι τέτοιο, λέει ο Σεφέρης (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
«Νεαρέ μου επίγονε, εκτιμώ πολύ τους λογίους που αντιπροσωπεύεις· και τους επιγραμματοποιούς που σας διασκεδάζουν δεν τους περιφρονώ. Τι σημαίνει αν η ποίησή τους είναι διαφορετική από τη δική μου· κρατούν ζωντανή τη γλώσα μου. Τι σημαίνει αν ο Μελέαγρος δανείζεται τα λόγια που έβαλα στο στόμα του Δαναού μου, για να διώξει το κουνούπι που τσιμπά το κορίτσι του (Παλ. Ανθ., V, 151) —δόξα κι αυτό για μένα. Το επιτύμβιό μου ανάμεσα στους στίχους αυτού του Σύρου παιδικού, που τον απατούσαν οι Εβραίοι (Παλ. Ανθ., V, 160), εκείνου του Κριναγόρα, του αυλικού της Οκταβίας, ή εκείνου του άλλου, του Ριανού, της γλυκομύριστης μαντζουράνας (Παλ. Ανθ., IV, 1) —μα γιατί όχι; Το σπουδαίο είναι ότι, ύστερ’ από χίλια χρόνια, ο ηθοποιός λέει ακόμη το “Αισχύλον Ευφορίωνος…”.

     »Με συγκινεί κατάκαρδα η φροντίδα σας. Χωρίς εσάς ποιος ξέρει σε τι αξύπνητες μνήμες θα είχε ταφεί η ποίησή μου· και τα ελεεινά χειρόγραφά μας ποιος ξέρει τι λαχανικά θα είχαν λιπάνει… Σεις τα seferis-1καλλιγραφήσατε, σεις τα ταχτοποιήσατε με ψιλοδασείες για να τα προφέρουν σωστά οι μέλλουσες γενιές. Τους αρματώσατε ένα γερό καράβι για να περάσουν τους αιώνες. Ένα καράβι! τι λέω; τους φτιάξατε το ίδιο το πέλαγος. Απλώσατε τη γλώσσα μας σε εκτάσεις που θα ήταν αδύνατο να υποψιαστούμε εμείς οι Σαλαμινομάχοι με τις μικρές μας τις βαρκούλες. Συζητάτε το επιτύμβιο μου στη Σιδώνα, στα 400 μ.Χ. —αυτό μονάχα; Την ελληνική λαλιά, ώς μέσα στη Βακτριανή την πήγατε, ώς τους Ινδούς (ρνβ´). Είμαι γεμάτος αγαλλίαση μπροστά σε τέτοια θαύματα.
     »Όμως ξεχνάς, είναι φυσικό, λίγες λεπτομέρειες. Είπες πως πολέμησα μες στο “σωρό”. Όχι, νεαρέ μου επίγονε· πολέμησα μαζί με ελεύθερους ανθρώπους, σαν εμένα· με τους ίσους μου· μ’ αυτούς που μάθαιναν και παίζαν τα χορικά μου, κι όλοι μαζί πιστεύαμε στις τραγωδίες μου. Ήμουν μαζί τους και ήταν μαζί μου· ένα πράγμα. Πολέμησα με την τραγωδία μου· για να μπορούμε να γράφουμε δράματα και να τα παρασταίνουμε όπως τα θέλαμε. Δεν πολέμησα τον Δάτη και τον Αρταφέρνη· δεν αισθανόμουν μίσος για τους δυστυχισμένους αυτούς βαρβάρους που δεν είχαν καθόλου τον τρόπο να καταλάβουν πώς δούλευε το μυαλό μας· τους συμπονούσα· ξέχασες, σκόπιμα ίσως, τους Πέρσες μου στην απαρίθμησή σου. Πολέμησα για τον εαυτό μας· το ίδιο έκανα όταν έγραφα.

     »Εμείς είχαμε την πόλη· και τα ξυλένια τείχη ακόμη λογάριαζαν· είχαν μια δύναμη μαγική. Σεις έχετε πρωτεύουσες και τον ξέσκεπο κόσμο. Οι ορίζοντές μας ήταν στενοί μπροστά στους δικούς σας· αλλά ποιος ξέρει πόσο μεγάλους ορίζοντες μπορεί να σηκώσει ο νους του ανθρώπου και από ποιο πλάτος πέφτει στην υπνοβασία. Τα τείχη μας έγιναν σκόνη μέσα στον ανθρώπινο πολτό όπου ζείτε· όμως είναι φοβερή η απομόνωσή σας —η καλαμιά στον κάμπο. Χτίσατε το “Μουσείο”, το μεγάλο μοναστήρι, το πολύτιμο αυτό δεσμωτήριο· και ο Κριναγόρας σας αφιερώνει στίχους σε μια οδοντογλυφίδα (Παλ. Ανθ., VI, 345) —μεγάλοι ορίζοντες. “Των στρατιωτών οι τάξεις” καθώς λες, που βγαίναν από τις περιορισμένες πολιτείες μας, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που απαγγέλναν και άκουγαν, όλοι μαζί, τις Ραψωδίες, τα χορικά μου, και τις Ιστορίες ακόμη του Ηροδότου.»

AisxylosΠαρέθεσα την “απάντηση” του Αισχύλου κατά τον Σεφέρη για να φανεί η καλύτερη, πιστεύω, προσέγγιση στο ποίημα μέσα από αυτό το σχόλιο. Όντως οι νέοι της Σιδώνας αδυνατούν να συλλάβουν την έννοια του πολίτη σε ανεξάρτητη πόλη κράτος. Ούτε η αίσθηση της ελευθερίας είναι ίδια, ούτε το σύστημα αξιών, ούτε φυσικά η συλλογικότητα υπάρχει πλέον. Τι θα έγραφε άραγε η επιτύμβια στήλη του Περικλή; Απαντά ο Ι.Θ.Κακριδής: Αν βρίσκαμε σήμερα την επιτύμβια στήλη του Περικλή, είναι βέβαιο ότι θα έγρα­φε, όπως και τόσων άλλων Αθηναίων: Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς. Το όνομα του, το όνομα του πατέρα του και του δήμου του. Όλα τα λοιπά (τίτλοι: στρατηγός, πολιτικός κτλ.) είναι απλές συνέπειες της προσωπικότητας του. Δεν προσθέτουν, θολώνουν. Δεν προβάλλουν, σκοτίζουν: Δεν ελευθερώνουν. Για τέτοιους ανθρώπους η ιδιότητα του πολίτη και του οπλίτη είναι αυτές που καθορίζουν την ταυτότητα του ατόμου, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μάχη της αξίας του Μαραθώνα. Καμία σχέση όλα αυτά με το 400 μ.Χ και τους αρωματισμένους νέους, για τους οποίους η τέχνη είναι το παν. Αλλά καιρός να δούμε και τον Καβάφη πίσω από το προσωπείο.

Δε χρειάζεται να τονίσουμε πόσο εκτιμά ο Καβάφης το έργο του και τι αξία του αποδίδει. Όπως προαναφέρθηκε, στην ανάρτηση για την Σατραπεία παρατίθενται τρία χαρακτηριστικά σημειώματα του ποιητή που φανερώνουν ότι το ποιητικό του έργο είναι το επίκεντρο της ζωής του, καθώς τοποθετείται πάνω ακόμα και από την ερωτική απόλαυση. Προφανώς  ο ποιητής ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τους στίχους
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Όμως γνωρίζει αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο νεαρός από τη Σιδώνα: ότι χωρίς ελευθερία το καλλιτεχνικό έργο δύσκολα γεννιέται και ανθίζει. Έχει άλλωστε και ο ίδιος πληρώσει το τίμημα, την σατραπεία της άνεσης που του κοστίζει την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και την αναγνώριση – που θα μπορούσε να έχει πολύ νωρίτερα και μεγαλύτερηKavafis. Η λύση του προσωπείου του ασυγκράτητου φιλότεχνου νέου είναι μια καλή λύση: από τη μια η ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας της Τέχνης περνά στον αναγνώστη (που διακρίνει εύκολα και τον ποιητή πίσω από το προσωπείο) από την άλλη η μονοδιάστατη και υπερβολική προβολή της Τέχνης από τον νεαρό, καθώς και η μεγαλοστομία και η προπέτειά του μπορούν να αποδοθούν άνετα στο περιβάλλον και την εποχή που ζει, καθώς και στην ηλικία και το πάθος του για γράμματα. Όπως προαναφέρθηκε, το προσωπείο έχει πολύ λιγότερους περιορισμούς από τον ποιητή στο πώς και με ποια ένταση θα εκφράσει τις απόψεις του. Και ταυτόχρονα αφήνει στον ποιητή τη δυνατότητα να μείνει ειρωνικά (ως προς το νεαρό) ουδέτερος. Σα να μας λέει “Σωστά, κι εγώ πιστεύω ότι το καλλιτεχνικό έργο είναι το παν για εμάς τους φανατικούς για γράμματα αλλά για κοιτάξτε και αυτόν που το κηρύττει. Σιδώνα, 400 μ.Χ, συμπόσιο πάνω σε κήπο και αρώματα…μήπως τελικά και ο Αισχύλος έχει τα δίκια του; Μήπως τελικά και η δράση, ο αγώνας για τη ελευθερία και τα ιδανικά της πόλης μπορούν να σταθούν ισάξια και πιο πάνω ακόμη από τα ποιήματα και τις τραγωδίες;”  Δεν περιμένουμε φυσικά απάντηση διότι δεν υπάρχει απάντηση. Η ζυγαριά ισορροπεί απόλυτα ακίνητη.  Ίσως γιατί έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα από τις ερωτήσεις, οι όποιες απαντήσεις άλλα δεν έχουν να σε δώσουν πια.

Ευχαριστίες στους γνωστούς μύστες των καβαφικών μυστηρίων που μου έδωσαν την έμπνευση και κάμποσο υλικό για να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο ποίημα. Ναι, σαν τον Ιουλιανό και τον Πηγάσιο, όντως. Αρκούν πια χειρονομίες και αόρατα διαδικτυακά νοήματα για να συνεννοηθούμε. Όσοι έχετε facebook και την έχετε λίγο την καβαφική λόξα περάστε από εδώ να γίνουμε περισσότεροι: http://tinyurl.com/pnwfevw

Ο φάκελος του ποιήματος
https://app.box.com/s/ih4zwzmhqt662h4f7e0u
περιλαμβάνει τα παρακάτω άρθρα και αποσπάσματα μελετών

1. Anthony Dracopoulos, “The Rhetoric of Dilemma and Cavafean Ambiguity”
2. Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια. Eξέλιξη ενός μύθου
3. Γ.Σεφέρης, «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», 1962. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974
4. Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία
5. Γιάννης Δάλλας, “Η πολυσημία του καβαφικού ποιήματος (Νέοι της Σιδώνας)” (περ. Ο Πολίτης, τ.55, σελ 70-81)
6. Γιώργος Π. Σαββίδης,  “Cavafy versus Aeschylus” (1984). Μικρά καβαφικά, Α΄, Ερμής, 1985
7. Ι.Α.Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη
8. Μαρία Αθανασοπούλου, “Σχόλιο στο Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ”
9. Νέοι της Σιδώνος 400μΧ – Απαγγελλία Μίμη Σουλιώτη (1992)
10. Ρένος & Στάντης & Ήρκος Αποστολίδης, Απαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα
11. Σόνια Ιλίνσκαγια,  Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα
12. Τίμος Μαλάνος,  Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης