Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης “Επέστρεφε”

Επέστρεφε
[σύνθεση: 1903/1909 – δημοσίευση: 1912]

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Αυτό πού λειτουργεί εδώ σαν μαγικός καταλύτης, στα πλαίσια μιας κυκλικής δομής, είναι ἡ προστακτική «Επέστρεφε» του τίτλου, που την ακολουθεί η επίκληση: «Επέστρεφε συχνά και παίρνε µε» µέ την οποία αρχίζει το ποίημά και η οποία ξαναγυρνά, σχεδόν σαν φωνητική και ρυθμική ηχώ, στο δεύτερο στίχο και ξανά στην αρχή της δεύτερης στροφής. (Σ᾽ αυτή αντιστοιχούν οι στίχοι 3ος, 5ος, 8ος, που καθώς όλοι τους αναφέρονται στη σημαντική σφαίρα τής µνήμης, εισάγονται στο ποίημα µέ τον ίδιο χρονικό προσδιορισμό: «όταν». Ακολουθείται κι αυτή δύο φορές από τόν ίδιο ακριβώς στίχο, με μοναδική διαφορά το σημείο στίξης, καθώς στον 8ο στίχο το ποίημα κλείνει με αποσιωπητικά. Ἡ δομή του ποιήματος μεταδίδει δηλαδή, λόγω των φωνητικών και ρυθμικών συνηχήσεων µέ τίς οποίες εκφράζεται, ένα δικό της ανεξάρτητο σημασιολογικό μήνυμα, σχεδόν έναν διαφορετικό –όσο κι αν είναι παράλληλος και ταυτόσημος–κώδικα σημείων μέσα από τον οποίο μπορεί να διαβαστεί.
Την ίδια αυτή «ρέµβην (…) και την υποβολή» ὁ ποιητής θα την αναζητήσει σέ κάποιο «απόσταγμα» από «βότανα γητεύµατος», «κατά τες συνταγές / αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο», που θα ξανάφερνε µια μέρα, µια ώρα από τη νιότη του, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει σ᾿ ένα από τα τελευταία του ποιήματα, το «Κατά τές συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων», του 1994. Αυτή η τραγική αναζήτηση, πού θα αναγνωριστεί από τον Σεφέρη σαν «μία από τίς ωραιότερες φράσεις τής ελληνικής γλώσσας», κλείνει την ποιητική πορεία του Καβάφη.
Ίδια φύση έχουν «του ερωτισμού (…) τα οράματα» κι ἡ «ηδονή που αναφέρονται πάλι σέ δύο ποιήματα πού γράφτηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα από το «Επέστρεφε», το 1913: «Όταν Διεγείρονται» «Ηδονή», πού δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα το 1916 και 1917. […]

Paola M. Minucci, Η λυρική αφήγηση στον Καβάφη, σελ 82 (εκδ. Ύψιλον, 1985)

Από τα πιο γνωστά ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, το «Επέστρεφε» ολοκληρώνεται δύο χρόνια πριν και δημοσιεύεται ένα χρόνο μετά την τομή του 1911 στην καβαφική  ποιητική που ξεκίνησε δέκα χρόνια πριν και epestrefe heirografo kavafisανάμεσα στα άλλα ολοκλήρωσε τη στροφή προς τον ρεαλισμό (αντί του ρομαντισμού)· ταυτόχρονα ο ποιητής προχώρησε «…σε όρια πολύ τολμηρά και πολύ νεοτερικά, εντείνοντας και αποσαφηνίζοντας την ιδιομορφία των ερωτικών του ποιημάτων, αλλά και οξύνοντας και βαθαίνοντας την πολιτική κριτική του» όπως σημειώνει ο Μιχάλης Πιερής.
Η αναγνωρισιμότητα του ποιήματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο «χοντρό γραμματικό λάθος του τίτλου του» (Κ.Θ.Δημαράς) ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για αβλέψία (ο Καβάφης ήταν σχολαστικός σε τέτοια ζητήματα) καθώς επαναλαμβάνεται, πέρα από τον τίτλο, τρεις φορές μέσα στο ποίημα. Συνοπτικά, ο Κωνσταντίνος Δημαράς θεωρεί ότι η φράση, ειπωμένη κάπου, κάποτε από αγαπημένο πρόσωπο λειτουργεί ως σύμβολο της ανάμνησης του με όχημα την επιθυμία μέσα από τη μνήμη. Την άποψη αυτή αντικρούει πολύ πειστικά ο Τίμος Μαλάνος πατώντας κυρίως πάνω στον Αλέκο Σεγκόπουλο (που η στενή προσωπική σχέση του τελευταίου με τον Καβάφη τον κάνει ιδιαίτερα αξιόπιστο) τονίζοντας την έντονα σωματικά ερωτική διάσταση και το τεχνικό κομμάτι του ποιήματος που απαγορεύει το γραμματικά σωστό αλλά ποιητικά ολέθριο «επίστρεφε». Παρακάτω θα πατήσω κι εγώ με τη σειρά μου πάνω στην προσέγγιση του Μαλάνου για να φωτιστεί η αρχιτεκτονική και λεπτές ισορροπίες του ποιήματος.

Δύο άνισες στροφές  6+2 στίχων με τη δεύτερη σε ρόλο coda αλλά όχι πάντως χωρίς αξία. Αξιοπρόσεκτη η νοηματική οργάνωσή του ποιήματος σε δίστιχα που χωρίζουν είτε με παύλα (στίχοι 1-2) είτε με άνω τελεία (στίχοι 3-4) είτε τέλος με την ολοκλήρωση της πρώτης στροφής (στίχοι 5-6). Ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο και χωρίς παρατονισμούς (μία μόνο αναγκαστική συνίζηση στο επιθυμία) μέτρο: δεκασύλλαβο (1ος στίχος), δεκαεξασύλλαβο (2ος στίχος), ενδεκασύλλαβο (3ος στίχος) και πέντε συνεχόμενοι δεκατρισύλλαβοι (στίχοι 4-8).

Ολόκληρο το ποίημα χτίζεται γύρω από το ρήμα του τίτλου Επέστρεφε που ακολουθείται τρεις φορές (1ος. 2ος. 7ος στίχος  ) από το και παίρνε με ενώ το συχνά εμφανίζεται μόνο στον 1ο και 7ο στίχο – ίσως γιατί ο δεύτερος στίχος, ήδηΕξώφυλλο του βιβλιου του Γίαννη Ψυχοπαίδη Επάγγελμα Ποιητής δεκαέξι συλλαβών και πολύ μεγαλύτερος από όλους τους υπόλοιπους, θα υπονόμευε, αν γινόταν μεγαλύτερος, τη μουσικότητα αλλά και την υποβλητικότητα του συνόλου. Ο αναγνώστης σίγουρα  θα προσέξει την έντονη (εφτά φορές) παρήχηση του φθόγγου «ε» καθώς και τη διακριτικότερη του ρω και του νι. Η όλη ακουστική εικόνα ενισχύει το αίσθημα της παρατεταμένης νοσταλγίας και της αναπόλησης. Όμως, αντίθετα από την τριπλή επανάληψη του πρώτου στίχου, το αντικείμενο της επίκλησης, η αγαπημένη αίσθησις αναφέρεται άπαξ στο ποίημα και μάλιστα στο δεύτερο στίχο. Πέρα από τις ανάγκες της μουσικότητας του ποιήματος που επιβάλλουν την επανάληψη του πρώτου στίχου, ο ρόλος του αγαπημένη αίσθησις όντως εξαντλείται σε μία και μόνη αναφορά καθώς οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις για την εμφάνισή της είναι αυτές που κυριαρχούν και ακολουθούν στους επόμενους τέσσερις στίχους και η παρουσίασή τους εισάγεται με την παύλα. Εδώ ξεκινά άλλη μια τριπλή επανάληψη του όταν που εισάγει κάθε φορά το πώς και πότε (θα επιθυμούσε το ποιητικό υποκείμενο να) εμφανίζεται η αγαπημένη ερωτική αίσθηση. Για άλλη μια φορά η επανάληψη φορτίζει νοσταλγικά και ερωτικά την εικόνα πουgeorgiadis 1 scaled 1 ξεκινά (όταν ξυπνά) αρχικά από τη μνήμη (του σώματος η μνήμη) –  που όμως είναι σωματική μνήμη, όχι εγκεφαλική και αναγεννά (ξαναπερνά) την επιθυμία (επιθυμία παλιά) η οποία εξ ορισμού είναι σωματική υπόθεση (στο αίμα) Η άνω τελεία στο τέλος του στίχου διακόπτει στιγμιαία την αυξανόμενη συναισθηματική θερμοκρασία για να την επαναφέρει υψηλότερη στο επόμενο δίστιχο, πάλι με το Όταν όμως εδώ πια η επιθυμία έχει σχεδόν πλήρως σωματοποιηθεί καθώς εμπλέκει κλιμακωτά τα πιο ευαίσθητα ερωτικά μέλη του σώματος (τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται) και φτάνει με τα χέρια ένα βήμα σχεδόν (σαν) πριν την ρεαλιστική αναβίωση της ερωτικής στιγμής (κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι). Αν διαβάσουμε κάθετα τα πέντε ρήματα των στίχων 3-6 διαγράφεται ανάγλυφα όλη η (αναμενόμενη και ευκταία) ερωτική ανάμνηση: εκκινεί (ξυπνά) από την έγερση της μνήμης – του σώματος η μνήμη – και ζωντανεύει, θερμαίνεται (ξαναπερνά) φτάνοντας στο αίμα και από εκεί πια στα χείλη και στο δέρμα που ενθυμούνται για να καταλήξει σε πλήρη σχεδόν σωματική αίσθηση (αισθάνονται) με τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. Είναι εξαιρετική η αρχιτεκτονική του ποιήματος και δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι δουλεύτηκε και ξαναδουλεύτηκε μέσα στα χρόνια πριν παρουσιαστεί όπως και ότι το γραμματικό ρίσκο του επέστρεφε ήταν καλά υπολογισμένο. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο παρά τη γραμματική ασάφεια για το φύλο του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας-μνήμης, παραμένει georgiadis ekthesiένα τολμηρό ποίημα που δείχνει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η καβαφική ποίηση στη συνέχεια.

Η δίστιχη δεύτερη στροφή με τους δεκατρισύλλαβους ιάμβους, σύντομη όσο ένα ρεφρέν, συγκεντρώνει τις κυρίαρχες για τη σκηνοθεσία του ποιήματος μονάδες: τον πρώτο στίχο (Επέστρεφε συχνά και παίρνε με) με την προσθήκη χρονικού προσδιορισμού (την νύχτα) – φυσικά μόνο η νύχτα ταιριάζει ως χρόνος σε τέτοια σκηνοθεσία  – και τον πέμπτο στίχο όπου η ερωτική μνήμη κορυφώνεται (λίγο πριν φτάσει σχεδόν στην ιδεατή της πραγμάτωση στον έκτο στίχο) μέσα από τη μνήμη όχι πια του σώματος γενικά αλλά από τα πιο ερωτικά του μέλη: τα χείλη και το δέρμα.

Είναι πραγματικά ένα μοναδικό ποίημα. Η μνήμη, η επιθυμία, το πάθος δίνονται με τέτοια μουσικότητα και τόσο σοφά υπολογισμένη οργάνωση του λόγου σε μόλις τριάντα περίπου λέξεις συνολικά. που επαναλαμβάνονται χωρίς να κουράζουν αλλά αντίθετα υποβάλλουν. Δεν είναι ούτε δεκάδα τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη που ξεχωρίζω (ίσως γιατί συνολικά προτιμώ τα ιστορικά του) και το συγκεκριμένο είναι μόλις το δεύτερο με το οποίο ασχολούμαι. Ίσως γιατί, πέρα από την αξία του, εμπεριέχει στον τίτλο του το πιο γοητευτικό γραμματικό λάθος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ίσως πάλι η αξία του να εκκινεί από αυτό το «λάθος».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *