Αρχείο ετικέτας Γιώργης Παυλόπουλος

Σημειώσεις – Γιώργης Παυλόπουλος “Η νύχτα και ο Χρόνος”

 Η νύχτα και ο Χρόνος – Γιώργης Παυλόπουλος

στην Α.
Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας
την είδε στ’ όνειρό του.
Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ
και ήταν ακόμη ωραία
και κάθισαν στην πλατεία
και θυμηθήκαν τα παλιά.
Το φως ήταν χρυσό
όπως στον Βερμέερ.

Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του
κι εκείνη του είπε: Μα πώς ξεχνάς;
Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ
την περασμένη Δευτέρα
και καθίσαμε στην πλατεία
και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα
και ήθελα
μα δεν μπορούσα και σου είπα
έχει χαθεί για μας ο Χρόνος.

Κι εσύ τότε μου είπες:
Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως.
Ίσως όλος ο Χρόνος είναι μόνο μια νύχτα
και δεν θα θυμηθούμε ποτέ
αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας.
[Ρόττερνταμ, 16-6-2003]

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου Πού είναι τα πουλιά; (2004) την προτελευταία συλλογή του και από τις πλέον προβεβλημένες. Vermeer view of delftΕρωτική στο μεγαλύτερο μέρος της (αλλά και με αρκετά αξιόλογα ποιήματα που τα διαπερνούν μνήμες του εμφυλίου) η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου εντάσσεται στην α΄μεταπολεμική ποιητική γενιά παρά το γεγονός ότι το ποιητικό του έργο εκδίδεται σε συλλογές πολύ αργότερα: Το κατώγι (1971)· Το σακί (1980)· Τα αντικλείδια (1988)· Τριαντατρία χαϊκού (1990)· Λίγος ἄμμος (1997)· Ποιήματα 1943-1997 (2001, συγκεντρωτικη ἔκδοση)· Ποῦ εἶναι τα πουλιά; (2004)· Να μη τους ξεχάσω (2008). Παρακάτω μερικές ουσιαστικές παρατηρήσεις για το έργο του. Κρατάμε ιδιαίτερα εκείνη του Δ.Ν.Μαρωνίτη.

Η Τασούλα Καραγεωργίου συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου γράφει: «Πρόκειται για μια ποίηση αφηγηματική κατά βάση, με ιστορίες παράξενα χτισμένες με μια εικαστική τεχνική και μια κινηματογραφική οπτική που υπηρετείται εύστοχα από μια γλώσσα χωρίς μαλάματα, πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της, από την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου και στην οποία κυριαρχεί το ρήμα. Η γλώσσα αυτή που διαθέτει την απέριττη αμεσότητα των λαϊκών μύθων, κάποιες φορές ανακαλεί απόηχους απ’ το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συναντάμε στην ποίηση του Παυλόπουλου ποιήματα στα οποία εγγράφεται η ιστορική μνήμη. Εξάλλου η ιστορία στιγμάτισε δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που ούτως ή άλλως κουβάλησε βαρύτατα ιστορικά φορτία ήδη στην ακμή της νεότητάς της. Όμως και αυτά ακόμη, όσα αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα, είναι αφηγηματικά ποιήματα στα οποία η ιστορία καταθέτει τη μαρτυρία της μέσω ενός μύθου από τον οποίο απουσιάζει η ευθεία αναφορά στον τόπο και στον χρόνο…»

«Η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της· να μη πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει […]. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί για να πετάξει – αυτό που έλεγε ο Ομηρος έπεα πτερόεντα. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.»
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Διαλέξεις, 1992 [1989].

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας; Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του -κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα):  Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής;  Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας;  Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες;  Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση;  Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;  Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη; Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά [Σχόλια του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2004]

Ένα αφηγηματικό ποίημα και εδώ με ξεκάθαρο μύθο, λιτό αλλά επαρκή ώστε να ανασυνθέσει ο αναγνώστης τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα που προηγήθηκαν χρονικά. Η αφιέρωση στην άγνωστη σε μας Α. προσδίδει μια ατμόσφαιρα βιωματικότητας, όσο μπορεί μια απλή αφιέρωση να πετύχει κάτι τέτοιο.vermeer window reading Προσχηματική τριτοπρόσωπη αφήγηση, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι πρωτοπρόσωπη απλώς ο ποιητής κατασκευάζει ένα σκιώδες ποιητικό υποκείμενο για να κρατήσει μια επίφαση απόστασης από το υλικό του. Δύο ήρωες, άνδρας και γυναίκα, πρώην εραστές. Δύο ενότητες: η πρώτη στροφή που καταγράφει το όνειρο εκ μέρους του άνδρα και οι επόμενες δύο που το τοποθετούν στην πραγματικότητα προσθέτοντας τις απαραίτητες λεπτομέρειες και κομμάτια από τον διάλογο των δύο (πρώην) εραστών. Εμφανώς η δεύτερη αποτελείται από δύο υποενότητες που αντιστοιχούν στη δεύτερη και τρίτη στροφή αντίστοιχα με την πρώτη να μεταφέρει το τμήμα του διαλόγου που αφορά τη γυναίκα και το δεύτερο εκείνο που αφορά τον άντρα (όλα μέσα από το λόγο της γυναίκας).
Στην πρώτη στροφή ο αφηγητής-σχολιαστής περιγράφει συνοπτικά από τη σκοπιά του άνδρα ήρωα όνειρο: Χρόνος (Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας), χώρος (Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ), η εικόνα της (και ήταν ακόμη ωραία), η συζήτηση (και κάθισαν στην πλατεία // και θυμηθήκαν τα παλιά), Δύο σημεία που προσέχουμε και φανερώνουν ανάμεσα στα άλλα και τον χρόνο που πέρασε από την εποχή του έρωτα: η παρατήρηση για την εμφάνιση της γυναίκας που παραμένει όμορφη στα μάτια του άντρα και έμμεσα τονίζει τον έρωτα που υπήρξε ανάμεσά τους και έπειτα η λεπτομέρεια Το φως ήταν χρυσό // όπως στον Βερμέερ που προσθέτει με την αναφορά στον Ολλανδό ζωγράφο μια πινελιά μαγείας στην εικόνα των δύο παλιών εραστών που συναντιούνται και θυμούνται τα παλιά. Η αναφορά στον Vermeer φυσικά δεν είναι τυχαία· ο Vermeer έζησε στο Delft και το ζωγράφισε.

Η δεύτερη ενότητα που αρχίζει από τη δεύτερη στροφή ανήκει (μετά από το τηλεφώνημα του άντρα: Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του // κι εκείνη του είπε) ολοκληρωτικά στη γυναίκα της οποίας η αντίδραση καταγράφεται σε ευθύ λόγο και παραμένει έτσι ως το τέλος, μεταφέροντας μέσα από τη δική της αφήγηση και τα λόγια του άντρα – και εκείνα πάλι σε ευθύ λόγο. Ουσιαστικά ο αφηγητής-σχολιαστής καταργείται και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει η γυναίκα, vermeer glass wineΗ αφήγηση της γυναίκας ταιριάζει με εκείνη του άντρα και προσθέτει επιπλέον κάποιες λεπτομέρειες καθώς και κομμάτια από τον διάλογό τους. Μόνο σε ένα πράγμα διαφέρει: τονίζει από την αρχή ότι δεν ήταν διόλου όνειρο αυτό που είδε ο άντρας: … Μα πώς ξεχνάς; // Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ // την περασμένη Δευτέρα // και καθίσαμε στην πλατεία. Προσθέτει επιπλέον μια ουσιαστική λεπτομέρεια: και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα // και ήθελα // μα δεν μπορούσα…
Υπάρχει ακόμα έντονη ερωτική έλξη και επιθυμία ανάμεσα στους δύο αλλά δε μπορεί να μετουσιωθεί πλέον σε ερωτική πράξη αν και το θέλουν και οι δύο, προφανώς διότι και οι δύο έχουν χτίσει πλέον αλλιώς τη ζωή τους  Η φράση της γυναίκας και σου είπα // έχει χαθεί για μας ο Χρόνος διαβάζεται και αμφίσημα: έχει χαθεί ανάμεσά τους η έννοια του χρόνου λόγω της μαγείας της στιγμής (σε αυτό οδηγεί η λέξη Χρόνος με κεφαλαίο που φανερώνει τον χρόνο όχι ως χρονικό διάστημα αλλά ως γενικότερη εποπτεία) αλλά από την άλλη (πιθανόν) και ότι έχει χαθεί πολύς χρόνος ανάμεσά τους, έχει αλλάξει το status στη σχέση τους και δεν είναι εύκολο να επανεκκινήσει μια ερωτική σχέση. Βέβαια η πρώτη εκδοχή μοιάζει πιο αποδεκτή καθώς εκεί οδηγεί και η απάντηση του άντρα : Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως. // Ίσως όλος ο Χρόνος είναι μόνο μια νύχτα // και δεν θα θυμηθούμε ποτέ // αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας. Johannes Vermeer InfluencedΤο φως του ονείρου, το χρυσό φως του Βερμέερ στην πλατεία, η μαγεία στο όνειρο, τώρα παρουσιάζεται ως εκπεφρασμένη ευχή και επιθυμία  του άντρα (Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως ) που συμπληρώνει ότι όλος ο Χρόνος αυτός που υπήρξε και θα υπάρξει, ακόμα και αυτός που χάθηκε ενδεχόμενα, να είναι μόνο μια νύχτα – όχι βέβαια τυχαία νύχτα: προφανώς ερωτική νύχτα μεταξύ τους – που ποτέ δεν θα ξεκαθαρίσει αν ήταν πραγματική ή όνειρο. Άλλωστε έτσι συμβαίνει με τον έρωτα: όνειρο και πραγματικότητα συνδέονται αδιάρρηκτα έτσι που στο τέλος συγχέονται, πραγματικές εμπειρίες μοιάζουν με όνειρο και όνειρα βιώνονται ως πραγματική εμπειρία.

Με βάση αυτή την τελευταία παρατήρηση μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το παράδοξο του ποιήματος (και η γοητεία του ποιήματος), το όνειρο που δεν είναι όνειρο, δεν είναι παράδοξο εάν υπάρχει ο Έρωτας. Η πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της ερωτικής επιθυμίας μυθοποιείται, χάνει ό,τι δεν ενδιαφέρει τα ερωτικά υποκείμενα και διατηρεί μόνο τις λεπτομέρειες που  χαράζουν και φωτίζουν την εμπειρία όπως το φως στην πλατεία του Delft που θυμίζει πίνακα του Vermeer. Η αίσθηση του χρόνου γίνεται εντελώς υποκειμενική και συρρικνώνεται σε μια νύχτα τόσο έντονη σε συναίσθημα που μπορεί να συμπεριλάβει όλον τον Χρόνο πριν και μετά. Και ταυτόχρονα, μέσα από τη διαδικασία μυθοποίησης που προαναφέρθηκε, η ίδια αυτή νύχτα παύει να είναι όνειρο ή πραγματικότητα αλλά μένει σε ένα μετέωρο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο καταστάσεις τόσο που συχνά τα ερωτικά υποκείμενα δε μπορούν να ξεδιαλύνουν μέσα τους αν πραγματικά έζησαν ή όχι τις στιγμές που έχουν στο νου τους. Και δεν είναι ισχύει μόνο για τις ερωτικές νύχτες αλλά για και για πολλές ακόμα στιγμές με ένταση ερωτική, ακόμα και μιας συνομιλίας σε μια λουσμένη από απογευματινό φως πλατείας. Στο Delft ή κάπου αλλού.