Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων»

Σημειώσεις για την Κρατησίκλεια. Θα παραθέσω και τα δύο ποιήματα που την αφορούν: Το «Εν Σπάρτη», που δόθηκε στη δημοσιότητα το 1928 και το «Άγε δη ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» το 1929. Και τα δύο έχουν ως κεντρική ηρωίδα τη Κρατησίκλεια, μητέρα του Κλεομένη του Γ και τον ίδιο τον Κλεομένη Γ΄. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Πιερής είναι ένα «δίπτυχο του ίδιου ιστορικού δράματος στο οποίο πρωταγωνιστούν τα ίδια πρόσωπα: ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ’ και η μητέρα του Κρατησίκλεια»

Sparta 02Για τον Κλεομένη Γ΄ αναλυτικά εδώ:
Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης: Ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας
(πολύ καλή δουλειά σε τρία μέρη, αυτή είναι η αρχική σελίδα, έχει άλλες δύο, δες τα λινκ στην αρχή ή δες τα
εδώ)

Συνοπτικά εδώ: https://www.rassias.gr/1087CLEOMENES.html

Το απόσπασμα: Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι/Άγις και Κλεομένης 43.4 – 43.10 (στα μπλε: 43.6-43.9)
Ἐπεὶ δὲ Πτολεμαῖος ὁ τῆς Αἰγύπτου βασιλεὺς ἐπαγγελλόμενος αὐτῷ βοήθειαν ἠξίου λαβεῖν ὅμηρα τοὺς παῖδας καὶ τὴν μητέρα, χρόνον μὲν συχνὸν ᾐσχύνετο φράσαι τῇ μητρί, καὶ πολλάκις εἰσελθὼν καὶ πρὸς αὐτῷ γενόμενος τῷ λόγῳ κατεσιώπησεν, ὥστε κἀκείνην ὑπονοεῖν καὶ παρὰ τῶν φίλων αὐτοῦ διαπυνθάνεσθαι, μή τι κατοκνεῖ βουλόμενος ἐντυχεῖν αὐτῇ. τέλος δὲ τοῦ Κλεομένους ἀποτολμήσαντος εἰπεῖν, ἐξεγέλασέ τε μέγα καὶ “τοῦτ’ ἦν” εἶπεν “ὃ πολλάκις ὁρμήσας λέγειν ἀπεδειλίασας; οὐ θᾶττον ἡμᾶς ἐνθέμενος εἰς πλοῖον ἀποστελεῖς, ὅπου ποτὲ τῇ Σπάρτῃ νομίζεις τὸ σῶμα τοῦτο χρησιμώτατον ἔσεσθαι, πρὶν ὑπὸ γήρως αὐτοῦ καθήμενον διαλυθῆναι;” πάντων οὖν ἑτοίμων γενομένων, ἀφίκοντο μὲν εἰς Ταίναρον πεζῇ, καὶ προὔπεμπεν ἡ δύναμις αὐτοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις· μέλλουσα δὲ τῆς νεὼς ἐπιβαίνειν ἡ Κρατησίκλεια τὸν Κλεομένη μόνον εἰς τὸν νεὼν τοῦ Ποσειδῶνος ἀπήγαγε, καὶ περιβαλοῦσα καὶ κατασπασμένη διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένον της Κρατησίκλειας φανταστική απεικόνιση του Ιταλού Bartolomeo Pinelli στο «Storia Greca Antica» 1809“ἄγε” εἶπεν “ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων, ὅπως ἐπὰν ἔξω γενώμεθα μηδεὶς ἴδῃ δακρύοντας ἡμᾶς μηδ’ ἀνάξιόν τι τῆς Σπάρτης ποιοῦντας. τοῦτο γὰρ ἐφ’ ἡμῖν μόνον· αἱ τύχαι δ’ ὅπως ἂν ὁ δαίμων διδῷ πάρεισι.” ταῦτα δ’ εἰποῦσα καὶ καταστήσασα τὸ πρόσωπον ἐπὶ τὴν ναῦν ἐχώρει τὸ παιδίον ἔχουσα, καὶ διὰ τάχους ἐκέλευσεν ἀπαίρειν τὸν κυβερνήτην. ἐπεὶ δ’ εἰς Αἴγυπτον ἀφίκετο καὶ τὸν Πτολεμαῖον ἐπύθετο λόγους παρ’ Ἀντιγόνου καὶ πρεσβείας δεχόμενον, περὶ δὲ τοῦ Κλεομένους ἤκουσεν, ὅτι, τῶν Ἀχαιῶν προκαλουμένων αὐτὸν εἰς διαλύσεις, φοβοῖτο δι’ ἐκείνην ἄνευ Πτολεμαίου καταθέσθαι τὸν πόλεμον, ἐπέστειλεν αὐτῷ τὰ τῇ Σπάρτῃ πρέποντα καὶ συμφέροντα πράττειν καὶ μὴ διὰ μίαν γραῦν καὶ παιδάριον ἀεὶ δεδιέναι Πτολεμαῖον. αὕτη μὲν οὖν παρὰ τὰς τύχας τοιαύτη λέγεται γεγενῆσθαι.

Εν Σπάρτη (;/1928)

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε —
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή
εις Aίγυπτον και να φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.

Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πηαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.

Όσο για την ταπείνωσι — μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·
όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.

Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (;/1929)

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»

Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».

Ένα όψιμο (δημοσίευση 1928) ποίημα του καβαφικού κανόνα των 154 ποιημάτων. Με βάση τη νεότερη διαίρεση των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη σε ψευδοϊστορικά (κατά τον Γ.Σεφέρη φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα), ιστοριογενή (κατά τον Μ.Πιερή τα καθαρόαιμα ιστορικά) και ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο) το ποίημα είναι καθαρά ιστοριογενές καθώς χτίζεται πάνω σε ένα απόσπασμα από τους Βίους του Πλουτάρχου (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Άγις και Κλεομένης  43.4-43.9)Ο Μιχάλης Πιερής, την προσέγγιση του οποίου ακολουθώ σε μεγάλο ποσοστό διακρίνει δύο ενότητες δυσανάλογες μεταξύ τους: στίχοι 1-19 η πρώτη και μόνος του ο στίχος 20 στη δεύτερη. Η πρώτη ενότητα διαιρείται σε τρεις μικρότερες 1-5, 6-11, 12-19  διαίρεση που βασίζεται πρωτίστως στην αλλαγή τόνου: με τις «εναρκτικές λεκτικές μονάδες της δεύτερης και της τρίτης ενότητας (Μα: στ. 6, Όμως: στ. 12), με τις οποίες έχουμε και τον συνηθισμένο καβαφικό τρόπο μεταλλαγής του τόνου μέσα στο ποίημα: συνήθως η ενότητα που ακολουθεί ανατρέπει, αντιτίθεται ή διαλέγεται κριτικά με αυτήν που προηγήθηκε.» αλλά και με τη στίξη (τελείες στο τέλος κάθε ενότητας).

Κοινό στοιχείο στα δύο ποιήματα της Κρατησίκλειας η αξιοποίηση του αρχαίου παραθέματος του Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Άγις και Κλεομένης 43.4-43.9. Ενώ όμως στο ποίημα «Εν Σπάρτη» ο ανώνυμος αφηγητής/σχολιαστής μεταφέρει τον λόγο του Πλουτάρχου μεταφρασμένο, φιλτραρισμένο και σχολιασμένο αποκλειστικά με τους δικούς του όρους και τη δική του οπτική, στο δεύτερο ποίημα αυτό συμβαίνει σε μικρότερη έκταση καθώς ολόκληρο το κομμάτι της πλουτάρχειας περικοπής που περιέχει σε ευθύ λόγο την προσφώνηση της Κρατησίκλειας στον διαλυμένο συναισθηματικά Κλεομένη μεταφέρεται αυτούσιο και ήδη πριν έχει χρησιμοποιήσει επίσης αυτούσιες στον αρχαίο λόγο τις δύο μετοχές που φανερώνουν τη φόρτιση του Κλεομένη. Δεν είναι και πολύ συνηθισμένο αυτό το τελευταίο στον Καβάφη, όχι τουλάχιστον σε τέτοια έκταση. Πρέπει πραγματικά να συγκίνησε ιδιαίτερα τον ποιητή ο λόγος της Κρατησίκλειας έτσι που δεν έκρινε ούτε σκόπιμο ούτε χρήσιμο να τον μεταφέρει μέσα από τον αφηγητή/σχολιαστή και να τον φιλτράρει ή να τον σχολιάσει έμμεσα. Όπως και ο Πλούταρχος τον αφήνει σε ευθύ λόγο και χωρίς να τον μεταφέρει στην νεοελληνική για να μη χαθεί απολύτως τίποτα από τη φόρτιση του λόγου και τη δραματικότητά του. Μένει να δούμε τι προσθέτει ο ποιητής στο απόσπασμα και πώς τοποθετεί το αρχαίο παράθεμα μέσα στον δικό του λόγο και τη δική του σκηνοθεσία.

Κρατάμε συνεχώς στο νου τις συνεχείς και διαδοχικές αρνήσεις που συνθέτου τις αντιθέσεις, ανατροπές και εναλλαγές συναισθημάτων στο ποίημα. Ήδη δύο από αυτές οργανώνουν την πρώτη υποενότητα: Δεν καταδέχονταν (στίχος 1) και η διπλή Τίποτε δεν απόδειχνε (στίχος 4), Είναι μάλιστα το μόνο απόσπασμα στο ποίημα που δεν περιλαμβάνεται στο αρχαίο παράθεμα αλλά συντίθεται αποκλειστικά από τον ποιητή για να σκηνοθετήσει το δράμα που ακολουθεί. Εξ αρχής ο χαρακτήρας της Κρατησίκλειας προβάλλεται ζωηρά και παραστατικά. Πρώτα (στιχοι 1-2) με την άρνησή της να παραδοθεί στον οίκτο του κόσμου που την παρακολουθεί: .jpgΔεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια // ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί· Η άνω τελεία στο τέλος του δεύτερου στίχου κλείνει κοφτά την παρουσίαση του ήθους και ανοίγει αμέσως στον επόμενο στίχο την πραγμάτωση της ηθικής της ποιότητας: και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. Σημειώνουμε το σκηνοθετικό βάρος των δύο επιθέτων που είναι αποκλειστικά καβαφικές προσθήκες και κρατούν το βάρος της έμπρακτης προβολής του ήθους της Κρατησίκλειας: μεγαλοπρεπής και σιωπηλή. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο τονίζουν την ιδιότητά της ως μητέρας του βασιλιά μαζί με τον αρχικό στίχο. Και ο ποιητής επιμένει στους δύο επόμενους στίχους να ζωγραφίσει ακόμα πιο παραστατικά, με τον δικό του τρόπο (δεν υπάρχει τίποτα σχετικό στην περικοπή) την ευγενική μορφή της ηρωίδας Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της // απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της. Προσέχουμε τη δεύτερη άρνηση μετά από τελεία – ο ποιητής αποφεύγει συστηματικά εδώ την παράταξη ή τον υποτεταγμένο λόγο καθώς θέλει να κρατήσει τη μεγαλοπρέπεια και την αυστηρότητα στις κινήσεις της Κρατησίκλειας. Και φυσικά το βάρος πέφτει μετά την άρνηση στο επίθετο ατάραχη (το τρίτο στη σειρά μετά τα μεγαλοπρεπής και σιωπηλή) που έρχεται σε δραματική αντίθεση με τις λέξεις καϋμός και τυρράνια – τόσο το ίδιο όσο συνειρμικά και τα άλλα δύο: μεγαλοπρεπής, σιωπηλή, ατάραχη # ο καϋμός και τα τυρράνια της.

Όλος αυτός ο αγώνας της Κρατησίκλειας να κρατήσει το κεφάλι ψηλά, να μην φανερώσει την εσωτερική της συντριβή, διακινδυνεύεται στη δεύτερη υποενότητα Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε· Και πάλι εδώ η  άνω τελεία κόβει στιγμιαία το αφηγηματικό σχόλιο για να περάσει αμέσως στο συγκινητικό επεισόδιο που καταγράφει ο Πλούταρχος. Και πάλι πρέπει να προσέξουμε τόσο το αντιθετικό μα που εισάγει το θέμα του κινδύνου ανατροπής της αξιοπρεπούς εικόνας της ηρωίδας όσο και την άρνηση δεν άντεξε που επιτείνει το θέμα αυτό της ανατροπής αν διαβαστεί σε κοντράστ με την αρχή της πρώτης υποενότητας: Δεν καταδέχονταν # δεν άντεξε. Ο αφηγητής/σχολιαστής ακολουθεί στη συνέχεια αρκετά πιστά το αρχαίο κείμενο χωρίς ωστόσο να προδώσει την όλη του ως τώρα σκηνοθεσία. Λίγο πριν το πλοίο (άθλιο κατά τον αφηγητή/σχολιαστή  – το επίθετο ταιριαστό με τον καϋμό και τα τυράννια της ηρωίδας) μεταφέρει την Κρατησίκλεια στην Αλεξάνδρεια πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος, // και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε // και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει // ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον». Παραθέτω για σύγκριση το αρχαίο κείμενο και υπογραμμίζω τους όρους που κράτησε ο σχολιαστής: τὸν Κλεομένη μόνον εἰς τὸν νεών τοῦ Ποσειδῶνος ἀπήγαγε, καὶ περιβαλοῦσα καὶ κατασπασαμένη διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένο. Παρατηρούμε ότι οι μόνες ουσιαστικές αλλαγές που γίνονται είναι το μόνον του αρχαίου παραθέματος που μεταφέρθηκε στο μόνοι σαν βρέθηκαν, κάτι απολύτως συμβατό με την εικόνα της Κρατησίκειας που δε θέλει να δείχνει τα συναισθήματά της δημόσια και τα απήγαγε που μεταφέρεται ως πήρε – μάλλον πιο διακριτικό και πιο κοντά στην εικόνα που έχτισε για την Κρατησίκλεια ο αφηγητής/σχολιαστής μαζί με το κατασπασμένη που επίσης μετριάζεται σε ασπάζονταν. Και φυσικά οι αρχαίες μετοχές διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένο που εκφράζουν τη συντριβή του Κλεομένη μένουν εσκεμμένα αμετάφραστες – ο αφηγητής/σχολιαστής παραπέμπει άμεσα στον Πλούταρχο. Γενικά ο Κλεομένης μένει στη σκιά και στο περιθώριο του ποιήματος, οι προβολείς πέφτουν σταθερά πάνω στην Κρατησίκλεια.

Η τρίτη υποενότητα ξεκινά και αυτή με ανατροπή-άρνηση: Όμως. Ανατρέπεται η στιγμιαία αδυναμία, κλείνει η ιδιωτική και μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι υποχώρηση στο συναίσθημα της ηρωίδας, όχι βέβαια χωρίς αγώνα: Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε· Και πάλι εδώ η άνω τελεία υπογραμμίζει την ένταση του αγώνα που διεξάγεται μέσα στην ηρωίδα (και την ευθεία αναφορά στον δυνατό της χαρακτήρα) και οργανώνει τη μετάβαση στην τελική νίκη της αξιοπρέπειας: συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα – ας προσέξουμε το τέταρτο επίθετο που την χαρακτηρίζει, συγκεντρώνοντας όλες τις ιδιότητες των προηγουμένων και ως συνολική αξιολόγηση του ήθους και της συμπεριφοράς της: θαυμασία. Ας προσέξουμε επίσης το χαρακτήρ και τη μετοχή συνελθούσα καθώς ο λόγος του αφηγητή/σχολιαστή αποκλίνει δραστικά προς τον αρχαίο, επηρεασμένος από τις δυο προηγούμενες αμετάφραστες μετοχές και το παράθεμα που ακολουθεί.

Το αμετάφραστο παράθεμα του Πλούταρχου που ενσωματώνεται στο ποίημα είναι από τα ελάχιστα τέτοιας έκτασης στο Καβαφικό corpus. Πρόχειρα έχω βρει το Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω και το Εν τω μηνί Αθύρ. Το ξεπερνά μόνο το Πάρθεν στην ποντιακή του λαλιά που όμως έχει άλλες στοχεύσεις και παρέμεινε ίσως γι αυτό στα Κρυμμένα και όχι στα 154 αναγνωρισμένα (το αναλύω εκτενώς εδώ: https://blogs.sch.gr/pantsal/archives/386. Η Κρατησίκλεια, έχοντας πλέον επανακτήσει τον αυτοέλεγχό της, προτρέπει τον γιό της – όχι ως γιό της αλλά ως βασιλιά των Λακεδαιμονίων, έτσι τον πρσφωνεί – όταν βγουν έξω να μην τους δει κανείς να δακρύζουν  ή να κάνουν κάτι που δεν ταιριάζει στην Σπάρτη. Δεν επιτρέπονται σε έναν βασιλιά της Σπάρτης και τη μητέρα του συγκινήσεις και δάκρυα· τα απαγορεύει άλλωστε η θέση τους και η ιστορία που φέρει η πόλη – δε μπορούν να κάνουν κάτι ανάξιον της Σπάρτης. Και καταλήγει επιγραμματικά: Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον· // αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.
Η Κρατησίκλεια γνωρίζει ότι οι καλές μέρες της πόλης είναι παρελθόν, ότι το μόνο που μπορούν πια να κάνουν είναι να σταθούν με αξιοπρέπεια μπροστά στο επερχόμενο τέλος (η Σπάρτη παλεύει πια με πολύ ισχυρότερους εχθρούς. Σε μια ταπεινωτική στιγμή καθώς φεύγει ως όμηρος για την Αλεξάνδρεια έχει ακόμα κάτι που δεν έχει χαθεί: μέσα από τη σιωπή και τη μεγαλοπρέπεια κρατά το μόνο το εφ’ ημίν. την περηφάνεια της και την αξιοπρέπεια της ίδιας και των όσων εκπροσωπεί. Τα υπόλοιπα; Μα δεν είναι στο χέρι των ανθρώπων, υπόθεση των θεών είναι και μόνο: αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.

Η δεύτερη ενότητα, ένας και μόνος στίχος χωρισμένος από το σώμα των υπολοίπων: Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ». Ο ποιητής επιλέγει να χωρίσει την τελική πράξη του δράματος από το υπόλοιπο ποίημα απομονώνοντας ταυτόχρονα και το ρήμα διδώ που το μετατρέπει σε ουσιαστικό: το «διδώ» . Υπαινίσσεται έτσι τον άθλιο τραγικό θάνατο της Κρατησίκλειας στην Αλεξάνδρεια όσο και  – έμμεσα – την τραγική ανθρώπινη μοίρα: δεν αρκεί να είναι κανείς γενναίος και αξιοπρεπής για να αποφύγει ένα ελεεινό τέλος: γενναίοι και δειλοί, αξιοπρεπείς και γελοίοι μπορούν να χαθούν χωρίς διάκριση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κανέναν δεν σώζει η αξιοπρέπεια αλλά τουλάχιστον αυτό παραμένει εφ’ ημίν και δεν ευτελίζει περισσότερο το όποιο τέλος μας. Και ίσως είναι το μόνο που μπορεί να μας κάνει έστω και εις μικρόν, θαυμασίους

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *