Αρχείο ετικέτας Ανέστης Ευαγγέλου

Σημειώσεις – Ανέστης Ευαγγέλου, “Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς” και Άρης Αλεξάνδρου, “Είμαστε υπεύθυνοι”

Ανέστης Ευαγγέλου, Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς

Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.

Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.
                                      Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986) [Θεσ/νικη, εκδ. Παρατηρητής, 1988)

 

Άρης Αλεξάνδρου, Είμαστε υπεύθυνοι

Για να χτίσουν μια καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.

Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα.

Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.

Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.
                        Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)» β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σελ. 87.

Παραθέτω δύο ποιήματα στα οποία το κεντρικό θέμα είναι το χτίσιμο του σπιτιού/ζωής είτε αυτό γίνεται εκ νέου μέσα από τα ερείπια μιας κατεστραμμένης ζωής είτε (καθολικότερα) οι απόπειρες να «χτιστεί» μια καινούργια κοινωνία. Παρά την διαφορετική στόχευση και περιεχόμενο (υπαρξιακό το πρώτο κοινωνικό/πολιτικό το δεύτερο) υπάρχουν αρκετά κοινά.
Θα εξετάσω πιο συστηματικά το πρώτο – πολύ συνοπτικά ωστόσο, γρήγορες σημειώσεις,

B΄  Μεταπολεμική Γενιά
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25.

[…] Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπορεύονται τόσο από την άποψη του χρόνου εμφάνισης όσο και από την άποψη του θεματικού προσανατολισμού, ολοκληρώνουν στη μεταπολίτευση και ως το τέλος του αιώνα, περνώντας έτσι και στις ημέρες μας, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες. […]
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 369-370.

Anestis EvangelouΔεύτερο πρόσωπο που ουσιαστικά είναι πρώτο καθώς το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του – αν και όχι μόνο, αυτό άλλωστε είναι το πλεονέκτημα του δευτέρου προσώπου, ότι δεν εγκλωβίζει οριστικά το ποίημα στο ατομικό βίωμα. Επιπλέον ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσέξει την άμεση σχέση του ποιήματος με τα διδακτικά καβαφικά ποιήματα πριν το 1910 (διαπιστώσεις, προτροπές, διδακτισμός – οι χαμηλοί τόνοι ωστόσο εδώ δεν αφήνουν χώρο σε ρητορεία). Λόγος άμεσος, δηλωτικός, η αναλογία ανάμεσα στη ζωή και στο κτίσμα ξεκάθαρη. Εξαιρετική και αυστηρή λιτότητα (δεν υπάρχουν επίθετα), κυριαρχία ρημάτων και αντωνυμιών καθώς και των απαραίτητων μόνο ουσιαστικών. Ο λόγος του Ευαγγέλου σπάνια ξεφεύγει από αυτές τις αρχές,
Δύο άνισες στροφές 10 και 2 στίχων αντίστοιχα που ταυτίζονται με δύο ενότητες Η δεύτερη στροφική ενότητα ουσιαστικά κατακλείδα στην πρώτη.
Η πρώτη στροφική ενότητα αναπτύσσει μια αναστοχαστική διάθεση πάνω στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα – σημειώσαμε ήδη ότι το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του μέσω του δεύτερου προσώπου. Η πορεία της ζωής συσσωρεύει  σταδιακά ολοένα και περισσότερα ερείπια: ήττες, απώλειες, ανεκπλήρωτα όνειρα: Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις // μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια. Περισσότερο από τα παραπάνω είναι η διάψευση των ιδανικών ή και οι επώδυνοι συμβιβασμοί που οδηγούν σε αποσάθρωση των αρχών που στήριξαν τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα (δεν ξεκαθαρίζει αν αυτό οφείλεται σε ατομική ευθύνη ή συγκυρίες): (βλέπεις) να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια // που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου. Και εφόσον η κατάσταση έχει έτσι δε μπορεί παρά να καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι (δεν είναι πλεονασμός, προηγείται η κατανόηση και ακολουθεί η επίγνωση) πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου: Δηλαδή μόνο το ίδιο το άτομο έχει την ευθύνη της ζωής του – ανεξάρτητα αν έφταιγε ή δεν έφταιγε για τις απώλειες και τα γκρεμίσματα, Συνεπώς μόνο το ίδιο το άτομο οφείλει να διορθώσει ό,τι έγινε στραβά και ό,τι καταστράφηκε είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ // που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις // νερό και λάσπη, με τα ίδια // υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου. Προσέχουμε την επανάληψη της προσωπικής ανωνυμίας δευτέρου προσώπου στους στίχους 6 και 7 (εσύ) με την κτητική αντωνυμία (δικά σου) να παρεμβάλλεται, Η ευθύνη της ανοικοδόμησης είναι αποκλειστικά αρμοδιότητα του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα: μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου. Προσέχουμε ακόμα τον επιτακτικό τόνο (πρέπει να σηκωθείς) αλλά και το ότι οι τοίχοι θα ξαναχτιστούν από την αρχή με τα ίδια υλικά. απλώς θα προστεθεί νερό και λάσπη. Δεν είναι πρόβλημα υλικών λοιπόν το γκρέμισμα, τα ερείπια αλλά περισσότερο ανθρώπινες ευθύνες ή παραλείψεις και συγκυρίες. Όμως τώρα πια έχουν αλλάξει τα πράγματα: Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Το ποιητικό υποκείμενο έχει ωριμάσει. Και πάλι, όπως και στον στίχο 5, προηγείται η κατανόηση της κατάστασης (Τώρα που βλέπεις καθαρά) και ακολουθεί η επίγνωση (που ξέρεις επιτέλους). Προσέχουμε το επιτέλους καθώς δείχνει μια ολόκληρη εποχή φρούδων ελπίδων και διαψεύσεων για το ποιητικό υποκείμενο που εδώ πλέον τελειώνει καθώς …ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που θα αναλάβει να ξαναχτίσει τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα ούτε καν να βοηθήσει καθώς αυτό είναι μια αυστηρά προσωπική διαδικασία. Η ζωή του κάθε ανθρώπου χτίζεται και ξαναχτίζεται μόνο από τον ίδιο. Και αν κάποιοι ίσως βρίσκουν κάποια βοήθεια, εδώ το ποιητικό υποκείμενο/ήρωας δεν έχει τέτοια τύχη. Δεν υπάρχει βοήθεια γι’αυτόν από πουθενά.

ΓυάροςΣτον Άρη Αλεξάνδρου (Α’ Μεταπολεμική Γενιά) υπάρχει πάλι το οίκημα που χτίζεται μόνο που εδώ δεν είναι η ζωή του ήρωα αλλά ο κόσμος ολόκληρος που πρέπει να χτιστεί όπως ένα καλύβι. Τρία γραμματικά πρόσωπα: τρίτο πληθυντικό στην πρώτη στροφή και αφορά όσους χτίζουν μία καλύβα, τα υλικά και η διαδικασία που φτιάχνονται τα πήλινα τούβλα. Το πρώτο ενικό εμφανίζεται στιγμιαία στη τρίτη στροφή: Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου // μ’ αυτά τα υλικά και από εκεί και μετά αποκλειστικά το α’ πληθυντικό, ο ήρωας και οι σύντροφοί του – να σημειωθεί ότι η πρώτη εμφάνιση α’ πληθυντικού γίνεται στη δεύτερη στροφή που την αποτελεί ένας στίχος Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα. που αντιπαραβάλλει τα υλικά που διαθέτουν ο ήρωας και οι σύντροφοί του σε σχέση με τα υλικά που απαιτούνται για μια απλή καλύβα, το κοκκινόχωμα και το άχυρο. Ολόκληρη η τρίτη στροφή περιγράφει τη ματαιότητα της συνεχούς (χρόνια) προσπάθειας τόσο ατομικά του ήρωα όσο και συλλογικά καθώς την προσπάθεια να ζυμωθεί είτε το μικρό πλιθί του ήρωα είτε τα υπόλοιπα των συντρόφων του που απαιτούνται για τον νέο κόσμο – προσέχουμε την επανάληψη χρόνια…χρόνια και πασχίζω…πασχίζουμε. Screenshot 11 26 1024x512Η προσπάθεια μένει ατελέσφορη: Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται // Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες. Παρατηρούμε επίσης τον διπλό στόχο, χτίσιμο και μεταμόρφωση. Καταστρέφεται είτε από τη στενομυαλιά των ανθρώπων (προλήψεις) είτε από τυχαίες καταστάσεις (βροχές) είτε από εσωτερικές έριδες και προδοσίες (προδοσίες)
Ωστόσο η τέταρτη στροφή θέτει ξεκάθαρα και με επίταση (επανάληψή του είμαστε υπεύθυνοι) το ζήτημα της ευθύνης που εδώ αφορά όλους, συλλογικά: και δε φταίνε τα υλικά, άσχετα αν είναι διαφορετικά από εκείνα με τα οποία χτίζεται ένα από καλύβι· ο ήρωας και οι σύντροφοί του έχουν την ευθύνη και για τα υλικά και για την ανεπάρκεια και τα πισωγυρίσματα στην προσπάθεια και για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα. Νομίζω ότι εδώ η λέξη ευθύνη έχει διπλή σημασία: λογοδοσία (Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά // για τις λιποψυχίες μας) και υποχρέωση (είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας). Κλείνω τις παρατηρήσεις με μια ματιά στο χώρο: γυμνά πόδια, στάχτη, αίμα και συρματόπλεγμα ίσον Γυάρος.

Ένα ποίημα με υπαρξιακό περιεχόμενο και ένα με κοινωνικό χρησιμοποιούν την ίδια περίπου αναλογία του χτισίματος. Στο πρώτο η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου με τα ίδια υλικά και είναι αυστηρά ατομική και αφορά τη ζωή του ήρωα. Στο δεύτερο η προσπάθεια είναι συνεχής, ατομική και συλλογική, αφορά το χτίσιμο και τη μεταμόρφωση του κόσμου ολόκληρου αλλά είναι ταυτόχρονα ατελέσφορη καθώς τα υπάρχοντα υλικά διαλύονται από μια σειρά προβλημάτων και συγκυριών. 

ejoria

Δεν υπάρχουν άλλα υλικά (σε κανένα από τα δύο ποιήματα) και προκύπτει και στα δύο ποιήματα η  υποχρέωση των ηρώων να ξεκινήσουν (ή να συντηρήσουν) το χτίσιμο: αυτό εκφέρεται ως προτροπή στο πρώτο ποίημα αλλά ως απόλυτη υποχρέωση, χρέος. στο δεύτερο. Επώδυνη η διαδικασία και στα δύο ποιήματα ωστόσο πολύ πιο αιματηρή στη δεύτερη καθώς είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα μαζί με το σκουριασμένο συρματόπλεγμα.

Σημειώσεις – Ανέστης Ευαγγέλου “Ars Poetica”

Ανέστης Ευαγγέλου – Ars Poetica

Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια στην άλλη –
όχι στην αλχημεία της γλώσσας

όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν

ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμποριό [1]
που βγήκαν λάβα φλογερή απ’ τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο να ‘ρθουν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους

όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στην Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια

όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια

όχι στον ανώδυνο λυρισμό

ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων

ναι στο ζεστό
παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ο παρατηρητής. Τεύχος 14, Νοέμβριος 1989 – Ιανουάριος 1990. Θεσσαλονίκη)

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη ’66-’70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Τars poeticaο 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παρατηρητής” με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986. Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής.

Για τους ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς πολύ σύντομα:
Χαρακτηριστικά ποίησης:
– Αίσθηση ήττας χωρίς να έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα.
– Κύρια θέματα: έρωτας (βίωμα), θάνατος, ανθρώπινη κοινωνία.
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
(Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25).

Εκπρόσωποι: (ενδεικτικά):
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου,
Βύρων Λεοντάρης, Μάρκος Μέσκος, Ντ. Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου

Αρκετά αναλυτικά και μόνο για φιλόλογο εδώ:
https://docplayer.gr/36764451-Deyteri-metapolemiki-poiitiki.html

Είναι το δεύτερο ποίημα του Ευαγγέλου με τον τίτλο αυτό. Το πρώτο το παραθέτω παρακάτω γιατί δίνει το στίγμα του ποιήματος που εξετάζουμε ήδη είκοσι τρία χρόνια πριν, για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να είναι το ποίημα.

Ανέστης Ευαγγέλου, Ars poetica

To ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική∙ δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.

Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει –
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα∙ κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις – κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.
Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966)

Το ποίημα, ποίημα ποιητικής όπως άμεσα δηλώνεται στον τίτλο, εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ευαγγέλου. Λιτότητα λόγου (επίθετα τα απολύτως αναγκαία και μετρημένα), αμεσότητα, ευθεία προβολή των ιδεών που διαπραγματεύεται, περιορισμένα και εντελώς βασικά σχήματα λόγου. Ποίηση με ευθύτητα και χαρακτήρα που ρέπει στην εξομολόγηση.
Οχτώ άνισες στροφές που κυμαίνονται από έναν έως έντεκα στίχους. Πεζολογία χωρίς ίχνος μέτρου ή ομοιοκαταληξίας. Ποιητικό υποκείμενο που δεν προβάλλεται άμεσα ή ρητά αλλά παρουσιάζει τις αρχές που πρέπει, κατά την άποψή του, να διέπουν τον ορθό – καλύτερα: τον γνήσιο – ποιητικό λόγο
Τέσσερις ενότητες βασισμένες στα ναι και όχι που εναλλάσσονται στο ποίημα: στροφές 1-2, 3, 4-5-6, 7-8
.jpgΗ επιλογή να εναλλάσσονται οι ψεύτικες, ηχηρές, στημένες μορφές ποιητικού λόγου με τις αυθεντικές είναι ενδιαφέρουσα και πολύ πιο επιτυχημένη επιλογή σε σχέση με την παράθεση θετικών-αρνητικών σε δύο μόνο ομάδες που θα ήταν πολύ πιο μονότονο.

Το ποιητικό υποκείμενο αρχικά απορρίπτει την ποίηση που βασίζεται στον εντυπωσιασμό και στην προσεκτική επιλογή θεαματικού και ηχηρού λεξιλογίου, τη μαγεία των λέξεων: λέξεις σαν πέτρες που …λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν // όταν χτυπά η μια στην άλλη – αυτό δεν είναι τελικά μαγεία είναι αλχημεία της γλώσσας είναι εξαπάτηση δηλαδή, καταλήγει το ποιητικό υποκείμενο. Προσέχουμε το διπλό «όχι» πρώτου και τέταρτου στίχου: όχι στη μαγεία – όχι στην αλχημεία. Η μαγεία γίνεται αλχημεία. Το αίτημα του ελέγχου πάνω στον ποιητικό λόγο ώστε αυτός να μη γίνει κούφιο τεχνούργημα φαίνεται και στον Άρη Αλεξάνδρου

Το μαχαίρι (Άρης Αλεξάνδρου)

Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
                            μην ξιππαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
 Άρης Αλεξάνδρου Ευθύτης οδών (1959)

Το δεύτερο «όχι» στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνεται στη δεύτερη στροφή και σχετίζεται με μια ποίηση εργαστηρίου, εγκεφαλική, που απαιτεί μελέτη από τον αναγνώστη για να την προσεγγίσει μέσα από τον λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών. Ποίηση αναιμική, χωρίς ζωή μέσα της που για δεκαπέντε στίχους απαιτεί τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν. Προφανώς εδώ αναφέρεται στην περίπτωση που πρόκειται για poeta doctus, λόγιος ποιητής, για ποιητή που απαιτεί εξειδικευμένο και μορφωμένο αναγνώστη. Ποιητές σαν τον Ezra Pound, τον T. S. Eliot ή και τον Γιώργο Σεφέρη σε αρκετά ποιήματα (ας θυμηθούμε την «Κίχλη») αλλά και άλλους σε μικρότερο βαθμό. Το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί μια τέτοια ποίηση στριφνή και απόμακρη, χωρίς ψυχή και πάθος, ποίηση για λίγους που οι περισσότεροι θα της γυρίσουν την πλάτη επειδή σε πολλά θα θυμίζει σύγγραμμα και όχι ποίημα.

Το πρώτο «ναι» της δεύτερης ενότητας δίνεται στις πανάρχαιες λέξεις του καθημερινού μας λεξιλογίου υπέροχες, στρογγυλές, πολυδύναμες τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό. Ο χρόνος τις έχει φορτίσει με ποικιλία νοημάτων και έχει αφαιρέσει από πάνω τους κάθε ψεύτικο στολίδι. Εξαιρετική η παρομοίωσή τους με τις ηφαιστιογενείς κροκάλες στο Εμποριό της Σύρου που από την ακατέργαστη πυρωμένη μορφή τους όταν πρωτοβγήκαν με τη λάβα του ηφαιστείου. λειάνθηκαν μέσα στο νερό για χιλιάδες χρόνια αναδεικνύοντας την εσωτερική ομορφιά τους για να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους. Όχι λοιπόν στις καινοφανείς και δυσνόητες λέξεις αλλά σε αυτές που ο χρόνος εξαφάνισε τις αιχμές τους και τις παρέδωσε πολυσήμαντες και λαμπερές μέσα στην απλότητά τους σε εμάς.

Ακολουθούν τρία «Όχι» στην Τρίτη ενότητα. «Όχι» στην μεγαλόστομη και «σοβαρή» μεταφυσική ποίηση (με γραβάτα…) που βλέπει αφ’ υψηλού το ανθρώπινο δράμα στοχεύοντας δήθεν σε μια ποίηση για την Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία δηλαδή το επίπλαστα Υψηλό, το υπέρογκο, το επίσημο. Συνθέσεις μεγαλόπνοες και πολύστιχες που όμως γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια, δηλαδή είναι προϊόντα μιας άνετης κατάστασης και μέσα σε χαλαρότητα και ξεκούραση, όχι την φθορά και την ποίηση μιας καθημερινότητας και άρα μακρυά από την αυθεντική εμπειρία.
«Όχι» επίσης στη φτηνή και φθαρμένη κοινωνική (κυρίως) ποίηση που αναλώνεται σε κοινότυπες ιδέες, ρητορεύει εύκολα πάνω σε αυτές και βγάζει έναν ευτελή συναισθηματισμό μέσα από μια φθαρμένη μεγαλοστομία: όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως// στη ρητορεία της αδελφοσύνης // στα γλυκερά αισθήματα //στα φουσκωμένα λόγια. Και εδώ καταδικάζεται ένας τετριμμένος και εύκολος λόγος που γίνεται συρμός και ακίνδυνο γλυκερό τραγουδάκι αντί να γίνει δυναμική καταγγελία.
«Όχι» τέλος στον ανώδυνο λυρισμό στο λυρισμό που είναι κι αυτός γλυκερός και άψυχος ή πολύ εγκεφαλικός, δεν καίει, δεν υποφέρει, δεν βασανίζει ποιητή και αναγνώστη. Δε βγαίνει από την ψυχή αλλά είναι προϊόν και αυτός εργαστηρίου, δουλεμένος ίσως τεχνικά και αισθητικά αλλά άψυχος.

Η τελευταία ενότητα καταγράφει εν τέλει με σαφήνεια και ευκρινώς τα συστατικά που επιδοκιμάζει το ποιητικό υποκείμενο για μια ποίηση σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα:
σε μια ποίηση αιχμηρή, που να μην στρογγυλεύει τα λόγια και τις ιδέες της: ναι στα αιχμηρά πράγματα, σε μια ποίηση λιτή, γυμνή από βαριά στολίδια και μεγάλα λόγια, να λάμπει μέσα στον απέριττο λόγο της: στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
Μια ποίηση τέλος που να γεννιέται από ένα πάσχον ποιητικό υποκείμενο, από τον άνθρωπο που παθιάζεται, υποφέρει, κλαίει: στους αδάμαντες των δακρύων
Και πάνω από όλα η ζωντάνια, το ζέον βίωμα, το πάθος, το αίμα. Ζεστό, παντοδύναμο, κατακόκκινο : ναι στο ζεστό // παντοδύναμο // κατακόκκινο αίμα

[1] Εμποριό ή Εμποριός. Φυσικό λιμάνι στη νοτιοδυτική πλευρά της Χίου. Κατάμαυρες κροκάλες από ηφαιστειογενή πετρώματα δεσπόζουν στην περιοχή, κατηφορίζοντας από ψηλά ώς τ’ ακρογιάλι, με μια ομορφιά άγρια και περήφανη, που σοκάρει κάθε φορά τον επισκέπτη.