Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική» (Ο Στόχος, 1970)

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

– Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Η συλλογή περιέχει 13 ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλήφθηκαν στην ομαδική έκδοση Δεκαοκτώ Κείμενα. Είναι ουσιαστικά η τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη (τα σύντομα σημειώματα στο Περιθώριο 1968-1969  και αργότερα στο Υστερόγραφο ο ίδιος δεν τα θεωρεί ποιήματα – και δεν είναι). 20170829 092859Είναι επίσης η συλλογή ποιημάτων με τον πιο άμεσο και ευθύ λόγο από όλες, ολόκληρη αφιερωμένη στην κοινωνική ποίηση χωρίς περιστροφές. Στον Στόχο κυριαρχεί η (πικρή συχνά) ειρωνεία και ο καταγγελτικός τόνος που όμως ποτέ δε γίνεται μεγαλόστομος. Πίκρα, ήπια οργή, απογοήτευση είναι συναισθήματα που διαπερνούν τα ποιήματα της συλλογής και ουσιαστικά προαναγγέλλουν το τέλος της ποιητικής δραστηριότητας του ποιητή. Όσο και αν ο ίδιος το αμφισβήτησε (στην πνευματική διαθήκη του, το 1992, περιγράφει τον εαυτό του ως ερωτικό και πολιτικό ταυτόχρονα, με τα δύο αυτά στοιχεία να συγχωνεύονται στο έργο του λόγω της εποχής στην οποία έζησε), υπήρξε πολιτικός από την αρχή ως το τέλος: μίλησε όταν έπρεπε να εκφραστεί μέσω της ποίησης και όταν υπήρχε ανάγκη να το κάνει, σιώπησε στη συνέχεια ποιητικά και συνέχισε τις πολιτικές του παρεμβάσεις με άρθρα και δοκίμια. Και το βλέπουμε στο ποίημα αυτό,

Τέσσερις άνισες στροφές (6,7,2,2 στίχοι αντίστοιχα). Συχνοί διασκελισμοί (στίχοι 3,5,8,9,11) που οδηγούν προς την ποιητική πρόζα. Αξιοπρόσεκτο ότι τρεις λέξεις τυπώνονται με αραιά γράμματα, θα εξετάσουμε το γιατί. Δύο πρόσωπα: ο φανταστικός κατήγορος του ποιητή και ο ποιητής, μόνος ή ως εκπρόσωπος ομάδας ποιητών. Τυπικά διάλογος, ουσιαστικά μονόλογος καθώς το ποιητικό υποκείμενο μεταφέρει και σχολιάζει όσα θα μπορούσε να πει ο κατήγορός του που όμως δεν ακούγεται ο ίδιος αυτόνομα. Δεύτερο πρόσωπο που κυριαρχεί, ο ποιητής απευθύνεται σε πιθανό κατήγορο. Πιθανό αν και όχι φανταστικό καθώς οι κατηγορίες έχουν συχνά ακουστεί, τις γνωρίζει ο ποιητής.

Στην πρώτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο προεξοφλεί και μεταφέρει σε ευθύ λόγο το πιθανό κατηγορητήριο (θα μου πεις) που θα ακουστεί για το κοινωνικά και πολιτικό περιεχόμενο των ποιημάτων του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο φανταστικός κατήγορος απευθύνεται μόνο στον ποιητή ή σε ομάδα ποιητών της κοινωνικής ποίησης. Εξαρτάται από το αν θεωρηθεί ο πληθυντικός της πρώτης στροφής ως πληθυντικός ευγενείας ή αφορά ομάδα ποιητών. Εκτιμώ ότι μάλλον πρόκειται για το δεύτερο καθώς η κατηγορία της στρατευμένης ποίησης συχνά απευθύνονταν σε ομάδες ποιητών.

Ο φανταστικός κατήγορος απευθύνει στο ποιητικό υποκείμενο (και όσους αυτό εκπροσωπεί) την κατηγορία της προδοσίας της Ποίησης – πάλι, όχι λοιπόν για πρώτη φορά. Προσέχουμε τα κεφαλαία στην Ποίηση και στο Ανθρώπου: δείχνουν τη γενική χρήση του όρου και ταυτόχρονα μια μεγαλόστομη εξιδανίκευση των όρων στα όρια της ρητορείας. Ρητορεία άλλωστε χαρακτηρίζει ολόκληρη τη στροφή: μεγαλοστομίες και εκφραστικές υπερβολές (προδίδετε, ιερότερη εκδήλωση, υποζύγιον, σκοτεινών επιδιώξεων, εν πλήρει γνώσει), καθαρεύουσα έστω και διακριτική (υποζύγιον, εν πλήρει γνώσει), ηθικολογική αναφορά στους νεώτερους που επηρεάζονται δήθεν αρνητικά από το παράδειγμα του ποιητή. Τυπικός λόγος της δικτατορίας και των υποστηρικτών της που εκφέρεται πάντοτε με στόμφο, υπερβολή και πλαστό πάθος. Ουσιαστικά περιέχει τρεις μομφές: προδοσία της Ποίησης, ιερότερης εκδήλωσης του Ανθρώπου (κατά τον κατήγορο), χρήση της ποίησης ως όχημα σκοτεινών επιδιώξεων και συνειδητή (Εν πλήρει γνώσει), διαφθορά (ζημιά) των νέων μέσω αρνητικού παραδείγματος που δίδεται από τον ποιητή.

Η πρώτη μομφή περί προδοσίας (επαναληπτικά, πάλι) της ποίησης με κεφάλαια τόσο την Ποίησης όσο και τον Ανθρώπου (οι όροι λοιπόν ως ιδέες και όχι στην καθημερινή τους χρήση) μαζί με τον στόμφο της παράθεσης που ακολουθεί (την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου ) παραπέμπει σε μια αντίληψη της ποίησης ως κάτι ιερό, υψηλό, με ανώτερα νοήματα, στο χώρο σχεδόν των πλατωνικών ιδεών. Όχι φυσικά σχετιζόμενη με την καθημερινή ζωή και τα ανθρώπινα προβλήματα, πόσο μάλλον τα κοινωνικά. Μια ποίηση απονευρωμένη, μια ποίηση πολύ κοντά στην Καθαρή Ποίηση  των Γάλλων Συμβολιστών που το μόνο που μετρά είναι η μουσικότητα των λέξεων και η ψυχολογική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου.

Έτσι εξηγείται άλλωστε και η δεύτερη μομφή: η ποίηση γίνεται μέσον, (πάλι, και εδώ κατ’επανάληψη λοιπόν) υποζύγιο σκοτεινών επιδιώξεων. Όχι απλώς μέσον αλλά υποζύγιο – έντονα υποτιμητικός όρος συγκρινόμενος με την αντίληψη της ποίησης ως την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου. Και μάλιστα σκοτεινών επιδιώξεων, για κακό λοιπόν ή έστω με αμφίβολες έως αρνητικές προθέσεις του ποιητή. Εδώ τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα καθώς το κατηγορητήριο συγκεκριμενοποιείται και – όσο και αν δεν διατυπώνεται ρητά – αναφέρεται στην στρατευμένη ποίηση. Η μομφή αυτή έχει αποδοθεί σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς ποιητές ειδικότερα μάλιστα σε όσους  – η συντριπτική πλειοψηφία – είχαν τοποθετηθεί στο χώρο της Αριστεράς.anagnostakis Βέβαια το τι είναι στράτευση είναι μεγάλη και εν πολλοίς αδιέξοδη συζήτηση ωστόσο αυτό που μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής είναι ότι η όποια πιθανή στράτευση δεν αποκλείει την πληρότητα, επάρκεια και ομορφιά ενός έργου τέχνης. Η Αινειάδα λχ είναι έργο που αντανακλά ένα σύστημα αξιών του Οκταβιανού ως Αύγουστου αλλά κανείς δε σκέφτηκε να την πει στρατευμένη τέχνη. Στην Ελλάδα ο όρος έχει πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική χρήση ως κατηγορία της τέχνης της Αριστεράς για προπαγάνδα μέσω της τέχνης και ουσιαστικά τέτοια είναι και εδώ η χρήση του, όπως καταλαβαίνουμε και από το σκοτεινών επιδιώξεων.

Και φυσικά δε μπορεί να λείπει η τρίτη μομφή περί συνειδητής διαφθοράς των νέων μέσω του κακού παραδείγματος που δίνει ο ποιητής (και όχι μόνο ο ίδιος). Δε μπορεί παρά να θυμηθούμε εδώ ότι η κατηγορία της προπαγάνδας στους νέους έστω και μέσω προσωπικού παραδείγματος είναι επίσης χαρακτηριστική μομφή που αποδίδουν καθεστωτικοί καλλιτέχνες σε όσους αρνούνται να συμμορφωθούν με το καθεστώς. Άλλωστε, για διαφθορά των νέων κατηγορήθηκε και ο Σωκράτης σε μια εξόχως πολιτική δίκη από μια ρεβανσιστικά και άδικα σκεπτόμενη δημοκρατία. Διόλου πρωτότυπος λοιπόν και εδώ ο κατήγορος.

Αυτό που ακολουθεί στη δεύτερη στροφή είναι μια ιδιαίτερα οργισμένη απάντηση του ποιητικού υποκειμένου που στρέφεται ενάντια τόσο στον φανταστικό για το ποίημα (αλλά όχι ανύπαρκτο στην ζωή) κατήγορο τόσο και στους ομοίους του. Προσέχουμε το δ ε ν και ε σ ύ με αραιωμένα τα γράμματα, δηλαδή έντονα και με πάθος διατυπωμένα και το ότι η απάντηση αρχίζει και τελειώνει με το θέμα της προδοσίας από μέρους των κατηγόρων, προδοσίας όχι μόνο της ποίησης αλλά συνολικά κάθε ιδανικού. Και σημειώνουμε τη τετραπλή (3Χ2 στίχους+1 μόνος) διάρθρωση της απάντησης: Καθολική και διαρκής προδοσία από τον κατήγορο και τους ομοίους του, ο τρόπος που γίνεται και ο χώρος (ξεπουλώντας, διεθνείς αγορές, λαϊκά παζάρια), οι συνέπειες (και μείνατε χωρίς…) και η κατακλείδα με το ρητορικό ερώτημα (Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;)
imagesΗ αντιστροφή του κατηγορητηρίου δε γίνεται διόλου με τη μεγαλοστομία και την υποκριτική (όπως αποδεικνύει το ποιητικό υποκείμενο ξεσκεπάζοντας το ηθικό ποιόν των κατηγόρων) αγανάκτηση των κατηγόρων αλλά με ένταση, οργή, λόγο άμεσο και διόλου ξύλινο Σημειώνουμε τους διασκελισμούς που σηματοδοτούν (στ.8,9,11) αυτή την ένταση καθώς σπάνε την αυτονομία του στίχου και θυμίζουν πλέον ποιητική πρόζα.
1. Η προδοσία του κατήγορου και των ομοίων του δεν περιορίζεται όπως προαναφέρθηκε στην ποίηση αλλά στο καθετί με ηθικό περιεχόμενο και όχι άπαξ αλλά χρόνια και χρόνια: – Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις // Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια.
2. Βλέπουμε στη συνέχεια το τι και πως: Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας // Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια. Το ξεπούλημα (όχι κοινή πώληση, ξεπούλημα, δηλαδή με ευτελή και μειωτικό τρόπο) γίνεται σταδιακά, ένα προς ένα και αφορά τα υπάρχοντα προφανώς όχι υλικά αλλά πνευματικά και ηθικά, όπως θα φανεί πιο ξεκάθαρα παρακάτω και μάλιστα όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (λαϊκά παζάρια) αλλά σε διεθνές (διεθνείς αγορές). Είναι μια καθολική εκποίηση η οποία βέβαια δε μένει χωρίς συνέπειες για τους πωλητές:
3. Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε. Το κόστος της διαρκούς εκποίησης κάθε αξίας και ιδανικού οδηγεί στην απώλεια των αισθήσεων που μετωνυμικά εδώ παραπέμπουν στην απώλεια κάθε κοινωνικής όρασης (μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε), κάθε κοινωνικής ευαισθησίας (χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε), κάθε αντίδρασης μέσω της γραφής ή άλλης δράσης στα τεκταινόμενα γύρω τους: (με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε). Και φυσικά τα τεκταινόμενα όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και διεθνώς, άλλωστε και εκεί έχουν ξεπουληθεί όπως προαναφέρθηκε.
4. Η κατακλείδα θέτει το τελικό ρητορικό ερώτημα: Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε; Τι υπάρχει μείνει ιερό στους κατήγορους που να μην έχει ξεπουληθεί; Τι έχει απομείνει από την ηθική τους ποιότητα που να μην εκποιήθηκε; Προφανώς τίποτα.

Η τρίτη στροφή, δίστιχο όπως και τέταρτη, προεξοφλεί για δεύτερη φορά την ενοχλημένη δευτερολογία  του κατήγορου, για το περιεχόμενο της οποίας είναι σίγουρο (ξέρω) το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας την ακούσει προφανώς αρκετές φορές: Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Οι καταγγελίες του ποιητικού υποκειμένου μεταφράζονται ως κήρυγμα και ρητορεία. Λογικό διότι όταν κάποιοι έχουν ξεπουλήσει λίγο λίγο ό,τι κατείχαν ως ηθικό περιεχόμενο, κάθε υπενθύμιση της πράξης τους εκλαμβάνεται κυνικότατα ως κουραστικό, επαναλαμβανόμενο (πάλι) κήρυγμα και μεγάλα λόγια, ρητορεία. ‘Έχοντας γίνει πλέον ρινόκεροι, δεν έχουν ούτε ηθικές αναστολές ούτε τύψεις για το ξεπούλημά τους που άλλωστε τους προσέφερε αρκετά υλικά ή και άλλα οφέλη. Μπροστά στα οφέλη, προφανώς τα άλλα είναι κηρύγματα και ρητορείες. Όμως το ποιητικό υποκείμενο δεν πτοείται από τους χαρακτηρισμούς του οποίους αποδέχεται: Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. Προσέχουμε το το επιφώνημα και θαυμαστικό στην επιφωνηματική πρόταση με την ένταση και το πάθος της Ε ναι λοιπόν! Πράγματι, κηρύγματα και ρητορείες – αν το θέλουν έτσι οι ξεπουλημένοι και ριψάσπιδες κατήγοροι, αν τους βολεύουν οι όροι αυτοί για την κοιμισμένη τους συνείδηση. Ας τους ονομάσουν όπως θέλουν, δεν αλλάζει τίποτα.

Και ο επίλογος έρχεται με την ίδια ένταση: Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις // Να μην τις παίρνει ο άνεμος. Φυσικά προσέχουμε την αραίωση στη λέξη πρόκες. Οι λέξεις δεν είναι διανοητικό παιγνίδι, αναιμική και λεπτεπίλεπτη τέχνη για λίγους. Είναι π ρ ό κ ε ς, καρφώνονται στο ποίημα, δεν περνάνε σαν αέρας ούτε τις παίρνει ο αέρας. Βγαίνουν μέσα από την ψυχή του ποιητή που συμπάσχει με την κοινωνία, που οργίζεται, φωνάζει, καταγγέλλει. Δεν τις παίρνει ο αέρας όπως τα ψεύτικα, αποστειρωμένα και άψυχα στιχουργήματα των καθαρολόγων της ποίησης, Έχουν βάρος, κουβαλάνε την ψυχή του ποιητή και της κοινωνίας. Δεν είναι πολύχρωμα μπαλόνια για διασκέδαση νανουρισμένων συνειδήσεων αλλά αιχμές και κοινωνική καταγγελία.

Μένει να δούμε, μετά την προσέγγιση του ποιήματος, τον τίτλο «Ποιητική». Πρόκειται όντως για Ποιητική καθώς σε αυτό συγκρούονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την ποίηση. Η πρώτη, του κατήγορου, βάζει υποκριτικά την ποίηση σε υψηλό βάθρο (ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου) έχοντάς την ωστόσο μετατρέψει σε υπόθεση για λίγους και μακριά από κάθε κοινωνικοπολιτική αναφορά και κριτική, μεταμορφώνοντας την σε προϊόν ερμητικά κλειστού εργαστηρίου, παιγνίδι του μυαλού για αλλοτριωμένες συνειδήσεις. Αντίθετα το ποιητικό υποκείμενο προκρίνει μια ποίηση ζωντανή που δε φοβάται την καταγγελία, δίνει μάχες, καρφώνει τις λέξεις να μπαίνουν βαθιά στις συνειδήσεις, να διαμορφώνει συνειδήσεις, να ξυπνά και όχι να αποκοιμίζει συνειδήσεις. Υπάρχει τεράστια διαφορά στο ρόλο της ποίησης αλλά και στο πώς φτιάχνεται η καθεμιά, στην Ποιητική. Η πρώτη φτιάχνεται με λόγια του αέρα, η δεύτερη με λόγια καρφωμένα στο ποίημα. Και αν πάμε λίγο πιο πέρα δεν είναι μόνο Ποιητική, είναι στάση ζωής. Οι κατήγοροι του ποιητή έχουν ξεπουληθεί οριστικά και αυτό αντανακλάται στην ποίησή τους που δε μπορεί να εκφράσει τίποτα ζωντανό και με παλμό. Ο ποιητής και οι όμοιοί του αντίθετα στέκονται κοντά στις αρχές τους και την κοινωνία. Περνάνε με την ποίηση τα μηνύματά τους και οι στίχοι τους συγκινούν τους νέους ανθρώπους, γίνονται το παράδειγμα που τόσο φοβούνται οι συμβιβασμένοι κατήγοροί τους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *