ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ
Είναι ορισμένοι στίχοι – κάποτε ολόκληρα ποιήματα –
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δυο παράλληλα φώτα
απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού. Δεν ξέρω
τί σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα
όπως κοιμότανε, το γόνατο της να γωνιάζει το σεντόνι –
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι,
να σ’ το εξηγήσω.
Από την ποιητική συλλογή «Ασκήσεις» (1950-1960).
[…] Υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο πρόβλημα τι εννοεί ο καθένας μας όταν μιλάει για λαό: αυτό που είναι και κάνει ο απλός κόσμος στην καθημερινή του ζωή; ή τα λόγια του και τα συνθήματα του, με τα οποία ντύνει τις πολιτικές ελπίδες του και τις πολιτικές του διαψεύσεις; Τα πρώτα παραμένουν σχεδόν πάντοτε δικά του και τον χαρακτηρίζουν· τα δεύτερα συνήθως του τα δανείζουμε εμείς με τη διδασκαλία και την καθοδήγηση. Αν ο Ρίτσος είναι εντέλει ποιητής λαϊκός και θα μείνει ως ποιητής του λαού στη νεοελληνική ποίηση, το χρωστά, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτή την ποιητική καθιέρωση που πέτυχε για τα σύνεργα του καθημερινού μας βίου. κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Σεφέρη ή του Ελύτη. Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα: το άδηλο συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του· αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του.
Δ.Ν.Μαρωνίτης «Η τιμή του χρυσού και η τιμή της πέτρας» (Πίσω μπρος. Προτάσεις και υποθέσεις για την νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία. Αθήνα 1986, Στιγμή. σσ. 153-162)
[…] Ο Αλέξανδρος Αργυρίου εύστοχα έχει κάνει λόγο για «σπειροειδή εξέλιξη» στο έργο του Ρίτσου. Συμπληρώνω εδώ ότι σπειροειδής είναι σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του κομουνιστή Ρίτσου και η εξέλιξη της Ιστορίας, στο κάλεσμα της οποίας ανταποκρίθηκε πολλαπλά αποτυπώνοντάς την ποιητικά. Πιο συγκεκριμένα θα έλεγα ότι πρόκειται για ποίηση, η οποία κατά κύριο λόγο αποτυπώνει την καθημερινή πραγματικότητα — στα μεγάλα και σημαντικά, όπως για παράδειγμα στον Επιτάφιο, αλλά και στα μικρά και ασήμαντα, όπως εύγλωττα δηλώνει ο ποιητής στην Αναγκαία εξήγηση, στην επιφάνειά της, όπως στα Επικαιρικά, αλλά και στο βάθος της, όπως στις υπαρξιακές αναζητήσεις της Τέταρτης διάστασης. Και μάλιστα, πρόκειται για ποίηση, η οποία μιλά για την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα υλικά της: το ψωμί, το λάδι, ένα πράσινο φύλλο, την μάντρα, τα κουμπιά του σακακιού, το καθαρό σεντόνι… Πρόκειται, δηλαδή, για ποίηση η οποία επιλέγει να μιλήσει «ήσυχα κι απλά», κι αυτό είναι ίσως η μέγιστη προσφορά της, καθώς επιλέγει να απευθυνθεί σε ανθρώπους κοινωνικά αποκλεισμένους από την τέχνη. Έτσι, άσχετα αν το έργο του Ρίτσου δεν έγινε στο σύνολό του κατανοητό από τις μάζες, ο Ρίτσος επέλεξε να απευθυνθεί σε αυτές. Όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι αποτελούν τα αίτια αλλά και τα υλικά της επανάληψης στο έργο του.
Νάντια Φραγκούλη, «“Επαναλήψεις —λέει,— επαναλήψεις δίχως τέλος· τι κούραση θε μου·”», περ. Το δέντρο, τχ. 169-170 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2009) 149-150.
Ενδιαφέρον ποίημα ποιητικής που επιβάλλεται με τη διαύγεια και δραστικότητα του ποιητικού λόγου. Σύντομο (είκοσι στίχοι), απέριττο εκφραστικά (επίθετα και μετοχές μόλις πέντε), λιτό και αυστηρό στα σχήματα λόγου (μια παρομοίωση). Από αυτήν την οπτική γωνία ήδη και μόνο με τα στοιχεία αυτά υποψιαζόμαστε την κατεύθυνση που θα κινηθεί η πρόταση ποιητικής που προβάλλεται στο ποίημα. Μένει συνεπώς να εξεταστεί αναλυτικότερα το περιεχόμενό της καθώς και το ειδικό της βάρος.
Δύο νοηματικές ενότητες οπτικά ευδιάκριτες ως στροφές του ποιήματος, τρεις αν συνυπολογιστεί και μία οπτικά άδηλη: Η πρώτη στροφική ενότητα (στ,1-4) παραθέτει συνοπτικά τα δεδομένα προς διερεύνηση, η δεύτερη (5-14) αναπτύσσει με δύο εικόνες-παραδείγματα την οπτική του ποιητή και η τρίτη (15-20) με την κυρίαρχη και ισχυρότερη εικόνα (οπτική αλλά και οσφρητική) κλείνει την τεκμηρίωση της ποιητικής πρότασης – ή μάλλον την αδυναμία επαρκούς διατύπωσης κάποιας πρότασης: ο ποιητής μπορεί να τη δείξει, όχι όμως να την εξηγήσει. Αναγκαία εξήγηση το τίτλος· αναγκαίες και οι εξηγήσεις που πρέπει να δώσει το ποιητικό υποκείμενο για την αδυναμία να ερμηνεύσει κάποιους, ακόμα και δικούς του. στίχους ή ποιήματα
Υπάρχουν δύο πρόσωπα στο ποίημα: το ποιητικό υποκείμενο που μιλά σε πρώτο πρόσωπο και ένα ακόμη βουβό πρόσωπο που ωστόσο από τις αποστροφές του ποιητικού υποκειμένου μπορούμε να μαντέψουμε τα ερωτήματα που του υποβάλλει.
Είναι χαρακτηριστικό στην πρώτη στροφή η επανάληψη του δεν ξέρω τρεις φορές σε τέσσερις στίχους (και άλλη μία φορά στον στίχο 11 στη δεύτερη στροφή). Και γενικά οι αρνήσεις κυριαρχούν σε ολόκληρο το ποίημα: μήτε εγώ, μη με ρωτάς, δεν το αμελώ τονίζοντας την αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να εξηγήσει λογικά πώς «ερμηνεύονται» κάποια ποιήματα – ενώ μπορεί να δείξει στον συνομιλητή του τα υλικά που το συνθέτουν. Ομολογεί λοιπόν το ποιητικό υποκείμενο (διάφανα και ξεκάθαρα στην περίπτωση αυτή ο ποιητής – χαρακτηριστικό το μήτε εγώ) ότι στίχοι του αλλά κάποτε και ολόκληρα ποιήματά του δεν ξέρει και ο ίδιος (μήτε εγώ) τι σημαίνουν. Προφανώς εδώ θέτει το ζήτημα της ερμηνείας του ποιητικού λόγου που απρόβλεπτος, ελλειπτικός και αόριστος, αμφίσημος ή και σκοτεινός διαφεύγει συχνά από την ερμηνεία όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του δημιουργού του. Και είναι αυτή η εν κρυπτώ διαδικασία παραγωγής του ποιητικού λόγου που πέρα από λογικές κατασκευές και μηχανισμούς συντελείται ένδον και παράγει ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που ενίοτε διαφεύγει από τις απόπειρες αυστηρά λογικής προσέγγισης. Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και μέρος της γοητείας του – έτσι μπορούμε να καταλάβουμε και το σχόλιο του ποιητή Αυτό που δεν ξέρω / ακόμη με κρατάει. Εν μέρει για αυτήν την αντίστασή του σε ερμηνεία ακόμη και για τον ίδιο τον δημιουργό του, το ποίημα είτε ως γοητευτικός γρίφος είτε (ίσως) ως ιμπρεσσιονιστικό τεχνούργημα που η όποια απόπειρα ερμηνείας το μικραίνει, κρατά το ενδιαφέρον του ποιητή. Και για το ποίημα και για την ποίηση. Και έχει φυσικά το δικαίωμα ο αναγνώστης να ρωτά τον ποιητή τι και πώς (Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς) . Μόνο που αυτό επιτείνει την αδυναμία του ποιητή να απαντήσει και την συνακόλουθη δυσφορία του που δηλώνεται κοφτά και εμφατικά: Μη με ρωτάς./Δεν ξέρω σου λέω. Είδαμε πριν ότι πιθανότατα ο ποιητής όχι μόνο δεν ξέρει αλλά και ελάχιστα ενδιαφέρεται να μάθει οπότε δικαιολογημένη η ενόχλησή του.
Στην επόμενη στροφή ποιητής μας φανερώνει τα υλικά κατασκευής του ποιήματος όμως και πάλι η όλη διαδικασία διατηρεί τη μυστηριώδη γοητεία της. Και όλα ξεκινούν από εικόνες. Ακουστικές εικόνες παρόμοιες όπως Δυο παράλληλα φώτα / απ’ το ίδιο κέντρο. Η πρώτη Ο ήχος του νερού /που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι και η δεύτερη ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει /από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο/ αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο / σαν το λυγμό του πουλιού. Η πρώτη εικόνα χειμερινή, λιτή και συνοπτική, καταγράφει τον ήχο του νερού που τρέχει από το λούκι. Η δεύτερη απλώνεται σε τέσσερις στίχους και λυρικότατα μεταφέρει τον ήχο μιας σταγόνας καθώς πέφτει/από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο /αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο/σαν το λυγμό του πουλιού μέσα από μια εαρινή σκηνοθεσία (τριαντάφυλλο, ποτισμένος κήπος, απόβραδο) και προσθέτει μια πανέμορφη παρομοίωση: σαν το λυγμό του πουλιού. Οι ήχοι αυτοί δεν έχουν από μόνοι τους κάποια αυτοδύναμη σημασιολογική δυναμική. Δεν συμβολίζουν τίποτα πέρα από την ύπαρξή τους, δε χωράνε σε ερμηνευτικά σχήματα. Το αναγνωρίζει άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής: Δεν ξέρω /τί σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι. Η τελευταία όμως φράση εγώ τον παραδέχομαι καταδεικνύει την πραγματική δυναμική του ήχου που αποτελεί το υλικό πάνω στο οποίο και με το οποίο θα χτιστεί το ποίημα. Το τι μπορεί να σημαίνει ή να συμβολίζει παραμένει ερμητικό και για τον ποιητή, που ξέρει όμως ότι τον χρειάζεται για να χτίσει το ποίημα – είπαμε, εν κρυπτώ συντελείται η ποιητική διαδικασία – και συμπληρώνει ο ποιητής απευθυνόμενος στον συνομιλητή του: Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ./ Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Τα άλλα, τα σημαντικά, τα μεγάλα, τα αναγκαία τα ξέρει ο ποιητής και τα εξηγεί – δεν το αμελεί. Αντιγράφω ξανά από τον Μαρωνίτη: Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα: το άδηλο συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του· αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του. Αυτά που πρέπει να διδάξει ο ποιητής τα διδάσκει· υπάρχει όμως και ένας ολόκληρος κόσμος μικρών και ασήμαντων φαινομενικά πραγμάτων που δεν εμπίπτουν σε ένα πλέγμα ερμηνείας αλλά το οποίο ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του. Δεν ξέρει τι σημαίνουν αλλά όπως ομολογεί Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Και ενισχύει την διαπίστωσή του αυτή με την τελευταία ερωτική αλλά όχι μόνο εικόνα του ποιήματος που σφραγίζει το ποιητικό credo του ποιητή: Κοιτούσα /όπως κοιμότανε, το γόνατο της να γωνιάζει το σεντόνι – /Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία/ ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα /του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν /εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, / να σ’ το εξηγήσω.
Πώς να εξηγηθεί η μαγική αυτή εικόνα στην υποία συμμετέχουν ένα γόνατο μιας κοιμισμένης γυναίκας, ο έρωτας, η τρυφερότητα, τα αρώματα του σεντονιού, της καθαριότητας και της άνοιξης μαζί; Πώς να καταγράψει το αίσθημα της τρυφερότητας για την κοιμισμένη γυναίκα – όχι τόσο ο έρωτας ή η ερωτική επιθυμία – που τον κυριεύει και κορυφώνεται με το αποτύπωμα του γόνατου στο κρεβάτι μέσα σε ένα ανοιξιάτικο σκηνικό με αρώματα του σεντονιού και του καθαρού σπιτιού γύρω; Μια εικόνα απλή, ταπεινή, όχι απαραίτητα έντονα ερωτική σε ένα καθημερινό λαϊκό σκηνικό πυροδοτεί μια απέραντη τρυφερότητα που περνάει μέσα σε ποίημα – στο ίδιο αυτό το ποίημα και φανερώνει τι είναι εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, / να σ’ το εξηγήσω. Και φυσικά και πάλι αποτυγχάνει να το εξηγήσει ο ποιητής και πάντα θα αποτυγχάνει γιατί ακριβώς όλα αυτά που όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας δεν εξηγούνται ούτε αναλύονται αλλά αναδύονται μέσα από στιγμές που ο χρόνος παγώνει εκστατικός μπροστά στην ομορφιά και η ομορφιά μετασχηματίζεται μυστικά σε ποίημα. Αρκεί να έχει ο ποιητής το δώρο αυτό των θεών.