Κ.Π.Καβάφης – Απιστία (1903/1904)
Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα …. ουδέ Aισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Aπόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
«ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ’ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών’ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ’, αυτός υμνών, [αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών,
αὐτὸς τάδ᾽ εἰπών], αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».
Πλάτων, Πολιτείας Β΄383a – 383b
Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Aπόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή.— Aυτά σαν είπε,
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.
Κι όταν μεγάλωνεν ο Aχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Aχιλλέως στην Τροία.
Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων,
πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Aπόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα.
Οι στίχοι του αρχαίου παραθέματος μέσα σε αγκύλες σε μπλε χρώμα υπάρχουν στο κείμενο της Πολιτείας ωστόσο στο ποίημα έχουν αντικατασταθεί με αποσιωπητικά.
Μετάφραση του παραθέματος από τον Γ.Π.Σαββίδη: «Επαινώντας μεν πολλά του Ομήρου, τούτο δεν θα του το επαινέσουμε […] ούτε του Αισχύλου, όταν η Θέτις λέει πως ο Απόλλων, τραγουδώντας στους γάμους της, προείπε:
Πως το παιδί μου θα είναι καλότυχο, άγευστο από αρρώστιες και με πολύχρονη ζωή. Και αφού τελείωσε προλέγοντας τις θεοφιλείς μας τύχες, ύψωσε τον παιάνα του καλοκαρδίζοντάς με. Και εγώ έμεινα με την ελπίδα πως το θεϊκό στόμα του Φοίβου, ξέχειλο από την τέχνη της μαντείας, δεν έλεγε ψέματα. Μα αυτός που είπε εκείνον τον ύμνο [αυτός ο ίδιος πού ήτανε στο τραπέζι, αυτός που τα ᾽πε ο ίδιος] αυτός ο ίδιος είναι που σκότωσε το παιδί μου.»
Οι στίχοι του αρχαίου παραθέματος μέσα στα εισαγωγικά αντιστοιχούν πιθανόν στη χαμένη τραγωδία του Αισχύλου «Όπλων Κρίσις»
Ποίημα του 1903 δημοσίευση 1904. Μέρος μιας σειράς ποιημάτων με άξονα τον αρχαιοελληνικό μύθο. Ενδεικτικά: Πριάμου Νυκτοπορία (από τα Ανέκδοτα), Τα Άλογα του Αχιλλέως (στα Αναγνωρισμένα) Η Κηδεία του Σαρπηδόνος (στα Αναγνωρισμένα), Όταν ο Φύλαξ είδε το φως (από τα Ανέκδοτα), Διακοπή (στα Αναγνωρισμένα) Τρώες (στα Αναγνωρισμένα), Ιθάκη (στα Αναγνωρισμένα)
1884-1894 Ρομαντική Περίοδος
1894-1903 Θητεία στον Συμβολισμό
1903-1933 Πορεία και πραγμάτωση του ποιητικού ρεαλισμού
Το ποίημα κινείται στα όρια συμβολισμού/ρεαλισμού. Αν πρέπει να ενταχθεί κάπου θα λέγαμε ότι είναι ένα μάλλον φιλοσοφικό ποίημα που επικεντρώνεται στο θέμα του δόλου, της απιστίας του θεού. Θεματικά στην ίδια κατεύθυνση της έμμεσης ή άμεσης απιστίας του θεού (αδιαφορίας, αδράνειας) είναι η Δέησις (1898) και Η αρρώστια του Κλείτου (1926)
Μέτρο: Ιαμβικός δεκατρισύλλαβος ανομοιοκατάληκτος. Δύο νοηματικές ενότητες σε μία ενιαία στροφική: Ο γάμος, οι υποσχέσεις του Απόλλωνα και οι ελπίδες της Θέτιδας στην πρώτη και η δεύτερη (Αλλά μια μέρα ήλθαν…) με τον θρήνο της Θέτιδας και την απιστία του Απόλλωνα
Σχολιάζουμε ότι το αρχαίο παράθεμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα έχει ως στόχευση την απόρριψη από την εκπαίδευση των πολιτών κάθε μύθου που παρουσιάζει τους θεούς αναξιοπρεπείς και με ανθρώπινα ελαττώματα και για το λόγο αυτό ο Πλάτωνας (με το προσωπείο του Σωκράτη στο διάλογο) μέμφεται τους τραγικούς και τον Όμηρο. Ο όρος λοιπόν «απιστία» με την έννοια της εξαπάτησης σχετίζεται όχι μόνο με τη Θέτιδα και τον
Απόλλωνα αλλά και με τους ποιητές που εξαπατούν το κοινό τους με αρνητικές απεικονίσεις των θεών.
Τριτοπρόσωπος αφηγητής/σχολιαστής.
Το πρώτο ενδιαφέρον σημείο στο ποίημα βρίσκεται στην μεταφορά του αρχαίου παραθέματος: πώς ο πρωτοπρόσωπος αισχύλειος λόγος της Θέτιδας μεταφέρεται στον τριτοπρόσωπο καβαφικό λόγο του ανώνυμου σχολιαστή αφηγητή. Το ποίημα αγνοεί το πλατωνικό περικείμενο και ξεκινά απευθείας με την αναφορά στον Αισχύλο και στους γάμους της Θέτιδας με τον Πηλέα. Ακολουθεί με σχετική πιστότητα τους στίχους που περιγράφουν τον Απόλλωνα να μακαρίζει τους νεόνυμφους για το παιδί που θα γεννηθεί και να προλέγει υγεία και μακροζωία (μακρυνή ζωή: παράξενο επίθετο καθώς το μακρυνός σημαίνει απόμακρος και όχι μακρός. Ίσως το κρατά για την ηχητική του αξία παρά για το νοηματικό περιεχόμενο), Συνεχίζει με μια επίσης σχετικά πιστή καταγραφή των συναισθημάτων της Θέτιδας που εμπιστεύεται με χαρά τα λόγια του Φοίβου λόγω της μαντικής τέχνης που κατέχει και εκπροσωπεί: ευθυμών εμέ και θείον αψευδές στόμα ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη γίνονται η Θέτις χάρηκε πολύ και τα λόγια του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της. Λίγο πολύ υπάρχει αρκετά στενή αντιστοιχία. Ωστόσο σε αντίθεση με το αρχαίο παράθεμα που τελειώνει αμέσως μετά με την απιστία του Απόλλωνα και τον θάνατο του Αχιλλέα το ποίημα έχει ακόμα πολύ δρόμο πριν φτάσει εκεί.
Πρώτα από όλα οι στίχοι 10-12 που καταγράφουν δύο θέματα: την ομορφιά του Αχιλλέα ( της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του) με μια διακριτική, απόμακρη – τυπική καβαφική – σχεδόν ερωτική αναφορά και η σταθερή και μόνιμη διατήρηση των λόγων του Απόλλωνα στη μνήμη της Θέτιδας. Είναι κομβικά και τα δύο αυτά θέματα: το πρώτο επιβεβαιώνει τη ρήση του Απόλλωνα για την υγεία του Αχιλλέα και δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της επιβεβαίωσης των θεϊκών λόγων. Το δεύτερο, ως συνέχεια του πρώτου, δείχνει τον εφησυχασμό και την εμπιστοσύνη της Θέτιδας στα λόγια του Απόλλωνα που στη φάση αυτή με την επίπλαστη τους υλοποίηση πολλαπλασιάζουν σε ισχύ το θέμα της απάτης, του φενακισμού της Θέτιδας.
Οι γέροι αγγελιαφόροι (προφανώς η ηλικία έχει να κάνει με τη σοβαρότητα του μηνύματος αλλά και την αξιοπιστία των μαντατοφόρων) είναι ένα ακόμα εύρημα του ποιητή και προσθήκη στο ποίημα. Το ίδιο και ο εκπληκτικός θρήνος της Θέτιδας (επιμένουμε εδώ στα πορφυρά ρούχα της που ξεσχίζει και στο ρήμα ξεπετούσε που δεν είναι διόλου άστοχο: κυριολεκτικά σημαίνει τελειώνω γρήγορα, βιαστικά κάτι μα εδώ αποδίδει ακριβώς την κίνηση της Θέτιδας που με βία βγάζει και πετά από πάνω της τα κοσμήματα, βραχιόλια και δαχτυλίδια. Και μάλιστα το ρήμα ενισχύει επαναλαμβάνοντας το προηγούμενο «έβγαζε από πάνω της»: κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε. Προσέχουμε επίσης πώς στον θρήνο ο άνθρωπος θέλει να απορρίψει από πάνω του κάθε τι που τον κάνει όμορφο ή ξεχωριστό όπως όμορφα και ακριβά ρούχα και κοσμήματα επιθυμώντας να ταυτιστεί με τη φθορά και τον θάνατο του προσφιλούς προσώπου. Στον Καβάφη έχουμε και άλλες περιπτώσεις θρήνου: κορυφαίος αυτός του ποιήματος 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ με τον απαγχονισμό του 17χρονου παιδιού, ο θρήνος της Αλεξάνδρας για τον γιό της Αριστόβουλο που μετατρέπεται σε ανίσχυρη οργή όταν διαπιστώνει πώς εξαπατήθηκε από τον βασιλιά Ηρώδη (εδώ θυμίζει την επίσης ανίσχυρη οργή της Θέτιδας που ακολουθεί στους στίχους 19-22) αλλά και στο Το τέλος του Αντωνίου τον θρήνο της Κλεοπάτρας με τις δούλες της μπροστά στον ετοιμοθάνατο Αντώνιο που βλέποντας την ανατολίτικη αυτή παράσταση αγανακτεί και επιστρέφει έστω και την έσχατη στιγμή στην ρωμαϊκή dignitas που είχε από καιρό απεμπολήσει ως υποχείριο της Κλεοπάτρας
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου (ΕΠΛ) που ακολουθεί. Με δεδομένη την έντονα δραματική εικόνα των στίχων 14-16 με τον θρήνο της Θέτιδας ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφήνει την ουδετερότητά του και συνεχίζει καταγράφοντας σχεδόν αυτούσιο το λόγο της Θέτιδας με τα ολοένα και πιο δραματικά διαδοχικά ερωτήματά της. Προσέχουμε [υπογραμμίζω τους όρους με ενδιαφέρον] πώς το αρχικό λεπτά ειρωνικό τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων γίνεται έντονα ειρωνικό και οργισμένο πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια έξοχα ομιλεί και κλείνει σε κρεσέντο πού γύριζε ο προφήτης όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα. Δε μπορούμε να αγνοήσουμε το δραματικό κοντράστ ανάμεσα στο προφήτης και στο σκότωναν στα πρώτα νειάτα: τι προφήτης είναι αυτός που είπε ψέματα; Και φυσικά η κλιμάκωση της απελπισμένης ειρωνείας της Θέτιδας ειρωνείας που περνά μέσα από τις ιδιότητες του Απόλλωνα: σοφός, ποιητής προφήτης: ψευδείς και οι τρεις.
Απομένει η ολοκλήρωση της απιστίας προς την Θέτιδα και η τραγική ολοκλήρωση του ποιήματος. Γιατί μέχρι τώρα ο Απόλλωνας ήταν απλώς ψεύτης, εδώ όμως μέσα από τα λόγια των γερόντων φανερώνεται και άπιστος, προδότης της εμπιστοσύνης που του έδειξε η Θέτιδα. Προδότης στη χαρά της για τα λόγια του, στην εμπιστοσύνη, στις ελπίδες της. Αυτή είναι η μεγάλη, η υπέρτατη απιστία. Ο αφηγητής εδώ επιστρέφει στον καθαρό τριτοπρόσωπο πλάγιο λόγο και το αρχαίο παράθεμα μαζί και, ψυχρά σχεδόν, οδηγεί το μέγεθος της Απιστίας στο τελικά του ύψος; … ο Aπόλλων / αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία, / και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα. Προσέχουμε πώς ο ποιητής κρατά το αυτός…αυτός του αρχαίου κειμένου στο αυτός ο ίδιος. Επίσης βλέπουμε σε σχέση με το αρχαίο κείμενο την προσθήκη των Τρώων όχι για να μετριάσει την προδοσία του Απόλλωνα αλλά για λόγους ακρίβειας περισσότερο καθώς οι θεοί στην Ιλιάδα σκοτώνουν συνήθως μέσω πολεμιστών και όχι άμεσα. Τυπικά οι Τρώες σκοτώνουν τον Αχιλλέα αλλά με την καθοδήγηση πάντα του θεού.
