Αρχείο ετικέτας Νίκος Καββαδίας

Σημειώσεις – Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo»

“.. Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσης για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι… Όμως ποιός είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, η της παλιωμένης μοράβιας; Ποιός άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, η από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το’ να σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε” … (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo» (Πούσι, 1947)

Στο Γιώργο Παπά

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος* για το Νότο
δύσκολες βάρδιες*, κακός ύπνος και μαλάρια*.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι* και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας* είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Νωρίς μπατάρισε* ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες*, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει*.

Η λαμαρίνα*!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo* σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι* με καρτίνι.         

Λεξιλόγιο
*ναύλος: μισθωμένο δρομολόγιο
*βάρδιες: υπηρεσίες που εκτελούνται με εναλλαγή των εργαζομένων
*μαλάρια: ελονοσία
*κατράμι: πίσσα
*μπούσουλας: ναυτική πυξίδα
*μπατάρισε ο καιρός: άλλαξε
*σκατζάρω: αλλάζω βάρδια
*γυμνάζω: εκπαιδεύω *λαμαρίνα: σίδερο
*Kuro Siwo: θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού
*καρτίνι: το ένα τέταρτο (quartino) του ρόμβου σύμφωνα με τις υποδιαιρέσεις των παλιών ανεμολογίων της πυξίδας.

Μια πολύ προσεγμένη δουλειά τόσο για αυτό όσο και για άλλα ποιήματα του Νίκου Καββαδία εδώ: https://antonispetrides.wordpress.com/2013/07/03/kavvadias_kuro_siwo/

Όπως και στο «Θεσσαλονίκη» της ίδιας συλλογής, Πούσι, το ποίημα μοιάζει να προτάσσει προσχηματικά έναν στοιχειώδη αφηγηματικό κορμό (όπως στο Μαραμπού που όμως προηγείται χρονικά δεκατρία χρόνια και τα ποιήματά του είναι πολύ πιο ευθύγραμμα και λιγότερο Kavvadias nikos 1 1152x759υπαινικτικά) αλλά στην πορεία ελάχιστα επιμένει σε αυτόν και τον υπονομεύει και διαλύει μέσα από διαδοχικές φαινομενικά ασύνδετες εικόνες της ναυτικής ζωής που ωστόσο συμπλέκουν σταθερά τρία θέματα: τον (ματαιωμένο ή μετέωρο) έρωτα, τη μνήμη που βασανιστικά τον διατηρεί και επαναφέρει, την τυράννια της ναυτικής ζωής, τον θάνατο και τη θάλασσα που δήθεν ορίζουμε αλλά στην πράξη μας ορίζει – όπως ακριβώς η ανθρώπινη μοίρα.

Πέντε τετράστιχα σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο και σταυρωτή ομοιοκαταληξία (αδ-βγ)
Η αφιέρωση στον ηθοποιό Γιώργο Παππά (γιο της ποιήτριας Μυρτιώτισσας), στενό φίλο της οικογένειας Καββαδία.

Το ποίημα ξεκινά δυσοίωνα καθώς το πρώτο ήδη ναυτικό ταξίδι του ήρωα είναι για τον Νότο. Η πορεία προς τον Νότο είναι, γενικότερα στην ποίηση του Καββαδία και όχι μόνο εδώ, ταυτισμένη με την ψυχική και  τη σωματική ταλαιπωρία. Ο Νότος είναι παράξενη, ανοίκεια γη, βουτηγμένη στην ομίχλη, ενίοτε και την παραίσθηση όπως φαίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ποιήματα σαν τον «Σταυρό του Νότου».
Τα προβλήματα της ναυτικής ζωής ξεκινούν (υπογραμμίζω τα επίθετα που φανερώνουν τις δυσκολίες) ήδη από τον δεύτερο στίχο: τόσο τα άμεσα και ρητά διατυπωμένα όπως δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια  όσο και εκείνα που δε φαίνονται και διατυπώνονται κρυπτικά όπως τα παράξενα φανάρια (= οι φάροι) της Ινδίας που …δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο. Προβληματικό λοιπόν εξ αρχής το ταξίδι τόσο με άμεσες αναφορές στις δυσκολίες (στιχ 2) όσο και έμμεσες και υπαινικτικές (στ.1, 3-4). Προσέχουμε επίσης τη χρήση του β΄ενικού προσώπου που είναι και πάλι (όπως είδαμε και στο «Θεσσαλονίκη» το άλλοθι του ποιητή για να τηρηθεί μια απόσταση από το άμεσα αυτοβιογραφικό α’ ενικό – πού όμως ξεπροβάλει στιγμιαία στους στίχους 15-16, εκεί που η λύπη για την απώλεια των κατοικίδιων διαπερνά και στιγμιαία ακυρώνει το προσωπείο του β΄ ενικού. Στιγμιαία επίσης στον στίχο 18 εμφανίζεται και το α΄ πληθυντικό για να εκπροσωπήσει συνολικά το πλήρωμα του καραβιού και ακόμα περισσότερο ίσως (με βάση τον συμβολισμό του Kuro Siwo) όλους τους ναυτικούς.

Ο μηχανισμός που στα πρώτα δύο δίστιχα του τετράστιχου κυριαρχούν εικόνες της ναυτικής ζωής ενώ στα δύο επόμενα η μνήμη παλεύει να επαναφέρει την εικόνα, τη μνήμη ή την ανάμνηση ενός άτυχου έρωτα διατηρείται και σε αυτό το ποίημα, όχι όμως με τη συνέπεια που τηρήθηκε στο «Θεσσαλονίκη» καθώς εδώ αφορά το δεύτερο, τρίτο και πέμπτο τετράστιχο. Στους στίχους 5-6 κυριαρχεί η εικόνα της δουλειάς του ναυτικού χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.1435153246 0 1024x768 Βέβαια η Γέφυρα του Αδάμ δεν είναι και το πιο βολικό μέρος στον κόσμο, οπότε και πάλι διατηρείται το θέμα του κινδύνου (πολύ έμμεσα ωστόσο) δεν είναι  πάντως το μείζον. Γενικά πάντως τα τοπωνύμια στον Καββαδία δεν είναι τόποι αναψυχής και μακαριότητας αλλά συνήθως φθοράς, κούρασης και γενικότερα αρνητικών συναισθημάτων. Δηλαδή δεν είναι σχεδόν ποτέ αφελής και χαρούμενος εξωτισμός αλλά συνδέονται με τα βάσανα και τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής.

Στο δεύτερο δίστιχο (στιχ 7-8) μπαίνει το θέμα του προσώπου που θυμάται ο ήρωας: αόριστο αρχικά και μας συστήνεται μόνο από κάποια του λόγια που ειπώθηκαν: Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια // που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα. Μέσα στην πυρετώδη εργασία του ο ήρωας δεν παύει να θυμάται τα λόγια που του είπαν μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα – και πάλι δυσοίωνα ακούγονται με το επίθετο «κούφια». Προφανώς ό,τι ειπώθηκε τον προβλημάτισε και τον στεναχώρησε τόσο που θέλει να το απωθήσει αλλά αυτό επανέρχεται – πιθανότατα έχει ειπωθεί από προσφιλές πρόσωπο που δε μπορεί να αγνοηθεί και το θυμάται μέσα στις δυσκολίες του. ¨Όλα φυσικά συγκλίνουν σε άλλη μια ερωτική ιστορία από τις τυπικές στον Καββαδία. Ιδίως όσες σχετίζονται με το ερωτικό υποκείμενο που μένει πίσω στην Ελλάδα σε έναν έρωτα αδιέξοδο και μετέωρο ή οριστικά ματαιωμένο.

Το τρίτο δίστιχο αντιγράφει ουσιαστικά το δεύτερο όμως εδώ οι εικόνες κόπωσης, πόνου και φθοράς είναι σαφώς πιο έντονες με σωματικό πόνο και αίσθηση δυσφορίας και βρωμιάς: Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, // χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει. Η ζωή του ναυτικού αφήνει κυριολεκτικά στο σώμα πληγές και φθορά αλλά και σε ένα δεύτερο μεταφορικό επίπεδο εξουθενώνει και διαλύει τον ήρωα ψυχολογικά κάτι που δεν καλυτερεύει διόλου η μνήμη του ερωτικού υποκειμένου και των λόγων της: κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει, // «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Εδώ παρατηρούμε για πρώτη φορά ότι πρόκειται για γυναικεία παρουσία (ο λόγος της) και η φράση της που γυρνά στο νου του ήρωα άμεσα διατυπωμένη: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Τι σημαίνει άραγε το ερώτημα πέρα από το προφανές, αν δηλαδή στρέφει η πυξίδα προς τον μαγνητικό βορρά ή το καράβι αλλάζοντας πορεία; Δηλαδή αν το καράβι στρέφει με τη βούληση των ανθρώπων ή πυξίδα ορίζει την πορεία του, αν τελικά ορίζουμε εμείς τη ζωή μας ή απλώς έτσι πιστεύουμε και ο μπούσουλας (τύχη ή μοίρα ) ορίζει την πορεία μας,

Και το τέταρτο τετράστιχο ξεκινά με μια αρνητική εικόνα, μόνο που εδώ είναι ο καιρός που έχει χαλάσει και δείχνει απειλητικός. Ανάλογη και η ψυχική διάθεση του ήρωα που τέλειωσε τη βάρδια του αλλά νιώθει μεγάλη λύπη καθώς έχουν ψοφήσει όλα του τα κατοικίδια, οι δύο παπαγάλοι και ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει. 1355309971 0 1024x768 1Δύο τα προεξάρχοντα θέματα εδώ:  το ένα είναι θέμα του χαμού, του θανάτου που μεταφέρεται ως και στα κατοικίδια ζώα του ναυτικού (σε αρκετά ποιήματα μπορεί κανείς να δει το αίσθημα ότι στα χέρια του ναυτικού όλα φθείρονται και χαλάνε, τίποτα δε μένει, ούτε τα ζώα ούτε οι άνθρωποι). Και το δεύτερο η ματαιότητα της κάθε προσπάθειας, ως και της εκπαίδευσης του πιθήκου ακόμα που καταλήγει στο μηδέν στον θάνατο. Σημειώνουμε τέλος τη σχέση ναυτικών και ζώων που υπάρχει σε πολλά ποιήματα του Καββαδία («Ἡ μαϊμού τού ινδικού λιμανιού», «Θεσσαλονίκη», «Γάτες των φορτηγών»)

Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Η αναφορά εδώ διπλή: η νευρολογική ασθένεια του σιδήρου που αναφέρει ο ποιητής και στις «Γάτες των φορτηγών» η οποία εξολοθρεύει τα ζώα στο πλοίο (συνέχεια του προηγούμενου τετράστιχου) αλλά και το πλοίο συνεκδοχικά που σβήνει τα πάντα και πνίγει επιθυμίες, όνειρα και προσδοκίες. Kuro Siwo 7 1Στην ίδια κατεύθυνση και το Kuro Siwo, ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στο βορειοδυτικό Ειρηνικό, που μεταφέρει θερμό νερό από τους τροπικούς προς τα βόρεια. Η ονομασία είναι γιαπωνέζικη και σημαίνει «μαύρο ρεύμα» από το βαθυγάλαζο χρώμα που παίρνουν τα νερά του. Οι συνέπειες του Kuro Siwo είναι γενικά ευεργετικές (εξασφαλίζει εύκρατο κλίμα στις περιοχές που βρέχει). Στο ποίημα όμως το Kuro Siwo είναι φυσική δύναμη ασφυκτική, ισχυρότερη τόσο από τη βούληση του ανθρώπινου νου. Όσο και αν προσπαθεί να ελέγξει την πορεία του ταξιδιού του, ο ναυτικός είναι στο έλεος της θάλασσας. Το Kuro Siwo εμφανίζεται εδώ ως σύμβολο των δυνάμεων που ελέγχουν τη ζωή του ανθρώπου πέρα και πάνω από τις δυνάμεις του. Είναι αυτό που στρέφει το καράβι προς την κατεύθυνση που κινείται το ίδιο και το ελέγχει ασφυκτικά: Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη την ίδια ώρα που ο ήρωας πάνω στο τιμόνι προσπαθεί ακόμα μάταια να ελέγξει την πορεία κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι, // πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι  με καρτίνι. Άλλωστε το έχει πει κι αλλού (στο μυθιστόρημά του Βάρδια) ο ποιητής: Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε, Η ανθρώπινη ζωή ελέγχεται από δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτήν. Σαν το Κούρο Σίβο που τυλίγει το καράβι την ώρα που οι άνθρωποι προσπαθούν ή και πιστεύουν ότι τo ελέγχουν.

 

Σημειώσεις – Νίκος Καββαδίας “Θεσσαλονίκη”

Νίκος Καββαδίας – Θεσσαλονίκη (Πούσι, 1947)

Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη

Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν όργιά μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;

Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιά κι ὁ θερμαστή τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.

  • Βαρδάρης: <σερβ. Vardar (=η ονομασία του ποταμού Αξιού στο γιουγκοσλαβικό τμήμα του) : ο δυνατός και ψυχρός ΒΔ άνεμος που πνέει κατά μήκος του ποταμού Αξιού στη Μακεδονία
  • oργιά: αγγλική μονάδα μήκους ίση με 1,83 μ.
  • γραδάρω: εδώ σημαίνει βυθομετρώ, υπολογίζω το βάθος του πυθμένα ώστε να μην κολλήσει τι καράβι
  • δόκιμος: μαθητευόμενος, κάποιος που περνά από ένα δοκιμαστικό στάδιο, πριν αποκτήσει τα πλήρη προνόμια και υποχρεώσεις της θέσης του
  • Άγια Θαλασσινή: Η Παναγία Θαλασσινή στην Άνδρο
  • Μαρμαρινοί: Η Προκόννησος, γνωστή και ως Προικόνησος, Νήσος του Μαρμαρά ή και Αδελφόνησος, είναι ένα νησί στην Προποντίδα
  • καλάρω: <ιταλ. calare : κάνω νερά, μπάζω νερά
  • fore peak, πανιόλα: Αναφέρεται (στην γλώσσα των ναυτικών) σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή όπου τα νερά ανεβαίνουν πάνω από το πρωραίο μέρος του καραβιού όπου υπήρχε το Fore Peak, δηλαδή το ντεπόζιτο του πόσιμου νερού και συνέχιζε καλύπτοντας και τα “πανιόλα”, δηλαδή τα λαμαρινένια πατώματα του καταστρώματος
  • στάμπα: <ιταλ. stampa: τατουάζ
  • γιατάκι: κλίνη, κατάλυμα
  • νωθρός: αυτός που κινείται αργά και τεμπέλικα
  • θερμαστής: Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και την παρακολούθησή του
  • νογάω: καταλαβαίνω, νιώθω, αντιλαμβάνομαι
  • ρικσά: χειροκίνητο δίκυκλο μεταφορικό μέσο (άμαξα) στην Άπω Ανατολή
  • Depot: περιοχή της Θεσσαλονίκης ανατολικά μετά την Καλαμαριά

Δούλεψα με ορισμένες διορθώσεις στα γρήγορα ένα έτοιμο λεξιλόγιο για να κερδίσω χρόνο. Το ποίημα από τη συλλογή Πούσι τη δεύτερη του Νίκου Καββαδία και σαφώς ωριμότερη σε σχέση με το Μαραμπού (1933) [η τρίτη, το Τραβέρσο εκδίδεται το 1975 μετά τον θάνατο του ποιητή. Εκεί υπάρχει και η Θεσσαλονίκη ΙΙ γραμμένη το 1974). Το ποίημα αφιερωμένο όπως όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής αλλά και τα επόμενα. Για τον Γιῶργο Κουμβακάλη βρήκα ότι ήταν τραπεζικός, Σαλονικιός φίλος του ποιητή που του γνώρισε και τον Αναγνωστάκη το 1945 ή 1946.

Έξι τετράστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με πλεχτή ομοιοκαταληξία (αγ-βδ) με την ιδιορρυθμία ότι οι στίχοι αγ είναι πάντα παροξύτονοι και οι βδ οξύτονοι – και άρα δεκατετρασύλλαβοι (ο οξύτονος δεκατετρασύλλαβος θεωρείται δεκαπεντασύλλαβος)  

Η γοητεία του Καββαδία έγκειται θεματολογικά στην σύζευξη έρωτα και ταξιδιού και σε επίπεδο εικονοποιίας στη ζωντάνια των εικόνων του και στην τολμηρότητα με την οποία αυτές συνδέονται με τις ψυχικές καταστάσεις του ποιητικού υποκειμένου. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει σε όλες τις συλλογές πολύς εξωτισμός συνδυασμένος με το πνεύμα της φυγής από την τρέχουσα πεζή πραγματικότητα μέσω του θαλασσινού ταξιδιού. Ωστόσο τα στοιχεία που την συνδέουν με το πνεύμα του spleen, της ανίας, το κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς των νεορομαντικών του 20 έχουν αρκετά υποχωρήσει στις δυο τελευταίες συλλογές. Το θέμα πάντως του καταραμένου ήρωα παραμένει σταθερό.

Στο πρώτο τετράστιχο δίνονται τα βασικά δεδομένα του ποιήματος: χώρος, χρόνος, ήρωας, υπόθεση, Μια ερωτική ιστορία που τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο του ποιήματος – αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποιο επίκεντρο. Ο χώρος δράσης afieroma ston niko kavvadia. san simera idisis lifo.pngπαραμένει σταθερά το καράβι που μπαίνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης που αποτελεί τον χώρο όπου η μνήμη ανακαλεί την ακυρωμένη ερωτική ιστορία (όπως κάθε ερωτική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της είναι ατυχής και εξελίσσεται σε επώδυνη μνήμη). Προσέχουμε ότι το ποιητικό υποκείμενο που μιλά απευθύνεται στον ήρωα σε δεύτερο πρόσωπο. Η τεχνική αυτή, πολύ συνηθισμένη, σχεδόν μόνιμη στον Καββαδία έχει το πλεονέκτημα να προσομοιάζει – συχνά είναι – με εσωτερικό μονόλογο ενώ την ίδια ώρα διατηρεί τυπικά μα αφήγηση έστω και διαλυμένη, με εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα εξαιτίας των διαδοχικών πολυπρισματικών εικόνων που την αποτελούν.

Στο πρώτο τετράστιχο λοιπόν το πλοίο μπαίνει με δυσκολία στο λιμάνι καθώς φυσάει ο Βαρδάρης και προχωρά με κόντρα κύμα  όργιά με την όργιά. Ο ήρωας ξεκινά να μετρήσει το βάθος των νερών για να μπει με ασφάλεια το πλοίο στο λιμάνι αλλά ήδη σκέφτεται  τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά. Είναι προφανές ότι η δυσκολία με την οποία κινείται το πλοίο διαποτίζει και τη μνήμη της Σμαρώς – εξ αρχής η μνήμη γίνεται αόριστα σχεδόν, τραύμα. Το πρώτο τετράστιχο περιέχει και προεξαγγέλλει τα πάντα.

Τα επόμενα τετράστιχα ακολουθούν τις σκέψεις του ήρωα που όλο προσπαθούν να στραφούν προς στο περιβάλλον του καραβιού και όλο ξεστρατίζουν στη μνήμη της χαμένης ερωτικής ιστορίας. Η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη στροφή οργανώνονται με τον ίδιο τρόπο: οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής γυρνούν γύρω από την πραγματικότητα του καραβιού, τους ανθρώπους, τα ζώα και τα αντικείμενα μέσα σε αυτό και οι δύο τελευταίοι βλέπουν λοξά, έμμεσα και υπαινικτικά μέσα από διαδοχικές γυναικείες παρουσίες, την ερωτική ιστορία του με μια θλίψη που γίνεται κάπου σχεδόν απόγνωση: στ.15-16: κτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται // σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

ModilianuΈτσι στο δεύτερο τετράστιχο η προσπάθεια του ήρωα να ανακαλέσει έναν χιλιανό σκοπό (το Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή πιθανόν να αναφέρεται στη θαλασσοταραχή και στο κόντρα κύμα που σκεπάζει το πλοίο) οδηγεί τελικά στην εικόνα του τυφλού κοριτσιού του Μοντιλιάνι (το τυφλό εδώ δεν είναι ακριβώς κυριολεκτικό: σε πολλούς πίνακες του Μοντιλιάνι οι μορφές απεικονίζονται με λευκό ή γαλάζιο χρώμα στη θέση των ματιών)  ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί – βλέπουμε πόσο αόριστα και διακριτικά περνά το ερωτικό στοιχείο και η ερωτική μνήμη.

Το τρίτο τετράστιχο ξεκινά με το νερό που κατακλύζει την πλώρη του καραβιού αλλά στρέφεται στη ζάλη του ήρωα – όχι συνηθισμένη, παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ. Η κατάσταση του ήρωα ωστόσο δεν αποδίδεται σε κάπου άλλη εξωτερική αιτία (πχ η θαλασσοταραχή ) αλλά και πάλι σε γυναικείες μορφές: Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα // ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί; Η ανάμνησή παροδικών ερωτικών ιστοριών του ήρωα σε λιμάνια που ταξιδεύει μοιάζει με στάμπα, με τατουάζ αόρατο που έχει χαραχτεί στο νου και στο σώμα του ήρωα και σε σύγκρουση με την εικόνα της Σμαρώς που προφανώς εκπροσωπεί έναν πιο όμορφο, όχι χυδαίο, έρωτα προκαλεί την ταραχή, την ζάλη στον ήρωα. Το θέμα αυτό του χυδαίου έρωτα σε αντίθεση με τον αγνό και καθαρό έρωτα είναι σταθερό θέμα της ποίησης του Καββαδία σε πάρα πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις που ξεκινούν από απόλυτη αντίθεση μέχρι μηδενισμό και εξίσωση (ιδίως στην Βάρδια, το μυθιστόρημά του αλλά υπάρχει ακόμα σε δραματική μορφή και στο “Μαραμπού”, το ποίημα της ομώνυμης συλλογής)

Στο τέταρτο τετράστιχο τα δύο οικόσιτα ζώα, ένα φίδι και μια μαϊμού (παράξενα και ιδιόρρυθμα και τα δύο, όπως ακριβώς και ο ήρωας) κυριαρχούν στη καμπίνα του ήρωα και δε μπορεί παρά να θυμίζουν στον ήρωα την μοναξιά του: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται // σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ. Η εικόνα της μητέρας που είναι η μόνη που έχει απομείνει να θυμάται τον ήρωα καθώς όλοι οι άλλοι τον έχουν ξεχάσει (και αυτό το θέμα της λήθης σταθερό θέμα στην ποίηση του Καββαδία) υπενθυμίζει και πάλι λοξά και διαγώνια την ακυρωμένη ερωτική μνήμη: μόνο η μάνα, καμιά άλλη δεν έχει μείνει να τον θυμάται, ούτε η Σμαρώ. Είναι απόλυτη η μοναξιά του ήρωα και δε μπορεί να την καλύψει τίποτα.

Επιστρέφει στο πέμπτο τετράστιχο η ματιά του ήρωα σε εικόνες του πλοίου με του ναύτες να παίζουν χαρτιά και ζάρια και με τον στίχο κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά να γίνεται αναφορά σε ποτό ή χασίς. Ωστόσο και πάλι η μνήμη διαφεύγει, άγνωστο με ποιον συνειρμό (το Θυμήσου εδώ παραπέμπει σε εσωτερικό μονόλογο) σε ένα κινέζικο παζάρι και ένα κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά, μια εικόνα και πάλι θλίψης με πρωταγωνιστή κορίτσι πιθανόν σε ερωτική απογοήτευση. Είναι ενδιαφέρον ότι τρεις από τις έξι γυναικείες παρουσίες που καταγράφονται στο ποίημα είναι νεαρές κοπέλες, κορίτσια και η λέξη εμφανίζεται τρεις φορές (οι άλλες τρεις παρουσίες: η Σμαρώ, Σπανιόλα, η μάνα) στο ποίημα.1355309812 0 1024x768 Ίσως γιατί καθώς είναι σε μικρότερη ηλικία ταιριάζουν περισσότερο στην εξιδανικευμένη εικόνα της Σμαρώς και της άτυχης ερωτικής ιστορίας.

Ο επίλογος γράφεται στο έκτο τετράστιχο: Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη. Πάντα τα κόκκινα φώτα μου έδιναν εδώ την εικόνα οίκου ανοχής, νομίζω ότι δεν κάνω λάθος πως παραπέμπει σε μια εικόνα ενός φτηνού και πληρωμένου έρωτα, όπως ακριβώς οι έρωτες του ήρωα σε αντίθεση με εκείνον της Σμαρώς που τον αναπολεί με πίκρα ως χαμένο οριστικά. Άλλωστε έχει δέκα χρόνια από τότε που μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ» – σημειώνουμε εδώ το μεθυσμένη που υπονόμευε εξ αρχής την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε όταν αύριο σαν τότε (σημειώνουμε τους διαδοχικούς χρονικούς δείκτες δέκα χρόνια – αύριο σαν τότε) και χωρίς ο ήρωας στην επέτειο του «σ᾿ ἀγαπῶ» να έχει γίνει καπετάνιος (χρυσάφι στο μανίκι) – και πάλι εδώ το θέμα της αποτυχίας, του καταραμένου θα λέγαμε – δεν θα θυμάται ούτε καν τον δρόμο που πάει για το Ντεπό: μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot. Ο ορίζοντας της ερωτικής αυτής ιστορίας είναι  κλειστός καθώς η ζωή του ναυτικού δεν επιτρέπει εξιδανικευμένους έρωτες ούτε καν σαν ανάμνηση. Μόνο φτηνές ιστορίες πληρωμένου έρωτα στα λιμάνια και σε καμιά περίπτωση την ομορφιά του έρωτα μιας Σμαρώς στην Καλαμαριά, κάπου κοντά στο Ντεπό.