Θυμάμαι πόσο ανησυχούσα γι’ αυτόν, τον αγαπημένο μου κατηχητή [σημ.: μιλά για τον πτυχιούχο Νομικής και φοιτητή Θεολογίας, Κωνσταντίνο Μουρατίδη], τις μέρες που ακολούθησαν την απελευθέρωση και κατέληξαν στα Δεκεμβριανά. Δεν είχα σαφή εικόνα για το τι γινόταν, υπήρχε όμως μια διάχυτη εντύπωση πως άρχισε εκτεταμένη αλληλοσφαγή -εντύπωση που την έτρεφαν καθημερινά περιστατικά. Από τον Οκτώβρη κιόλας του ’44, κάθε νύχτα η γειτονική μας Φωκίωνος Νέγρη αντηχούσε από λαχανιασμένη κυνηγητά, βλαστήμιες με τα χωνιά ανάμεσα σε κομμουνιστές και στους “εθνικόφρονες”, συχνά και πυροβολισμούς. Το πρωί πηγαίνοντας για το σχολειό ψάχναμε για κάλυκες από τις σφαίρες και βρισκόμασταν πολλές φορές μπροστά σε λίμνες από αίμα, σκόρπια μυαλά και τούφες μαλλιά, ενώ τα πτώματα τα είχαν εξαφανίσει. Έτυχε μια φορά να δω και φόνο μπροστά στα μάτια μου: Ένα θεόρατο παλικάρι -γιος του Μαρέντη, που είχε γραφείο κηδειών στο Λυσσιατρείο- προχωρούσε πενήντα μέτρα μπροστά από μένα στην οδό Σικίνου. Τον πυροβόλησαν πισώπλατα, λύγισε και σωριάστηκε στον δρόμο. 1944 -ήμουν εννέα χρονώ.Συνεχίστε την ανάγνωση