Αρχείο κατηγορίας Νεοελληνική Λογοτεχνία

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος, “Μεταστροφή”

Μεταστροφή
Έτσι την πάθανε κι εκείνοι οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι,
οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους, όπως
ο διοικητής της Κιλικίας, που, αν κι επικούρειος, αποφάσισε μια μέρα
να στείλει κάποιον απελεύθερο (για άγνωστους λόγους) στο μαντείο του Μόψου,
με κάποια ερώτηση γραφτή σε σφραγισμένο φάκελο. Εκείνος
διανυχτέρεψε στο ναό — καθώς ήταν συνήθειο. Στο μισοΰπνι του εμφανίστηκε
άντρας ψηλός, πανέμορφος, κι είπε μια λέξη μόνο: «Μαύρο». Από τότε
άλλαξε ολότελα ο διοικητής. Πρόσφερνε ταχτικά θυσίες·
τιμούσε μεγαλόπρεπα τον Μόψο. Συχνά τον ακούγαμε τ’ ανοιξιάτικα βράδια,
όταν ορμούσαν απ’ τα παραθύρια οι μυρωδιές του ποτισμένου κήπου,
να μουρμουρίζει μοναχός του: «Μαύρο, μαύρο, μαύρο», σα ν’ αντιστεκόταν
σε κάτι μέσα του. Κι ύστερα μονομιάς, χαμογελούσε. Εμείς, τριγύρω του,
νιώσαμε απελευθερωμένοι. Οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. Τούτο το «μαύρο»,
μας ήτανε και βολικό κι ευχάριστο. Μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια)
από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις. Έξω απ’ τα παράθυρα, στον κήπο, ένα φτενό, φεγγάρι
αργό και δροσερό, μας κοίταζε μαρμαίροντας πίσω απ’ τη λεύκα.

                                                                                                                        Λέρος, 20.III.68

Αντιγράφω από την Πυξίδα (υπογραμμίζω τα σχετικά με το ποίημα)

Το ποίημα ανήκει στις Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968), που γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου. Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντιπάλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν—, αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». Στις Επαναλήψεις, λοιπόν, έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ (Προκοπάκη, 1981: 60). Το ποίημα βασίζεται στην πραγματεία του Πλούταρχου Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 45  (Ηθικά). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ηγεμόνας της Κιλικίας ήταν άπιστος, υβριστής και φαύλος και επηρεαζόταν από τους Επικούρειους, που απέρριπταν τη μαντική τέχνη. Κάποια μέρα αποφάσισε να στείλει κάποιον απελεύθερο στο Μαντείο του Μόψου με μια πινακίδα σφραγισμένη όπου πάνω της ήταν γραμμένο ένα ερώτημα που μόνο ο ίδιος ο ηγεμόνας γνώριζε. Αφού ο απεσταλμένος πέρασε όλη τη μέρα στον σηκό, όπως προβλεπόταν, τον πήρε ο ύπνος κι εκεί είδε ένα όνειρο. Του παρουσιάστηκε ένας όμορφος άντρας που το μόνο που του είπε ήταν «μαύρο». Ο ηγεμόνας της Κιλικίας έμεινε εμβρόντητος από τα νέα, καθώς το ερώτημα το γραμμένο στην πινακίδα ήταν: «Να σου προσφέρω θυσία ταύρο λευκό ή μαύρο;». Μετά το επεισόδιο αυτό, οι Επικούρειοι έπεσαν σε σύγχυση και σημειώθηκε μια μεταστροφή αναφορικά με τη στάση του ηγεμόνα της Κιλικίας απέναντι στους θεούς και στους μάντεις, καθώς αυτός δεν σταμάτησε ποτέ να δείχνει σεβασμό προς τον Μόψο.
Στοιχεία Έκδοσης:
Ρίτσος, Γιάννης. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Και αυτό το ποίημα, όπως και το «Οι Απόντες» που γράφτηκε μία μέρα μόλις πριν, έχει συντεθεί κάτω από την ίδια βαριά σκιά, της διάσπασης του ΚΚΕ (5-15 Φεβρουαρίου 1968 στη Βουδαπέστη μέσα από την 12η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) και φυσικά αντανακλά και αυτό  – έστω ως ατμόσφαιρα –  το κλίμα διάλυσης και απογοήτευσης που περνά στους εξόριστους. ‘Όπως τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής Επαναλήψεις αγγίζει την ποιητική πρόζα (έλλειψη μέτρου, ομοιοκαταληξίας, μακροσκελείς στίχοι με συνεχείς διασκελισμούς, χωρίς διαίρεση σε στροφές). ritsos sante 1440x758Μια αφήγηση με αυστηρή λιτότητα στο λόγο, κοινόχρηστο λεξιλόγιο,, χωρίς εξόφθαλμες λυρικές εξάρσεις αλλά και χωρίς κάποια εμφανή δραματικότητα (σε δεύτερο επίπεδο προκύπτουν ωστόσο ενδιαφέρουσες συγκρούσεις). Δεκαέξι στίχοι σε μια στροφή που νοηματικά κατανέμονται σε τρεις περιοχές: ο επικούρειος διοικητής και ο χρησμός (στ. 1-7), η μεταστροφή του (στ. 8-12). οι ανακουφισμένοι άλλοι (στ. 13-16). Τον αφηγητή της ιστορίας δεν τον γνωρίζουμε παρά στο τέλος από το α΄ πληθυντικό πρόσωπο (Εμείς, τριγύρω του, // νιώσαμε απελευθερωμένοι). Είναι συνεπώς ένα συλλογικό προσωπείο που αφηγείται την ιστορία από τη δική του οπτική, με τις δικές του σκοπιμότητες και κυρίως μέσα από το δικό του σχολιασμό που ξεκινά ήδη από τον πρώτο στίχο (Έτσι την πάθανε κι εκείνοι οι άπιστοι…)

Και εδώ προκύπτει το πρώτο ζήτημα: ποιοι είναι εκείνοι οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους.  Παράδοξο: Άπιστοι μεν που την έπαθαν αλλά με θετικές ιδιότητες: οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους, αν και η τελευταία ιδιότητα δεν ορίζεται τόσο ως θετική χωρίς ωστόσο να είναι και μομφή. Ουσιαστικά η τελευταία ιδιότητα αιτιολογεί μάλλον και μετριάζει την πρώτη, το άπιστοι. Πάντως μέσα στο ποίημα δεν ξαναεμφανίζονται εκείνοι. Σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο θα μπορούσαν να είναι η επικούρεια παρέα και σύντροφοι του διοικητή της Κιλικίας που περιγελούσαν, ως επικούρειοι, χρησμούς και μαντεία. Και τα χαρακτηριστικά τους άλλωστε ταιριάζουν ως (πολύ) ελεύθερη ανάπτυξη των όρων τὴν καλὴν δὴ καὶ φυσιολόγον ἐνυβρίζοντας, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, τοῖς τοιούτοι και του δι´ ἀσθένειαν ἀπιστίας που όμως στο ποίημα αφορά τον ήρωα-διοικητή. Αλλά μέσα το ποίημα τίποτα άλλο δεν ενισχύει την ταύτιση. Από τα τρία πρόσωπα του κειμένου (εξαιρώ τον απελεύθερο που έχει μονοσήμαντο και διαδικαστικό ρόλο στην αφηγημένη ιστορία), τα δύο συλλογικά (εκείνοι και εμείς, τριγύρω του) και το ένα, κεντρικό πρόσωπο της δράσης (ο διοικητής της Κιλικίας), το πιο σκοτεινό και αδιευκρίνιστο είναι εκείνοι. Βέβαια δεν πρέπει να μας ξεφεύγει ότι με αυτούς τους ανώνυμους εκείνους ξεκινά μια αναλογία που ξετυλίγει τον μύθο και όταν τελειώνει ο μύθος εμείς, τριγύρω του, όσοι εξ αρχής πίστευαν σε μαντεία και χρησμούς, οι πιστοί δηλαδή, βρίσκουν μια δικαίωση, έστω και αργά. Ή καλύτερα μια ανακούφιση καθώς ο χρησμός μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια) // από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις.

Ο Ρίτσος ακολουθεί την ιστορία (τον μύθο ουσιαστικά) που παραδίδει ο Πλούταρχος χωρίς ριζικές ανατροπές και με αρκετή προσοχή στην πιστή αναπαραγωγή των εικόνων. Βέβαια λείπουν κάποια στοιχεία: η επικούρεια παρέα του διοικητή (φαίνεται έμμεσα και αόριστα), η αναφορά στο ήθος του (τἄλλα γὰρ ἦν ὑβριστὴς καὶ φαῦλος) και ακόμα περισσότερο η εξήγηση του μαύρο: στο αρχαίο κείμενο διευκρινίζεται το ερώτημα προς το μαντείο που ήταν «Να σου προσφέρω θυσία ταύρο λευκό ή μαύρο;». y ritsos rollΚάποια άλλα επίσης παραλλάσσονται: στο ποίημα ο διοικητής χαρακτηρίζεται επικούρειος ενώ στο αρχαίο κείμενο ἀμφίδοξος ὢν ἔτι πρὸς τὰ θεῖα δι´ ἀσθένειαν ἀπιστίας και συνεπώς δεν είναι άγνωστοι οι λόγοι που στέλνει τον απελεύθερο στο μαντείο όπως τους παρουσιάζει το ποίημα: να στείλει κάποιον απελεύθερο (για άγνωστους λόγους) στο μαντείο του Μόψου. Έπειτα οι στίχοι 9-12 με τον μονόλογο του διοικητή είναι αποκλειστικά προσθήκη του ποιητή – αλλά εδώ βέβαια στηρίζεται και ένα από τα δύο θεματικά κέντρα του ποιήματος. Η επικούρεια παρέα του διοικητή θα μπορούσε όντως να είναι εκείνοι των πρώτων δύο στίχων: ἔχων δὲ περὶ αὑτὸν Ἐπικουρείους τινὰς τὴν καλὴν δὴ καὶ φυσιολόγον ἐνυβρίζοντας, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, τοῖς τοιούτοις που τελικά την έπαθαν: ὥστε καὶ τοὺς Ἐπικουρείους διατραπῆναι. Τέλος, το συλλογικό αυτό προσωπείο φωτίζεται μόνο μέσα από τον κείμενο του Πλούταρχου αλλά πουθενά αλλού στο ποίημα ενώ αντίθετα το εμείς, το συλλογικό προσωπείο που εκφέρει την αφήγηση και παίζει κυρίαρχο ρόλο στο ποίημα καθώς διηγείται όλη την υπόθεση του διοικητή, δεν υπάρχει καθόλου στο κείμενο του Πλουτάρχου.

Οι προσθήκες και οι αλλαγές έχουν φυσικά τη σημασία τους. Οι επικούρειοι φίλοι περιορίζονται σε μια αόριστη αναφορά στην αρχή (που γίνεται κατανοητή μόνο με ανάγνωση του αρχαίου κειμένου), το ήθος του ήρωα παραλείπεται γιατί δε ενδιαφέρει στο ποίημα, ο ήρωας παρουσιάζεται ως επικούρειος ξεκάθαρα και όχι αμφίθυμος σχετικά με τα μαντεία (προφανώς για να μείνουν απέξω οι επικούρειοι φίλοι) το μαύρο παραμένει αδιευκρίνιστο σε ολόκληρο το ποίημα αλλά όχι και στην κείμενο του Πλούταρχου (λογικό: η σημασιοδότησή του είναι τελείως διαφορετική στο ποίημα σε σχέση με το αρχαίο κείμενο) και η αντίδρασή του ήρωα-διοικητή καθώς και οι τριγύρω του, το εμείς που αφηγείται την ιστορία στο ποίημα, είναι κατασκευές του ποιητή, αναγκαίες σαφώς καθώς Screenshot 1κρατούν τα δύο θεματικά κέντρα του ποιήματος (με τρίτο κέντρο, πιστεύω, τους δύο πρώτους στίχους και το οποίο πρέπει να σημασιοδοτηθεί αναδρομικά με το τέλος του ποιήματος και την συμπλήρωση του αλληγορικού παζλ)

Επιστρέφουμε στο ποίημα από τη μεταστροφή του ήρωα και μετά και μας ενδιαφέρει το επεισόδιο με τον ήρωα στον κήπο, εφεύρημα του ποιητή: … Συχνά τον ακούγαμε τ’ ανοιξιάτικα βράδια, // όταν ορμούσαν απ’ τα παραθύρια οι μυρωδιές του ποτισμένου κήπου, // να μουρμουρίζει μοναχός του: «Μαύρο, μαύρο, μαύρο», σα ν’ αντιστεκόταν // σε κάτι μέσα του. Κι ύστερα μονομιάς, χαμογελούσε… Προσέχουμε τη σκηνοθεσία: άνοιξη, ανοιχτά παράθυρα, ο ποτισμένος κήπος, οι μυρωδιές. Μέσα στη χαρά της φύσης και την ευδαιμονία ο ήρωας παλεύει ακόμα να συμφιλιωθεί με τον χρησμό: επαναλαμβάνοντας μόνος του «Μαύρο, μαύρο, μαύρο» και μετά μοιάζει να τον αποδέχεται χαμογελαστός. Τι μπορεί να σημαίνει το μαύρο που εδώ ξεκάθαρα δεν είναι το χρώμα του ταύρου που πρέπει να θυσιαστεί; – στο ποίημα, όπως προαναφέρθηκε, δεν διευκρινίζεται ως το τέλος ποιο ήταν το ερώτημα προς το μαντείο, δίνεται μόνο η απάντηση, Αν συνυπολογιστεί η ανοιξιάτικη σκηνοθεσία με την έντονες οσφρητικές εικόνες, ο διάχυτος αισθησιασμός και η επικούρεια φιλοσοφία που ασπαζόταν ο ήρωας καθώς και ο προβληματισμός του, το μαύρο πρέπει να είναι αναφορά στο μαύρο του θανάτου και στην ανυπαρξία μεταθανάτιας ζωής, στοιχείο βασικό της επικούρειας φιλοσοφίας. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτεί κανείς αυτό μια ανοιξιάτικη νύχτα, μέσα στις μυρωδιές του κήπου αλλά βέβαια αυτό δεν είπε και ο χρησμός; Το χαμόγελο του ήρωα έχει μια δόση πικρής ειρωνείας: το μαντείο, όργανο μιας θρησκείας που πιστεύει σε μεταθανάτια ζωή, χρησμοδοτεί την ανυπαρξία της επιβεβαιώνοντας την επικούρεια πίστη που όμως με τη σειρά της δεν αποδέχεται τα μαντεία και τους χρησμούς. Στο αδιέξοδο αυτό ένα μόνο είναι το σίγουρο: το μαύρο και το carpe diem του Οράτιου που υποβάλλει ο ανθισμένος κήπος. Ο ήρωας τιμά τον Μόψο και το μαντείο επειδή ουσιαστικά επιβεβαίωσε την επικούρεια πίστη του και όχι επειδή τη διέψευσε όπως στο αρχαίο κείμενο και όπως πιστεύουν όσοι περιστοιχίζουν τον ήρωα. Και φυσικά η ¨μεταστροφή¨ του ήρωα, ο τίλος του ποιήματος είναι διαποτισμένη από βαθιά και μελαγχολική ειρωνεία.

Δεν ξεχνάμε πάντως ότι όλη την αφήγηση τη μεταφέρουν οι τριγύρω του ήρωα: Εμείς, τριγύρω του, // νιώσαμε απελευθερωμένοι. Οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. Τούτο το «μαύρο», // μας ήτανε και βολικό κι ευχάριστο. Μας γλίτωσε (κάπως αργά, είναι αλήθεια) // από σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις. Μαθαίνουμε λοιπόν γι’αυτούς ότι νιώθουν απελευθερωμένοι επειδή νικήθηκαν οι επικούρειοι, οι οποίοι προφανώς επηρέαζαν τον ήρωα  – η ήττα τους σηματοδοτεί, πέρα από τη μεταστροφή του ήρωα προς την κοινά αποδεκτή θρησκεία και την ισχυροποίηση της θέσης τους. klaros 2Επιπλέον η αποδοχή του χρησμού από τον ήρωα είναι βολική και ευχάριστη καθώς αποφεύγουν σκοτούρες, μόχτους και διαψεύσεις που θα προέκυπταν αν αποτύγχανε το μαντείο στον χρησμό του – θα έπρεπε ενδεχομένως και οι ίδιοι να αναπροσαρμόσουν τα πιστεύω τους και τις αντιλήψεις τους. Είναι ευχαριστημένοι που δε χρειάζεται να αλλάξουν τίποτα. Το κάπως αργά, είναι αλήθεια μέσα σε παρένθεση έχει ωστόσο ενδιαφέρον καθώς ίσως υπονοεί ότι και η δική τους πίστη είχε κλονιστεί από τις επικούρειες διδαχές, τόσο άβολες για απλούς κοινούς ανθρώπους που εύκολα βολεύονται με απλοϊκές αλήθειες και η διάψευση των επικούρειων ήταν τελικά σωτήρια, έστω και καθυστερημένη. Ας προσέξουμε το λυρισμό της εικόνας στο τέλος: η ομορφιά της φύσης, η οποία, αδιάφορη για τις ανθρώπινες μεταφυσικές σκέψεις και ανησυχίες υπογραμμίζει τη ματαιότητά τους Έξω απ’ τα παράθυρα, στον κήπο, ένα φτενό, φεγγάρι // αργό και δροσερό, μας κοίταζε μαρμαίροντας πίσω απ’ τη λεύκα.

Έχοντας λοιπόν ολόκληρο το ποίημα μπορούμε, κάπως τολμηρά και βασισμένοι στο κείμενο του Πλούταρχου, να συνδέσουμε το οι επικούρειοι πια είχαν νικηθεί. με τις αρχικές περιγραφές τους, οι άπιστοι, οι ορμητικοί, οι ωραίοι, // οι αγέρωχοι, οι πολύ εμπιστευμένοι στο μυαλό τους και στα χέρια τους… Δε μπορεί παρά να επισημάνουμε τον λανθάνοντα θαυμασμό των απλών ανθρώπων γύρω από τον ήρωα προς τους άπιστους μεν επικούρειους, τόσο θαυμαστούς ωστόσο: ορμητικοί, ωραίοι, αγέρωχοι, με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους μόνο. Κι ας την έπαθαν, και ας είναι βολική η ήττα τους σε όσους δεν δε θέλουν ή δε μπορούν να ξεβολευτούν από τη πίστη τους και να κοιτάξουν κατάματα το μαύρο. Που δεν είναι το χρώμα του ταύρου που πρέπει να θυσιαστεί αλλά πολύ περισσότερο, το μαύρο του θανάτου που με αταραξία ατενίζουν οι επικούρειοι.

Δεν έχω καταλήξει οριστικά κατά πόσο το ποίημα συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα της διάσπασης. Σίγουρα πάντως και εδώ έχουμε ποίημα με μαντείο όπως και στο «Οι Απόντες». Για την ακρίβεια υπάρχουν έξι ποιήματα (με έκδοση αναφοράς τον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. που αξιοποιούν μύθο σχετικό με τα αρχαία μαντεία, τα 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 7ο της συλλογής Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968) : Κάθοδος στο μαντείο τού Τροφώνιου, Το νέο μαντείο, Τα παρόντα, Από μαντείο σε μαντείο. Οι απόντες, Μεταστροφή και όλα τον Μάρτιο του 68. [Υπάρχουν και άλλα δύο, 41ο και 42ο της ίδιας συλλογής αλλά αργότερα, τον Οκτώβρη του 68 (Το τέλος της Δωδώνης Ι και ΙΙ). Εδώ (συγκριτικά με το «Οι Απόντες») το μαντείο είναι υπαρκτό και υπάρχει και χρησμός που γίνεται αποδεκτός και μάλιστα βολεύει όσους περιστοιχίζουν τον ήρωα. Αλλά πέρα από το βόλεμα των μάλλον αφελών και υπολογιστών ακόλουθων του ήρωα υπάρχουνε δύο πράγματα διόλου βολικά: το μαύρο του χρησμού που, καθώς δεν διευκρινίζεται (όπως στο αρχαίο κείμενο) τι αφορά, παραμένει ένα δυσοίωνο και αμφίσημο σύμβολο. Και οι ωραίοι, ορμητικοί, αγέρωχοι, με αυτοπεποίθηση επικούρειοι που τελικά νικιούνται και υποκύπτουν σε έναν χρησμό που όμως – τι ειρωνεία – επιβεβαιώνει την πίστη τους. Ναι, ως ατμόσφαιρα το ποίημα σίγουρα αντανακλά μια ήττα και μια διάψευση για τους καλύτερους και μια νίκη για τους βολεμένους που και αυτοί ωστόσο δεν είναι πια απολύτως σίγουροι για την πίστη τους (επαναπαύονται σε αυτήν) ούτε μπορούν να μη θαυμάζουν τους ωραίους ηττημένους. Ηττήθηκαν ωστόσο τελικά οι επικούρειοι; Ή μήπως έτσι θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι και μόνο ο ίδιος ο ήρωας γνωρίζει την πικρή και αντιφατική αλήθεια; Ως εδώ προς το παρόν· ελπίζω στο μέλλον να προχωρήσω περισσότερο στους αόριστους και σκοτεινούς συμβολισμούς – ή αναλογίες – του ποιήματος ή καλύτερα της ομάδας ποιημάτων που σχετίζονται με μαντεία και χρησμούς.

 

Σημειώσεις – Ανέστης Ευαγγέλου, “Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς” και Άρης Αλεξάνδρου, “Είμαστε υπεύθυνοι”

Ανέστης Ευαγγέλου, Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς

Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.

Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.
                                      Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986) [Θεσ/νικη, εκδ. Παρατηρητής, 1988)

 

Άρης Αλεξάνδρου, Είμαστε υπεύθυνοι

Για να χτίσουν μια καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.

Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα.

Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.

Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.
                        Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)» β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σελ. 87.

Παραθέτω δύο ποιήματα στα οποία το κεντρικό θέμα είναι το χτίσιμο του σπιτιού/ζωής είτε αυτό γίνεται εκ νέου μέσα από τα ερείπια μιας κατεστραμμένης ζωής είτε (καθολικότερα) οι απόπειρες να «χτιστεί» μια καινούργια κοινωνία. Παρά την διαφορετική στόχευση και περιεχόμενο (υπαρξιακό το πρώτο κοινωνικό/πολιτικό το δεύτερο) υπάρχουν αρκετά κοινά.
Θα εξετάσω πιο συστηματικά το πρώτο – πολύ συνοπτικά ωστόσο, γρήγορες σημειώσεις,

B΄  Μεταπολεμική Γενιά
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25.

[…] Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπορεύονται τόσο από την άποψη του χρόνου εμφάνισης όσο και από την άποψη του θεματικού προσανατολισμού, ολοκληρώνουν στη μεταπολίτευση και ως το τέλος του αιώνα, περνώντας έτσι και στις ημέρες μας, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες. […]
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 369-370.

Anestis EvangelouΔεύτερο πρόσωπο που ουσιαστικά είναι πρώτο καθώς το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του – αν και όχι μόνο, αυτό άλλωστε είναι το πλεονέκτημα του δευτέρου προσώπου, ότι δεν εγκλωβίζει οριστικά το ποίημα στο ατομικό βίωμα. Επιπλέον ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσέξει την άμεση σχέση του ποιήματος με τα διδακτικά καβαφικά ποιήματα πριν το 1910 (διαπιστώσεις, προτροπές, διδακτισμός – οι χαμηλοί τόνοι ωστόσο εδώ δεν αφήνουν χώρο σε ρητορεία). Λόγος άμεσος, δηλωτικός, η αναλογία ανάμεσα στη ζωή και στο κτίσμα ξεκάθαρη. Εξαιρετική και αυστηρή λιτότητα (δεν υπάρχουν επίθετα), κυριαρχία ρημάτων και αντωνυμιών καθώς και των απαραίτητων μόνο ουσιαστικών. Ο λόγος του Ευαγγέλου σπάνια ξεφεύγει από αυτές τις αρχές,
Δύο άνισες στροφές 10 και 2 στίχων αντίστοιχα που ταυτίζονται με δύο ενότητες Η δεύτερη στροφική ενότητα ουσιαστικά κατακλείδα στην πρώτη.
Η πρώτη στροφική ενότητα αναπτύσσει μια αναστοχαστική διάθεση πάνω στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα – σημειώσαμε ήδη ότι το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του μέσω του δεύτερου προσώπου. Η πορεία της ζωής συσσωρεύει  σταδιακά ολοένα και περισσότερα ερείπια: ήττες, απώλειες, ανεκπλήρωτα όνειρα: Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις // μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια. Περισσότερο από τα παραπάνω είναι η διάψευση των ιδανικών ή και οι επώδυνοι συμβιβασμοί που οδηγούν σε αποσάθρωση των αρχών που στήριξαν τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα (δεν ξεκαθαρίζει αν αυτό οφείλεται σε ατομική ευθύνη ή συγκυρίες): (βλέπεις) να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια // που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου. Και εφόσον η κατάσταση έχει έτσι δε μπορεί παρά να καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι (δεν είναι πλεονασμός, προηγείται η κατανόηση και ακολουθεί η επίγνωση) πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου: Δηλαδή μόνο το ίδιο το άτομο έχει την ευθύνη της ζωής του – ανεξάρτητα αν έφταιγε ή δεν έφταιγε για τις απώλειες και τα γκρεμίσματα, Συνεπώς μόνο το ίδιο το άτομο οφείλει να διορθώσει ό,τι έγινε στραβά και ό,τι καταστράφηκε είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ // που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις // νερό και λάσπη, με τα ίδια // υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου. Προσέχουμε την επανάληψη της προσωπικής ανωνυμίας δευτέρου προσώπου στους στίχους 6 και 7 (εσύ) με την κτητική αντωνυμία (δικά σου) να παρεμβάλλεται, Η ευθύνη της ανοικοδόμησης είναι αποκλειστικά αρμοδιότητα του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα: μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου. Προσέχουμε ακόμα τον επιτακτικό τόνο (πρέπει να σηκωθείς) αλλά και το ότι οι τοίχοι θα ξαναχτιστούν από την αρχή με τα ίδια υλικά. απλώς θα προστεθεί νερό και λάσπη. Δεν είναι πρόβλημα υλικών λοιπόν το γκρέμισμα, τα ερείπια αλλά περισσότερο ανθρώπινες ευθύνες ή παραλείψεις και συγκυρίες. Όμως τώρα πια έχουν αλλάξει τα πράγματα: Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Το ποιητικό υποκείμενο έχει ωριμάσει. Και πάλι, όπως και στον στίχο 5, προηγείται η κατανόηση της κατάστασης (Τώρα που βλέπεις καθαρά) και ακολουθεί η επίγνωση (που ξέρεις επιτέλους). Προσέχουμε το επιτέλους καθώς δείχνει μια ολόκληρη εποχή φρούδων ελπίδων και διαψεύσεων για το ποιητικό υποκείμενο που εδώ πλέον τελειώνει καθώς …ξέρεις επιτέλους // πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που θα αναλάβει να ξαναχτίσει τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου/ήρωα ούτε καν να βοηθήσει καθώς αυτό είναι μια αυστηρά προσωπική διαδικασία. Η ζωή του κάθε ανθρώπου χτίζεται και ξαναχτίζεται μόνο από τον ίδιο. Και αν κάποιοι ίσως βρίσκουν κάποια βοήθεια, εδώ το ποιητικό υποκείμενο/ήρωας δεν έχει τέτοια τύχη. Δεν υπάρχει βοήθεια γι’αυτόν από πουθενά.

ΓυάροςΣτον Άρη Αλεξάνδρου (Α’ Μεταπολεμική Γενιά) υπάρχει πάλι το οίκημα που χτίζεται μόνο που εδώ δεν είναι η ζωή του ήρωα αλλά ο κόσμος ολόκληρος που πρέπει να χτιστεί όπως ένα καλύβι. Τρία γραμματικά πρόσωπα: τρίτο πληθυντικό στην πρώτη στροφή και αφορά όσους χτίζουν μία καλύβα, τα υλικά και η διαδικασία που φτιάχνονται τα πήλινα τούβλα. Το πρώτο ενικό εμφανίζεται στιγμιαία στη τρίτη στροφή: Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου // μ’ αυτά τα υλικά και από εκεί και μετά αποκλειστικά το α’ πληθυντικό, ο ήρωας και οι σύντροφοί του – να σημειωθεί ότι η πρώτη εμφάνιση α’ πληθυντικού γίνεται στη δεύτερη στροφή που την αποτελεί ένας στίχος Εμείς το μόνο πού’χαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο συρματόπλεγμα. που αντιπαραβάλλει τα υλικά που διαθέτουν ο ήρωας και οι σύντροφοί του σε σχέση με τα υλικά που απαιτούνται για μια απλή καλύβα, το κοκκινόχωμα και το άχυρο. Ολόκληρη η τρίτη στροφή περιγράφει τη ματαιότητα της συνεχούς (χρόνια) προσπάθειας τόσο ατομικά του ήρωα όσο και συλλογικά καθώς την προσπάθεια να ζυμωθεί είτε το μικρό πλιθί του ήρωα είτε τα υπόλοιπα των συντρόφων του που απαιτούνται για τον νέο κόσμο – προσέχουμε την επανάληψη χρόνια…χρόνια και πασχίζω…πασχίζουμε. Screenshot 11 26 1024x512Η προσπάθεια μένει ατελέσφορη: Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται // Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες. Παρατηρούμε επίσης τον διπλό στόχο, χτίσιμο και μεταμόρφωση. Καταστρέφεται είτε από τη στενομυαλιά των ανθρώπων (προλήψεις) είτε από τυχαίες καταστάσεις (βροχές) είτε από εσωτερικές έριδες και προδοσίες (προδοσίες)
Ωστόσο η τέταρτη στροφή θέτει ξεκάθαρα και με επίταση (επανάληψή του είμαστε υπεύθυνοι) το ζήτημα της ευθύνης που εδώ αφορά όλους, συλλογικά: και δε φταίνε τα υλικά, άσχετα αν είναι διαφορετικά από εκείνα με τα οποία χτίζεται ένα από καλύβι· ο ήρωας και οι σύντροφοί του έχουν την ευθύνη και για τα υλικά και για την ανεπάρκεια και τα πισωγυρίσματα στην προσπάθεια και για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα. Νομίζω ότι εδώ η λέξη ευθύνη έχει διπλή σημασία: λογοδοσία (Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά // για τις λιποψυχίες μας) και υποχρέωση (είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας). Κλείνω τις παρατηρήσεις με μια ματιά στο χώρο: γυμνά πόδια, στάχτη, αίμα και συρματόπλεγμα ίσον Γυάρος.

Ένα ποίημα με υπαρξιακό περιεχόμενο και ένα με κοινωνικό χρησιμοποιούν την ίδια περίπου αναλογία του χτισίματος. Στο πρώτο η προσπάθεια πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου με τα ίδια υλικά και είναι αυστηρά ατομική και αφορά τη ζωή του ήρωα. Στο δεύτερο η προσπάθεια είναι συνεχής, ατομική και συλλογική, αφορά το χτίσιμο και τη μεταμόρφωση του κόσμου ολόκληρου αλλά είναι ταυτόχρονα ατελέσφορη καθώς τα υπάρχοντα υλικά διαλύονται από μια σειρά προβλημάτων και συγκυριών. 

ejoria

Δεν υπάρχουν άλλα υλικά (σε κανένα από τα δύο ποιήματα) και προκύπτει και στα δύο ποιήματα η  υποχρέωση των ηρώων να ξεκινήσουν (ή να συντηρήσουν) το χτίσιμο: αυτό εκφέρεται ως προτροπή στο πρώτο ποίημα αλλά ως απόλυτη υποχρέωση, χρέος. στο δεύτερο. Επώδυνη η διαδικασία και στα δύο ποιήματα ωστόσο πολύ πιο αιματηρή στη δεύτερη καθώς είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας // να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια // τη στάχτη και το αίμα μαζί με το σκουριασμένο συρματόπλεγμα.

Σημειώσεις – Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo»

“.. Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσης για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι… Όμως ποιός είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, η της παλιωμένης μοράβιας; Ποιός άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, η από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το’ να σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε” … (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo» (Πούσι, 1947)

Στο Γιώργο Παπά

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος* για το Νότο
δύσκολες βάρδιες*, κακός ύπνος και μαλάρια*.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι* και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας* είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Νωρίς μπατάρισε* ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες*, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει*.

Η λαμαρίνα*!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo* σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι* με καρτίνι.         

Λεξιλόγιο
*ναύλος: μισθωμένο δρομολόγιο
*βάρδιες: υπηρεσίες που εκτελούνται με εναλλαγή των εργαζομένων
*μαλάρια: ελονοσία
*κατράμι: πίσσα
*μπούσουλας: ναυτική πυξίδα
*μπατάρισε ο καιρός: άλλαξε
*σκατζάρω: αλλάζω βάρδια
*γυμνάζω: εκπαιδεύω *λαμαρίνα: σίδερο
*Kuro Siwo: θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού
*καρτίνι: το ένα τέταρτο (quartino) του ρόμβου σύμφωνα με τις υποδιαιρέσεις των παλιών ανεμολογίων της πυξίδας.

Μια πολύ προσεγμένη δουλειά τόσο για αυτό όσο και για άλλα ποιήματα του Νίκου Καββαδία εδώ: https://antonispetrides.wordpress.com/2013/07/03/kavvadias_kuro_siwo/

Όπως και στο «Θεσσαλονίκη» της ίδιας συλλογής, Πούσι, το ποίημα μοιάζει να προτάσσει προσχηματικά έναν στοιχειώδη αφηγηματικό κορμό (όπως στο Μαραμπού που όμως προηγείται χρονικά δεκατρία χρόνια και τα ποιήματά του είναι πολύ πιο ευθύγραμμα και λιγότερο Kavvadias nikos 1 1152x759υπαινικτικά) αλλά στην πορεία ελάχιστα επιμένει σε αυτόν και τον υπονομεύει και διαλύει μέσα από διαδοχικές φαινομενικά ασύνδετες εικόνες της ναυτικής ζωής που ωστόσο συμπλέκουν σταθερά τρία θέματα: τον (ματαιωμένο ή μετέωρο) έρωτα, τη μνήμη που βασανιστικά τον διατηρεί και επαναφέρει, την τυράννια της ναυτικής ζωής, τον θάνατο και τη θάλασσα που δήθεν ορίζουμε αλλά στην πράξη μας ορίζει – όπως ακριβώς η ανθρώπινη μοίρα.

Πέντε τετράστιχα σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο και σταυρωτή ομοιοκαταληξία (αδ-βγ)
Η αφιέρωση στον ηθοποιό Γιώργο Παππά (γιο της ποιήτριας Μυρτιώτισσας), στενό φίλο της οικογένειας Καββαδία.

Το ποίημα ξεκινά δυσοίωνα καθώς το πρώτο ήδη ναυτικό ταξίδι του ήρωα είναι για τον Νότο. Η πορεία προς τον Νότο είναι, γενικότερα στην ποίηση του Καββαδία και όχι μόνο εδώ, ταυτισμένη με την ψυχική και  τη σωματική ταλαιπωρία. Ο Νότος είναι παράξενη, ανοίκεια γη, βουτηγμένη στην ομίχλη, ενίοτε και την παραίσθηση όπως φαίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ποιήματα σαν τον «Σταυρό του Νότου».
Τα προβλήματα της ναυτικής ζωής ξεκινούν (υπογραμμίζω τα επίθετα που φανερώνουν τις δυσκολίες) ήδη από τον δεύτερο στίχο: τόσο τα άμεσα και ρητά διατυπωμένα όπως δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια  όσο και εκείνα που δε φαίνονται και διατυπώνονται κρυπτικά όπως τα παράξενα φανάρια (= οι φάροι) της Ινδίας που …δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο. Προβληματικό λοιπόν εξ αρχής το ταξίδι τόσο με άμεσες αναφορές στις δυσκολίες (στιχ 2) όσο και έμμεσες και υπαινικτικές (στ.1, 3-4). Προσέχουμε επίσης τη χρήση του β΄ενικού προσώπου που είναι και πάλι (όπως είδαμε και στο «Θεσσαλονίκη» το άλλοθι του ποιητή για να τηρηθεί μια απόσταση από το άμεσα αυτοβιογραφικό α’ ενικό – πού όμως ξεπροβάλει στιγμιαία στους στίχους 15-16, εκεί που η λύπη για την απώλεια των κατοικίδιων διαπερνά και στιγμιαία ακυρώνει το προσωπείο του β΄ ενικού. Στιγμιαία επίσης στον στίχο 18 εμφανίζεται και το α΄ πληθυντικό για να εκπροσωπήσει συνολικά το πλήρωμα του καραβιού και ακόμα περισσότερο ίσως (με βάση τον συμβολισμό του Kuro Siwo) όλους τους ναυτικούς.

Ο μηχανισμός που στα πρώτα δύο δίστιχα του τετράστιχου κυριαρχούν εικόνες της ναυτικής ζωής ενώ στα δύο επόμενα η μνήμη παλεύει να επαναφέρει την εικόνα, τη μνήμη ή την ανάμνηση ενός άτυχου έρωτα διατηρείται και σε αυτό το ποίημα, όχι όμως με τη συνέπεια που τηρήθηκε στο «Θεσσαλονίκη» καθώς εδώ αφορά το δεύτερο, τρίτο και πέμπτο τετράστιχο. Στους στίχους 5-6 κυριαρχεί η εικόνα της δουλειάς του ναυτικού χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.1435153246 0 1024x768 Βέβαια η Γέφυρα του Αδάμ δεν είναι και το πιο βολικό μέρος στον κόσμο, οπότε και πάλι διατηρείται το θέμα του κινδύνου (πολύ έμμεσα ωστόσο) δεν είναι  πάντως το μείζον. Γενικά πάντως τα τοπωνύμια στον Καββαδία δεν είναι τόποι αναψυχής και μακαριότητας αλλά συνήθως φθοράς, κούρασης και γενικότερα αρνητικών συναισθημάτων. Δηλαδή δεν είναι σχεδόν ποτέ αφελής και χαρούμενος εξωτισμός αλλά συνδέονται με τα βάσανα και τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής.

Στο δεύτερο δίστιχο (στιχ 7-8) μπαίνει το θέμα του προσώπου που θυμάται ο ήρωας: αόριστο αρχικά και μας συστήνεται μόνο από κάποια του λόγια που ειπώθηκαν: Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια // που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα. Μέσα στην πυρετώδη εργασία του ο ήρωας δεν παύει να θυμάται τα λόγια που του είπαν μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα – και πάλι δυσοίωνα ακούγονται με το επίθετο «κούφια». Προφανώς ό,τι ειπώθηκε τον προβλημάτισε και τον στεναχώρησε τόσο που θέλει να το απωθήσει αλλά αυτό επανέρχεται – πιθανότατα έχει ειπωθεί από προσφιλές πρόσωπο που δε μπορεί να αγνοηθεί και το θυμάται μέσα στις δυσκολίες του. ¨Όλα φυσικά συγκλίνουν σε άλλη μια ερωτική ιστορία από τις τυπικές στον Καββαδία. Ιδίως όσες σχετίζονται με το ερωτικό υποκείμενο που μένει πίσω στην Ελλάδα σε έναν έρωτα αδιέξοδο και μετέωρο ή οριστικά ματαιωμένο.

Το τρίτο δίστιχο αντιγράφει ουσιαστικά το δεύτερο όμως εδώ οι εικόνες κόπωσης, πόνου και φθοράς είναι σαφώς πιο έντονες με σωματικό πόνο και αίσθηση δυσφορίας και βρωμιάς: Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, // χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει. Η ζωή του ναυτικού αφήνει κυριολεκτικά στο σώμα πληγές και φθορά αλλά και σε ένα δεύτερο μεταφορικό επίπεδο εξουθενώνει και διαλύει τον ήρωα ψυχολογικά κάτι που δεν καλυτερεύει διόλου η μνήμη του ερωτικού υποκειμένου και των λόγων της: κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει, // «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Εδώ παρατηρούμε για πρώτη φορά ότι πρόκειται για γυναικεία παρουσία (ο λόγος της) και η φράση της που γυρνά στο νου του ήρωα άμεσα διατυπωμένη: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» Τι σημαίνει άραγε το ερώτημα πέρα από το προφανές, αν δηλαδή στρέφει η πυξίδα προς τον μαγνητικό βορρά ή το καράβι αλλάζοντας πορεία; Δηλαδή αν το καράβι στρέφει με τη βούληση των ανθρώπων ή πυξίδα ορίζει την πορεία του, αν τελικά ορίζουμε εμείς τη ζωή μας ή απλώς έτσι πιστεύουμε και ο μπούσουλας (τύχη ή μοίρα ) ορίζει την πορεία μας,

Και το τέταρτο τετράστιχο ξεκινά με μια αρνητική εικόνα, μόνο που εδώ είναι ο καιρός που έχει χαλάσει και δείχνει απειλητικός. Ανάλογη και η ψυχική διάθεση του ήρωα που τέλειωσε τη βάρδια του αλλά νιώθει μεγάλη λύπη καθώς έχουν ψοφήσει όλα του τα κατοικίδια, οι δύο παπαγάλοι και ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει. 1355309971 0 1024x768 1Δύο τα προεξάρχοντα θέματα εδώ:  το ένα είναι θέμα του χαμού, του θανάτου που μεταφέρεται ως και στα κατοικίδια ζώα του ναυτικού (σε αρκετά ποιήματα μπορεί κανείς να δει το αίσθημα ότι στα χέρια του ναυτικού όλα φθείρονται και χαλάνε, τίποτα δε μένει, ούτε τα ζώα ούτε οι άνθρωποι). Και το δεύτερο η ματαιότητα της κάθε προσπάθειας, ως και της εκπαίδευσης του πιθήκου ακόμα που καταλήγει στο μηδέν στον θάνατο. Σημειώνουμε τέλος τη σχέση ναυτικών και ζώων που υπάρχει σε πολλά ποιήματα του Καββαδία («Ἡ μαϊμού τού ινδικού λιμανιού», «Θεσσαλονίκη», «Γάτες των φορτηγών»)

Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Η αναφορά εδώ διπλή: η νευρολογική ασθένεια του σιδήρου που αναφέρει ο ποιητής και στις «Γάτες των φορτηγών» η οποία εξολοθρεύει τα ζώα στο πλοίο (συνέχεια του προηγούμενου τετράστιχου) αλλά και το πλοίο συνεκδοχικά που σβήνει τα πάντα και πνίγει επιθυμίες, όνειρα και προσδοκίες. Kuro Siwo 7 1Στην ίδια κατεύθυνση και το Kuro Siwo, ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στο βορειοδυτικό Ειρηνικό, που μεταφέρει θερμό νερό από τους τροπικούς προς τα βόρεια. Η ονομασία είναι γιαπωνέζικη και σημαίνει «μαύρο ρεύμα» από το βαθυγάλαζο χρώμα που παίρνουν τα νερά του. Οι συνέπειες του Kuro Siwo είναι γενικά ευεργετικές (εξασφαλίζει εύκρατο κλίμα στις περιοχές που βρέχει). Στο ποίημα όμως το Kuro Siwo είναι φυσική δύναμη ασφυκτική, ισχυρότερη τόσο από τη βούληση του ανθρώπινου νου. Όσο και αν προσπαθεί να ελέγξει την πορεία του ταξιδιού του, ο ναυτικός είναι στο έλεος της θάλασσας. Το Kuro Siwo εμφανίζεται εδώ ως σύμβολο των δυνάμεων που ελέγχουν τη ζωή του ανθρώπου πέρα και πάνω από τις δυνάμεις του. Είναι αυτό που στρέφει το καράβι προς την κατεύθυνση που κινείται το ίδιο και το ελέγχει ασφυκτικά: Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη την ίδια ώρα που ο ήρωας πάνω στο τιμόνι προσπαθεί ακόμα μάταια να ελέγξει την πορεία κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι, // πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι  με καρτίνι. Άλλωστε το έχει πει κι αλλού (στο μυθιστόρημά του Βάρδια) ο ποιητής: Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε, Η ανθρώπινη ζωή ελέγχεται από δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτήν. Σαν το Κούρο Σίβο που τυλίγει το καράβι την ώρα που οι άνθρωποι προσπαθούν ή και πιστεύουν ότι τo ελέγχουν.

 

Σημειώσεις – Νίκος Καββαδίας “Θεσσαλονίκη”

Νίκος Καββαδίας – Θεσσαλονίκη (Πούσι, 1947)

Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη

Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν όργιά μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;

Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιά κι ὁ θερμαστή τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.

  • Βαρδάρης: <σερβ. Vardar (=η ονομασία του ποταμού Αξιού στο γιουγκοσλαβικό τμήμα του) : ο δυνατός και ψυχρός ΒΔ άνεμος που πνέει κατά μήκος του ποταμού Αξιού στη Μακεδονία
  • oργιά: αγγλική μονάδα μήκους ίση με 1,83 μ.
  • γραδάρω: εδώ σημαίνει βυθομετρώ, υπολογίζω το βάθος του πυθμένα ώστε να μην κολλήσει τι καράβι
  • δόκιμος: μαθητευόμενος, κάποιος που περνά από ένα δοκιμαστικό στάδιο, πριν αποκτήσει τα πλήρη προνόμια και υποχρεώσεις της θέσης του
  • Άγια Θαλασσινή: Η Παναγία Θαλασσινή στην Άνδρο
  • Μαρμαρινοί: Η Προκόννησος, γνωστή και ως Προικόνησος, Νήσος του Μαρμαρά ή και Αδελφόνησος, είναι ένα νησί στην Προποντίδα
  • καλάρω: <ιταλ. calare : κάνω νερά, μπάζω νερά
  • fore peak, πανιόλα: Αναφέρεται (στην γλώσσα των ναυτικών) σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή όπου τα νερά ανεβαίνουν πάνω από το πρωραίο μέρος του καραβιού όπου υπήρχε το Fore Peak, δηλαδή το ντεπόζιτο του πόσιμου νερού και συνέχιζε καλύπτοντας και τα “πανιόλα”, δηλαδή τα λαμαρινένια πατώματα του καταστρώματος
  • στάμπα: <ιταλ. stampa: τατουάζ
  • γιατάκι: κλίνη, κατάλυμα
  • νωθρός: αυτός που κινείται αργά και τεμπέλικα
  • θερμαστής: Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και την παρακολούθησή του
  • νογάω: καταλαβαίνω, νιώθω, αντιλαμβάνομαι
  • ρικσά: χειροκίνητο δίκυκλο μεταφορικό μέσο (άμαξα) στην Άπω Ανατολή
  • Depot: περιοχή της Θεσσαλονίκης ανατολικά μετά την Καλαμαριά

Δούλεψα με ορισμένες διορθώσεις στα γρήγορα ένα έτοιμο λεξιλόγιο για να κερδίσω χρόνο. Το ποίημα από τη συλλογή Πούσι τη δεύτερη του Νίκου Καββαδία και σαφώς ωριμότερη σε σχέση με το Μαραμπού (1933) [η τρίτη, το Τραβέρσο εκδίδεται το 1975 μετά τον θάνατο του ποιητή. Εκεί υπάρχει και η Θεσσαλονίκη ΙΙ γραμμένη το 1974). Το ποίημα αφιερωμένο όπως όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής αλλά και τα επόμενα. Για τον Γιῶργο Κουμβακάλη βρήκα ότι ήταν τραπεζικός, Σαλονικιός φίλος του ποιητή που του γνώρισε και τον Αναγνωστάκη το 1945 ή 1946.

Έξι τετράστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με πλεχτή ομοιοκαταληξία (αγ-βδ) με την ιδιορρυθμία ότι οι στίχοι αγ είναι πάντα παροξύτονοι και οι βδ οξύτονοι – και άρα δεκατετρασύλλαβοι (ο οξύτονος δεκατετρασύλλαβος θεωρείται δεκαπεντασύλλαβος)  

Η γοητεία του Καββαδία έγκειται θεματολογικά στην σύζευξη έρωτα και ταξιδιού και σε επίπεδο εικονοποιίας στη ζωντάνια των εικόνων του και στην τολμηρότητα με την οποία αυτές συνδέονται με τις ψυχικές καταστάσεις του ποιητικού υποκειμένου. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει σε όλες τις συλλογές πολύς εξωτισμός συνδυασμένος με το πνεύμα της φυγής από την τρέχουσα πεζή πραγματικότητα μέσω του θαλασσινού ταξιδιού. Ωστόσο τα στοιχεία που την συνδέουν με το πνεύμα του spleen, της ανίας, το κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς των νεορομαντικών του 20 έχουν αρκετά υποχωρήσει στις δυο τελευταίες συλλογές. Το θέμα πάντως του καταραμένου ήρωα παραμένει σταθερό.

Στο πρώτο τετράστιχο δίνονται τα βασικά δεδομένα του ποιήματος: χώρος, χρόνος, ήρωας, υπόθεση, Μια ερωτική ιστορία που τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο του ποιήματος – αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποιο επίκεντρο. Ο χώρος δράσης afieroma ston niko kavvadia. san simera idisis lifo.pngπαραμένει σταθερά το καράβι που μπαίνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης που αποτελεί τον χώρο όπου η μνήμη ανακαλεί την ακυρωμένη ερωτική ιστορία (όπως κάθε ερωτική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της είναι ατυχής και εξελίσσεται σε επώδυνη μνήμη). Προσέχουμε ότι το ποιητικό υποκείμενο που μιλά απευθύνεται στον ήρωα σε δεύτερο πρόσωπο. Η τεχνική αυτή, πολύ συνηθισμένη, σχεδόν μόνιμη στον Καββαδία έχει το πλεονέκτημα να προσομοιάζει – συχνά είναι – με εσωτερικό μονόλογο ενώ την ίδια ώρα διατηρεί τυπικά μα αφήγηση έστω και διαλυμένη, με εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα εξαιτίας των διαδοχικών πολυπρισματικών εικόνων που την αποτελούν.

Στο πρώτο τετράστιχο λοιπόν το πλοίο μπαίνει με δυσκολία στο λιμάνι καθώς φυσάει ο Βαρδάρης και προχωρά με κόντρα κύμα  όργιά με την όργιά. Ο ήρωας ξεκινά να μετρήσει το βάθος των νερών για να μπει με ασφάλεια το πλοίο στο λιμάνι αλλά ήδη σκέφτεται  τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά. Είναι προφανές ότι η δυσκολία με την οποία κινείται το πλοίο διαποτίζει και τη μνήμη της Σμαρώς – εξ αρχής η μνήμη γίνεται αόριστα σχεδόν, τραύμα. Το πρώτο τετράστιχο περιέχει και προεξαγγέλλει τα πάντα.

Τα επόμενα τετράστιχα ακολουθούν τις σκέψεις του ήρωα που όλο προσπαθούν να στραφούν προς στο περιβάλλον του καραβιού και όλο ξεστρατίζουν στη μνήμη της χαμένης ερωτικής ιστορίας. Η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη στροφή οργανώνονται με τον ίδιο τρόπο: οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής γυρνούν γύρω από την πραγματικότητα του καραβιού, τους ανθρώπους, τα ζώα και τα αντικείμενα μέσα σε αυτό και οι δύο τελευταίοι βλέπουν λοξά, έμμεσα και υπαινικτικά μέσα από διαδοχικές γυναικείες παρουσίες, την ερωτική ιστορία του με μια θλίψη που γίνεται κάπου σχεδόν απόγνωση: στ.15-16: κτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται // σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

ModilianuΈτσι στο δεύτερο τετράστιχο η προσπάθεια του ήρωα να ανακαλέσει έναν χιλιανό σκοπό (το Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή πιθανόν να αναφέρεται στη θαλασσοταραχή και στο κόντρα κύμα που σκεπάζει το πλοίο) οδηγεί τελικά στην εικόνα του τυφλού κοριτσιού του Μοντιλιάνι (το τυφλό εδώ δεν είναι ακριβώς κυριολεκτικό: σε πολλούς πίνακες του Μοντιλιάνι οι μορφές απεικονίζονται με λευκό ή γαλάζιο χρώμα στη θέση των ματιών)  ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί – βλέπουμε πόσο αόριστα και διακριτικά περνά το ερωτικό στοιχείο και η ερωτική μνήμη.

Το τρίτο τετράστιχο ξεκινά με το νερό που κατακλύζει την πλώρη του καραβιού αλλά στρέφεται στη ζάλη του ήρωα – όχι συνηθισμένη, παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ. Η κατάσταση του ήρωα ωστόσο δεν αποδίδεται σε κάπου άλλη εξωτερική αιτία (πχ η θαλασσοταραχή ) αλλά και πάλι σε γυναικείες μορφές: Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα // ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί; Η ανάμνησή παροδικών ερωτικών ιστοριών του ήρωα σε λιμάνια που ταξιδεύει μοιάζει με στάμπα, με τατουάζ αόρατο που έχει χαραχτεί στο νου και στο σώμα του ήρωα και σε σύγκρουση με την εικόνα της Σμαρώς που προφανώς εκπροσωπεί έναν πιο όμορφο, όχι χυδαίο, έρωτα προκαλεί την ταραχή, την ζάλη στον ήρωα. Το θέμα αυτό του χυδαίου έρωτα σε αντίθεση με τον αγνό και καθαρό έρωτα είναι σταθερό θέμα της ποίησης του Καββαδία σε πάρα πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις που ξεκινούν από απόλυτη αντίθεση μέχρι μηδενισμό και εξίσωση (ιδίως στην Βάρδια, το μυθιστόρημά του αλλά υπάρχει ακόμα σε δραματική μορφή και στο “Μαραμπού”, το ποίημα της ομώνυμης συλλογής)

Στο τέταρτο τετράστιχο τα δύο οικόσιτα ζώα, ένα φίδι και μια μαϊμού (παράξενα και ιδιόρρυθμα και τα δύο, όπως ακριβώς και ο ήρωας) κυριαρχούν στη καμπίνα του ήρωα και δε μπορεί παρά να θυμίζουν στον ήρωα την μοναξιά του: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται // σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ. Η εικόνα της μητέρας που είναι η μόνη που έχει απομείνει να θυμάται τον ήρωα καθώς όλοι οι άλλοι τον έχουν ξεχάσει (και αυτό το θέμα της λήθης σταθερό θέμα στην ποίηση του Καββαδία) υπενθυμίζει και πάλι λοξά και διαγώνια την ακυρωμένη ερωτική μνήμη: μόνο η μάνα, καμιά άλλη δεν έχει μείνει να τον θυμάται, ούτε η Σμαρώ. Είναι απόλυτη η μοναξιά του ήρωα και δε μπορεί να την καλύψει τίποτα.

Επιστρέφει στο πέμπτο τετράστιχο η ματιά του ήρωα σε εικόνες του πλοίου με του ναύτες να παίζουν χαρτιά και ζάρια και με τον στίχο κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά να γίνεται αναφορά σε ποτό ή χασίς. Ωστόσο και πάλι η μνήμη διαφεύγει, άγνωστο με ποιον συνειρμό (το Θυμήσου εδώ παραπέμπει σε εσωτερικό μονόλογο) σε ένα κινέζικο παζάρι και ένα κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά, μια εικόνα και πάλι θλίψης με πρωταγωνιστή κορίτσι πιθανόν σε ερωτική απογοήτευση. Είναι ενδιαφέρον ότι τρεις από τις έξι γυναικείες παρουσίες που καταγράφονται στο ποίημα είναι νεαρές κοπέλες, κορίτσια και η λέξη εμφανίζεται τρεις φορές (οι άλλες τρεις παρουσίες: η Σμαρώ, Σπανιόλα, η μάνα) στο ποίημα.1355309812 0 1024x768 Ίσως γιατί καθώς είναι σε μικρότερη ηλικία ταιριάζουν περισσότερο στην εξιδανικευμένη εικόνα της Σμαρώς και της άτυχης ερωτικής ιστορίας.

Ο επίλογος γράφεται στο έκτο τετράστιχο: Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη. Πάντα τα κόκκινα φώτα μου έδιναν εδώ την εικόνα οίκου ανοχής, νομίζω ότι δεν κάνω λάθος πως παραπέμπει σε μια εικόνα ενός φτηνού και πληρωμένου έρωτα, όπως ακριβώς οι έρωτες του ήρωα σε αντίθεση με εκείνον της Σμαρώς που τον αναπολεί με πίκρα ως χαμένο οριστικά. Άλλωστε έχει δέκα χρόνια από τότε που μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ» – σημειώνουμε εδώ το μεθυσμένη που υπονόμευε εξ αρχής την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε όταν αύριο σαν τότε (σημειώνουμε τους διαδοχικούς χρονικούς δείκτες δέκα χρόνια – αύριο σαν τότε) και χωρίς ο ήρωας στην επέτειο του «σ᾿ ἀγαπῶ» να έχει γίνει καπετάνιος (χρυσάφι στο μανίκι) – και πάλι εδώ το θέμα της αποτυχίας, του καταραμένου θα λέγαμε – δεν θα θυμάται ούτε καν τον δρόμο που πάει για το Ντεπό: μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot. Ο ορίζοντας της ερωτικής αυτής ιστορίας είναι  κλειστός καθώς η ζωή του ναυτικού δεν επιτρέπει εξιδανικευμένους έρωτες ούτε καν σαν ανάμνηση. Μόνο φτηνές ιστορίες πληρωμένου έρωτα στα λιμάνια και σε καμιά περίπτωση την ομορφιά του έρωτα μιας Σμαρώς στην Καλαμαριά, κάπου κοντά στο Ντεπό.

Σημειώσεις – Ανέστης Ευαγγέλου “Ars Poetica”

Ανέστης Ευαγγέλου – Ars Poetica

Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια στην άλλη –
όχι στην αλχημεία της γλώσσας

όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν

ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμποριό [1]
που βγήκαν λάβα φλογερή απ’ τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο να ‘ρθουν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους

όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στην Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια

όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια

όχι στον ανώδυνο λυρισμό

ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων

ναι στο ζεστό
παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ο παρατηρητής. Τεύχος 14, Νοέμβριος 1989 – Ιανουάριος 1990. Θεσσαλονίκη)

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη ’66-’70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Τars poeticaο 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παρατηρητής” με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986. Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής.

Για τους ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς πολύ σύντομα:
Χαρακτηριστικά ποίησης:
– Αίσθηση ήττας χωρίς να έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα.
– Κύρια θέματα: έρωτας (βίωμα), θάνατος, ανθρώπινη κοινωνία.
[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
(Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25).

Εκπρόσωποι: (ενδεικτικά):
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου,
Βύρων Λεοντάρης, Μάρκος Μέσκος, Ντ. Χριστιανόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου

Αρκετά αναλυτικά και μόνο για φιλόλογο εδώ:
https://docplayer.gr/36764451-Deyteri-metapolemiki-poiitiki.html

Είναι το δεύτερο ποίημα του Ευαγγέλου με τον τίτλο αυτό. Το πρώτο το παραθέτω παρακάτω γιατί δίνει το στίγμα του ποιήματος που εξετάζουμε ήδη είκοσι τρία χρόνια πριν, για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να είναι το ποίημα.

Ανέστης Ευαγγέλου, Ars poetica

To ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική∙ δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.

Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει –
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα∙ κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις – κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.
Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966)

Το ποίημα, ποίημα ποιητικής όπως άμεσα δηλώνεται στον τίτλο, εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ευαγγέλου. Λιτότητα λόγου (επίθετα τα απολύτως αναγκαία και μετρημένα), αμεσότητα, ευθεία προβολή των ιδεών που διαπραγματεύεται, περιορισμένα και εντελώς βασικά σχήματα λόγου. Ποίηση με ευθύτητα και χαρακτήρα που ρέπει στην εξομολόγηση.
Οχτώ άνισες στροφές που κυμαίνονται από έναν έως έντεκα στίχους. Πεζολογία χωρίς ίχνος μέτρου ή ομοιοκαταληξίας. Ποιητικό υποκείμενο που δεν προβάλλεται άμεσα ή ρητά αλλά παρουσιάζει τις αρχές που πρέπει, κατά την άποψή του, να διέπουν τον ορθό – καλύτερα: τον γνήσιο – ποιητικό λόγο
Τέσσερις ενότητες βασισμένες στα ναι και όχι που εναλλάσσονται στο ποίημα: στροφές 1-2, 3, 4-5-6, 7-8
.jpgΗ επιλογή να εναλλάσσονται οι ψεύτικες, ηχηρές, στημένες μορφές ποιητικού λόγου με τις αυθεντικές είναι ενδιαφέρουσα και πολύ πιο επιτυχημένη επιλογή σε σχέση με την παράθεση θετικών-αρνητικών σε δύο μόνο ομάδες που θα ήταν πολύ πιο μονότονο.

Το ποιητικό υποκείμενο αρχικά απορρίπτει την ποίηση που βασίζεται στον εντυπωσιασμό και στην προσεκτική επιλογή θεαματικού και ηχηρού λεξιλογίου, τη μαγεία των λέξεων: λέξεις σαν πέτρες που …λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν // όταν χτυπά η μια στην άλλη – αυτό δεν είναι τελικά μαγεία είναι αλχημεία της γλώσσας είναι εξαπάτηση δηλαδή, καταλήγει το ποιητικό υποκείμενο. Προσέχουμε το διπλό «όχι» πρώτου και τέταρτου στίχου: όχι στη μαγεία – όχι στην αλχημεία. Η μαγεία γίνεται αλχημεία. Το αίτημα του ελέγχου πάνω στον ποιητικό λόγο ώστε αυτός να μη γίνει κούφιο τεχνούργημα φαίνεται και στον Άρη Αλεξάνδρου

Το μαχαίρι (Άρης Αλεξάνδρου)

Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
                            μην ξιππαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
 Άρης Αλεξάνδρου Ευθύτης οδών (1959)

Το δεύτερο «όχι» στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνεται στη δεύτερη στροφή και σχετίζεται με μια ποίηση εργαστηρίου, εγκεφαλική, που απαιτεί μελέτη από τον αναγνώστη για να την προσεγγίσει μέσα από τον λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών. Ποίηση αναιμική, χωρίς ζωή μέσα της που για δεκαπέντε στίχους απαιτεί τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν. Προφανώς εδώ αναφέρεται στην περίπτωση που πρόκειται για poeta doctus, λόγιος ποιητής, για ποιητή που απαιτεί εξειδικευμένο και μορφωμένο αναγνώστη. Ποιητές σαν τον Ezra Pound, τον T. S. Eliot ή και τον Γιώργο Σεφέρη σε αρκετά ποιήματα (ας θυμηθούμε την «Κίχλη») αλλά και άλλους σε μικρότερο βαθμό. Το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί μια τέτοια ποίηση στριφνή και απόμακρη, χωρίς ψυχή και πάθος, ποίηση για λίγους που οι περισσότεροι θα της γυρίσουν την πλάτη επειδή σε πολλά θα θυμίζει σύγγραμμα και όχι ποίημα.

Το πρώτο «ναι» της δεύτερης ενότητας δίνεται στις πανάρχαιες λέξεις του καθημερινού μας λεξιλογίου υπέροχες, στρογγυλές, πολυδύναμες τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό. Ο χρόνος τις έχει φορτίσει με ποικιλία νοημάτων και έχει αφαιρέσει από πάνω τους κάθε ψεύτικο στολίδι. Εξαιρετική η παρομοίωσή τους με τις ηφαιστιογενείς κροκάλες στο Εμποριό της Σύρου που από την ακατέργαστη πυρωμένη μορφή τους όταν πρωτοβγήκαν με τη λάβα του ηφαιστείου. λειάνθηκαν μέσα στο νερό για χιλιάδες χρόνια αναδεικνύοντας την εσωτερική ομορφιά τους για να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους. Όχι λοιπόν στις καινοφανείς και δυσνόητες λέξεις αλλά σε αυτές που ο χρόνος εξαφάνισε τις αιχμές τους και τις παρέδωσε πολυσήμαντες και λαμπερές μέσα στην απλότητά τους σε εμάς.

Ακολουθούν τρία «Όχι» στην Τρίτη ενότητα. «Όχι» στην μεγαλόστομη και «σοβαρή» μεταφυσική ποίηση (με γραβάτα…) που βλέπει αφ’ υψηλού το ανθρώπινο δράμα στοχεύοντας δήθεν σε μια ποίηση για την Αγωνία της Ύπαρξης με κεφαλαία δηλαδή το επίπλαστα Υψηλό, το υπέρογκο, το επίσημο. Συνθέσεις μεγαλόπνοες και πολύστιχες που όμως γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια, δηλαδή είναι προϊόντα μιας άνετης κατάστασης και μέσα σε χαλαρότητα και ξεκούραση, όχι την φθορά και την ποίηση μιας καθημερινότητας και άρα μακρυά από την αυθεντική εμπειρία.
«Όχι» επίσης στη φτηνή και φθαρμένη κοινωνική (κυρίως) ποίηση που αναλώνεται σε κοινότυπες ιδέες, ρητορεύει εύκολα πάνω σε αυτές και βγάζει έναν ευτελή συναισθηματισμό μέσα από μια φθαρμένη μεγαλοστομία: όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως// στη ρητορεία της αδελφοσύνης // στα γλυκερά αισθήματα //στα φουσκωμένα λόγια. Και εδώ καταδικάζεται ένας τετριμμένος και εύκολος λόγος που γίνεται συρμός και ακίνδυνο γλυκερό τραγουδάκι αντί να γίνει δυναμική καταγγελία.
«Όχι» τέλος στον ανώδυνο λυρισμό στο λυρισμό που είναι κι αυτός γλυκερός και άψυχος ή πολύ εγκεφαλικός, δεν καίει, δεν υποφέρει, δεν βασανίζει ποιητή και αναγνώστη. Δε βγαίνει από την ψυχή αλλά είναι προϊόν και αυτός εργαστηρίου, δουλεμένος ίσως τεχνικά και αισθητικά αλλά άψυχος.

Η τελευταία ενότητα καταγράφει εν τέλει με σαφήνεια και ευκρινώς τα συστατικά που επιδοκιμάζει το ποιητικό υποκείμενο για μια ποίηση σύμφωνα με το δικό του αξιακό σύστημα:
σε μια ποίηση αιχμηρή, που να μην στρογγυλεύει τα λόγια και τις ιδέες της: ναι στα αιχμηρά πράγματα, σε μια ποίηση λιτή, γυμνή από βαριά στολίδια και μεγάλα λόγια, να λάμπει μέσα στον απέριττο λόγο της: στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
Μια ποίηση τέλος που να γεννιέται από ένα πάσχον ποιητικό υποκείμενο, από τον άνθρωπο που παθιάζεται, υποφέρει, κλαίει: στους αδάμαντες των δακρύων
Και πάνω από όλα η ζωντάνια, το ζέον βίωμα, το πάθος, το αίμα. Ζεστό, παντοδύναμο, κατακόκκινο : ναι στο ζεστό // παντοδύναμο // κατακόκκινο αίμα

[1] Εμποριό ή Εμποριός. Φυσικό λιμάνι στη νοτιοδυτική πλευρά της Χίου. Κατάμαυρες κροκάλες από ηφαιστειογενή πετρώματα δεσπόζουν στην περιοχή, κατηφορίζοντας από ψηλά ώς τ’ ακρογιάλι, με μια ομορφιά άγρια και περήφανη, που σοκάρει κάθε φορά τον επισκέπτη.

Σημειώσεις – Βύρων Λεοντάρης “Λεηλασία”

Βύρων Λεοντάρης,  «Λεηλασία»

Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν
και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.
Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…
Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις , τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/βιβλία)

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ορθοστασία (1957). Γενικά η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη διατηρεί ισχυρή κοινωνική όραση και ανήκει σε μια ομάδα από ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εξέφρασαν εντονότερα τη σχέση τους με τα κοινωνικά ιστορικά δρώμενα και την ιδεολογική περιπέτεια της εποχής τους. images 1Πρόκειται δηλαδή για ποιητές εντονότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους «πολιτικοποιημένους», ή έστω πολιτικά προβληματισμένους. Στους ποιητές αυτούς σημαδιακή είναι η απογοήτευση από μιαν ήττα, για την οποία ο ποιητής, χωρίς να ευθύνεται σε προσωπικό επίπεδο, αισθάνεται ενοχή και ηθική ευθύνη που αποκτά κάποτε διαστάσεις υπαρξιακής αγωνίας. Κυρίαρχη στο έργο των ποιητών είναι η οδύνη ενός μοναχικού και έκθετου στους εφιάλτες κάποιου εγκλήματος που διαπράχθηκε ερήμην του ανθρώπου. Ηττημένος χωρίς να δώσει μάχη είναι ο άνθρωπος στο έργο των ποιητών που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία αυτή. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της ομάδας αυτής είναι: ο Βύρων Λεοντάρης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Μάρκος Μέσκος, ο Πρόδρομος Μάρκογλου, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Τάσος Πορφύρης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Σπύρος Τσακνιάς, ο Λουκάς Κούσουλας.

Το ποίημα αρθρώνεται σε δύο στροφικές ενότητες, 19 στίχους η πρώτη και 10η δεύτερη. Ο τίτλος «Λεηλασία» παραπέμπει εξ αρχής σε δύο πράγματα: κατάκτηση και καταλήστευση του ηττημένου. Το θέμα λοιπόν της ήττας και των συνεπειών της περνά από τον τίτλο ήδη. Μένει να δούμε το είδος της ήττας και το είδος της λεηλασίας. Και κυρίως αν αυτή σε αυτή την ήττα και τη συνακόλουθη λεηλασία ο άνθρωπος έχει οδηγηθεί ερήμην του ή με τη ενεργητική ή παθητική συμμετοχή του.

Όπως συχνά συμβαίνει στους μεταπολεμικούς ποιητές της κοινωνικής ποίησης το ποίημα κινείται ευθύγραμμα, ο λόγος είναι άμεσος και ελάχιστα υπαινικτικός, το λεξιλόγιο στο μεγαλύτερο μέρος του καθημερινό και γενικά κυριαρχεί πού συχνά μια διάθεση διδακτισμού ή και κηρύγματος. Και εδώ το ποίημα, ιδίως στην πρώτη στροφή χτίζεται πάνω σε έναν διδακτισμό που εκφράζεται από το κυρίαρχο επιφώνημα Αλίμονό σου που εμφανίζεται τρεις φορές οργανώνοντας ταυτόχρονα τις τρεις υποενότητες: στιχ. 1-8, 9-13 και 14-19. Στις δύο πρώτες το επιφώνημα προτάσσεται και ακολουθούν οι συνθήκες που (θα) το υλοποιούν ενώ στην τρίτη κλείνει την υποενότητα και την ενότητα ταυτόχρονα. Στην ίδια κατεύθυνση του διδακτισμού και της προτροπής μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου. Εδώ βέβαια η προτροπή δεν δείχνει να απευθύνεται άμεσα σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, υποπτεύομαι ωστόσο ότι  στοχεύει πρωτίστως στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο ως ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής παρακαταθήκης· που ορίζει πάντως μια ευρύτερη και συλλογικότερη αναγκαιότητα πολιτικής και κοινωνικής ηθικής, μπορεί κάπου και ποιητικής, για να θυμηθούμε τον Μαρωνίτη, Και σίγουρα τα τρία Αλίμονό σου δεν είναι καθόλου μακρυά από τα επτά Ουαί του Κυρίου προς τους Γραμματείς και Φαρισαίους

Στην πρώτη υποενότητα η υπενθύμιση και ταυτόχρονα καταδίκη που εκφέρει το Αλίμονό σου συνδέεται διαδοχικά με δύο αλληλοσυνδεόμενες καταστάσεις: η πρώτη όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου, // κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν δηλαδή όταν το άτομο περιπίπτει σε έναν μιθριδατισμό και αδιαφορία απέναντι στον κοινωνικό πόνο  και η δεύτερη στις συνέπειες αυτής της στάσης που σταδιακά τον οδηγεί στην εξοικείωση με τη ζωή που ζουν τα τέρατα – δε μπορεί παρά να θυμηθούμε εδώ τον Ρινόκερο του Ιονέσκο που περιγράφει αυτό ακριβώς το φαινόμενο – και όλα όσα συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή: συμβιβασμοί, υποχωρήσεις, αυταπάτες και υποκρισία: κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται // και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό // κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα. Οι αλλαγές αυτές δε γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, απαιτούν χρόνο: σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι // όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας όμως τελικά ολοκληρώνονται. Προσέχουμε τις παρομοιώσεις πόσο απλοϊκές και ξεκάθαρες είναι ακριβώς για να ταιριάξουν με τον προτρεπτικό/διδακτικό/καταγγελτικό τόνο του ποιήματος  
Στη δεύτερη υποενότητα το δεύτερο Αλίμονό σου αναφέρεται σε μια στάση του ατόμου που δεν προκύπτει τόσο από αδράνεια, όπως στην πρώτη υποενότητα αλλά από δυσφορία και παραίτηση που ωστόσο απαιτούν μια ενεργητική πλέον στάση από μέρους του ατόμου: κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις // σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης, // ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας // και λες, και λες και λες… Το άτομο πλέον έχει πλήρως αλλοτριωθεί (αίσθημα δικαιοσύνης, αισθητικά κριτήρια, ηθικές αρχές) καθώς συστηματικά (αβέρτα) δικαιώνει τους αδίκους εις βάρος των αδικημένων, έχει απωλέσει κάθε αίσθηση του ωραίου και του χρήσιμου: σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης και φυσικά κάθε ιδανικό και αρχή // ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας. Και μάλιστα μετατρέπεται σε απολογητή όλων αυτών των αρνητικών αξιών και ιδανικών που έχει υιοθετήσει καταφεύγοντας σε μακροσκελείς λόγους και διαλέξεις – κενές όπως καταλαβαίνουμε από την επανάληψη της λέξης «λες»:  και λες, και λες και λες…
Και η κατάπτωση του ατόμου συνεχίζεται καθώς η πλαστή ευημερία και ηρεμία του ατόμου που προκύπτει από την εξαφάνιση του κοινωνικού πόνου, της κοινωνικής του όρασης. τον κάνει να αντιμετωπίζει με μακαριότητα παχύδερμου τη ζωή, τον έρωτα, τον ύπνο την ίδια ώρα όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα // κι οι λόφοι στηθοδέρνονται. Οι δυο προσωποποιήσεις υπαινίσσονται τη βία και την αδικία που κυριαρχεί γύρω από το αδιάφορο άτομο που πλέον έχει πλήρως μετατραπεί σε  ρινόκερο: όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν // να πουν: «Κατέστην ευτυχής» Η εικόνα του αλλοτριωμένου ατόμου (ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά) από την καλοπέραση και την ευζωία (τα παχιά χείλη) που ολοκληρώνει την παρακμή του και την ηθική του εξαθλίωση με το «Κατέστην ευτυχής» είναι η δυνατότερη στην ενότητα. Γι’αυτό και μπαίνει τελευταία και γι’αυτό το λόγο το τρίτο αλίμονό σου μπαίνει στο τέλος της ενότητας για να τη σφραγίσει αλλά και να καταδείξει ταυτόχρονα το μέγεθος της πτώσης.

Στη δεύτερη ενότητα περιγράφονται οι τελικές συνέπειες των τριών Αλίμονό σου. leontarisΌταν η πτώση του ατόμου ολοκληρωθεί, όταν η αδιαφορία του για το κοινωνικό περιβάλλον που ζει μεγιστοποιηθεί, δε μένει παρά η λεηλασία: Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν, // γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν, // άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν // -τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους. Έχοντας ήδη διαλέξει στρατόπεδο με την αδιαφορία του, παθητική αλλά και ενεργητική (όπως είδαμε στο δεύτερο Αλίμονό σου) τώρα πλέον του ζητούν να συμπαραταχθεί οριστικά με την πλευρά των αδικούντων, με την πλευρά των ισχυρών. Βλέπουμε ότι αυτοί δεν κατονομάζονται, μπορούμε πάντως να φανταστούμε ποιοι είναι. Είναι οι ακόλουθοι και στρατιώτες των ισχυρών του κόσμου, αυτοί που συντάσσονται με οποιοδήποτε αντάλλαγμα με την πλευρά της αδικίας και των κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών. Έχουν τελειώσει πια τα καλοπιάσματα και οι έπαινοι, το άτομο παύει πλέον να έχει ιδιωτικό χώρο, άποψη, κρίση, τώρα καταργούνται αυτά τα σύνορα από τους άλλους που απ’ την αρχή καλά το ήξερες (μπαίνει ξεκάθαρα το θέμα της ευθύνης, το άτομο γνώριζε εξ αρχής ποιοι είναι αυτοί που τον προσέγγισαν και για χάρη όσον του υποσχέθηκαν – ευζωία, μακαριότητα – ξεπουλήθηκε. Δεν προέκυψε τυχαία ούτε από άγνοια η πτώση). Έχει αρχίσει η λεηλασία του ατόμου: όχι μόνο αρχές και αξίες αλλά και η ίδια του η προσωπικότητα συνολικά αποδομείται κομμάτι κομμάτι για να κατασκευαστεί στα μέτρα των άλλων, στα μέτρα των αδίκων. Ο πανικός του ατόμου που συνειδητοποιεί το μέγεθος της διάλυσης που επέφεραν οι επιλογές του φαίνεται στην επανάληψη του τώρα τι θα κάνεις, // τι θα κάνεις, // τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά, στο ρήμα συρθείς, στη «συμμαχία» μέσα στην παρένθεση (μόνο για συμμαχία δεν πρόκειται, είναι παράδοση άνευ όρων και καταστροφή) και στα τρία μαζεμένα επίθετα συνδέονται με τη συμμαχία με τον θάνατο: την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο. Τρομερή γιατί είναι καταστροφική για το άτομο, επαίσχυντη γιατί του αφαιρεί οριστικά κάθε ηθική ποιότητα και μάταιη γιατί δεν τον σώζει ούτε από τον βιολογικό θάνατο ούτε από την ασημαντότητά του. Είναι προφανές ότι ο θάνατος εδώ, χωρίς να έχει χάσει εντελώς τη βιολογική του διάσταση, είναι περισσότερο ένας θάνατος προσωπικότητας, αξιών, ήθους, αίσθησης της ομορφιάς. Είναι εν τέλει ένα οριστικός και καθολικός θάνατος του ατόμου στον οποίο οδηγείται μέσα από την απογύμνωσή του από τα παραπάνω για την οποία ωστόσο ευθύνεται αποκλειστικά το ίδιο το άτομο που είτε από αδιαφορία, είτε από κοινωνικό κομφορμισμό είτε από ιδιοτέλεια επέτρεψε τη λεηλασία του.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Το κλειστό τσίρκο”

Γιάννης Ρίτσος
Το κλειστό τσίρκο (Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα)

Τον πρώτο μήνα απαγορέψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα.
         Δε φάνη­κε βαπόρι.
Το κλειστό τσίρκο, βέβαια, δεινοπάθησε πιότερο απ’ όλους μας.
         Μια μέρα
βγήκαν οι δυο μικροί παλιάτσοι, με τα ρούχα τους ακόμη πιο φαρδιά, όλο ρόμβους,
πολύχρωμους ρόμβους, με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα·
δίναν καταμεσής του δρόμου παραστάσεις, μάζευαν στο ντέφι πενταροδε­κάρες·
όμως κανένας δε γελούσε. Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια,
ξεβάφαν τα ζωγραφιστά τους δάκρυα, μουντζουρώνονταν το πρόσωπό τους.
                            Ένα δείλι,
τούς πιάσανε, τους δέσανε τα χέρια, τους τραβήξαν στο μεγάλο κτίριο.
                    Την άλλη μέρα,
όταν ξυπνήσαμε, είχε σύννεφα· λείπαν απ’ την πλατεία οι τέντες, τα κλουβιά, τα κάρα.
Μονάχα ένα παιδί βρήκε κάτω απ’ τα δέντρα μια βρεγμένη ψεύτικη γε­νειάδα.
Τη φόρεσε δισταχτικά. «Θα την κρατήσω για τον Άι-Βασίλη», είπε.
                                                                                                                                  6. II. 69

Ένα ακόμα ποίημα από την τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα με ημερομηνία σύνθεσης 6-2-1969. Ανήκει στο Κιγκλίδωμα όπου κυριαρχούν ποιήματα ανάμεσα στο 1968-9 που, όπως και στις Πέτρες καταγράφουν υπαινικτικά τη ζοφερή ατμόσφαιρα της δικτατορίας και της εξορίας. Ολιγόστιχα τα περισσότερα, λιτά, λόγος συχνά κοφτός, αυστηρός, μετρημένα επίθετα (εδώ μόλις πέντε και τρεις επιθετικές μετοχές, όλα απολύτως λειτουργικά και απαραίτητα). Πολλά από αυτά είναι αφηγηματικά με μύθο υποτυπώδη ή (σπανιότερα, όπως εδώ) πιο ολοκληρωμένο, με ανώνυμα πάντα πρόσωπα και ένα διαρκές αίσθημα ασφυξίας που θα το έλεγε κανείς ώρες ώρες καφκικό. Σε πολλά ποιήματα η εικονοποιία δείχνει τις οφειλές της στον υπερρεαλισμό, συνολικά όμως πάντα υπάρχει ένας γενικότερες συμβολισμός, είτε άμεσα ορατός είτε όχι.

Τίτλος σύντομος και αφαιρετικός, όπως σε όλη τη συλλογή. Δεκαπέντε στίχοι (ακολουθώ την οργάνωση των στίχων όπως υπάρχει στην αυτοτελή έκδοση της συλλογής, στο συλλογικό τόμο οι στίχοι είναι 13 καθώς οι στίχοι 2 και 4 περνούν στον προηγούμενο στίχο). Ενδιαφέρουσα είναι εμφάνιση του πρώτου πληθυντικού ήδη από τον τρίτο στίχο: πιότερο απ’ όλους μας – ο αφηγητής/σχολιαστής αποκαλύπτεται εδώ ως συλλογικό ομοδιηγητικό προσωπείο και όχι ένας ουδέτερος τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής

Ο μύθος σύντομος αλλά ολοκληρωμένος: το κλείσιμο του τσίρκου από τις αρχές, οι μικροί παλιάτσοι και οι παραστάσεις τους, η σύλληψή τους, η εξαφάνιση του τσίρκου, το παιδί με την ψεύτικη γενειάδα. Τα πρόσωπα: σε τρίτο πρόσωπο οι άλλοι, εκείνοι, σε πρώτο εμείς, οι μικροί παλιάτσοι, το παιδί. Όπως πολλά ποιήματα της συλλογής και εδώ ο Ρίτσος προσεγγίζει αρκετά την ποιητική πρόζα. Μια στροφή ολόκληρο το ποίημα που μπορεί να διαιρεθεί, ακολουθώντας την εξέλιξη του μύθου σε τέσσερις ενότητες ανάλογα με τις διακριτές χρονικές βαθμίδες: Τον πρώτο μήνα, μια μέρα, ένα δείλι, την άλλη μέρα.

Στην εισαγωγική ενότητα (στίχοι 1-3) κυριαρχεί το θέμα της απαγόρευσης και των συνεπειών της. Φυσικά ποιοι, γιατί, πότε ακριβώς δεν καταγράφονται ούτε και χρειάζεται. Παντού και πάντα άλλωστε με τον ίδιο τρόπο επιβάλλεται μια αυταρχική, τυραννική εξουσία. Ο πρώτος χρονικός δείκτης τον πρώτο μήνα αναφέρεται προφανώς στον πρώτο μήνα επιβολής του καθεστώτος και τις απαγορεύσεις του: απαγορέψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα. Οι συνέπειες φαίνονται αμέσως. Δε φάνη­κε βαπόρι και ακόμα περισσότερο Το κλειστό τσίρκο, βέβαια, δεινοπάθησε πιότερο απ’ όλους μας. Οι συγκοινωνίες και τα θεάματα είναι από τα πρώτα που ελέγχει μια δικτατορία. Τις πρώτες για να μπορεί να συλλάβει άμεσα και εύκολα τους αντιφρονούντες και τα δεύτερα γιατί μπορεί να υπονομεύσουν μέσω της σάτιράς τους το lvkug to megalo mas tsirkoκαθεστώς που επιβάλλεται βίαια. Το τσίρκο εδώ μας θυμίζει ίσως το Μεγάλο μας Τσίρκο, παράσταση που όμως ως ιδέα ξεκινά το 1972 – το σημειώνουμε εδώ για να φανεί πόσο φοβάται κάθε καθεστώς όποια μορφή τέχνης δεν ελέγχει άμεσα και μάλιστα όσες σχετίζονται με το γέλιο (και την πιθανή γελοιοποίηση του καθεστώτος). Οπότε λογικά το τσίρκο υποφέρει περισσότερο από όλους καθώς οι καλλιτέχνες και οι υπόλοιποι εργαζόμενοί του μένουν άνεργοι και δεν μπορούν να φύγουν καθώς δεν υπάρχει καράβι (προφανώς βρίσκεται σε νησί).

Στο κυρίως επεισόδιο του ποιήματος οι δυο μικροί παλιάτσοι βγαίνουν να δώσουν παραστάσεις στο δρόμο .Ενδιαφέρον εδώ ότι αφιερώνονται δύο στίχοι για την περιγραφή τους: … με τα ρούχα τους ακόμη πιο φαρδιά, όλο ρόμβους, // πολύχρωμους ρόμβους, με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα· Προσέχουμε την προσπάθειά που καταβάλλουν οι μικροί παλιάτσοι (οι νεότεροι, ίσως γιατί λόγω της μικρής του ηλικίας υπήρχε η ελπίδα ότι δεν θα συλληφθούν) να φανούν αστείοι: ακόμα πιο φαρδιά ρούχα, πολύχρωμα και κωμικά (γεμάτα ρόμβους) και με πουντραρισμένες μύτες και ζωγραφισμένα δάκρυα· Μπορούμε να δούμε εδώ ότι το δάκρυ των κλόουν, μέρος μιας κωμικής παράστασης, προκαλεί συνήθως γέλιο στους θεατές της παράστασης καθώς το όλο ντύσιμο (ρούχα, μύτες) και η παντομίμα τους έρχεται σε αντίθεση με οτιδήποτε δραματικό ή λυπηρό. 12f2323Εδώ τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται όπως συνήθως. Οι παλιάτσοι δίναν καταμεσής του δρόμου παραστάσεις, μάζευαν στο ντέφι πενταροδε­κάρες· σημειώνουμε τόσο εδώ όσο και στον προηγούμενο στίχο την άνω τελεία που κάνει τον λόγο κοφτό και σχεδόν υποβλητικό μέσα στη λιτότητά του και που στον στίχο αυτό έχει μια επιπλέον λειτουργία καθώς εισάγει την δραματική αντίθεση: όμως κανένας δε γελούσε. Οι άνθρωποι δίναν ένα μικρό φιλοδώρημα στους παλιάτσους αλλά δε γελούσαν. Το γέλιο είναι από τα πρώτα που χάνουν οι άνθρωποι μαζί με την ελευθερία τους και η κατάσταση ήταν τέτοια που οι άνθρωποι ούτε μπορούν (φοβούνται) αλλά ούτε και έχουν διάθεση να γελάσουν μόνο αφήνουν πενταροδεκάρες, περίπου ως ελεημοσύνη στους παλιάτσους. Αυτό το αντιλαμβάνονται οι παλιάτσοι και … Τότε εκείνοι κλαίγανε στ’ αλήθεια, // ξεβάφαν τα ζωγραφιστά τους δάκρυα, μουντζουρώνονταν το πρόσωπό τους. Τα ζωγραφιστά, ψεύτικα δάκρυα, σχεδιασμένα να φέρνουν γέλιο καλύπτονται και διαλύονται από τα αληθινά δάκρυα των παλιάτσων. Μαζί διαλύεται όλη η κωμική προσποίηση του δραματικού που επιβάλλει μια παράσταση μπροστά στην αληθινά δραματικά κατάσταση που ζουν όλοι· το κωμικά δραματικό, έχοντας χάσει τον τελικό του στόχο, το γέλιο, απομένει μόνο δραματικό. Διπλά, πιστεύω, δραματικό αν προστεθεί και η αίσθηση καλλιτεχνικής απαξίωσης που εισπράττουν οι κλόουν μαζί με την ελεημοσύνη των θεατών.
Πάντως το θέμα του τραγικού κλόουν είναι γνωστό ήδη από τη γενιά του 20 και τον Καρυωτάκη:
Ελεγεία και Σάτιρες
[Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου…]

Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε
οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε
να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

Ως φυσική συνέχεια ακολουθεί η σύλληψη: Ένα δείλι, // τούς πιάσανε, τους δέσανε τα χέρια, τους τραβήξαν στο μεγάλο κτίριο. Προσέχουμε τον χρονικό δείκτη που φανερώνει σύλληψή προς βραδινές ώρες και τη συντομία, λιτότητα και το ασύνδετο σχήμα στη σύνδεση των τριών ρημάτων πιάσανε, δέσανε, τράβηξαν. Τόσο το θέμα της αιφνίδιας βραδινής σύλληψης όσο και κείνο του κτήριού – δεσμωτηρίου εμφανίζεται επαναληπτικά στη συλλογή και αντανακλά προφανώς το κύμα συλλήψεων όσων κρίνονταν επικίνδυνοι για το καθεστώς της Απριλιανής χούντας του 67.

Στην τελευταία ενότητα ξεκινά όπως και στις προηγούμενες με χρονικό δείκτη Την άλλη μέρα και την παρατήρηση είχε σύννεφα που προφανώς αποδίδει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων μετά την σύλληψη της προηγούμενης ημέρας και συνοδεύεται από την εξαφάνιση του τσίρκου – και πάλι μετά από άνω τελεία και με το to megalo mas tsirkoσυνηθισμένο στο ποίημα ασύνδετο σχήμα: λείπαν απ’ την πλατεία οι τέντες, τα κλουβιά, τα κάρα. Δε μαθαίνουμε τίποτα άλλο για την τύχη του τσίρκου: πόσους συνέλαβαν, πού τους πήγαν, πού πήγαν τα αντικείμενα. Πέρα από τη λιτότητα που χαρακτηρίζει όλο το ποίημα, έτσι γίνεται πάντα στις δικτατορίες. Μέσα στη νύχτα εξαφανίζονται άνθρωποι και πράγματα και κανείς δε μαθαίνει τι απέγιναν. Το τσίρκο λοιπόν ολόκληρο κρίθηκε επικίνδυνο για το καθεστώς και εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο κάτω απ’ τα δέντρα μια βρεγμένη ψεύτικη γε­νειάδα. Ένα ταπεινό υλικό μεταμφίεσης φθαρμένο ήδη από την βραδινή βροχή ή την πρωινή υγρασία. Ό,τι έχει απομείνει από το τσίρκο, από τη διασκέδαση, την παράσταση, το αστείο, είναι αυτή η γενειάδα Έχει σημασία ότι την βρίσκει παιδί που δεν μπορεί να αντιληφθεί πλήρως, όπως ένας μεγάλος θα έκανε, ότι είναι ενδεχομένως κάτι που μπορεί να ενοχλήσει το καθεστώς και να του φέρει προβλήματα. Έστω και διστακτικά το παιδί τη φορά, σχολιάζοντας «Θα την κρατήσω για τον Άι-Βασίλη», δηλαδή να παραστήσει τον Αι Βασίλη την Πρωτοχρονιά με σκοπό βέβαια να χαρίσει το γέλιο σε άλλα παιδιά και να συνεχίσει έτσι με κάποιον τρόπο την παράσταση που ακυρώθηκε με τις απαγορεύσεις και τις συλλήψεις. Είναι ξεκάθαρος εδώ ο συμβολισμός της ελπίδας (παιδί) και της αντίστασης (παράσταση) στους παραλογισμούς του καθεστώτος από τους νέους ανθρώπους που ακριβώς εξαιτίας της νεότητάς τους (οι παλιάτσοι, το παιδί) έχουν το θάρρος να αψηφήσουν τις απαγορεύσεις. Και το κλειστό τσίρκο παίρνει έτσι με τη γενειάδα την συμβολική εκδίκησή του για την απαγόρευση.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Οι απόντες”

Οι απόντες
Άλλοι αποφάσιζαν, άλλοι μιλούσαν για λογαριασμό τους. Εκείνοι,

θαρρείς απόντες, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου),
άκουγαν απ’ τούς τηλεβόες τα ονόματά τους, τίς κατηγορίες, την κατα­δίκη τους,
έβλεπαν σωριασμένες πλάκες, — πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγο­ρεύσεις —
μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες. Μακριά, μακριά, ξενιτεμένοι,
ξένοι στη χώρα τους, ξένοι στον εαυτό τους, αδιάφοροι, — αυτοί
πού κάποτε πιστέψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη
αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύ­πιστοι. Και τώρα,
κανείς ναός τού Αμφιαράου· και στον μικρό πέτρινο λόφο, γεμάτον σπερ­δούκλια,
κανένα μαύρο κριάρι για μια κάποια θυσία, και μετά να ξαπλώσουν
στο ζεστό δέρμα τού σφαγμένου ζώου, να διανυχτερέψουν περιμένοντας,
έστω και μέσα σέ οπτασίες ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι
για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε),
κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα
σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης. Μ’ όλο που, από πάντα, όσο θυμόμαστε,
μονάχα χάλκινες δεκάρες βρίσκαν οι νεοκόροι στην πηγή τού Αμφιάραου.
Αυτό ’ταν φυσικό· — ξεχνούσαν οι άνθρωποι, και το χρυσάφι πάντοτε χρειαζόταν.
Λέρος, 19.III.68

Ποίημα από τις Επαναλήψεις του Ρίτσου με μυθικό περιεχόμενο. Βέβαια ο μύθος, όπως συχνά γίνεται στα ποιήματα της συλλογής, είναι περισσότερο πρόσχημα για να μιλήσει ο ποιητής για σύγχρονες καταστάσεις παρά κάποια περίπλοκη μυθική μέθοδος όπως αυτή σε Σεφέρη ή Έλιοτ. Ο μύθος χρησιμοποιείται ευθύγραμμα και λιγότερο υπαινικτικά στοχεύοντας στο να αναγνωρίσει άμεσα ο αναγνώστης την αναλογία μύθου – πραγματικότητας. Απομένει στην ικανότητα του ποιητή να δημιουργήσει την ποιητική ατμόσφαιρα που θα κάνει τον μύθο ενεργό δραματικό στοιχείο του ποιήματος και όχι απλό ή βαρετό περίβλημα. Και γενικά σε αυτό ο Ρίτσος τα πήγε – εκτιμώ – πολύ καλά.
Πληροφορίες για το μαντείο του Αμφιάραου στην Αττική εδώ.

Το ποίημα από τη δεύτερη σειρά των Επαναλήψεων (1968) που περιλαμβάνει έξι ποιήματα που χρησιμοποιούν μύθο σχετικό με τα αρχαία μαντεία τα 1ο, 2ο, 3ο 4ο 5ο και 7ο της συλλογής: Κάθοδος στο μαντείο τού Τροφώνιου, Το νέο μαντείο, Τα παρόντα, Από μαντείο σε μαντείο. Οι απόντες, Μεταστροφή. Και τα έξι ποιήματα είναι γραμμένα έναν μήναA7ADB9597D4C5F8D1AA09453438F9F6C μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ (5-15 Φεβρουαρίου 1968 στη Βουδαπέστη μέσα από την 12η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) και σαφώς αντανακλούν αυτό το κλίμα διάλυσης και διάσπασης. Διόλου τυχαία ακολούθησαν τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία με την Άνοιξη της Πράγας και την σοβιετική εισβολή τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και ο Μάης του 1968 στη Γαλλία. 

Δεκαεφτά (17) στίχοι. Συχνοί διασκελισμοί, ανυπαρξία μέτρου και ομοιοκαταληξίας, σχεδόν ποιητική πρόζα. Τριτοπρόσωπος αφηγητής/σχολιαστής που σχολιάζει τις σκέψεις και τον προβληματισμό μιας ανώνυμης ομάδας ανθρώπων (Εκείνοι), τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των οποίων σταδιακά αποκαλύπτει ο αφηγητής μέσα από την ποιητική αφήγηση. Δυο ενότητες, η πρώτη που σχολιάζει την ταυτότητα και την ψυχική κατάσταση «Εκείνων» (στίχοι 1-8)  και η δεύτερη για το μαντείο που δεν υπάρχει και τον χρησμό που δεν δόθηκε (9-17).

Παραμένει εξ αρχής μυστήριο ποιοι είναι «Εκείνοι». Ήδη από τον πρώτο στίχο μαθαίνουμε ότι Άλλοι αποφάσιζαν, άλλοι μιλούσαν για λογαριασμό τους. Ποιοι άλλοι; Η Χούντα; Ταιριάζει μια χαρά στο όλο κλίμα απαγόρευση λόγου και καταδικών (στίχ.3) αλλά κάπου το, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου), το πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγο­ρεύσεις και το μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες μοιάζει περισσότερο να πηγαίνει αλλού, σε κομματική διαμάχη και πρακτικά συνεδρίου που κανείς δε θα διαβάσει πλην κάποιων ιστορικών στο μέλλον.
Ας αφήσουμε τις ερμηνείες για παρακάτω – αν υπάρξει κάτι τελικό. Από τη μια οι Άλλοι που μιλούν και αποφασίζουν για λογαριασμό Εκείνων και από την άλλη Εκείνοι – προσέχουμε τον διασκελισμό στον πρώτο στίχο που αντιπαραθέτει και οπτικά, αρχή και τέλος του στίχου, τους μεν και δε. Εκείνοι λοιπόν θαρρείς απόντες, θαρρείς εκτός νόμου (κι αλήθεια, εκτός νόμου) αποδέχονται μια κατάσταση σαν ξένοι, απόντες, παράνομοι – και φυσικά έτσι κι αλλιώς παράνομοι μέσα στη Χούντα – άκουγαν απ’ τούς τηλεβόες τα ονόματά τους, τις κατηγορίες, την κατα­δίκη τους, // έβλεπαν σωριασμένες πλάκες, — πόσες φλύαρες απειλές, πόσες απαγο­ρεύσεις — // μετάλλινες πλάκες, αδιάβαστες. Το διπλά επαναλαμβανόμενο θαρρείς υπονομεύει τη σταθερότητα του απόντες και εκτός νόμου, δεν την ανατρέπει ωστόσο: παραμένουν απόντες, παραμένουν παράνομοι. Διπλά παράνομοι: μέσα στο κόμμα τους και μέσα στην πατρίδα τους από τη Χούντα. Και ταυτόχρονα ακούν τα ονόματά τους και τις κατηγορίες: ενώ ο τηλεβόας παραπέμπει σε στρατόπεδο εξόριστων, ίσως και οι φλύαρες απειλές και απαγορεύσεις (ταιριαστά και τα δύο στο καθεστώς της Χούντας – προσέχουμε το φλύαρες) οι σωριασμένες πλάκες, μεταλλικές πλάκες αδιάβαστες που περιέχουν τις απειλές μας κάνουν να υποψιαστούμε ότι εδώ υπάρχει μια διπλή σημασιοδότηση. Όχι μόνο οι διαρκείς και συχνά ανούσιες και ανόητες απαγορεύσεις της Χούντας αλλά ίσως και οι σφοδρές ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις της 12ης Ολομέλειας με εκατέρωθεν κατηγορίες και καταγγελίες που οδήγησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ. Αδιάβαστες μεταλλικές πλάκες καθώς κανείς δε θα ασχοληθεί μαζί τους. Οι Άλλοι συνεπώς δεν είναι μόνο οι χουντικοί που ορίζουν την τύχη των εξόριστων αλλά ταυτόχρονα και οι κομματικοί εκπρόσωποι που μιλούσαν και αποφάσιζαν για λογαριασμό όλων των μελών του κόμματος – που δέχονται παθητικά και μοιρολατρικά τις αποφάσεις. Προσέχουμε (υπογραμμίζω) τις επαναλήψεις που ακολουθούν καταγράφοντας σε ασύνδετο σχήμα την κατάσταση Εκείνων. Μακριά, μακριά, ξενιτεμένοι, // ξένοι στη χώρα τους, ξένοι στον εαυτό τους, αδιάφοροι, — αυτοί // που κάποτε πιστέψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη // αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύ­πιστοι. Πρώτα η κατάσταση: μακρυά ξενιτεμένοι και έπειτα ξένοι στη χώρα (εξόριστοι) αλλά και ξένοι στον εαυτό τους. Βλέπουμε πόσο επιτείνουν το αίσθημα της απόστασης τόσο η επανάληψη του μακριά όσο και το ξενιτεμένοι-ξένοι-ξένοι. Δεν είναι μόνο η εξορία, είναι και η ψυχική φθορά, η αποξένωση από τον ίδιο τους τον εαυτό λόγω της κατάστασης που ζουν καθώς έχουν γίνει πλέον αδιάφοροι άνθρωποι πού κάποτε πίστεψαν στην ευθύνη τους, και γενικά, στην ευθύνη τού πολίτη, δηλαδή υπεύθυνοι και ενεργοί πολίτες και φυσικά δε φταίει μόνο η εξορία για την απογοήτευσή τους. Προσέχουμε εδώ πώς ο αφηγητή αντιπαραθέτει έντονα το παρελθόν στο αδιάφοροι αλλά και τις ιδιότητες που είχαν Εκείνοι πριν το τώρα: αυτοί με τίς μεγάλες γνώσεις (αποστηθισμένες κάποτε) οι ωραίοι, οι εύ­πιστοι. Ενδιαφέροντα πολύ σημεία το μεγάλες γνώσεις που περιορίζεται αμέσως ειρωνικά με την παρένθεση (αποστηθισμένες κάποτε) καθώς εδώ υπάρχει το θέμα της ανεπαρκούς γνώσης της μαρξιστικής θεωρίας,ritsos708 μόνιμη κατηγορία σε περιπτώσεις διαφωνίας από την κομματική γραμμή. Μπορεί βέβαια η ειρωνεία να στρέφεται τύποις σε Εκείνους αλλά πίσω από τις λέξεις πιθανότατα στοχεύει και στους Άλλους (ή και μόνο στους Άλλους) που συνήθως εκφέρουν την κατηγορία. Και το Ωραίοι και εύπιστοι · ωραίοι για τον αλτρουισμό και την αγωνιστικότητα που είχαν δείξει και εύπιστοι που δέχτηκαν άκριτα και τυφλά τις κομματικές εντολές.

Η δεύτερη ενότητα αρχίζει με τη φράση Και τώρα, στο τέλος του όγδοου στίχου με άλλον έναν διασκελισμό που χρησιμοποιείται για να δείξει τη συνέχεια και ταυτόχρονα τη διαφορά ανάμεσα στο τότε και τώρα:
…Και τώρα,
κανείς ναός τού Αμφιαράου· και στον μικρό πέτρινο λόφο, γεμάτον σπερ­δούκλια,
κανένα μαύρο κριάρι για μια κάποια θυσία, και μετά να ξαπλώσουν
στο ζεστό δέρμα τού σφαγμένου ζώου, να διανυχτερέψουν περιμένοντας,
έστω και μέσα σέ οπτασίες ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι
για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε),
κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα
σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης
Προσέχουμε: Την ανυπαρξία κάποιου μαντείου, κάποιου κέντρου εξουσίας που θα καθοδηγήσει τους απογοητευμένους και αποξενωμένους Εκείνους. Την προσεχτική καταγραφή της τελετουργικής θυσίας και όλων των ενεργειών που απαιτούνται για να υλοποιηθεί η θεοφάνεια (εδώ πιθανόν να υπάρχει ένας συμβολισμός που μου διαφεύγει – ποιος και τι να θυσιαστεί για τον χρησμό;) η εναγώνια αναζήτηση έστω και μέσα σε οπτασίες (έστω και χωρίς καμιά σιγουριά, χωρίς καμιά βεβαιότητα) ν’ αναλάμψει μια διέξοδος, να βρεθεί βοτάνι (προσέχουμε πρώτα το ρήμα αναλάμψει διέξοδος στα αδιέξοδα της χώρας και τα κομματικά, βοτάνι ακόμα, κάτι μαγικό έστω) για θεραπεία τής χώρας τους, κι όλου τού κόσμου (όπως έλεγαν τότε) (όχι μόνο για τη χώρα αλλά και για τον κόσμο όλο, όπως έλεγαν τότε, δηλαδή πριν χάσουν την πίστη τους σε όλα ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό) κι ύστερα πιά να ρίξουν στην πηγή μεγάλα ολόχρυσα νομίσματα // σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης (δηλαδή να ανταποδώσουν στο θεό τη χάρη για τη θεραπεία τους, να ευχαριστήσουν με κάθε τρόπο όποιον και ότι έβρισκε λύση στα αδιέξοδα)
Αν και ακόμα και όταν υπήρχε το Μαντείο, ακόμα και όταν υπήρχαν οι χρησμοί, οι προτάσεις, οι λύσεις, οι άνθρωποι έδειχναν μάλλον αχάριστοι: Μ’ όλο που, από πάντα, όσο θυμόμαστε, // μονάχα χάλκινες δεκάρες βρίσκαν οι νεοκόροι στην πηγή τού Αμφιάραου. // Αυτό ’ταν φυσικό· — ξεχνούσαν οι άνθρωποι, και το χρυσάφι πάντοτε χρειαζόταν
Για πρώτη και τελευταία φορά στο κείμενο ένα πρώτο πληθυντικό που περισσότερο έχει γενικότερη χρήση (όλοι μας, όλοι οι άνθρωποι) παρά δηλώνει κάποια συμμετοχή του αφηγητή στην κοινότητα Εκείνων. Και φυσικά δε μας διαφεύγει η απαισιόδοξη κατάληξη του ποιήματος με την πικρή ειρωνεία: τόσο η αχαριστία των ανθρώπων που αντί για τα οφειλόμενα χρυσά νομίσματα ρίχνουν χάλκινες δεκάρες στην πηγή όσο και η φαταλιστική, ταιριαστή με το κλίμα διάλυσης που διαπερνά το ποίημα, εξήγηση του αφηγητή: οι άνθρωποι ξεχνούν την ευεργεσία και το χρυσάφι είναι πολύτιμο για να το σκορπά κανείς σε τάματα. Και λύση να βρισκόταν, η ανθρώπινη φύση δε θα άλλαζε, η αγνωμοσύνη και η υλιστική συμπεριφορά θα παρέμεναν ίδιες. Πιστεύω ότι το ποίημα καταγράφει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά μαζί με το «Η χαμένη Υπερβόρειος» δεκάξι μήνες μετά (και η χρονική αυτή διαφορά έπαιξε το ρόλο της να μετριάσει ο ποιητής έστω και ελάχιστα την απογοήτευσή του) το κλίμα διάλυσης και απογοήτευσης που περνά έντονα στους κομμουνιστές εξόριστους της Χούντας από τη διάσπαση του ΚΚΕ που τους αφήνει πλέον χωρίς το Μαντείο, χωρίς το κόμμα και την γραμμή του που καθόριζε και την κοσμοθεωρία τους ολόκληρη.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Ελλάδα”

Ελλάδα

Σπασμένες κληματόβεργες, πέτρες, ἀγκάθια, μιά στάμνα.
Τό χωραφάκι ρήμαξε. Σφαλιγμένο ἀπό χρόνια τό σπίτι.
Δε ματαγύρισε ἀπό τότες ὁ Βαγγέλης. Πίσω ἀπ’ τό στάβλο
φαίνεται ἕνα κομμάτι θάλασσα, σκοῦρο γαλάζιο. Τ’ ἄλογό του
το ’χε πουλήσει σέ δύσκολες μέρες – ἕνα ἄλογο κόκκινο
μέ μιά ἄσπρη βούλα στό ζερβί του μάτι. Ἕνα πούπουλο γλάρου
ἔπεσε στά ξερόκλαδα. Στήν πόρτα, ἀντικριστά, ἡ γερόντισσα:
«Μέ κάτι τέτοια, γιέ μου, ψευτοπράματα –εἶπε–
βολεύουμε τή ζήση μας». Ὁ ἄλλος δέ μίλησε. Κοιτοῦσε πέρα∙
ἔκανε τό σταυρό του καί προχώρησε σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ
τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο.
(Γ.Ρίτσος. Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα)

Το ποίημα (ημερομηνία πρώτης γραφής 15.V. 69) ανήκει στον τόμο με τις τρεις συλλογές Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1971 στη Γαλλία, 1972 στην Ελλάδα με προσθήκες ποιημάτων) και συγκεκριμένα στο Κιγκλίδωμα. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι όλα γραμμένα στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου βρίσκεται υπό περιορισμό. Ένα ποίημα μόνο γραμμένο στις 7/9/68 και όλα τα υπόλοιπα γράφονται το 1969 με καταληκτική ημερομηνία τις 3/6/69. Συχνά ολιγόστιχα, σχεδόν πάντα υπαινικτικά για την αθλιότητα της δικτατορίας, το αίσθημα ασφυξίας και πίεσης, τη διάλυση που διαπερνά τα πάντα, τα ποιήματα της συλλογής απομακρύνονται από εκείνα των Επαναλήψεων με τη μυθική τους μέθοδο και επιστρέφουν στη φιλοσοφία των ποιημάτων στις Πέτρες. Κυριαρχία των εικόνων – συχνά ρεαλιστικές, κάποτε υπερρεαλιστικές – συμβολικός χαρακτήρας, λιτότητα και αφαίρεση στον συχνότατα μικροπερίοδο  λόγο, πύκνωση και δραματικότητα τα χαρακτηριστικά της συλλογής.

s22 f2 30Έντεκα μόλις στίχοι με έντονη πεζολογία – διασκελισμοί συνεχείς που εξαναγκάζουν τον αναγνώστη να το διαβάσει σχεδόν σαν πεζό ποίημα, παντελής έλλειψη μέτρου και ομοιοκαταληξίας, μετρημένα επίθετα (έξι, τα τέσσερα χρώματα) και μετοχές. τα απολύτως απαραίτητα. Ο τίτλος «Ελλάδα», γενικός και αόριστος, ορίζει το πεδίο ανάγνωσης και ταυτόχρονα αναμένει την επιβεβαίωσή του στο τέλος της. Μια ενότητα με δυο δυσδιάκριτες υποενότητες: ως τον λόγο της γερόντισσας (μέσα του στίχου 7) η πρώτη, ως το τέλος η δεύτερη. Αν και θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει τελείως αυτόν τον μάλλον τυπικό διαχωρισμό.
Τα πρόσωπα: ο απών Βαγγέλης, ο ανώνυμος «άλλος» που παρατηρεί, η γερόντισσα. Και ο αφηγητής που καταγράφει μέσα από τα μάτια του ανώνυμου «άλλου». Ο χώρος άγνωστος. Ωστόσο βάσιμα μπορούμε να κρατάμε κατά νου τον τίτλο: Ελλάδα. Κάπου στην Ελλάδα ή ίσως η ίδια η Ελλάδα. Ή και τα δύο.

Ο αφηγητής στην πρώτη υποενότητα κοιτάζει και καταγράφει για λογαριασμό του «άλλου» διαδοχικές εικόνες που εκφέρονται είτε με ασύνδετο σχήμα (πρώτος στίχος) είτε με σύντομες περιόδους ή ημιπεριόδους (στίχος 9). Ολόκληρη η πρώτη υποενότητα καταγράφει εικόνες εγκατάλειψης: πρώτα του μικρού χωραφιού μπροστά στο σπίτι: Σπασμένες κληματόβεργες, πέτρες, αγκάθια, μια στάμνα. // Τό χωραφάκι ρήμαξε. Τέσσερις εικόνες σε έναν στίχο που δίνονται σχεδόν μόνο από το ουσιαστικό που τις εκπροσωπεί – η πρώτη περιλαμβάνει και τη μετοχή σπασμένες. Στον επόμενο στίχο η διαπίστωση, σαν αιτιολόγηση των εικόνων πριν Τό χωραφάκι ρήμαξε. Το πλάνο ανοίγει για να πιάσει πλέον και το σπίτι: Σφαλιγμένο ἀπό χρόνια τό σπίτι η εγκατάλειψη κρατάει χρόνια και αφορά ολοένα και περισσότερα πράγματα πλέον. Και εδώ υπάρχει η αιτιολόγηση για το κλειστό σπίτι: Δε ματαγύρισε ἀπό τότες ὁ Βαγγέλης. Ποιος είναι ο Βαγγέλης; πότε ήταν το «τότε»; Πού πήγε; Γιατί δεν ξαναγύρισε; Ευεργετική για τη λιτότητα και συνοχή του ποιήματος η αοριστία αυτή αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο ερμηνειών. Θα μπορούσε να έχει μεταναστεύσει – ουδέποτε έλειψε η μετανάστευση από την ιστορία του τόπου – χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσε να έχει φύγει πολιτικός εξόριστος από τον εμφύλιο. Εκτιμώ ωστόσο με βάση το χρόνο γραφής του ποιήματος και την όλη ατμόσφαιρα της συλλογής ότι ο Βαγγέλης (διόλου τυχαίο το όνομα: Ευάγγελος, Ευαγγελισμός που παραπέμπει και στους αγώνες του τόπου, ελπίδα) είναι για χρόνια κρατούμενος ή εξόριστος όπως ο ποιητής. Ίσως, σε μια τολμηρή κάπως ερμηνεία, να εντάσσεται στο θέμα της πιθανής σύλληψής και εξορίας σε ξερονήσι η εικόνα της θάλασσας – μπορεί ωστόσο να συνδεθεί και με το θέμα της μετανάστευσης που σχεδόν πάντα γινόταν με πλοίο. Πίσω ἀπ’ τό στάβλο// φαίνεται ἕνα κομμάτι θάλασσα, σκοῦρο γαλάζιο. Φυσικά δε μπορεί να λείπει η θάλασσα από καμία περιγραφή του τόπου, ακόμα και ελλειπτική, Σε κάθε περίπτωση ο αφηγητής συνεχίζει να κοιτά μέσα από τα μάτια του ήρωα του «άλλου» που έχει πλησιάσει πολύ κοντά στο σπίτι, στο στάβλο. Για τρίτη φορά αιτιολογείται η ερήμωση και μαθαίνουμε την τύχη του αλόγου […] τ’ ἄλογό του // το ’χε πουλήσει σέ δύσκολες μέρες – ἕνα ἄλογο κόκκινο // μέ μιά ἄσπρη βούλα στό ζερβί του μάτι. Ποιες και πότε ήταν οι δύσκολες ημέρες; Και πάλι αοριστία – αν και εδώ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σε τι αποσκοπεί όμως η ένθετη (σε παύλες μέσα) περιγραφή του αλόγου σε ένα ποίημα με εξαιρετική εγκράτεια σε λέξεις και εικόνες; Ίσως για να δείξει την ομορφιά του ζώου που εξαναγκάζεται να πουλήσει λόγω ανέχειας ο Βαγγέλης και να καταδείξει ταυτόχρονα με τον τρόπο αυτό την φτώχεια που ταλαιπωρεί τον τόπο. Τέτοια που οδηγεί τους ανθρώπους να πουλήσουν και ζώα με τα οποία συνδέονται στον καθημερινό αγώνα για το μεροκάματο. Και εδώ μπορεί πάλι να δούμε ότι ταιριάζει το θέμα της μετανάστευση (λόγω της φτώχειας).

ritsos eksoria2 1

Από αριστερά: Μάνος Κατράκης, Γιάννης Ρίτσος, Δημήτρης Φωτιάδης, Μενέλαος Λουντέμης, στην εξορία

Πάντως το θέμα της ομορφιάς – αλλά και ελευθερίας – επανέρχεται υπαινικτικά: Ἕνα πούπουλο γλάρου // ἔπεσε στά ξερόκλαδα. Ένα σημάδι από τον ουρανό, ένα σημάδι ίσως αόριστης ελπίδας πάνω στα ξερόκλαδα.

Και στη συνέχεια η γερόντισσα  – πάντα υπάρχει μια γερόντισσα να περιμένει στο κατώφλι, πάντα οι άνδρες λείπουν μετανάστες η σε πόλεμο ή εξόριστοι, η εικόνα αυτή έχει δεθεί με τον τόπο – με τον επίσης αόριστο και συμβολικό της λόγο: Στήν πόρτα, ἀντικριστά, ἡ γερόντισσα: // «Μέ κάτι τέτοια, γιέ μου, ψευτοπράματα –εἶπε– // βολεύουμε τή ζήση μας» Δεν ξεκαθαρίζεται απόλυτα ποια είναι τα ψευτοπράματα – πιθανότατα το μικρό χωράφι με το σπίτι και τον στάβλο, προφανώς όλα φτωχικά και εγκαταλειμμένα. Ωστόσο δε μπορεί να αγνοήσει κανείς την υποβλητικότητα της εικόνας και των λόγων που στοχεύουν και πάλι στο ίδια θέμα: φτώχεια, λιτότητα αλλά και η αξιοπρέπεια πλέον που προβάλλεται εδώ. Η γερόντισσα είναι η φωνή του τόπου, ιέρεια και κορυφαία ενός χορού που αποτελείται από έμψυχα και άψυχα: το ερημωμένο χωράφι, το κλειστό σπίτι, το στάβλο και το άλογο που πουλήθηκε, τον Βαγγέλη που λείπει, τη θάλασσα, το πούπουλο του γλάρου. Και μπροστά στη φωνή αυτή ο «άλλος», ο κεντρικός ήρωας μένει άφωνος όπως και εξ αρχής ανώνυμος. Ὁ ἄλλος δέ μίλησε. Κοιτοῦσε πέρα∙//ἔκανε τό σταυρό του και προχώρησε σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ // τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο.
Κοιτάζει πέρα, μακριά και κάνει μόνο τον σταυρό του όπως όταν βρίσκεται σε χώρο ιερό. Και πράγματι τα πράγματα γύρω, καθαγιασμένα από τον αγώνα της βιοπάλης και τις αγωνίες των ανθρώπων, γυμνά από κάθε εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, λιτά και απέριττα, υποβλητικά παρουσιασμένα από τον αφηγητή που ακολουθεί τη ματιά του ήρωα, μοιάζουν να έχουν αποκτήσει κάποιον σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα. Και έτσι ο ήρωας προχωρά … σά νά ᾿ταν ν’ ἀσπαστεῖ // τό χέρι τῆς γερόντισσας ἤ τό πούπουλο ἐκεῖνο. Είτε για να φιλήσει το χέρι της γερόντισσας (ένδειξη σεβασμού προς τη φωνή του τόπου, την ιέρεια των ασήμαντων πραγμάτων που συνθέτουν κάτι τόσο σημαντικό όπως η Ελλάδα) είτε για να φιλήσει το πούπουλο του γλάρου, το σύμβολο της ομορφιάς και της ελευθερίας, των ιδανικών του τόπου.
Βλέποντας ξανά τον τίτλο Ελλάδα μπορούμε τελικά να αποκρυπτογραφήσουμε τη διπλή του σημασία: εικόνα της Ελλάδας το ποίημα αλλά και η Ελλάδα η ίδια. Φτώχεια και απλότητα, μετανάστευση, αγώνας για επιβίωση, αγώνας για ελευθερία, αγώνας να κρατηθεί ζωντανή η ομορφιά. Και η γερόντισσα με το δωρικό της λόγο δίνει τη φωνή στα έμψυχα και άψυχα, σα να είναι η ίδια η γερόντισσα ολόκληρη η Ελλάδα και ο «άλλος», ο ήρωας, ο οποιοσδήποτε από εμάς (γι’αυτό και ανώνυμος} που το βλέπει και το νιώθει, σκύβει να την προσκυνήσει.

Σημειώσεις – Τίτος Πατρίκιος “Αλληγορία”

Τίτος Πατρίκιος – Αλληγορία

Σαν έπεσε η βαλανιδιά
άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα
καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο,
άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία
το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή,
άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα
τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους,
άλλοι διαβεβαίωναν την βαπτικότητα των φυλλοβόλων
αφωνώντας όμως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης,
άλλοι, μαζί κ’ εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν
γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς.
Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό
(από τη συλλογή Προαιρετική στάση, 1975)

Εργογραφία Τίτου Πατρίκιου

Χωµατόδροµος, 1954
Μαθητεία (1952-1962), Αθήνα 1963
Προαιρετική στάση, Αθήνα (Ερµής) 1975
Ποιήµατα 1 (1948-1954), Αθήνα (Θεµέλιο) 1976
Θάλασσα επαγγελίας, Αθήνα (Θεµέλιο) 1977
Αντιδικίες, Αθήνα (Ύψιλον) 1981
Παραµορφώσεις, Αθήνα (∆ιάττων) 1989
Η ηδονή των παρατάσεων, Αθήνα (∆ιάττων) 1992
Ποιήµατα, Α΄-Γ΄, Αθήνα (Κέδρος) 1998.
Η αντίσταση των γεγονότων, Αθήνα (Κέδρος) 2000
Ποιήµατα, ∆΄, Αθήνα, Κέδρος, 2002
Η πύλη των λεόντων, Αθήνα (∆ιάττων) 2002
Η νέα χάραξη, Αθήνα (Κέδρος) 2007
Λυσιµελής πόθος, Αθήνα (Κέδρος και ∆ιάττων) 2008

ΠΕΖΑ
Η συµµορία των δεκατριών. Ηµερολόγιο του 1940 και άλλα γραφτά, Αθήνα (∆ιάττων) 1990
Συνεχές ωράριο· διηγήσεις, Αθήνα (∆ιάττων) 1993
Στην ίσαλο γραµµή· Αφηγήσεις, Αθήνα (Κέδρος) 1997
Οι τέσσερις φιγούρες, 2001
Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες, Αθήνα (Κέδρος) 2006

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Γκ. Λούκατς, Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισµό, 1957
Λ. Αραγκόν, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, 1965

Η «Αλληγορία» είναι το τελευταίο ποίημα της τρίτης συλλογής του Τίτου Πατρίκιου «Προαιρετική στάση». Γράφει σχετικά ο Δ.Ν. Μαρωνίτης: Εν τούτοις η ωριμότερη συλλογή, και η τελευταία που ξέρουμε ως τώρα, πετυχαίνει εκεί που ακροβατεί η μεσαία. Γιατί στην «Προαιρετική στάση» υπάρχει πια απόφαση: το ποιητικό σώμα δεν ταυτίζεται με την ύλη της δραματικής έκρηξης, αλλά συντίθεται από τα μεταδραματικά της θραύσματα: εκείνα που υποδηλώνουν τι προηγήθηκε, αλλά δεν το θεματογραφούν. Αποτέλεσμα: το ποίημα, τελειωμένο, βρίσκεται πια σε ίση απόσταση, από τον ποιητή και τον αναγνώστη, σ’ ένα είδος περίπου νεκρής ζώνης, δίχως να κρέμεται από τον αφαλό του γεννήτορα του. Αυτός ο ουδέτερος, κατά κάποιο τρόπο, τόνος επιτρέπει κινήσεις γύρω από το περίοπτο ποίημα. Στις καλύτερες μάλιστα περιπτώσεις, και ύστερα από τις ερευνητικές αυτές πολιορκίες, το ποίημα παραμένει ακόμη στο κέντρο: στέρεο, ακέραιο και πολυσήμαντο. Η μαθητεία στον Μπρεχτ έδωσε ήδη τους καρπούς της – ακόμη και στο άβολο χωράφι της αλληγορίας, όπως λ.χ. φαίνεται από το τελευταίο ποίημα αυτής της συλλογής […]
Γύρω από το παραδοσιακό (και ελληνικό) σύμβολο της βαλανιδιάς χαράσσονται με κιμωλία οι κύκλοι ενός μπρεχτικού σχεδόν συλλογισμού, που λάμπει, κόβει και διδάσκει, αφήνοντας όμως πάντοτε την τελευταία πόρτα ανοιχτή. Μπροστά στην πολιτική αποτυχία οι στάσεις των ανθρώπων, οι τυπικές και οι επαναλαμβανόμενες: πολιτικός μυστικισμός, ποιητική αισθηματολογία, αισθηματικό εμπόριο της καταστροφής, βυζαντινός αναρχισμός, σοσιαλιστικός ρεαλισμός, μαθηματική νηφαλιότητα και επιστημονική απορία. Αυτή η σκάλα με βοηθεί να κλείσω καλά το κεφάλαιο για την ποιητική και πολιτική ηθική του Τίτου Πατρίκιου. (Δ. Ν. Μαρωνίτης – Ποιητική και Πολιτική  Ηθική, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976)

25204349 patrikiosΟ Τίτος Πατρίκιος (Α΄ μεταπολεμική γενιά) με εξορίες στη Μακρόνησο (1951-1952) και στον Άη Στράτη (1952-1953) είναι ο τελευταίος μείζων εν ζωή ποιητής της γενιάς αυτής που πέρασε από τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ, τις φυλακές και τις εξορίες για να φτάσει αργότερα με τη  διάσπαση του ΚΚΕ, τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση στον σταδιακό εκφυλισμό ιδεών και οραμάτων. Βέβαια ο όρος «γενιά της ήττας» που τους αποδόθηκε είναι πολύ συζητήσιμος και ίσως και άδικος. Δύο τρία πράγματα έγραψα στην ανάρτηση για τον Λειβαδίτη

Κύρια θέματα στην Α΄ Μεταπολεμική ποιητική γενιά
1. Το ιστορικό βίωμα (Πόλεμος, Κατοχή-Αντίσταση, Εμφύλιος).
2. Η στρατιωτική ήττα της αριστεράς, εγκλεισμοί, διώξεις, εκτελέσεις.
3. Τα προβλήματα προσαρμογής στο μετεμφυλιακό περιβάλλον.
4. Η κρίση ιδεών στο εσωτερικό της αριστεράς.
5. Η νοσταλγία της χαμένης νεανικής ρώμης.
6. Η αποδυνάμωση της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.
7. Υπαρξιακή αγωνία.
8. Αίσθημα μοναξιάς και αλλοτρίωσης του ανθρώπινου προσώπου.
• «Στάση κοινωνικού πόνου» (Πάνος Θασίτης).
• «Ποιητική και πολιτική ηθική» (Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Κύριοι εκφραστικοί τρόποι:

– Χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου (πίστη στο συλλογικό όραμα).
– Στροφή στο α΄ ενικό πρόσωπο (διάψευση και εσωστρέφεια, υποκειμενική θέαση του κόσμου).
– Εξωτερίκευση με τόνους δραματικούς της υπαρξιακής αγωνίας.
– Υιοθέτηση ρεαλιστικής έκφρασης, η οποία αντλεί το ύφος της από τη γλώσσα της καθημερινής ζωής.
– Περιστασιακή χρήση της λόγιας γλώσσας, συνήθως με ειρωνική διάθεση.
– Υιοθέτηση (αρχικά) της παραδοσιακής έμμετρης στιχουργίας στη συνέχεια επιλογή του ελεύθερου στίχου.
– Αξιοποίηση του Μοντερνισμού και της κληρονομιάς του υπερρεαλισμού.

Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις:

α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, κ.ά),

β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).

γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).

Το ποίημα, ολιγόστιχο και λιτό όπως όλα της συλλογής, υιοθετεί μια γλώσσα απλή, γυμνή από επίθετα, σχεδόν άκαμπτη, χωρίς εμφανή λυρισμό ή δραματικότητα και θυμίζει αρκετά τα ποιήματα του Μαρκόπουλου που είδαμε (η τρίτη μεταπολεμική γενιά, γενιά του 70 ή της αμφισβήτησης όπως επίσης ονομάζεται, χρωστά πολλά στην πρώτη ενώ αγνόησε τη χαμηλόφωνη και πιο εσωστρεφή δεύτερη μεταπολεμική). Πρωτοπρόσωπος αφηγητής  που φαίνεται μόλις στιγμιαία στον δέκατο στίχο (βιωματικότητα και εδώ, πώς όχι άλλωστε με τέτοια θεματολογία). Μία στροφική και νοηματική ενότητα με τον πρώτο στίχο Σαν έπεσε η βαλανιδιά να εισάγει το μείζον γεγονός της πτώσης της βελανιδιάς και τον τελευταίο να θέτει το αναπάντητο πρόβλημα του νερού. Ενδιάμεσα ανά δύο στίχους οι πέντε διαφορετικές στάσεις μπροστά στο γεγονός σε ασύνδετο σχήμα:

  • άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα // καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο
    Πολιτικός μυστικισμός κατά τον Μαρωνίτη: όντως η λέξη «προσκύνημα» εκεί παραπέμπει αν και ο όρος παραπέμπει περισσότερο (μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968) στο ορθόδοξο ΚΚΕ και την μάλλον θρησκευτικής/δογματικής υφής προσέγγισή του στον μαρξισμό-λενινισμό και λιγότερο στο τότε ΚΚΕ εσωτερικού που ήταν σαφώς πολύ πιο κριτικό απέναντι στις στάσεις και παραλείψεις της κομματικής ηγεσίας, μάλλον πλουραλιστικό στις προσεγγίσεις της μαρξιστικής θεωρίας και απόλυτα απέναντι στις διάφορες επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης (κυρίως) αλλά και τα ζητήματα ελευθερίας στην ίδια χώρα. Ωστόσο εκτιμώ ότι μπορεί (και πρέπει) η αλληγορία να εφαρμοστεί και στη στάση του ΚΚΕ μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο: από ολόκληρο τη βελανιδιά που αποτέλεσε την Εθνική Αντίσταση και φυσικά «έπεσε» μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ ονόμασε το κλαδί (τον εαυτό του) βελανιδιά και καλεί σε προσκύνημα, σε άκριτη δηλαδή λατρεία
  • άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία // το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή,
    Ποιητική αισθηματολογία κατά τον Μαρωνίτη: πολύ ακριβής η έκφραση γιατί τι άλλο πέρα από αισθηματολογία θα μπορούσε να είναι όλο αυτό το ατέλειωτο θρηνολόγημα για χαμένα ιδανικά και χαμένους αγώνες; Είτε πρόκειται για την ενότητα του κόμματος είτε (πολύ πιθανότερο όπως εκτιμώ) για τη χαμένη μάχη της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Ωστόσο εδώ δεν πρέπει να γίνει το λάθος να συμπεριληφθούν οι ποιητές εκείνοι (Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Κωσταβάρας, Λειβαδίτης, Θασίτης, Αλεξάνδρου) που με τον ποιητικό τους λόγο προσπάθησαν να καταγράψουν με δραματικότητα το πώς και γιατί οδηγήθηκε το κίνημα σε ήττα: όχι κλάψα ή ηττοπάθεια, όπως κατηγορήθηκαν μάλλον άδικα και με πολιτική σκοπιμότητα (δες τις σημειώσεις στην ανάρτηση για την Καντάτα του Λειβαδίτη) αλλά μνήμη. Ελεγεία και εδώ αλλά όχι αισθηματολογία: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ // Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα // Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω // Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
  • άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα // τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους,
    Aισθηματικό εμπόριο της καταστροφής κατά Μαρωνίτη. Υπάρχουν πάντα και αυτοί που για να βγάλουν το ψωμί τους (και κάτι παραπάνω ενίοτε) θα πουλήσουν ό,τι έχουν από την βελανιδιά, όσα ξεραμένα φύλλα απέμειναν στα χέρια τους: πληροφορίες, ντοκουμέντα, αναμνήσεις, φιλίες και αγώνες ακόμη. Στο πανηγύρι της πολιτικής σκηνής, της κομματικής προπαγάνδας έως ακόμη και στα ΜΜΕ. Κάποιοι θα καταφέρουν έτσι να επιβιώσουν πολιτικά ακόμα και στο στρατόπεδο του εχθρού. Δεν έγραψε άδικα το επιτύμβιο για τον Λαυρέντη ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ειδικά στη μεταπολίτευση το είδαμε σε ευρεία κλίμακα. Πού να τα φανταστεί τότε ο ποιητής…
  • άλλοι διαβεβαίωναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων // διαφωνώντας όμως στο είδος η και στην ανάγκη αναδάσωσης,
    Βυζαντινός αναρχισμός κατά Μαρωνίτη: Συλλήβδην απόρριψη κάθε ιδεολογίας (φυλλοβόλα) στο όνομα μιας νεφελώδους πολιτικής προσέγγισης που, αν δεν καταλήγει στην απέναντι πλευρά, τουλάχιστον αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στο με τι θα αντικατασταθεί το χαμένο ιδανικό ή φτάνει στο να μην υπάρχει καν κάποιο ιδανικό. Χαρακτηριστικός τρόπος σκέψης που οδηγείται από την αμφισβήτηση της αξίας της βελανιδιάς (ιδανικό) σε αδιέξοδο και πολιτικό μηδενισμό γιατί δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προτείνει παρά επιμένει σε στείρα κριτική και ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις και λεπτολόγες αναλύσεις (που θυμίζουν συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων στο Βυζάντιο την ώρα που η αυτοκρατορία κατέρρεε} εξυπηρετώντας έτσι ουσιαστικά τους πολιτικούς αντιπάλους και στερεώνοντας τη εξουσία τους. Δυστυχώς πολύ συνηθισμένη στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς: ατέρμονες διαφωνίες και άπειρες γνώμες χωρίς όμως να οδηγούνται σε ενέργειες
  • άλλοι, μαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν // γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς.
    Σοσιαλιστικός ρεαλισμός κατά τον Μαρωνίτη. Και ναι και ίσως κάπου όχι. Είναι σίγουρα μια αισιόδοξη εκτίμηση που εκτιμά ότι όσο υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες (γη και σπόροι, άνθρωποι που καταπιέζονται και οι ιδέες που τεκμηριώνουν και στηρίζουν τους αγώνες) θα υπάρχει η δυνατότητα να στηθεί ξανά το ιδανικό, η βελανιδιά. Η ένστασή μου είναι ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εμπεριέχει εξ αρχής ένα στοιχείο υπερβολής και απλοϊκότητας· και πάλι βέβαια η σκέψη ότι αρκούν η γη και οι σπόροι είναι όντως κάπως απλοϊκή εκτίμηση και υπερβολικά αισιόδοξη. Την πιστεύει ωστόσο και ο ίδιος ο ήρωας/αφηγητής /ποιητής (δεν υπάρχει καν η υποψία ότι το ποιητικό εγώ επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί έστω και στο ελάχιστο από τον ποιητή). Τελικά ίσως ο Μαρωνίτης να ευστοχεί πλήρως με τον όρο.
  • Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό.
    Το ζήτημα όμως δεν είναι ούτε τα πρόσωπα ούτε οι ιδέες για να στηθεί εκ νέου το ιδανικό, η βαλανιδιά. Αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν. Το νερό είναι το πρόβλημα. Πώς θα ποτιστεί το χώμα για να φυτρώσει ο σπόρος πώς θα ανανεωθούν (αυτό είναι το νερό) οι ιδέες και τα οράματα μέσα από τα αδιέξοδα που έχουν οδηγηθεί ώστε να δυναμώσουν και να μετουσιωθούν από σπόρος σε δέντρο. Λείπει η κινητήρια δύναμη που θα αναζωογονήσει τις ιδέες και θα εμπνεύσει τους ανθρώπους να υπηρετήσουν τα ιδανικά. Δεν έχουν ηττηθεί οι ιδέες αλλά δείχνουν, στην παρούσα μορφή τους να έχουν χάσει τους ζωτικούς τους χυμούς. Κάπως έτσι άλλωστε έθεσε το θέμα και ο Μιχάλης Κατσαρός ήδη είκοσι χρόνια πριν («Θα σας περιμένω», Κατά Σαδδουκαίων, 1953)
    Μην ἀμελήσετε.
    Πάρτε μαζί σας νερό.
    Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.