Αρχείο ετικέτας Ο Γενάρης του 1904

Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης “Ο Γενάρης του 1904”

Ο Γενάρης του 1904  (Κ.Π.Καβάφη, Ανέκδοτα)

A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

Στα Ανέκδοτα του Κ.Π .Καβάφη (τώρα: Κρυμμένα) μαζί με άλλα δύο ερωτικά ποιήματα επίσης ανέκδοτα, επίσης με τίτλο τον μήνα και χρόνο πρώτης γραφής που προηγούνται: Ο Σεπτέμβρης του 1903 και Ο Δεκέμβρης του 1903. Υπάρχει άλλο ένα ποίημα με παρόμοιο, πολύ πιο ακριβή ωστόσο, τίτλο και με διόλου ερωτικό περιεχόμενο, πάλι στα Ανέκδοτα. Πρόκειται για το 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. που τυπικά περιγράφει τον θρήνο της μάνας για την άδικη θανάτωση του παιδιού της, ουσιαστικά όμως είναι πολιτική καταγγελία για τη στάση των Άγγλων Kavafis Genarisαποικιοκρατών και αυτονόητα έμεινε ανέκδοτο. Στο υπόλοιπο Καβαφικό έργο με τίτλο «Μέρες» και χρονολογία υπάρχουν συνολικά πέντε ποιήματα, όλα ερωτικά. Μέρες του 1896, Μέρες του 1901, Μέρες του 1903, Μέρες του 1908, Μέρες του 1909, ’10, και ’11. Σε κάθε περίπτωση η χρονολόγηση ενός ποιήματος στον τίτλο οδηγεί σχεδόν πάντα σε ερωτικό ποίημα τουλάχιστον όταν η χρονολογία αφορά την σύγχρονη εποχή.

Δύο στροφές με τέσσερις και πέντε στίχους αντίστοιχα. Ιαμβικό μέτρο με διαφορετικό, όχι σταθερό, αριθμό συλλαβών ανά στίχο. Ομοιοκαταληξίες επίσης άτακτες στιχ 1-2-5, 3-6, 4-8, 7-9. Γλώσσα και ορθογραφία τυπική καβαφική. Πρωτοπρόσωπος λόγος, εκμυστηρευτικός, βιωματικός, αυτοδιηγητικός θα λέγαμε με αφηγηματικούς όρους.

Δυο νοηματικές ενότητες που ταυτίζονται με τις στροφικές. Στην πρώτη η νοσταλγική αναπόληση των ερωτικών στιγμών και λόγων του παρελθόντος. Στη δεύτερη η απελπισία από τη διάλυσης της οπτασίας, η απώλεια, η μοναξιά. Η πρώτη στροφή αρχίζει με μια επιφωνηματική πρόταση που, αν κρίνουμε από το υπόλοιπο περιεχόμενο της στροφής, εκφράζει μια ελαφρά ηδονική ευχαρίστηση καθώς το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί στη μνήμη του περασμένες στιγμές εκείνες τες στιγμές με το αγαπημένο πρόσωπο. Προσέχουμε την σκηνοθεσία ανάκλησης της μνήμης των ερωτικών στιγμών: νύχτες, κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου. Υποτυπώδης σε σχέση με αυτήν του Καισαρίωνα δεκατέσσερα χρόνια μετά αλλά αρκετά παραστατική και υποβλητική ιδίως με την παρήχηση του άλφα στον πρώτο στίχο και όλη την αίσθηση μάκρους που αυτή δημιουργεί καθώς και την ομοιοκαταληξία πρώτου και δεύτερου στίχου του Γενάρη αυτουνού – ξαναπλάττω με τον νου. Η αποτελεσματικότητα της ανάκλησης φαίνεται ξεκάθαρα στο ρήμα σ’ ανταμώνω, δηλαδή το αγαπημένο πρόσωπο ζωντανεύει τόσο που το ποιητικό υποκείμενο ακούει τα λόγια του, πρώτα και τελευταία – συνεπώς έχει υπάρξει χωρισμός ή μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους δύο. Ανακεφαλαιώνοντας: οι νύχτες του συγκεκριμένου Γενάρη (1904) λειτουργούν ως σκηνοθεσία για νοερή ανάπλαση συγκεκριμένων ερωτικών στιγμών του ποιητικού υποκειμένου τόσο έντονα που το ερωτικό πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από τη μνήμη ζωντανεύει και ακούγονται τα λόγια των εραστών, τα τελευταία και τα πρώτα (πιθανότατα τα τελευταία να προτάσσονται σε σχέση με τα πρώτα για μετρικούς λόγους αλλά πιστεύω ότι τα τελευταία είναι ίσως τα πιο επώδυνα και πιο κοντά στη μνήμη του χωρισμού ή της απομάκρυνσης, γι’ αυτό και μπαίνουν πρώτα).

Ως τώρα η όλη διαδικασία ανακατασκευής μέσω της μνήμης του παρελθόντος παραμένει ήπια γλυκόπικρη με το πικρό του χωρισμού να βρίσκεται κρυμμένο μέσα στην ηδονική ανάκληση των ερωτικών στιγμών και λόγων. Κάτι που αλλάζει ριζικά στη δεύτερη στροφή καθώς ο πρώτος στίχος του ποιήματος επαναλαμβάνεται όχι ως ηδονική αναπόληση: A οι νύχτες αλλά ως απελπισία: Απελπισμένες νύχτες καθώς η ζωντανή, σχεδόν απτή οπτασία που έπλασε η σκηνοθεσία του ποιητικού υποκειμένου το εγκαταλείπει και αυτό επιστρέφει στη μοναξιά του: σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο… Και η απελπισία επιτείνεται καθώς η διαδικασία της φθοράς, της διάλυσης της οπτασίας είναι ταχύτατη όπως την καταγράφει με μια ακόμα ουσιαστικά επιφωνηματική πρόταση που έχει τυπικά τη μορφή ερωτηματικής – ανήμπορο, ρητορικό ερώτημα: Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική — που καταλήγει (προσέχουμε την παύλα που επιβάλλει την συνεχή σχεδόν ανάγνωση και τονίζει την βιαστική, την ταχύτατη εξαφάνισή της οπτασίας που τόσο δύσκολα κατασκευάστηκε) kavafis153σε μια απαρίθμηση του κάθε κομματιού της που χάνεται ένα προς ένα και κλιμακωτά, από τις λεπτομέρειες προς τα πιο χαρακτηριστικά που μένουν τελευταία: πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·

Δυο παρατηρήσεις: Πρώτα η τετραπλή επανάληψη του ρήματος πάνε μοιάζει να αδυνατίζει λίγο με το μάκρος της τον στίχο καθώς θα αρκούσε μια παράταξη μόνο των πραγμάτων που εξαφανίζονται: δέντρα, δρόμοι, σπίτι, φώτα· ωστόσο από την άλλη επιβεβαιώνει και επιτείνει δραματικά το αίσθημα της απελπισίας που είναι και το ζητούμενο. Να προσέξουμε και πόσο απότομα κόβεται η απαρίθμηση με την άνω τελεία στο τέλος του στίχου για να ακολουθήσει μετά την κλιμάκωση το μείζον, η μορφή, Και έπειτα η μορφή που δεν πάει αλλά σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου. Τα ρήματα προσπαθούν εδώ να αποδώσουν, πέρα από την απελπισία της απώλειας, την προσπάθεια που καταβάλλει το ποιητικό υποκείμενο να κρατήσει τουλάχιστον τη μορφή του ερωτικού συντρόφου στη μνήμη. Η μορφή σβήνει σταδιακά και χάνεται και αυτό δε γίνεται όπως τα υπόλοιπα που φεύγουν απλώς γρήγορα και σχεδόν χωρίς αντίδραση του ποιητικού υποκειμένου. Και φυσικά εξαιρετικός ο έναρθρος επιθετικός προσδιορισμός που ακολουθεί τη μορφή που σβήνει: η μορφή σου η ερωτική. Πόσο κερδίζει το ποίημα από το επίθετο ερωτική που μπαίνει μόνο του στο τέλος του ποιήματος αντί να χαθεί ανάμεσα σε άρθρο και το ουσιαστικό και φωτίζει έτσι και ανασημασιοδοτεί για άλλη μια φορά ερωτικά ολόκληρο το ποίημα, ολόκληρο τον σπαραγμό από τον χαμένο έρωτα που δε γυρνά. Ποτέ δε γυρνά και η αναπόληση, όσο ζωντανή και να είναι, καταλήγει φτωχό υποκατάστατο.

Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων

00120001«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του  χρόνια
να με φέρει ξανά— την εμορφιά του, την αγάπη του.

»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ποίημα παρέμεινε ανέκδοτο. Ούτε με την παρούσα προσέγγιση έγινα σοφότερος – αντίθετα ενισχύθηκε η πεποίθησή μου ότι άδικα εξορίστηκε. Ωστόσο γενικά ο ποιητής εξόρισε αρκετά ερωτικά ποιήματα (όπως λχ το εκπληκτικό Μισή ώρα ) μάλλον όχι για λόγους ποιητικής αρτιότητας και πιθανότατα αυτή είναι η εξήγηση.