Κείμενο αναφοράς: Αριστοτέλης, Πολιτικά, A 1.12, 1253a29-39
Βασικά σημεία
1. Τα Πολιτικά και το συγκεκριμένο απόσπασμα των Πολιτικών.
2. Άνθρωπος και κοινωνία: κίνητρα, μέσα, σκοπός.
3. Φύσις και τέλος.
4. Αριστοτέλης και Πρωταγόρας.
5. Γλωσσικές επιλογές.
Ανάπτυξη
1. Κάτω από τον τίτλο Πολιτικά συγκεντρώνονται διάφορες μελέτες του Αριστοτέλη με θέμα την οργάνωση της οικογένειας, την έννοια του πολίτη και τα πολιτεύματα.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί τμήμα ενός κεφαλαίου στο οποίο Αριστοτέλης […] ανασυνθέτει […] τα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης μέχρι τη δημιουργία της πόλεως (της υψηλότερης κατά τη γνώμη του μορφής πολιτικής οργάνωσης). Επιδίωξή του είναι να προσδιορίσει την ουσία της πόλεως-κράτους και να υπερασπίσει τον «φυσικό» της χαρακτήρα απέναντι στις απόψεις ορισμένων σοφιστών, που υποστήριζαν ότι οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί σύμβαση μεταξύ των μελών της κοινωνίας. […]1
Η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της ελληνικής πόλης-κράτους και απευθύνεται σε έναν μόνο τύπο ανθρώπου: στον μέσο ελεύθερο πολίτη. Το σύστημα αξιών που επεξεργάζεται ο Αριστοτέλης δεν εφαρμόζεται ούτε στον δούλο ούτε στον αλλοεθνή, ούτε στη γυναίκα. Η αρετή του πολίτη επηρεάζεται καταρχήν από τη βούλησή του να συμμετέχει στα κοινά. Δεν υπάρχει δικαίωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνική και πολιτική ζωή -γι᾽ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος ορίζεται ως «ζώο πολιτικό» (Πολιτικά 1253a9-11). Η μετάβαση από τις πρωτόγονες μορφές ζωής στην κοινωνική συμβίωση, η ανάπτυξη των πόλεων και της πολιτικής ζωής, αποτελεί φυσική διαδικασία για τον Αριστοτέλη, διέπεται από αναγκαιότητα ανάλογη με αυτή που καθορίζει τη βιολογική ανάπτυξη των ειδών. Ο ελεύθερος λοιπόν πολίτης θα επιζητήσει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης, θα επιδιώξει το «αγαθό». Το αριστοτελικό αγαθό δεν έχει καμία σχέση με το απόλυτο Αγαθό του Πλάτωνα. Χαρακτηρίζει τη μετρημένη και έλλογη ζωή, που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασκήσει σωστά τα κοινωνικά και πολιτικά του καθήκοντα και του διασφαλίζει εκτίμηση, φιλία και αναγνώριση από τους ομοίους του.
Η ύψιστη αρετή του πολίτη είναι η «φρόνηση». Η φρόνηση είναι «διανοητική» αρετή, συνίσταται στην ικανότητα του ατόμου να διαχωρίζει με ορθή κρίση τη σωστή από τη λανθασμένη πράξη, το καλό από το κακό. Δεν ταυτίζεται με την έγκυρη γνώση (την επιστήμη), γιατί έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη πρακτική, και επομένως εμπεριέχει κάτι το μερικό και περιπτωσιακό. Είναι η εύστοχη εκτίμηση των περιστάσεων. Η αριστοτελική φρόνηση θυμίζει το δελφικό «μηδέν άγαν» ή τη σωκρατική τέχνη του βίου: κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά συλλαμβάνοντας σε κάθε περίσταση το σωστό μέτρο, προσφέρει ένα κριτήριο σωστού προσανατολισμού στη ζωή.2
2. Ο Αριστοτέλης θεωρεί φυσική την τάση του ανθρώπου να σχηματίζει κοινωνίες. Στη διαδικασία αυτή τον βοηθούν τα όπλα με τα οποία τον έχει προικίσει η φύση: τα συναισθήματα και ο λόγος, δηλαδή η σκέψη και η γλώσσα. Αν χρησιμοποιηθούν σωστά, οδηγούν τον άνθρωπο στην κατάκτηση της φρόνησης και της αρετής· αν όχι, έχουν καταστροφικά αποτελέσματα (Χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα· […] ὁ δὲ ἄνθρωπος ὅπλα ἔχων φύεται φρονήσει καὶ ἀρετῇ, οἷς ἐπὶ τἀναντία ἔστι χρῆσθαι μάλιστα. Διὸ ἀνοσιώτατον καὶ ἀγριώτατον ἄνευ ἀρετῆς).
Φύσει μὲν οὖν ἡ ὁρμὴ ἐν πᾶσιν ἐπὶ τὴν τοιαύτην κοινωνίαν: Η αναφορά γίνεται σχετικά με τις προηγούμενες σκέψεις, όπου έγινε λόγος για την πόλη ως την τελεία μορφή κοινωνικής συμβίωσης, με το νόημα ότι αυτή πέτυχε την ύψιστη αυτάρκεια, η οποία και εξασφαλίζει το «ζῆν» και το «εὖ ζῆν». Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, πιστεύει ότι η κοινωνία των ανθρώπων δεν υφίσταται μόνο λόγω της χρησιμότητάς της, αντικρούοντας ανάλογες σοφιστικές θέσεις· τονίζει, για παράδειγμα, ότι η κοινωνία των ανθρώπων είναι και κοινωνία φίλων.
Άποψη του, ωστόσο, είναι ότι η κοινωνία των ανθρώπων υφίσταται όχι μόνο λόγω της χρησιμότητάς της, αλλά και λόγω της έμφυτης επιθυμίας των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα Πολιτικά του (Πολιτικά, 1278b 21): φίλοι κοινωνοῦσι καὶ μηδὲν δεόμενοι τῆς παρ’ ἀλλήλων βοηθείας οὐκ ἔλαττον ὀρέγονται τοῦ συζῆν· δηλαδή, ακόμα κι αν δεν χρειάζονται ο ένας τη βοήθεια του άλλου, δεν μειώνεται καθόλου η επιθυμία τους να συμβιώνουν με άλλους ανθρώπους.3
ὁ δὲ πρῶτος συστήσας: η συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας δεν ήταν μια τυφλή και ενστικτώδης ενέργεια, αλλά μια λογική και ενσυνείδητη πράξη του ανθρώπου. Άλλο πράγμα η «φυσική» ιδιότητα, η «φυσικότητα» της πόλης με την έννοια του «τέλους», και άλλο η «κατασκευή» και η «συγκρότησή» της. Για το τελικό δηλαδή αποτέλεσμα είναι απαραίτητα δύο πράγματα: η «φύση» και η «τέχνη»· κάτι παραπάνω: η συνεργασία «φύσης» και «τέχνης».4 Στο σημείο, λοιπόν, αυτό ο Αριστοτέλης δεν αντιφάσκει με την άποψη που διατύπωσε πριν ότι η πόλη υπάρχει φύσει, αφού με αυτή δεν δηλώνεται η χρονική προτεραιότητα της πόλης, αλλά δίνεται τελεολογική εξήγηση της γένεσης της πόλης και τονίζεται η συμφωνία της με τη φύση του ανθρώπου.5
βέλτιστον τῶν ζῴων ἄνθρωπός ἐστιν, οὕτω καὶ χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων: ο πρώτος που σύστησε την «πόλη» χαρακτηρίστηκε ως αἴτιος μεγίστων ἀγαθῶν· έτσι επιχειρείται μια αιτιολόγηση αυτού του χαρακτηρισμού με μια αντιθετική ανάλυση, με μια ακραία αντίθεση: το «ανώτερο» – το «χειρότερο». Ο άνθρωπος είναι ανώτερος από όλα τα όντα, όταν με τη λογική υπερβαίνει την πρωτόγονη κατάσταση στην οποία συχνά τον οδηγούν ενστικτώδεις ενέργειες. Η λογική τον οδηγεί να ζει σύμφωνα με τον νόμο και τη δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι με την κυριαρχία του νόμου ελέγχονται και υποτάσσονται οι παθολογικές ορμές και ορέξεις. Επομένως, ο άνθρωπος που «σπάει τη σχέση με τον νόμο και τη δικαιοσύνη» επιστρέφει στην πρωτόγονη κατάσταση, μακριά από την πολιτική κοινότητα, εκεί που κυριαρχούν τα ένστικτα και τα πάθη.
Με άλλα λόγια, η τήρηση των νόμων και η εφαρμογή της δικαιοσύνης αποτελούν για τον Αριστοτέλη τον αναγκαίο περιορισμό για να τελειωθεί ο άνθρωπος, να ολοκληρώσει τον φυσικό του προορισμό. Η ορθότητα αυτού του περιορισμού αποδεικνύεται παρακάτω με την εξέταση των βλαβερών συνεπειών της αδικίας, που προκύπτουν αν ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί σωστά, υπηρετώντας δηλαδή τη φρόνηση και την αρετή, τα όπλα που του χάρισε η φύση. Τα επιχειρήματά του θα τα αναπτύξει με τη μέθοδο εκ του αντιθέτου: θα μιλήσει δηλαδή πρώτα για τις επιπτώσεις της αδικίας, για να καταλήξει στο ζητούμενο, στη μεγάλη δηλαδή σημασία που έχει η δικαιοσύνη για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας.6
χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα: όταν η αδικία επιβάλλεται με την ισχύ και την πολιτική υπεροχή, τότε γίνεται λόγος για το δίκαιο του ισχυρότερου, που είναι στην πραγματικότητα η πιο άθλια μορφή της αδικίας, εφόσον υπάρχει απαίτηση νομιμοποίησης της αδικίας.7
ὁ δὲ ἄνθρωπος ὅπλα ἔχων φύεται φρονήσει καὶ ἀρετῇ: ο άνθρωπος γεννιέται με πολλά όπλα, όπως τα συναισθήματα, τη σκέψη, την έκφραση κ.ά. Όλα αυτά πρέπει να υπηρετούν τη φρόνηση και την ηθική αρετή.
Η λέξη φρόνησις χρησιμοποιείται εδώ με τη γενική σημασία της διανοητικής ικανότητας και όχι με την ειδική, τη συγκεκριμένη σημασία της πρακτικής σοφίας, δηλαδή της ικανότητας να παίρνει ο άνθρωπος τις σωστές αποφάσεις στα καθημερινά συμβάντα της ζωής του, με την οποία θα συναντήσουμε τη λέξη στα Ηθικά Νικομάχεια.
Η ηθική αρετή είναι μια ενέργεια του ανθρώπου και μάλιστα ορθή, που οδηγεί στην πραγματοποίηση και την υλοποίηση της φύσης του, δηλαδή στον σκοπό του. Τα ίδια όπλα, όταν επικρατήσει το άλογο στοιχείο της ψυχής του, χρησιμοποιούνται για αντίθετους σκοπούς. Επίσης, η φράση φύεται ἀρετῇ δε σημαίνει ότι η αρετή είναι έμφυτη, δηλαδή υπάρχει εκ γενετής στον άνθρωπο, αλλά ότι αυτός έχει τη δυνατότητα (την έμφυτη προδιάθεση) και τις προϋποθέσεις για την αποκτήσει. Ο άνθρωπος γίνεται ηθικό ον με την προσωπική βούληση και την ελεύθερη επιλογή του. Για να επιτύχει τον προορισμό του (τέλος) και για να κατακτήσει την ευδαιμονία (βέλτιστον), πρέπει να ασκεί την αρετή και τη δικαιοσύνη, κάτι που μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να επιτύχει.8
διὸ ἀνοσιώτατον καὶ ἀγριώτατον ἄνευ ἀρετῆς, καὶ πρὸς ἀφροδίσια καὶ ἐδωδὴν χείριστον: στην περίπτωση που δεν ακολουθηθεί ὁ κατὰ νοῦν βίος, η ζωή σύμφωνα με τη λογική, σύμφωνα με τη φρόνηση, τότε δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται ως το πιο ανόσιο και άγριο ζώο, αφού στρέφεται πλέον στην υπερβολή, όπως είναι η ακολασία, η ασωτία κ.ά. Ο Αριστοτέλης δίνει με σαφήνεια και έμφαση τις βλαβερές επιπτώσεις της αδικίας. Έτσι, με μια σειρά αρνητικών προσδιορισμών χαρακτηρίζει την αδικία ως «το πιο ανυπόφορο και πιο ολέθριο πράγμα», ενώ τον άνθρωπο που δεν διαθέτει αρετή, δηλαδή τον άδικο, ως:
α) το πιο ανόσιο ον στη σχέση του με το θείο. Με το επίθετο ανόσιος ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν ζει σύμφωνα με τη λογική, αλλά κυριαρχείται από τα πάθη και τις επιθυμίες. Ξεφεύγει από τα όρια του μέτρου, επιδίδεται σε ακολασίες και δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό.
β) το πιο άγριο – επιθετικός στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους,
γ) το χειρότερο από όλα τα όντα στις ερωτικές απολαύσεις και στις απολαύσεις του φαγητού.
Ο άνθρωπος γίνεται το τελειότερο ον μόνο μέσα στην πολιτική κοινότητα, αφού αυτή του δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να έχει οικονομική αυτάρκεια, αλλά και να ολοκληρωθεί ηθικά και πνευματικά. Έτσι, ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πρωταγόρας, συνδέει την απουσία παιδείας, δικαστηρίων και νόμων με την πρωτόγονη-προπολιτισμική κατάσταση στην οποία βρισκόταν άνθρωπος προτού συγκροτήσει πολιτικές κοινωνίες. Την άποψη αυτή την ασπαζόταν και ο Πλάτων, ο οποίος κάνει λόγο για πολιτικόν καὶ ἥμερον γένος και αναφέρει ότι ἡ δίκη […] ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα (Νόμοι, 937e).9
3. τέλος: ο τελικός σκοπός μιας διαδικασίας, η τέλεια και ολοκληρωμένη μορφή ενός πράγματος.
Κάθε στάδιο κοινωνικής συγκρότησης (οικογένεια, χωριό, πόλις) επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπτύξει διαφορετικό μέρος των δυνατοτήτων του. Όμως, η οικογένεια και το χωριό (ατελείς δομές) αφήνουν τον άνθρωπο ανολοκλήρωτο. Έτσι, η φύση ωθεί τον άνθρωπο προς την ολοκλήρωσή του (τέλος), η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσα στα πλαίσια της πόλεως. Η πόλις βοηθά τον άνθρωπο να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του, με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζει τη δικαιοσύνη (χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων). Δικαιοσύνη, όμως, νοείται μόνο μέσα στα πλαίσια της πόλεως.
ἡ δὲ δικαιοσὺνη πολιτικόν· ἡ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν, ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου κρίσις: ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει τη δικαιοσύνη ως πολιτικό αγαθό, δηλαδή εφικτή μόνο μέσα στην πόλη. Η δικαιοσύνη στη γενική θεώρησή της είναι η έκφραση των αρετών μέσα στο κοινωνικό περίγυρο.
Λειτουργία και χρέος της πόλης είναι να δίνει στον καθένα εκείνο που είναι δίκαιο να του ανήκει· η διανομή, όμως, αυτή επηρεάζεται από τις αξίες της πολιτείας. Είναι η περίπτωση της διανεμητικής δικαιοσύνης. Παράλληλα, η δικαιοσύνη λειτουργεί και ως επανόρθωση της αδικίας που θέτει τα πράγματα σε σωστές αναλογίες. Εδώ μιλάμε για τη διορθωτική δικαιοσύνη. Επομένως, η δικαιοσύνη είναι έννοια στενά δεμένη με την πόλη, στην οποία βασικός ρυθμιστής είναι ο νόμος. Με την απονομή της δικαιοσύνης επιτυγχάνεται κοινωνική ομαλότητα, ευρυθμία, τάξη. Η απονομή όμως της δικαιοσύνης προϋποθέτει γνώση, διάγνωση, κρίση, απόφαση, όλα προϊόντα του λόγου και δυνατά μόνο στο πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας.
Η δικαιοσύνη ως θεσμός της πολιτείας και ως κοινωνική αρετή έχει σαφή πολιτική διάσταση, αφού αυτός που την ασκεί δεν την επιδιώκει μόνο για τον εαυτό του, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης, συσχετίζοντας τη δικαιοσύνη με την πολιτική κοινωνία, καταξιώνει το πνεύμα του αλτρουισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και θεσμικά κατοχυρώνει την τήρηση και την απόδοση του Δικαίου, ως θεμέλιου συνοχής της πολιτικής κοινωνίας. Η δικαιοσύνη αποτελεί και ατομική αρετή ως η ιδιότητα του ανθρώπου να ενεργεί με γνώμονα το δίκαιο.
4. Αριστοτέλης και Πρωταγόρας
Οι δύο στοχαστές συμφωνούν ως προς την εξελικτική πορεία του ανθρώπου: οι άνθρωποι πέρασαν από ένα προκοινωνικό στάδιο στη συγκρότηση κοινωνίας.
Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· […] ἐζήτουν δὴ ἀθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις (Πρωταγόρας).
Φύσει μὲν οὖν ἡ ὁρμὴ ἐν πᾶσιν ἐπὶ τὴν τοιαύτην κοινωνίαν (Αριστοτέλης).
Εντούτοις, διαφωνούν ως προς τα κίνητρα αυτής της εξέλιξης: ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι οι πόλεις προέκυψαν για να προστατευτεί ο άνθρωπος από τους κινδύνους της φύσης (π.χ. θηρία), ενώ ο Αριστοτέλης βλέπει την πόλιν ως φυσική εξέλιξη που επιτρέπει την ανθρώπινη ολοκλήρωση.
5. Γλωσσικές επιλογές
Λέξεις με ιδιαίτερο σημασιολογικό ενδιαφέρον:
- φρόνησις· σημασίες στην αρχαία ελληνική: (α) σκέψη να κάνω κάτι, σκοπός, πρόθεση, (β) αλαζονεία, (γ) φρονιμάδα, σύνεση. Στη νέα ελληνική σημαίνει λογική, σύνεση, ωριμότητα.
- ἀρετή· σημασίες στην αρχαία ελληνική: (α) ικανότητα, τελειότητα, υπεροχή σε κάθε τομέα· (β) ανδρεία, γενναιότητα, εξαιρετική ικανότητα, (γ) αριστοκρατική, ευγενική καταγωγή, (δ) καλοσύνη. Σημασίες στη νέα ελληνική: ηθική ανωτερότητα, υπεροχή, πλεονέκτημα.
- τέλος· στα αρχαία ελληνικά: (α) εκπλήρωση κάθε πράγματος, τελείωμα, τέλος ενέργειας, (β) αξίωμα, αρχή, κυβέρνηση, (γ) βραβείο, (δ) θάνατος, (ε) τελικός σκοπός, ολοκλήρωση, τελειότερη μορφή που μπορεί να πάρει κάτι. Στα νέα ελληνικά: (α) η ολοκλήρωση μιας ενέργειας, (β) διακοπή, παύση, (γ) θάνατος, (δ) δασμός.
- δίκη· στα αρχαία ελληνικά: (α) συνήθεια, εθιμικό δίκαιο, (β) γνώμη, απόφαση (γ) δικαστική ενέργεια, (δ) εκδίκαση υπόθεσης, (ε) ποινή, (στ) το δίκαιο: η αντίληψη για το σωστό, το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Στα νέα ελληνικά: διαδικασία που γίνεται στο δικαστήριο, με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης: κέρδισα / έχασα τη δίκη.
- δικαιοσύνη· στα αρχαία ελληνικά: ευθύτητα, ορθοκρισία, δικαιοσύνη. Στα νέα ελληνικά: (α) τήρηση των αρχών του δικαίου, (β) το σύνολο των δικαστικών αρχών.
Εκφραστικά μέσα: ο Αριστοτέλης αναδεικνύει την ανάγκη για ένταξη του ανθρώπου σε κοινωνία με τα εξής:
(α) αναλογία: Ὥσπερ γὰρ καὶ τελεωθεὶς βέλτιστον…, οὕτω καὶ χωρισθεὶς… χείριστον.
(β) προσωποποίηση: χαλεπωτάτη γάρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα.
(γ) επίθετα στον υπερθετικό: μεγίστων, βέλτιστον, χείριστον, ἀνοσιώτατον, αγριώτατον, χαλεπωτάτη.
Παραπομπές
1. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.56
2. Β. Κάλφας και Γ. Ζωγραφίδης, Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, ΙΝΣ, 2006, σελ.155-156.
3. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.57-8
4. Λυπουρλής Δ. και Μωραΐτου Δ., Πλάτων-Αριστοτέλης, βιβλίο του καθηγητή, σελ.194.
5. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.58
6. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.59
7. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.59
8. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.60
9. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.61
♦
Ετυμολογικά σχόλια
- συστήσας (συν + ἵστημι): προϊστάμενος, στήνω, στήλη, στάση.
- τελεωθείς (τελειόω, -ῶ < τέλειος < τέλος): ατελής, ευτελής, τελώ, τελετή, αποτέλεσμα, τελείωση, τελειωτικός, φιλοτελιστής.
- χωρισθείς (χωρέω, -ῶ): χώρος, χωρισμός, χωροδεσπότης, χωροταξία, χωροφυλακή, χωροχρόνος.
- νόμου (< νέμω): αγορανομία, ανομία, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, αυτονομία, αυτόνομος, δασονομία, δασονόμος, διανομέας, διανομή, εξοικονόμηση, κατανομή, νέμεση, νομαδικός, νομάς, νομή, νομική, νομικός, νόμισμα, νομισματικός, νομοθεσία, νομοθέτης, νομομαθής, νομός, νομός, νομοσχέδιο, νομοταγής, οικονομία, οικονόμος, παρανομία, παράνομος, ταξινόμηση, τροχονόμος, υπόνομος, χειρονομία.
- δίκης (< δείκνυμι): διάδικος, δικαστήριο, δικογραφία, δείχνω, (από-, εν-)υπόδειξη.
- φύεται (φύω): φύση, φυτό, αφύσικος, μεταφυσικός.
- χρῆσθαι (χρήομαι, -ῶμαι): χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρήμα, (α-, ευ-)χρηστός, χρέος.
- ἀρετή < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): αρέσκεια, αρεστός, άρθρο, αριθμός, αριστείο, αριστοκρατία, άριστος, άρμα, αρμονία, αρμός, δυσαρέσκεια, ενάρετος, πανάρετος, φιλαρέσκεια.
- ἐδωδή (ἔδω = τρώω, αττ. ἐσθίω): εδώδιμος, έδεσμα, εστιατόριο, νηστεία, νηστικός, φαγητό.
- τάξις (τάττω): τακτική, τακτοποιώ, ταγός, τάξη, συντακτικό, αρχισυντάκτης, (δια-, επι-, συν-, υπο-)προσταγή, (δια)τάγμα, λιποτακτώ, (δια-, κατά-, εν-, παρα-, υπο-)τάσσω.
❦