Φανερά κοινωνικά ενδιαφέροντα και προεκτάσεις έχει και η πεζογραφία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923). […] Στα διηγήματα που γράφει γύρω στα 1900 υπάρχει […] το ηθογραφικό πλαίσιο, το πιο ισχυρό συστατικό τους ωστόσο είναι ο ρεαλισμός. ένα δυο από τα καλύτερα (Πίστομα, Ακόμα;) είναι τόσο σύντομα που καταντούν “δραματικά στιγμιότυπα, με ασθματικά συμπυκνωμένη δράση”1. […]
Ο Θεοτόκης έχει καθαρή φλέβα λογοτεχνική, η εγκεφαλική σύλληψη ορισμένων προσώπων του, ακριβώς χάρη σ’ αυτό το γνήσιο λογοτεχνικό τάλαντο, δεν ξεφτίζει σε άδεια σχήματα. Η γλώσσα του αντιπροσωπεύει μια υστερότερη φάση στο δρόμο που άνοιξαν οι πρώτοι δημοτικιστές πεζογράφοι (ο Εφταλιώτης, ο Καρκαβίτσας), καθαρή, γνήσια, πέρα ως πέρα προσεγμένη δημοτική, στην οποία μερικοί κερκυραίικοι ιδιωματισμοί δίνουν απλώς μια συμπαθητική απόχρωση. Πιστός πάντα στον αρχικό του ρεαλισμό ο Θεοτόκης δεν πορεύτηκε, σαν τον Χατζόπουλο, το δρόμο προς το συμβολισμό στην πεζογραφία, κι έτσι το ύφος του μένει πάντα σε σαφή και καθαρά πλαίσια.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (7η έκδ.), 257-259.
1. Α. Τερζάκης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Αθήνα 1953, σ.15.
♦
Σύντομο σχόλιο
Στο μικρό αυτό διήγημα πρωταγωνιστεί ο Αντώνης Κουκουλιώτης, ένας άνθρωπος του περιθωρίου, ο οποίος στη διάρκεια μιας πολιτικής αναρχίας διάλεξε να επαναστατήσει και βγήκε μαζί με άλλους κακούργους στο βουνό. Ο αφηγητής αποδίδει στον Κουκουλιώτη βαρείς χαρακτηρισμούς: τον αποκαλεί κακούργο, ληστή, κακοποιό στοιχείο που μπλέχτηκε σε κάθε είδους παρανομίες (ύστερα από την αναρχία πού ‘χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία). Οι χαρακτηρισμοί επιβεβαιώνονται από την πορεία των πραγμάτων: μετά την αποκατάσταση της ηρεμίας και της αμνηστίας που δόθηκε, ο Κουκουλιώτης επιστρέφει σπίτι του και αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα του έχει κάνει παιδί με άλλον (το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι η γυναίκα του πιθανότατα δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί του). Θέλοντας να ξεπλύνει τη ντροπή, μαθαίνει από τη γυναίκα του το όνομα του εραστή της και τον σκοτώνει. Χαρακτηριστικό της ωμότητας και της σκληρότητάς του είναι ότι μετά τον φόνο επιστρέφει σπίτι του και παραδίδεται σε βαθύ ύπνο (Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα).
Στη συνέχεια, με ένα τέχνασμα πείθει τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει στην εξοχή, όπου αποκαλύπτεται -ακριβώς στο τέλος του διηγήματος- το αποτρόπαιο σχέδιό του: να θάψει ζωντανό το παιδί. Το τελικό περιστατικό αποδίδεται με λιτότητα και δραματικότητα:
– περιγραφές: το μελαγχολικό τοπίο προετοιμάζει τον αναγνώστη για το δραματικό τέλος (Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε […], Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό, εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη.),
– μεταφορά: τονίζει την αγγελική μορφή του μωρού (…του νήπιου που αγγελικά χαμογελούσε…),
– χαρακτήρες: ο Κουκουλιώτης είναι ανάστατος, αλλά αποφασισμένος (Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος.)· το αθώο παιδάκι παίζει με τα χώματα του τάφου του (το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος) και η γυναίκα μέχρι την τελευταία στιγμή δεν καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί (H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη).
Θέλω κι άλλο!
Διαβάστε βιογραφικό και εργογραφικό σημείωμα για τον συγγραφέα στην ιστοσελίδα της Βιβλιονέτ.
❦