Με το χαμόγελο στα χείλη
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά…
Κι έτσι ήταν, δηλαδή… πραγματικά «με το χαμόγελο στα χείλη» ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου τα ελληνικά νιάτα, για να γράψουν με τη λόγχη τους μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της Ιστορίας μας, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Με το χαμόγελο στα χείλη έφυγαν αυτοί που έφυγαν για το μέτωπο. Με το χαμόγελο στα χείλη έμειναν κι αυτοί που έμειναν πίσω, στα μετόπισθεν. Βασικό όπλο στον πόλεμο του ’40 το χαμόγελο! Με το χαμόγελο αντιμετώπισαν όλοι οι Έλληνες τον μαυροπουκάμισο καραγκιόζη του Παλάτσο ντε Βενέτσια, που μέσα στη χοντροκέφαλα του είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι ο πόλεμος στην Ελλάδα δεν θα ήταν παρά ένας διασκεδαστικός περίπατος για τους κοκορόφτερους φασίστες του.
Όπλο αποτελεσματικό ήταν στον πόλεμο του ’40 το χαμόγελο. Το χαμόγελο και το γέλιο, δηλαδή. Ένα όπλο, που την πληθωρική παραγωγή του είχαν αναλάβει οι ευθυμογράφοι, οι επιθεωρησιογράφοι κι οι γελοιογράφοι. Μέσα σε λίγες μέρες -πότε πρόλαβαν αλήθεια;- όλα τα αθηναϊκά θέατρα έπαιζαν πολεμικές επιθεωρήσεις, που μοίραζαν χαμόγελα και αισιοδοξία στα μετόπισθεν. Στο «Ολυμπία» έπαιζαν την επιθεώρηση «Αέρα, παιδιά!…». Στην «Αλάμπρα» την επιθεώρηση «Τσαρούχι», στο «Ρεξ» τα «Πολεμικά Παναθήναια», στο «Κεντρικόν» την επιθεώρηση «Πολεμικές Καντρίλλιες». Στο «Βρεττάνια» την επιθεώρηση «Μολών Λαβέ» και στο θέατρο «Αλίκης» -το σημερινό θέατρο Κώστα Μουσούρη- ανέβηκε η επιθεώρηση «Μπράβο, Κολονέλλο», που είχαμε γράψει ο Δ.Κ. Ευαγγελίδης κι εγώ και τη μουσική της την είχε γράψει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης.
Μπράβο, Κολονέλλο,
έτσι θέλω να νικάς, έτσι σε θέλω,
φόρα τα μαχαίρια
και στη μάχη να ορμάς
και να τρέχεις προς εμάς,
χαιρετώντας φασιστί με τα δυο χέρια,
κ.λπ., κ.λπ.
Τον θίασο που ανέβασε το «Μπράβο, Κολονέλλο» -μια από τις πιο μεγάλες επιθεωρησιακές επιτυχίες της πολεμικής περιόδου- τον αποτελούσαν η Μιράντα Μυράτ, ο Κώστας Μουσούρης, η Μαρίκα Κρεββατά, η Μαρίκα Νέζερ, ο Ορέστης Μακρής, ο Κυρ. Μαυρέας, ο Κώστας Δούκας, ο Ερρίκος Κονταρίνης και διάφοροι άλλοι, δευτερεύοντες ηθοποιοί.
Ας θυμηθούμε, όμως, λίγα στιχάκια από την «παρλάτα» της κ. Μιράντας, που χάλαγε κόσμο, τότε, στο θέατρο «Αλίκη».
Η εμπόλεμη Αθήνα έχει πάρει άλλη όψη,
ξεχαστήκανε τα τσάγια… Πάνε πλέον οι χοροί,
κι ο κομψός ο Αθηναίος μ’ άλλο βήμα προχωρεί.
Ένα βήμα που θυμίζει «Σε γνωρίζω από την κόψη!»
Ο Κοκός, ο μη μου άπτου,
που παράγγελνε κοστούμια εις του καλυτέρου ράφτου,
μέσ’ στο απλούστατο χακί του είναι πια ντυμένος σκέτα
κι αντηχούνε στα παρκέτα
στις οκέλες και στις βίλες
με πεποίθηση αντρίκεια οι χοντρές του οι αρβύλες.
Ο Κοκός, ο μη μου άπτου, ο κομψός ο Αθηναίος,
-τι περίεργο αλήθεια- ήταν Έλληνας γενναίος.
Στο σκοτάδι προχωρούσε πάντοτε στραβά-κουτσά
-τον θυμάμαι και ξενύχτη, να σου λέει «καλημέγα»-
Κι, όμως, τώρα πολεμάει… παίρνει και την Κορυτσά
και φωνάζει και «αέγα!…»
κ.λπ., κ.λπ.
Αυτή την «παρλάτα» η Μιράντα δεν την έλεγε μόνο στο θέατρο. Την έλεγε και στα νοσοκομεία. Γιατί, όταν ήρθαν οι πρώτοι τραυματίες από το μέτωπο, οι ηθοποιοί έτρεχαν να τους ψυχαγωγήσουν με τα νούμερα και τα σκετσάκια που έκαναν στις επιθεωρήσεις. Κι η Μιράντα ήταν απ’ τις πρώτες…
Ένα νούμερο, ακόμα, που χάλαγε κόσμο στο «Μπράβο, Κολονέλλο», ήταν και ο «Μεθυσμένος», του αξέχαστου Ορέστη Μακρή, που πήγαινε να επιδώσει το… ψήφισμα των Ελλήνων μπεκρήδων, στους μπεκρήδες όλου του κόσμου. Ο Μακρής συναντιόταν με τον Ερρίκο Κονταρίνη σ’ ένα δρομάκι, υποτίθεται, της συσκοτισμένης Αθήνας. Τύφλα στο μεθύσι ο Μακρής, έπεφτε επάνω στον Κονταρίνη.
– Με το μπαρδόν…
– Τι «με το μπαρδόν», που δε βλέπεις τη μύτη σου! Πάλι τα κοπάνησες, κυρ Χαράλαμπε;
– Ε, κάτι ήπιαμε κι απόψε!
– Μα, εσύ δεν έχεις πει ότι δε θα ξαναπατήσεις σε ταβέρνα;
– Ας όψεται ο πόλεμος!
– Δηλαδή;
– Οι αεροπορικές επιδρομές!
– Οι αεροπορικές επιδρομές σε στέλνουν στην ταβέρνα;
– Μάλιστα… Εδώ στο Μεταξουργείο είναι ένα υπογειάκι…
– Ταβέρνα;
– Μάλιστα, ταβέρνα!… Μόλις, λοιπόν, ακούω τη σειρήνα, πάω και τρυπώνω. Είναι το πιο ασφαλές καταφύγιο…
– Και πού είπες ότι είναι αυτή η ταβέρνα;
– Στο Μεταξουργείο!…
– Και το σπίτι σου που είναι;
– Στα Πετράλωνα…
– Κι όταν ακούς σειρήνα, τρέχεις από τα Πετράλωνα στο Μεταξουργείο;
– Τις πρώτες μέρες έτρεχα!
– Τώρα, τι κάνεις;
– Τώρα πάω από το πρωί!… Έτσι, όποτε βαράνε οι σειρήνες, με βρίσκουν μέσα! Φύλαγε τα ρούχα σου, να ’χεις τα μισά!
…Και, φυσικά, η «πρόζα» κατέληγε στο καθιερωμένο μπεκρίδικο τραγουδάκι, που ήταν το «ψήφισμα» των Ελλήνων μπεκρήδων, εναντίον του Μουσολίνι.
Μεγάλη επιτυχία είχε, επίσης, ο ανεπανάληπτος Κυριάκος Μαυρέας, που σαν Ιμπέριο Αρτζεντίνα -μια τραγουδίστρια τότε της μόδας- σατίριζε τα πολεμικά ανακοινωθέντα των φασιστών, που προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν για το ότι καθυστερούσε τόσο πολύ η προέλασίς τους στην Ελλάδα. Έλεγαν, λοιπόν, αυτά τα ανακοινωθέντα ότι η κακοκαιρία και οι κακοί δρόμοι τούς εμπόδιζαν να κινηθούν προς τα μπρος. Τραγουδούσαν, λοιπόν, διά στόματος Μαυρέα, ότι ήταν πιο εύκολο να κινηθούν προς τα… πίσω!… Το τραγούδι ήταν επάνω στη μουσική της «Πιπίτσας».
Πίτσα… Πιπίτσα… Πηνελοπίτσα!
Τραγουδάγανε, λοιπόν, οι Ιταλοί:
«Πίσω πιπίσω πιπιπίσω
στο γυρισμό τον βρήκα, πια, το δρόμο ίσο
και δεν μπορούσα ούτε στιγμή να σταματήσω.
Πι πι πι πίσω.
Πι πι πι πίσω.
γιατί μ’ αυτόνε τον τσολιά
ευρήκαμ’ όλοι μας εδώ κακό μπελά!
Εκτός, όμως από τ’ αστεία των επιθεωρήσεων, κυκλοφορούσαν στην πολεμική Αθήνα κι ένα σωρό χαριτωμένα ανέκδοτα, από τα οποία θα σας μεταφέρω δύο-τρία.
Κάτω από το «Παλάτσο ντε Βενέτσια», ένα μεσημέρι, περνούσαν καμιά δεκαριά Ιταλόπαιδα, που γύριζαν από το σχολείο. Είδαν τον Ντούτσε σ’ ένα παράθυρο και σήκωσαν τα χέρια, για να τον χαιρετήσουν φασιστικά.
Ο Μπενίτο ευχαριστήθηκε πολύ και φώναζε τα παιδιά στο γραφείο του.
– Πες μου εσύ, είπε στο ένα παιδί, που φαινόταν πιο έξυπνο από τ’ άλλα, γιατί σήκωσες το χέρι σου, μόλις με είδες;
– Είναι ο φασιστικός χαιρετισμός, αρχηγέ!
– Ποιος στο είπες;
– Ο δάσκαλος. Μας είπε ότι, όταν βλέπουμε στον δρόμο φίλους μας, πρέπει να σηκώνουμε το ένα χέρι…
– Μπα; Και όταν στον πόλεμο δεις εχθρούς, τι θα κάνεις;
– Τότε… Θα σηκώσω και τα δύο!»
Κι άλλο:
«Ο αρχηγός του φασισμού, ο Μουσολίνι, θέλησε κάποτε να κάμει επιθεώρηση σε κάποιο άσυλο φρενοβλαβών, στα περίχωρα της Ρώμης. Ο διευθυντής του φρενοκομείου, για να ευχαριστήσει τον αρχηγό, κατόρθωσε να μάθει τους τρελούς να φωνάξουν μόλις θα τους έδινε το σύνθημα: «Ζήτω ο Μουσολίνι!»
Πραγματικά ο Μπενίτο φτάνει με το αυτοκίνητό του μπροστά στη σιδερένια καγκελόπορτα του ασύλου. Κατεβαίνει, ο θυρωρός τού ανοίγει και μπαίνει μέσα σ’ ένα μεγάλο προαύλιο, όπου όλοι οι τρελοί συγκεντρωμένοι, φωνάζουν ταυτόχρονα:
«Ζήτω ο Μουσολίνι!»
Ο Μπενίτο ρωτά τον θυρωρό.
– Εσύ, γιατί δεν φώναξες «ζήτω»;
– Ω, εξοχότατε! του απαντά ο γεροντάκος θυρωρός. Εγώ… δεν είμαι τρελός…
Κι ένα τρίτο:
«Μια μέρα ο ένδοξος Μπενίτο καμάρωνε μια εικόνα του Μεγάλου Ναπολέοντος ανάμεσα σε στρατιώτες του, που, όπως είναι γνωστό από την ιστορία, φορούσαν κόκκινα παντελόνια.
– Γιατί κόκκινα παντελόνια; ρώτησε κάποιον, που ήταν κοντά.
– Διότι, εξοχότατε, ο Ναπολέων δεν ήθελε να λιποψυχήσουν οι στρατιώτες του, βλέποντας τυχόν αίμα επάνω στη στολή τους. Το κόκκινο αίμα δεν θα φαινόταν πάνω στο κόκκινο ύφασμα του παντελονιού.
– Πολύ σωστά! Πολύ σοφά έκανε ο Ναπολέων, είπε ο Μουσολίνι.
Κι αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:
– Θα πάω να παραγγείλω στον ράφτη μου μια κιλότα… καφετιά!
Χαμόγελο, λοιπόν… Το χαμόγελο ήταν το πιο αποφασιστικό μας όπλο στον πόλεμο του 1940… Με το χαμόγελο στα χείλη πήγαιναν τα φανταράκια μας μπροστά!… Με το χαμόγελο στα χείλη αντιμετώπιζαν τον πόλεμο και τα μετόπισθεν… Και με το χαμόγελο πάλι -το μελαγχολικό χαμόγελο των αναμνήσεων- θυμόμαστε σήμερα εμείς εκείνα τα χαμόγελα!…
Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 293-297.
❦